ΕΠΕΙΔΗ, η διαφάνεια στη δη΅όσια ζωή αποτελεί αναγκαίο συστατικό στοιχείο κάθε σύγχρονου δημοκρατικού κράτους, καθώς και ανάχωμα στην όποια προσπάθεια εκ΅ετάλλευσης δη΅οσίου αξιώ΅ατος, θέσης ή ιδιότητας, το οποίο συμβάλλει στην πρόληψη και καταπολέ΅ηση της διαφθοράς στη δη΅όσια ζωή,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισ΅ός του δικαιώ΅ατος στην ιδιωτική ζωή κάθε προσώπου, το οποίο ευρίσκεται σε δη΅όσια θέση ή διαχειρίζεται δη΅όσιο χρή΅α ή διαδρα΅ατίζει ρόλο στη δη΅όσια πολιτική και οικονο΅ική ζωή δικαιολογείται για αποχρώντες λόγους δη΅οσίου συ΅φέροντος, αφού προάγει τη διαφάνεια στον πολιτικό και δη΅όσιο βίο και εξυπηρετεί υπέρτερο δη΅όσιο συ΅φέρον,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ο περιορισ΅ός του ως άνω δικαιώματος δεν εκφεύγει των ορίων της αναλογικότητας αναφορικά με δημόσια πρόσωπα, τα οποία εκουσίως αναλαμβάνουν την άσκηση δημόσιου αξιώματος, συναινώντας τοιουτοτρόπως στο να εκτεθούν σε ένα ευρύτερο έλεγχο της ιδιωτικής τους ζωής,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, η επαυξη΅ένη έκθεση στη δη΅οσιότητα των προσώπων που κατέχουν δη΅όσια θέση, όπως και η άσκηση από ΅έρους τους τ΅ή΅ατος δη΅όσιας εξουσίας επιβάλλει σαφώς την επέκταση των ορίων της θε΅ιτής πληροφόρησης των πολιτών,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, ένας τέτοιος περιορισ΅ός συνάδει ΅ε τη νο΅ολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιω΅άτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σύ΅φωνα ΅ε την οποία είναι δυνατή η παρέμβαση σε πτυχές της ιδιωτικής ζωής των δη΅όσιων προσώπων, προκει΅ένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενη΅έρωσης του πολίτη, της διαφάνειας και της λογοδοσίας,
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Υποβολή και Έλεγχος Καταστάσεων Προσωπικής και Επαγγελματικής Περιουσίας) Νόμος του 2024.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«Αρχείο Ειδικής Επιτροπής» σημαίνει το τηρούμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 αρχείο.
«Βουλευτής» σημαίνει μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και περιλαμβάνει Ευρωβουλευτή, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 13 και 16.
«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» σημαίνει τα τηρούμενα και χαρακτηριζόμενα ως τέτοια, τα οποία τυγχάνουν προστασίας δυνάμει των διατάξεων του περί της Προστασίας Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
«εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας» σημαίνει κάθε ανήλικο τέκνο του υπόχρεου προσώπου, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την οικονομική στήριξη, την επιμέλεια και τα έξοδα διαβίωσης αναλαμβάνει το υπόχρεο πρόσωπο.
«Ειδική Επιτροπή» σημαίνει την Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή η οποία συστήνεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5.
«Έφορος Φορολογίας» σημαίνει τον Έφορο Φορολογίας, ο οποίος διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου και περιλαμβάνει κάθε λειτουργό εξουσιοδοτημένο υπό του ιδίου για να ενεργεί για σκοπούς του παρόντος Νόμου.
«καθαρή περιουσία» σημαίνει το άθροισμα της κατάστασης ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας του υπόχρεου προσώπου, του/της συζύγου του ή του/της συμβίου/συμβίας του και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του.
«Κανονισμός» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και για την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)».
«κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας» ή «ΚΕΠ» σημαίνει την κατάσταση του ενεργητικού και παθητικού της προσωπικής και επαγγελματικής περιουσίας του υπόχρεου προσώπου, τόσο εντός όσο και εκτός της Δημοκρατίας, ο τύπος υποβολής της οποίας περιλαμβάνεται στο Μέρος Α του Παραρτήματος, η οποία παρουσιάζεται σε τιμές κόστους και περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία του/της συζύγου ή του/της συμβίου/συμβίας αυτού δυνάμει των διατάξεων του περί Πολιτικής Συμβίωσης Νόμου, καθώς και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς του.
