Ερμηνεία

2. Στο Νόμο αυτό-

“απόφαση” σημαίνει συνηθισμένη απόφαση·

“εξασφαλισμένος πιστωτής” σημαίνει πρόσωπο που κατέχει υποθήκη, ενέχυρο, επιβάρυνση, με την έννοια που έχουν οι όροι "εμπράγματο βάρος" και "απαγόρευση" στο Μέρος Ι και II του Πρώτου Παραρτήματος του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου ή δικαίωμα επίσχεσης επί της περιουσίας του χρεώστη ή σε οποιοδήποτε μέρος αυτής, ως ασφάλεια για χρέος που οφείλεται σε αυτόν από χρεώστες·

“γενικοί κανόνες” περιλαμβάνουν τύπους·

“δημοσιευμένο” σημαίνει δημοσιευμένο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·

“διαχειριστής” σημαίνει το διαχειριστή πτώχευσης περιουσίας οφειλέτη·

“το Δικαστήριο” σημαίνει το Δικαστήριο που έχει πτωχευτική δικαιοδοσία βάσει του Νόμου αυτού·

"εγγύηση" σημαίνει σύμβαση εγγύησης κατά την έννοια του περί Συμβάσεων Νόμου η οποία δόθηκε από φυσικό πρόσωπο·

"εγγυητής" σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο παρέχει εγγύηση·

“ειδική απόφαση” σημαίνει απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία σε αριθμό και σε αξία των τριών τετάρτων των πιστωτών που παρίστανται, προσωπικά ή με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, σε συνέλευση πιστωτών και ψηφίζουν στη λήψη της απόφασης·

“εμπορεύματα” περιλαμβάνουν όλα τα προσωπικά αντικείμενα και κινητή περιουσία·

“εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων” περιλαμβάνει κάθε λειτουργό επιφορτισμένο με την εκτέλεση ενταλμάτων ή άλλων δικογράφων·

“ισχύουσα πράξη πτώχευσης” σημαίνει πράξη πτώχευσης που υφίσταται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης πτώχευσης βάσει της οποίας εκδίδεται το διάταγμα πτώχευσης·

“καθορισμένος” σημαίνει καθορισμένος από γενικούς κανόνες εντός της έννοιας του Νόμου αυτού·

"καθορισμένος τρόπος" σημαίνει τρόπο που καθορίζεται με διάταγμα του Υπουργού, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·

“περιουσία” περιλαμβάνει χρήματα, εμπορεύματα, αγώγιμα δικαιώματα, γη και περιουσία κάθε περιγραφής ανεξάρτητα αν είναι κινητή ή ακίνητη, ή αν βρίσκεται στην Κύπρο ή αλλού, επίσης υποχρεώσεις, δουλείες και κάθε είδους περιουσία, συμφέρον και όφελος, παρόν ή μελλοντικό, κεκτημένο ή υπό αίρεση, που προκύπτει από ή είναι συναφές με περιουσία όπως ορίζεται πιο πάνω·

"πτωχεύσας" σημαίνει χρεώστη, ο οποίος κηρύσσεται σε πτώχευση με διάταγμα Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 5 και 8·

“συνηθισμένη απόφαση” σημαίνει απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία σε αξία των πιστωτών που παρίστανται, προσωπικά ή με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, σε συνέλευση πιστωτών και ψηφίζουν στη λήψη της απόφασης·

"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·

“χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση” ή “επαληθεύσιμο χρέος” περιλαμβάνει κάθε χρέος ή υποχρέωση που καθίσταται επαληθεύσιμη σε πτώχευση βάσει του Νόμου αυτού·

"χρέος προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα" σημαίνει ποσό, το οποίο αποτελεί οφειλή βάσει αρχικά συναφθείσας σύμβασης για παροχή οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής διευκόλυνσης εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος και περιλαμβάνει το συμβατικό τόκο και τον τόκο υπερημερίας, ο οποίος δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του δύο τοις εκατόν (2%) επί των καθυστερημένων δόσεων και μη συνυπολογιζομένων κατά τον καθορισμό του εν λόγω τόκου υπερημερίας, οποιωνδήποτε δόσεων έχουν ήδη καταβληθεί από το χρεώστη·

"χρεώστης" σημαίνει οφειλέτη, για τον οποίο έχει καταχωρηθεί στο Δικαστήριο, από τον ίδιο ή από πιστωτή του, αίτηση για κήρυξή του σε πτώχευση.