ΜΕΡΟΣ VII ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΦΟΡΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Διενέργεια ελέγχου από τον Έφορο Φορολογίας

12.-(1) Το Συμβούλιο κατά την άσκηση των βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου εξουσιών του, αναθέτει στον Έφορο Φορολογίας τη διενέργεια ελέγχου του περιεχομένου των υποβληθεισών καταστάσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 5.

(2) Η άσκηση των εξουσιών του Εφόρου Φορολογίας σύμφωνα με το εδάφιο (1), δεν παρεμποδίζει την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει των διατάξεων του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου, εφόσον οι εξουσίες αυτές ασκούνται στο πλαίσιο συγκεκριμένης έρευνας διενεργουμένης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η οποία τεκμηριώνεται σε σχετική κατάσταση που τηρεί ο Έφορος Φορολογίας.

(3) Το Συμβούλιο εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή σε αυτό των προβλεπόμενων στις διατάξεις του άρθρου 5 καταστάσεων, διαβιβάζει αυτές σε ηλεκτρονική μορφή στον Έφορο Φορολογίας για τη διενέργεια ελέγχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).

(4) Ο Έφορος Φορολογίας, δυνάμει του εδαφίου (1)-

(α) έχει πρόσβαση στο ειδικό αρχείο για διενέργεια ελέγχου επί του περιεχομένου των υποβληθέντων, σύμφωνα με το άρθρο 5, καταστάσεων.

(β) προβαίνει σε έλεγχο επί των εν λόγω καταστάσεων προς διαπίστωση της ορθότητας και της αλήθειας των περιληφθέντων σε αυτές στοιχείων.

(γ) ζητά διευκρινίσεις από το υπόχρεο πρόσωπο και παρέχει σε αυτό, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, τη δυνατότητα να ακουστεί και να υποβάλει τις θέσεις του στο πλαίσιο του διενεργούμενου ελέγχου, προτού προβεί σε οποιεσδήποτε παρατηρήσεις και συμπεράσματα ενώπιον του Συμβουλίου.

(δ) έχει πρόσβαση, στο πλαίσιο του διενεργούμενου ελέγχου, σε κρατικά αρχεία και υπηρεσίες οποιουδήποτε υπουργείου, γραφείου ή τμήματος της δημόσιας υπηρεσίας για εξασφάλιση των αναγκαίων εγγράφων και στοιχείων.

(ε) ζητά από το υπόχρεο πρόσωπο την προσκόμιση οποιωνδήποτε άλλων αναγκαίων στοιχείων ή/και εγγράφων.

(5) Ο Έφορος Φορολογίας, εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία ολοκλήρωσης του διενεργούμενου, με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (3) ελέγχου, υποβάλλει γραπτώς τις τυχόν παρατηρήσεις και συμπεράσματά του ενώπιον του Συμβουλίου.

Προϋποθέσεις έναρξης ειδικής έρευνας

13. Για την έναρξη της ειδικής έρευνας πρέπει να συντρέχει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Να έχει τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου απ’ οποιοδήποτε πρόσωπο γραπτή ένορκη καταγγελία στην οποία το εν λόγω πρόσωπο παραθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και/ή στοιχεία αναφορικά με το περιεχόμενο της υποβληθείσας ΚΕΠ και της καθαρής περιουσίας.

(β) από τον έλεγχο των υποβληθεισών καταστάσεων στον οποίο έχει προβεί ο Έφορος Φορολογίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12, τα προκύπτοντα ευρήματα να δικαιολογούν την έναρξη ειδικής έρευνας αναφορικά με συγκεκριμένο αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, το οποίο ενδέχεται να έχει υποβάλει αναληθή ή παραποιημένα ή παραπλανητικά στοιχεία.

(γ) από τα ευρήματα του ελέγχου στον οποίο έχει προβεί ο Έφορος Φορολογίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12, να έχει διαπιστωθεί ότι η διαφοροποίηση των περιουσιακών στοιχείων του αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου δεν αιτιολογείται επαρκώς ή δεν αιτιολογείται καθόλου.

Διενέργεια ειδικής έρευνας και διαδικασία

14.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία το Συμβούλιο αποφασίσει ότι επιβάλλεται η έναρξη ειδικής έρευνας αναφορικά με αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ, αναθέτει τη διενέργειά της στον Έφορο Φορολογίας.

(2) Η απόφαση του Συμβουλίου για την έναρξη ειδικής έρευνας κοινοποιείται αμελλητί στο επηρεαζόμενο πρόσωπο μαζί με σύντομη αιτιολογία και στην περίπτωση της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 μαζί με αντίγραφο της γραπτής ένορκης καταγγελίας:

Νοείται ότι, πρόσωπο για το οποίο διενεργείται ειδική έρευνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, έχει δικαίωμα καθ’ όλη τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας να λαμβάνει αντίγραφα παντός εγγράφου, στοιχείου ή σχετικών καταθέσεων.

(3) Ο Έφορος Φορολογίας προβαίνει σε έλεγχο του περιεχόμενου των υποβληθεισών καταστάσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του υπό διερεύνηση προσώπου, εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πιο πάνω απόφασης:

Νοείται ότι, σε περίπτωση διενέργειας έρευνας αναφορικά με περισσότερα του ενός πρόσωπα σε σχέση με υποβληθείσες εντός της ίδιας χρονικής περιόδου καταστάσεις, για σκοπούς κάθε διερευνώμενης περίπτωσης ο Έφορος Φορολογίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ενεργεί βάσει της ληφθείσας για κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο απόφασης.

(4) Για σκοπούς της διενεργούμενης ειδικής έρευνας ο Έφορος Φορολογίας και οι εξουσιοδοτημένοι από αυτόν λειτουργοί του Τμήματος Φορολογίας-

(α) ασκούν τα καθήκοντά τους δεσμευόμενοι από τις διατάξεις του Κανονισμού και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.

(β) τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 19 προβαίνουν σε κάθε αναγκαία ή πρόσφορη ενέργεια και προς τούτο δύναται να ζητούν και να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο στοιχείο ή πληροφορία από οποιαδήποτε αρχή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει ή εικάζεται ότι έχει στην κατοχή του τέτοια στοιχεία ή πληροφορίες. και

(γ) παρέχουν, σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, τη δυνατότητα στο επηρεαζόμενο πρόσωπο να ακουστεί και να υποβάλει τις θέσεις του.

Σύνταξη πορίσματος και έκθεσης

15.-(1) Ο Έφορος Φορολογίας, με την ολοκλήρωση της ειδικής έρευνας, προβαίνει στη σύνταξη πορίσματος, το οποίο υποβάλλει ενώπιον του Συμβουλίου.

(2) Το Συμβούλιο προτού προβεί στη σύνταξη έκθεσης αναφορικά με την διενεργηθείσα ειδική έρευνα παρέχει προηγουμένως το δικαίωμα στον επηρεαζόμενο αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, εφόσον το επιθυμεί, να ακουστεί ή να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις του.

(3)(α) Στην έκθεση του Συμβουλίου, καταγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, τα ευρήματα του υποβληθέντος πορίσματος του Εφόρου Φορολογίας και η θέση του επηρεαζόμενου αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, εφόσον αυτό ακούστηκε ή κατέθεσε γραπτώς τις θέσεις του.

(β) Το Συμβούλιο κοινοποιεί την πιο πάνω έκθεση στον επηρεαζόμενο αξιωματούχο ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο, στο Υπουργικό Συμβούλιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το επηρεαζόμενο πιο πάνω πρόσωπο είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, το Συμβούλιο κοινοποιεί την έκθεση στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.