«κατάσταση εσόδων και εξόδων» σημαίνει την προβλεπόμενη στο Μέρος Β του Παραρτήματος ετήσια αναλυτική κατάσταση εσόδων και εξόδων.
«κατάσταση συμφιλίωσης» σημαίνει την προβλεπόμενη στο Μέρος Γ του Παραρτήματος κατάσταση, η οποία επεξηγεί την καθαρή αύξηση ή μείωση της καθαρής περιουσίας του υπόχρεου προσώπου, που έχει επέλθει στη μεταξύ των δύο ΚΕΠ μεσολαβούσα περίοδο.
«Πρόεδρος» σημαίνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
«Υπουργός» σημαίνει μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου και περιλαμβάνει και Υφυπουργό.
«υπόχρεο πρόσωπο» σημαίνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τους Υπουργούς και Υφυπουργούς, τους Βουλευτές και τους Ευρωβουλευτές.
3.-(1)(α) Κάθε υπόχρεο πρόσωπο υποχρεούται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία ανάληψης του αξιώματός του να υποβάλει στην Ειδική Επιτροπή την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ΚΕΠ, όπως αυτή ισχύει, κατά την ημερομηνία ανάληψης του οικείου αξιώματος.
(β) Κάθε υπόχρεο πρόσωπο υποχρεούται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία λήξης της θητείας του, την παραίτηση ή την απώλεια του αξιώματός του να υποβάλει στην Ειδική Επιτροπή επικαιροποιημένη, κατά την ημερομηνία αυτή ΚΕΠ, όπως και κατάσταση εσόδων και εξόδων για την περίοδο μεταξύ της προηγούμενης και της υποβαλλομένης πιο πάνω ΚΕΠ, καθώς και κατάσταση συμφιλίωσης για την ίδια περίοδο:
(2)(α) Οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (α) και (β) καταστάσεις υποβάλλονται στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Ειδικής Επιτροπής.
(β) Εξουσιοδοτημένοι από την Ειδική Επιτροπή λειτουργοί της Βουλής των Αντιπροσώπων καταχωρίζουν στο Αρχείο τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) καταστάσεις, διαβιβάζοντας στο υπόχρεο πρόσωπο σχετική βεβαίωση λήψης αυτών.
(3) Τα περιλαμβανόμενα στην ΚΕΠ, στην κατάσταση εσόδων και εξόδων και στην κατάσταση συμφιλίωσης στοιχεία, προβλέπονται στο Παράρτημα.
(4) Οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καταστάσεις, οι οποίες είναι καταχωρισμένες στο Αρχείο διαγράφονται ή/και καταστρέφονται ύστερα από την παρέλευση πέντε (5) ετών από την ημερομηνία απώλειας του αξιώματος του υπόχρεου προσώπου, εκτός εάν για συγκεκριμένο υπόχρεο πρόσωπο έχει αρχίσει έρευνα η οποία δεν έχει περατωθεί, οπότε οι εν λόγω καταστάσεις διαγράφονται ή/και καταστρέφονται αμέσως μετά την περάτωση της οικείας έρευνας.
(5) Σε περίπτωση, κατά την οποία οποιοδήποτε υπόχρεο πρόσωπο, λόγω προσωπικών περιστάσεων εξαιρετικής ή απροβλέπτου φύσεως κωλύεται να υποβάλει τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καταστάσεις εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), δύναται να υποβάλει αίτημα στην Ειδική Επιτροπή για παραχώρηση παρατάσεως της εν λόγω προθεσμίας, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.
4.-(1) Μέρος της προβλεπόμενης στο Μέρος Α του Παραρτήματος ΚΕΠ, περιλαμβανομένης της καθαρής περιουσίας δημοσιοποιείται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Ύστερα από την ανάληψη του αξιώματος του υπόχρεου προσώπου. και
(β) ύστερα από τη λήξη της θητείας του υπόχρεου προσώπου ή την παραίτηση ή την απώλεια του αξιώματός του.
