6.-(1) Αίτηση πιστωτή θα βεβαιώνεται από ένορκο δήλωση του πιστωτή, ή από πρόσωπο για λογασιασμό του που γνωρίζει τα γεγονότα, και θα επιδίδεται κατά τον καθορισμένο τρόπο.
(2) Κατά την ακρόαση της αίτησης, το Δικαστήριο θα απαιτεί απόδειξη του χρέους που οφείλεται προς τον αιτούντα πιστωτή, της επίδοσης της αίτησης, και της πράξης πτώχευσης, ή, αν στην αίτηση προβάλλεται ισχυρισμός για τέλεση περισσότερων από μιας πράξεις πτώχευσης, μιας από τις ισχυριζόμενες πράξεις πτώχευσης και το Δικαστήριο αν ικανοποιηθεί με τέτοια απόδειξη, θα εκδίδει διάταγμα παραλαβής σύμφωνα με την αίτηση.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να αναβάλλει την ακρόαση της αίτησης είτε με όρους είτε χωρίς όρους, για εξασφάλιση περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων, ή για οποιαδήποτε άλλη νόμιμη αιτία ή δύναται να απορρίψει την αίτηση με έξοδα ή χωρίς έξοδα, όπως το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο.
(4) Όταν η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η αίτηση είναι η μη συμμόρφωση προς ειδοποίηση πτώχευσης για πληρωμή, παροχή ασφάλειας ή συμβιβασμό του εξ αποφάσεως χρέους ή ποσού που διατάχθηκε να πληρωθεί, το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί ορθό, να αναστείλει ή απορρίψει την αίτηση με τη δικαιολογία ότι εκκρεμεί έφεση εναντίον της απόφασης ή του διατάγματος.
(5) Αν η αίτηση στρέφεται εναντίον περισσότερων του ενός, το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει την αίτηση αναφορικά με ένα ή περισσότερους από αυτούς και να διατάξει όπως η υπόθεση συνεχισθεί εναντίον του άλλου ή των άλλων από αυτούς.
(6) Όταν ο χρεώστης εμφανιστεί κατά την ακρόαση της αίτησης και αρνηθεί ότι οφείλει στον αιτητή, ή ότι οφείλει ποσό τέτοιο που θα νομιμοποιούσε τον αιτητή στην υποβολή αίτησης πτώχευσης εναντίον του, το Δικαστήριο, με την παροχή τέτοιας ασφάλειας (αν υπάρχει) την οποία το Δικαστήριο δυνατό να απαιτήσει για την πληρωμή στον αιτητή κάθε χρέους το οποίο μπορεί να αποδειχτεί εναντίον του σε νόμιμη διαδικασία, και των εξόδων για την απόδειξη του χρέους, δύναται αντί να απορρίψει την αίτηση, να αναστείλει κάθε διαδικασία που αφορά την αίτηση για όσο χρόνο δυνατό να απαιτηθεί για εκδίκαση του ζητήματος αναφορικά με το χρέος.
(7) Όταν ο χρεώστης εμφανιστεί κατά την ακρόαση της αίτησης και αρνηθεί ότι οφείλει στον αιτητή ή αρνηθεί ότι οφείλει ποσό τέτοιο που θα νομιμοποιούσε τον αιτητή στην υποβολή αίτησης πτώχευσης εναντίον του, το Δικαστήριο θα έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση του ζητήματος αναφορικά με το χρέος αυτό, τηρουμένου του δικαιώματος έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως προνοείται στο Νόμο αυτό και θα αναστέλλεται εν τω μεταξύ κάθε διαδικασία αναφορικά με την αίτηση ενώ εκκρεμεί η έκβαση του αποτελέσματος της δίκης αυτής.
(8) Όταν η διαδικασία ανασταλεί, το Δικαστήριο δύναται, αν εξαιτίας της καθυστέρησης που προκλήθηκε από την αναστολή της διαδικασίας ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία την οποία θεωρεί δίκαιη, να εκδώσει διάταγμα παραλαβής με βάση την αίτηση κάποιου άλλου πιστωτή και θα απορρίψει, με τέτοιους όρους τους οποίους θεωρεί δίκαιους, την αίτηση στην οποία η διαδικασία αναστάλθηκε όπως προαναφέρθηκε.