1. Οι περί Συντάξεων Νόμοι του 1997 έως 1999 θα αναφέρονται μαζί ως οι περί Συντάξεων Νόμοι του 1997 έως 1999.
2. Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
“Ανώτερη Εκπαίδευση” περιλαμβάνει και την Παιδαγωγική Ακαδημία·
“ασφαλιστέες αποδοχές” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους·
“Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία” περιλαμβάνει τις θέσεις επιθεωρητών, διευθυντών, βοηθών διευθυντών, καθηγητών και δασκάλων καθώς και οποιεσδήποτε θέσεις καθορίζονται στον οικείο νόμο ή ήθελε καθορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο·
“Δημόσια Υπηρεσία” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμους και περιλαμβάνει το Γενικό Ελεγκτή, το Γενικό Λογιστή και τους Βοηθούς τους·
“Δημόσιο Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης” σημαίνει σχολείο, την ευθύνη της διοίκησης και συντήρησης του οποίου φέρει η Δημοκρατία και το οποίο δε διέπεται από άλλο νόμο και περιλαμβάνει σχολείο που κηρύσσεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως δημόσιο σχολείο για τους σκοπούς του Νόμου·
“δημόσιος υπάλληλος” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμους·
“διδάσκαλος” σημαίνει-
(α) τον εκπαιδευτικό που διορίζεται σύμφωνα με το Νόμο για υπηρεσία σε δημόσια σχολεία στοιχειώδους εκπαιδεύσεως και περιλαμβάνει Διευθυντή και τον κάτοχο οποιασδήποτε άλλης θέσης στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία την οποία θα ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο· και
(β) τον εκπαιδευτικό που διορίζεται από την εφορεία των αρμένικων σχολείων της Κύπρου για υπηρεσία σε αρμένικο δημοτικό σχολείο της Κύπρου·
“Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας” σημαίνει την Εθνική Φρουρά που συστάθηκε δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων και περιλαμβάνει κάθε άλλη δύναμη που το Υπουργικό Συμβούλιο κηρύσσει ως “Ένοπλη Δύναμη της Δημοκρατίας”·
“Έντυπο Αιτήσεως” σημαίνει τα καθοριζόμενα από το Γενικό Λογιστή Έντυπα για μεταφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από και προς το σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων·
“Επιμελητής” περιλαμβάνει σχολικό γραμματέα, λογιστή, βιβλιοθηκάριο, παιδονόμο και φροντιστή·
“Ευρωπαϊκή Ένωση” σημαίνει το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, την Επιτροπή Περιφερειών, τον Ευρωπαϊκό Διαμεσολαβητή, τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και οποιοδήποτε οργανισμό ή γραφείο ή θεσμό ή υπηρεσία εγκαθιδρύθηκε ή θα εγκαθιδρυθεί στο μέλλον, δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή οποιασδήποτε νομοθετικής πράξης, της οποίας ο κανονισμός για την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων περιλαμβάνει ή θα περιλαμβάνει ταυτόσημες ή ανάλογες διατάξεις με αυτές του παραρτήματος VIII, Άρθρο 11, του κανονισμού (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962.
“Θεμελιωτική υπηρεσία” σημαίνει την περίοδο που λαμβάνεται υπόψη για να αποφασιστεί αν υπάλληλος δικαιούται, λόγω μήκους της υπηρεσίας, σε σύνταξη, φιλοδώρημα ή άλλο ωφέλημα και περιλαμβάνει την περίοδο από την ημερομηνία που ο υπάλληλος αρχίζει να λαμβάνει μισθό για υπηρεσία σε κρατική θέση μέχρι την ημερομηνία που εγκαταλείπει την κρατική υπηρεσία, χωρίς την αφαίρεση οποιασδήποτε περιόδου απουσίας με άδεια χωρίς απολαβές·
“Ιατρικός Λειτουργός” σημαίνει πρόσωπο που κατέχει συντάξιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία για την οποία το οικείο σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί υποχρεωτικά την εγγραφή στο Μητρώο Ιατρών Κύπρου·
“Ιδιωτικό Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης” σημαίνει ιδιωτικό σχολείο μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης στην Κύπρο εγγεγραμμένο στο Μητρώο Ιδιωτικών Σχολείων δυνάμει του οικείου νόμου και περιλαμβάνει την Αγγλική Σχολή·
“Καθηγητής” σημαίνει εκπαιδευτικό λειτουργό που διορίζεται για υπηρεσία σε σχολείο μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης και περιλαμβάνει τεχνολόγο, εκπαιδευτή, βοηθό εκπαιδευτή, διευθυντή και βοηθό διευθυντή, επιθεωρητή και τον κάτοχο οποιασδήποτε άλλης θέσης της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας την οποία ήθελε ορίσει το Υπουργικό Συμβούλιο·