(2) Τηρουμένων των προνοιών του Κανονισμού και των διατάξεων του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας τωνΔεδομένων αυτών Νόμου τα στοιχεία της ΚΕΠ, τα οποία αφορούν στον/στη σύζυγο ή στον/στη συμβίο/συμβία του ή στα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειάς του υπόχρεου προσώπου εξαιρούνται της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του εδαφίου (1) δημοσιοποίησης:
(3) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), η ΚΕΠ και η καθαρή περιουσία δημοσιοποιούνται εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής τους στην Ειδική Επιτροπή με ανάρτησή τους στην επίσημη ιστοσελίδα της Ειδικής Επιτροπής:
(4) Τα ονοματεπώνυμα των υπόχρεων προσώπων, τα οποία δεν υπέβαλαν τις προβλεπόμενες στις διατάξεις του άρθρου 3 καταστάσεις δημοσιοποιούνται με ανάρτησή τους στην ιστοσελίδα της Ειδικής Επιτροπής.
(5) Η δημοσιοποίηση της ΚΕΠ και της καθαρής περιουσίας δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις της Ειδικής Επιτροπής, οι οποίες προκύπτουν από τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 5 και του εδαφίου (3) του άρθρου 14.
5.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου συστήνεται Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή αποτελούμενη από μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, την οποία ορίζει η Επιτροπή Επιλογής, (εφεξής «η Ειδική Επιτροπή»).
(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) συσταθείσα Ειδική Επιτροπή απαρτίζεται από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων ως πρόεδρο και από δύο (2) τακτικά και δύο (2) αναπληρωματικά μέλη.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο πρόεδρος και τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής, κατά την άσκηση των εξουσιών τους, δεσμεύονται από την υποχρέωση τήρησης απόλυτης εχεμύθειας, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
6. Η Ειδική Επιτροπή τηρεί αρχείο για σκοπούς καταχώρισης των ΚΕΠ, των καταστάσεων εσόδων και των εξόδων και καταστάσεων συμφιλίωσης και όλων των συναφών με αυτές στοιχείων, καθώς και όσων στοιχείων προκύπτουν, στο πλαίσιο της διενέργειας ελέγχων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου (εφεξής «το Αρχείο»).
7.-(1) Η Ειδική Επιτροπή είναι αρμόδια για-
(α) τον έλεγχο τήρησης της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου υποχρέωσης υποβολής από κάθε υπόχρεο πρόσωπο της ΚΕΠ, της κατάστασης εσόδων και εξόδων και της κατάστασης συμφιλίωσης.
(β) την τήρηση στοιχείων αναφορικά με τα ονοματεπώνυμα των υπόχρεων προσώπων τα οποία υποβάλλουν ΚΕΠ, κατάσταση εσόδων και εξόδων και κατάσταση συμφιλίωσης, όπως και των υπόχρεων προσώπων που παραλείπουν να υποβάλουν αυτές.
(γ) την τήρηση στοιχείων αναφορικά με τους διενεργούμενους ελέγχους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου:
(δ) την παροχή στήριξης και καθοδήγησης σε υπόχρεο πρόσωπο ως προς τις απορρέουσες από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου υποχρεώσεις του.
(ε) τη δημοσιοποίηση της ΚΕΠ και της καθαρής περιουσίας δι αναρτήσεώς τους από εξουσιοδοτημένους λειτουργούς της Βουλής των Αντιπροσώπων στην οικεία ιστοσελίδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4.
(στ) τη λήψη απόφασης, σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από τις διατάξεις του άρθρου 9 όρους και προϋποθέσεις για τη διενέργεια ειδικής έρευνας, σχετικά με το περιεχόμενο των στοιχείων της ΚΕΠ, της κατάστασης εσόδων και εξόδων και της κατάστασης συμφιλίωσης του υπόχρεου προσώπου.
(2) Η Ειδική Επιτροπή εξουσιοδοτεί λειτουργούς της Βουλής των Αντιπροσώπων να προχωρήσουν-
(α) στη δημιουργία ηλεκτρονικής διεύθυνσης και επίσημης ιστοσελίδας της Ειδικής Επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(β) τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου στην καταχώριση στο Αρχείο όλων των προβλεπόμενων στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 3, στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (1) και στην παράγραφο (γ).
(γ) στην ετοιμασία αναλυτικής κατάστασης, η οποία να περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα των υπόχρεων προσώπων που υπέβαλαν ΚΕΠ, κατάσταση εσόδων και εξόδων και κατάσταση συμφιλίωσης, όπως και τα ονοματεπώνυμα των υπόχρεων προσώπων που παρέλειψαν να υποβάλουν τις καταστάσεις αυτές.
