Ερμηνεία

2. Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια-

“άδεια” σημαίνει την ετησίαν άδειαν μετ’ απολαβών εις την οποίαν έκαστος εργοδοτούμενος δικαιούται δυνάμει του παρόντος Νόμου·

“άδεια για λόγους ανωτέρας βίας” σημαίνει την άδεια για λόγους ανωτέρας βίας η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τον περί Γονικής Άδειας και Αδειας για λόγους Ανωτέρας Βίας Νόμο του 2002·

“Ανώτατον Δικαστήριον” σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 καθιδρυθέν Ανώτατον Δικαστήριον·

“Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον” σημαίνει το δυνάμει του άρθρου 10 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 καθιδρυθέν Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον·

“γονική άδεια” σημαίνει τη γονική άδεια η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τον περί Γονικής Άδειας και Άδειας για λόγους·

“Δικαστήριον” σημαίνει το Επαρχιακόν Δικαστήριον της Επαρχίας εν η ο εργοδοτούμενος ηργοδοτείτο κατά τον χρόνον καθ’ ον ανέκυψεν η διαφορά ή το ερώτημα·

“Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών” σημαίνει το καθιδρυόμενον δυνάμει του άρθρου 12 Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών·

“Δικαστής” σημαίνει τον διοριζόμενον δυνάμει του άρθρου 12 Δικαστήν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών·

“Δικονομικοί Κανονισμοί” σημαίνει τους δυνάμει του άρθρου 12 εκδιδομένους υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δικονομικούς Κανονισμούς·

“Διοικητικόν Συμβούλιον” σημαίνει το υπό του Υπουργικού Συμβουλίου συσταθέν διά Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του άρθρου 9 Συμβούλιον·

“εβδομάς εργασίας”, εν σχέσει προς πρόσωπον τι, σημαίνει εβδομάδα κατά την διάρκειαν του όλου ή μέρους της οποίας το πρόσωπον τούτο ειργάσθη ως εργοδοτούμενος·

“Επιθεωρητής” σημαίνει πρόσωπον ορισθέν υπό του Υπουργού ως Επιθεωρητής δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου·

“Εργατική Διαφορά” σημαίνει οιανδήποτε διαφοράν μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την μη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων υπό του εργοδότου μετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε μή·

“Εργατικόν Συμβουλευτικόν Σώμα” σημαίνει το υπό του Υπουργού καθιδρυθέν δυνάμει του περί Ωρών Απασχολήσεως Νόμου Σώμα ίνα συμβουλεύη επί πάντων των εργατικών ζητημάτων και συνιστάμενον εκ μελών αντιπροσωπευόντων εργοδότας και εργοδοτουμένους, αντιστοίχως, υπό την προεδρίαν του Υπουργού·

“εργοδοτούμενος” έχει την ίδια έννοια με τον όρο “μισθωτός” όπως αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι 1993·

“έτος αδείας” εν σχέσει προς εργοδοτούμενον σημαίνει οιανδήποτε περίοδον πεντήκοντα δύο συνεχών εβδομάδων αρχομένην από της ημερομηνίας προσλήψεως του εργοδοτουμένου υπό τινος εργοδότου ή οιανδήποτε ετέραν τοιαύτην περίοδον ως ήθελε καθορισθή διά Κανονισμών·

“Μέλος” σημαίνει παν μέλος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών πλην του Προέδρου ή Δικαστού αυτού, όπερ ήθελε διορισθή δυνάμει του άρθρου 12·

“ορισθείσα ημέρα” σημαίνει την διά γνωστοποιήσεως δημοσιευθείσης εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας ορισθείσαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου ημέραν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου·

“Πρόεδρος” σημαίνει τον δυνάμει του άρθρου 12 διοριζόμενον Πρόεδρον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών·

“Πρωτοκολλητής” σημαίνει τον διοριζόμενον δυνάμει του άρθρου 12 λειτουργόν του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών·

“Πρωτόκολλον” σημαίνει το δυνάμει των Δικονομικών Κανονισμών τηρούμενον παρά τω Δικαστηρίω Εργατικών Διαφορών πρωτόκολλον·

“Ταμείον” σημαίνει το υπό του Υπουργικού Συμβουλίου καθιδρυθέν δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 8 Κεντρικόν Ταμείον Αδειών·

“Τμήμα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών” [Διαγράφηκε]

“Υπουργός” σημαίνει τον Υπουργόν Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.