30.-(1) Όταν υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση ή υπάλληλος που υπηρετεί σε μη συντάξιμη θέση στην οποία αποσπάσθηκε από συντάξιμη θέση πεθάνει στην υπηρεσία, χορηγείται στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του εφάπαξ ποσό που δεν υπερβαίνει τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές του κατά την ημερομηνία του θανάτου του ή της λήξης της άδειας την οποία τυχόν είχε σε πίστη του κατά την ημερομηνία αυτή ή το εφάπαξ ποσό στο οποίο θα εδικαιούτο αν είχε αφυπηρετήσει λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας δυνάμει της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) κατά την ημερομηνία του θανάτου του ή της λήξης της άδειας την οποία τυχόν είχε σε πίστη του κατά την ημερομηνία αυτή, οποιοδήποτε από τα ποσά αυτά είναι το μεγαλύτερο:
Νοείται ότι, στην περίπτωση καθηγητή ή δασκάλου, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου αν ο θάνατος επισυμβεί μεταξύ της 31ης Ιανουαρίου και της 31ης Αυγούστου, η συντάξιμη υπηρεσία του λογίζεται ότι αυξάνεται κατά δύο μήνες ή κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας του θανάτου του και της 31ης Αυγούστου, εάν τούτο είναι βραχύτερο των δύο μηνών.
(2) Όταν ο υπάλληλος στον οποίο χορηγήθηκε σύνταξη ή φιλοδώρημα δυνάμει του παρόντος Μέρους του Νόμου πεθάνει μετά την αφυπηρέτηση του και το συνολικό ποσό που πληρώθηκε ή είναι πληρωτέο σ’ αυτόν μέχρι του θανάτου του υπό μορφή σύνταξης ή φιλοδωρήματος ή άλλου ωφελήματος αφυπηρέτησης για οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία είναι μικρότερο από τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές που έπαιρνε κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης του, χορηγείται στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του φιλοδώρημα ίσο με τη διαφορά.