8.-(1) Η Ειδική Επιτροπή, κατά την άσκηση των βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου εξουσιών της αναθέτει στον Έφορο Φορολογίας τη διενέργεια ελέγχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 10.
(2) Η άσκηση των εξουσιών του Εφόρου Φορολογίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), δεν παρεμποδίζει την άσκηση των εξουσιών αυτού δυνάμει των διατάξεων του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου, εφόσον οι εξουσίες αυτές ασκούνται στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας διενεργουμένης ως αποτέλεσμα της διενέργειας του ελέγχου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η οποία τεκμηριώνεται σε σχετική κατάσταση που τηρεί ο Έφορος Φορολογίας.
(3) Η Ειδική Επιτροπή, εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου καταστάσεων, διαβιβάζει αυτές σε ηλεκτρονική μορφή στον Έφορο Φορολογίας για τη διενέργεια ελέγχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).
(4) Ο Έφορος Φορολογίας, ενεργώντας δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) έχει τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) πρόσβασης στο Αρχείο για σκοπούς ελέγχου του περιεχομένου των υποβληθεισών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, καταστάσεων.
(β) ελέγχου των εν λόγω καταστάσεων προς διαπίστωση της ορθότητας και της αλήθειας των περιληφθέντων σε αυτές στοιχείων.
(γ) απαίτησης παροχής διευκρινίσεων από το υπόχρεο πρόσωπο και στο πλαίσιο του διενεργούμενου ελέγχου εφόσον κρίνει τούτο αναγκαίο, παροχής στο υπόχρεο πρόσωπο της δυνατότητας να ακουστεί και να υποβάλει τις θέσεις του, προτού προβεί σε οποιεσδήποτε παρατηρήσεις και σε εξαγωγή συμπερασμάτων ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής.
(δ) πρόσβασης στο πλαίσιο του διενεργούμενου ελέγχου σε κρατικά αρχεία και υπηρεσίες οποιουδήποτε υπουργείου, γραφείου ή τμήματος της δημόσιας υπηρεσίας για την εξασφάλιση των αναγκαίων εγγράφων και στοιχείων.
(ε) απαίτησης προσκόμισης από το υπόχρεο πρόσωπο οποιωνδήποτε άλλων αναγκαίων στοιχείων ή/και εγγράφων.
(5) Ο Έφορος Φορολογίας εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης του διενεργούμενου, βάσει των διατάξεων του εδαφίου (3) ελέγχου υποβάλλει τις τυχόν παρατηρήσεις και συμπεράσματά του ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής.
9. Ειδική έρευνα αρχίζει μόνο εφόσον συντρέχει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Να έχει τεθεί ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής γραπτή ένορκη καταγγελία στην οποία να παρατίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και/ή στοιχεία αναφορικά με το περιεχόμενο της υποβληθείσας ΚΕΠ και της καθαρής περιουσίας του υπόχρεου προσώπου.
(β) από τον έλεγχο των υποβληθεισών καταστάσεων στον οποίο έχει προβεί ο Έφορος Φορολογίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, τα προκύπτοντα ευρήματα να δικαιολογούν την έναρξη ειδικής έρευνας αναφορικά με συγκεκριμένο υπόχρεο πρόσωπο, το οποίο ενδέχεται να έχει υποβάλει αναληθή ή παραποιημένα ή παραπλανητικά στοιχεία.
(γ) από τα ευρήματα του ελέγχου στον οποίο έχει προβεί ο Έφορος Φορολογίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, να έχει διαπιστωθεί ότι η διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου προσώπου δεν αιτιολογείται επαρκώς ή δεν αιτιολογείται καθόλου:
10.-(1) Σε περίπτωση, κατά την οποία η Ειδική Επιτροπή αποφασίσει ότι επιβάλλεται η έναρξη ειδικής έρευνας αναφορικά με συγκεκριμένο υπόχρεο πρόσωπο, αναθέτει αυτήν στον Έφορο Φορολογίας, κατόπιν λήψεως επί τούτω αποφάσεως:
(2) Η απόφαση της Ειδικής Επιτροπής για την έναρξη ειδικής έρευνας κοινοποιείται αμελλητί στο επηρεαζόμενο υπόχρεο πρόσωπο μαζί με σύντομη αιτιολογία και στην περίπτωση της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 μαζί με αντίγραφο της γραπτής ένορκης καταγγελίας:
(3) Ο Έφορος Φορολογίας προβαίνει σε έλεγχο των υποβληθεισών δυνάμει του άρθρου 3 καταστάσεων του υπό διερεύνηση υπόχρεου προσώπου εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της ληφθείσας επί τούτω αποφάσεως:
(4) Για σκοπούς της διενεργούμενης ειδικής έρευνας ο Έφορος Φορολογίας δύναται να εξουσιοδοτεί λειτουργούς του Τμήματος Φορολογίας για να τον συνδράμουν στο έργο του, οι οποίοι-
(α) ασκούν τα καθήκοντά τους δεσμευόμενοι από τις διατάξεις του Κανονισμού και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(β) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12, προβαίνουν σε κάθε αναγκαία ή πρόσφορη ενέργεια και προς τούτο δύναται να ζητούν και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο στοιχείο ή πληροφορία απ οποιαδήποτε αρχή και φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει ή εικάζεται ότι έχει στην κατοχή του τέτοια στοιχεία ή πληροφορίες. και
(γ) παρέχουν, σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, τη δυνατότητα στο υπόχρεο πρόσωπο να ακουστεί και να υποβάλει τις θέσεις του.
