14Ι (1) Αποφάσεις του Συμβουλίου Αποφυλάκισης δυνάμει του παρόντος Νόμου, λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του προέδρου. Για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας λαμβάνονται υπόψη τα παρόντα μέλη.
(2) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Αποφυλάκισης είναι γραπτές και αιτιολογημένες και σε περίπτωση απόφασης για επ’ αδεία αποφυλάκιση κρατουμένου αυτή περιλαμβάνει:
(α) τους όρους και περιορισμούς που το Συμβούλιο Αποφυλάκισης θέτει για την αποφυλάκιση,
(β) τη δυνατότητα του Συμβουλίου Αποφυλάκισης να τους ακυρώνει ή τροποποιεί ή να θέτει πρόσθετους όρους ή και περιορισμούς,
(γ) τη δυνατότητα του Συμβουλίου Αποφυλάκισης να ανακαλέσει την απόφαση σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους όρους και περιορισμούς και ότι σε τέτοια περίπτωση ο κατάδικος υποχρεούται να επανέλθει στις φυλακές κατόπιν κλήσης του Διευθυντή, και
(δ) την υποχρέωση του κατάδικου να επανέλθει στις φυλακές κατόπιν κλήσης του Διευθυντή σε περίπτωση που διαπράττει νέο αδίκημα και καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης γι’ αυτό ή σε περίπτωση που έχει να εκτίσει και άλλη ποινή στις Φυλακές.
(3) Σε σχέση με τις συνεδρίες του Συμβουλίου Αποφυλάκισης εφαρμόζονται οι πιο κάτω διατάξεις:
(α) Στις συνεδρίες του Συμβουλίου Αποφυλάκισης τηρούνται πρακτικά, τα οποία αφού εγκριθούν από το Συμβούλιο Αποφυλάκισης, υπογράφονται από τον πρόεδρό του.
(β) Οι συνεδρίες συγκαλούνται από το πρόεδρο του Συμβουλίου Αποφυλάκισης, ο οποίος καθορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, προεδρεύει των συνεδριάσεων και καθοδηγεί τις εργασίες του.
(γ) Απαρτία υπάρχει όταν παρευρίσκεται η πλειοψηφία του συνόλου των μελών του Συμβουλίου Αποφυλάκισης.
(δ) Ο αντιπρόεδρος του Συμβουλίου αντικαθιστά τον πρόεδρο και ασκεί όλες τις εξουσίες αυτού σε περίπτωση κωλύματός του.
(4) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Αποφυλάκισης δυνάμει του παρόντος Νόμου δύνανται να προσβληθούν από τον κρατούμενο στο Ανώτατο Δικαστήριο με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.