14Κ(1) Κανένα μέλος του Συμβουλίου Αποφυλάκισης δεν δύναται να παυθεί πριν από τη λήξη της χρονικής περιόδου για την οποία έχει διοριστεί, παρά μόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο και μόνο για οποιονδήποτε από τους πιο κάτω ειδικούς λόγους:
(α)Πνευματική ή σωματική ανικανότητα ή αναπηρία ή οποιαδήποτε άλλη ασθένεια που καθιστά το μέλος του Συμβουλίου Αποφυλάκισης ανίκανο να εκπληρώσει επαρκώς τα καθήκοντά του για το υπόλοιπο της θητείας του ή μη συμμετοχή του στις εργασίες του Συμβουλίου Αποφυλάκισης για μακρά χρονική περίοδο λόγω ασθενείας.
(β)συστηματική απουσία ή αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(2) Οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου Αποφυλάκισης παύει να είναι μέλος αυτού, αν υποβάλει γραπτώς προς το Υπουργικό Συμβούλιο την παραίτησή του, η οποία δεν υπόκειται σε ανάκληση και επενεργεί αμέσως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(3) Σε περίπτωση παύσης ή παραίτησης του προέδρου του Συμβουλίου Αποφυλάκισης δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), το Υπουργικό Συμβούλιο προβαίνει άμεσα σε διορισμό άλλου προσώπου ως προέδρου του Συμβουλίου Αποφυλάκισης για την εναπομείνασα θητεία αυτού.
(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να παρατείνει τη θητεία των μελών του Συμβουλίου Αποφυλάκισης μέχρι τρεις μήνες μόνο σε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για την ολοκλήρωση διαδικασιών που άρχισαν δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(5) Στα μέλη του Συμβουλίου Αποφυλάκισης καταβάλλεται αποζημίωση όπως αυτή καθορίζεται κατά καιρούς από το Υπουργικό Συμβούλιο.