11.-(1) Ο Έφορος Φορολογίας, με την ολοκλήρωση της ειδικής έρευνας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, προβαίνει στη σύνταξη πορίσματος, το οποίο υποβάλλει ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής.
(2) Η Ειδική Επιτροπή, προτού προβεί στη σύνταξη έκθεσης αναφορικά με τη διενεργηθείσα ειδική έρευνα παρέχει προηγουμένως το δικαίωμα στο επηρεαζόμενο υπόχρεο πρόσωπο, εφόσον το επιθυμεί, να ακουστεί ή να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις του.
(3)(α) Στην έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, καταγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, τα ευρήματα του υποβληθέντος πορίσματος του Εφόρου Φορολογίας και η θέση του επηρεαζόμενου υπόχρεου προσώπου, εφόσον αυτό ακούστηκε ή κατέθεσε γραπτώς τις θέσεις του.
(β) Η πιο πάνω έκθεση κοινοποιείται αμελλητί-
(i) στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εφόσον αφορά σε Υπουργό ή Υφυπουργό.
(ii) στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, εφόσον αφορά σε Βουλευτή ή Ευρωβουλευτή:
(iii) στα μέλη της σύσκεψης των αρχηγών ή εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, εφόσον αυτή αφορά στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων. και
(iv) στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, εφόσον αφορά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας:
Νοείται ότι, η έκθεση κοινοποιείται παράλληλα στο επηρεαζόμενο υπόχρεο πρόσωπο.
(4) Σε περίπτωση, κατά την οποία από την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, διαπιστώνεται ότι υπόχρεο πρόσωπο έχει περιλάβει σε ΚΕΠ, σε κατάσταση εσόδων και εξόδων ή σε κατάσταση συμφιλίωσης οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο του οποίου η πηγή δεν δικαιολογείται ή διαπιστώνεται οποιαδήποτε διαφοροποίηση περιουσιακών στοιχείων χωρίς επαρκείς επεξηγήσεις, το πρόσωπο αυτό υπόκειται στις διατάξεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και τα ευρήματα από τον διενεργούμενο έλεγχο διαβιβάζονται στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας από την Ειδική Επιτροπή.
(5) Όποιος καθ οιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζει το έργο της Ειδικής Επιτροπής ή/και του Εφόρου Φορολογίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.
12.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο, κατά την άσκηση των καθηκόντων του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, διαπιστώνεται ότι κατέχει ή ότι έχουν περιέλθει σε γνώση του στοιχεία, πληροφορίες και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εμπιστευτικής φύσεως δεσμεύεται από την υποχρέωση τήρησης απόλυτης εχεμύθειας και δύναται να χρησιμοποιεί αυτά μόνο για σκοπούς άσκησης των καθηκόντων του.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του εδαφίου (1) υποχρέωσή του, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000) ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή και με τις δύο αυτές ποινές.
13.-(1) Σε περίπτωση, κατά την οποία το υπόχρεο πρόσωπο είναι Βουλευτής, ο οποίος παραλείπει να υποβάλει ΚΕΠ, κατάσταση εσόδων και εξόδων ή κατάσταση συμφιλίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, οι συνέπειες της εν λόγω παράλειψης ρυθμίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής των Αντιπροσώπων.
(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία το υπόχρεο πρόσωπο το οποίο παραλείπει να υποβάλει τις ως άνω καταστάσεις εντός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 3 προθεσμίας, είναι Υπουργός ή Υφυπουργός οι συνέπειες αποφασίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
(3) Σε περίπτωση, κατά την οποία στο πλαίσιο ειδικής έρευνας διενεργουμένης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου διαπιστώνεται ότι υπόχρεο πρόσωπο υπέβαλε ψευδή στοιχεία στις προβλεπόμενες στο άρθρο 3 καταστάσεις, αυτό είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή/και στις δύο αυτές ποινές:
(4) Σε περίπτωση αποβιώσαντος υπόχρεου προσώπου, το οποίο διαπιστώθηκε ότι είχε υποβάλει ψευδή στοιχεία στις ως άνω καταστάσεις ή/και παρέλειψε να δηλώσει κινητή ή/και ακίνητη περιουσία, τα μη περιληφθέντα περιουσιακά στοιχεία λογίζονται ως περιουσία υπόπτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 και 33 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.
(5) Το υπόχρεο πρόσωπο, ανάλογα με την περίπτωση, δεν υπόκειται σε συνέπειες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση κατά την οποία, λόγω του ότι βρισκόταν σε διάσταση με τον/τη σύζυγό του ή τον/την σύμβιο/συμβία του τελούσε σε πραγματική αδυναμία είτε να εξασφαλίσει τα στοιχεία που προβλέπονται στο μέρος των προβλεπόμενων στο άρθρο 3 καταστάσεων που αφορούν τον/τη σύζυγό του ή τον/την σύμβιο/συμβία του είτε να υποβάλει πλήρη και αληθή στοιχεία.
14.-(1) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε γραπτή ένορκη καταγγελία στην Ειδική Επιτροπή κατά υπόχρεου προσώπου δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 9, οφείλει να εκθέτει με σαφήνεια τις λεπτομέρειες και τα στοιχεία που θεμελιώνουν τους ισχυρισμούς του.
(2) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε καταγγελία κατά υπόχρεου προσώπου και εκ προθέσεως παρέχει ψευδή ή παραπλανητικές πληροφορίες ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή αποκρύπτει ή παρέχει τέτοιες πληροφορίες, δεδομένα ή στοιχεία, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ψευδή ή ανακριβή ή έχει εύλογο λόγο να πιστεύει ότι αυτά δεν είναι ακριβή, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000) ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(3) Καταγγελία υποβαλλομένη δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 λογίζεται ως εμπιστευτική και η δημοσίευσή της από οποιοδήποτε πρόσωπο συνιστά ποινικό αδίκημα, το οποίο σε περίπτωση καταδίκης του εν λόγω προσώπου τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000) ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή και με τις δύο αυτές ποινές.
15. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, στο πλαίσιο ειδικής έρευνας διενεργουμένης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 και του άρθρου 10, ο Έφορος Φορολογίας δύναται να προβεί σε άρση του τραπεζικού ή/και χρηματιστηριακού ή/και φορολογικού απορρήτου υπόχρεου προσώπου, ενημερώνοντας γραπτώς το υπόχρεο πρόσωπο στο οποίο η έρευνα αφορά.
16. Θέματα χρήζοντα ρύθμισης αναφορικά με τους Βουλευτές καθορίζονται για σκοπούς του παρόντος Νόμου από τον Κανονισμό της Βουλής των Αντιπροσώπων.
17.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου οι περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμοι του 2004 έως 2017 καταργούνται.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ελέγχου και έρευνας αναφορικά με υπόχρεο πρόσωπο, η οποία άρχισε πριν από την κατάργηση των εν λόγω νόμων, αυτή συνεχίζει και ολοκληρώνεται με βάση τις διατάξεις των εν λόγω καταργούμενων νόμων.
(3) Υπόχρεα πρόσωπα, τα οποία υπέβαλαν ήδη δήλωση περιουσιακών στοιχείων βάσει των διατάξεων των καταργούμενων νόμων, είτε κατά την ανάληψη του αξιώματός τους είτε κατά τους τελευταίους είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, δεν έχουν υποχρέωση να υποβάλουν την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 3 ΚΕΠ, έχουν όμως υποχρέωση να υποβάλουν εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη της θητείας τους, την παραίτησή τους ή την απώλεια του αξιώματός τους τις προβλεπόμενες στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 3 καταστάσεις:
18. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ στη λήξη των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.