“Κανονισμός (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962” σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας με τίτλο «ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 31 και ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ.11, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Ατομικής Ενέργειας» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (Ε.Ε.ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 1296/2009 του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 2009 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
“Κοινοτικό Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης” σημαίνει σχολείο μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης στην Κύπρο του οποίου τη διοίκηση και διαχείριση είχε η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση ή η Κυβέρνηση της Αποικίας της Κύπρου ή σχολική επιτροπή ή εφορεία που διορίστηκε από την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση ή την Κυβέρνηση της Αποικίας της Κύπρου·
“Κρατική υπηρεσία” σημαίνει υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία και περιλαμβάνει τη δημόσια υπηρεσία, την υπηρεσία του Γενικού Ελεγκτή, Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, υπηρεσία στις Δυνάμεις Ασφαλείας και στο Στρατό της Δημοκρατίας και υπηρεσία σ’ οποιαδήποτε θέση αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια με νόμο·
“Κρατικός υπάλληλος” ή “υπάλληλος” σημαίνει πρόσωπο που κατέχει θέση στην Κρατική υπηρεσία·
“μέλος της Αστυνομίας” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Αστυνομίας Νόμο και δεν περιλαμβάνει ειδικό αστυνομικό·
“Μισθός” σημαίνει τον ετήσιο μισθό και περιλαμβάνει το τιμαριθμικό επίδομα αλλά δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο επίδομα·
“Νόμος” σημαίνει το νόμο αυτό·
“νόμος” περιλαμβάνει κάθε διάταξη νομοθετικής φύσης και τον Προϋπολογισμό·
“Οικείος Υπουργός” αναφορικά με οποιοδήποτε υπάλληλο, σημαίνει τον Υπουργό που προϊσταται του Υπουργείου για τους υπαλλήλους που υπηρετούν στο Υπουργείο του και σε κάθε Τμήμα αυτού και τον Προϊστάμενο Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας για τους υπαλλήλους τέτοιου Γραφείου ή Υπηρεσίας·
“Οργανισμός” σημαίνει οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύθηκε προς το δημόσιο συμφέρον με ειδικό νόμο του οποίου τα κεφάλαια είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία και περιλαμβάνει οποιαδήποτε αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης·
“Στρατός” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμους·
“Σύνταξη” σημαίνει ετήσια σύνταξη·
“Συντάξιμες απολαβές” σημαίνει τον ετήσιο βασικό μισθό και το τιμαριθμικό επίδομα που καταβάλλονται στον υπάλληλο κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του και περιλαμβάνει στην περίπτωση Αστυνομικού το επίδομα καλής διαγωγής και το επίδομα αξίας και στην περίπτωση δεσμοφύλακα το επίδομα καλής διαγωγής, αλλά δεν περιλαμβάνει το δέκατο τρίτο μισθό ή οποιοδήποτε άλλο επίδομα ή άλλες απολαβές οποιασδήποτε μορφής:
“Συντάξιμη θέση” σημαίνει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία·
“Συντάξιμη υπηρεσία” σημαίνει υπηρεσία η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό σύνταξης ή φιλοδωρήματος ή άλλων ωφελημάτων δυνάμει του Νόμου. Για τον υπολογισμό της ολικής συντάξιμης υπηρεσίας υπαλλήλου, χρονική περίοδος μέχρι 15 ημερών αγνοείται και πάνω από 15 ημερών λογίζεται ως πλήρης μήνας·
“Συντάξιμος υπάλληλος” σημαίνει υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία με μόνιμη ιδιότητα·
“Συνταξιούχος” σημαίνει πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη δυνάμει του Μέρους ΙΙ του Νόμου ή οποιουδήποτε νόμου που καταργήθηκε με την αφυπηρέτηση του από κρατική υπηρεσία·
“Σχολείο δημοτικής εκπαίδευσης” περιλαμβάνει νηπιαγωγείο και σχολείο ειδικής εκπαίδευσης·
“Σχολείο δημοτικής ή μέσης εκπαίδευσης εκτός Κύπρου” σημαίνει δημόσιο σχολείο δημοτικής, μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και περιλαμβάνει σχολείο δημοτικής, μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης Ελληνικής Κοινότητας στην αλλοδαπή αναγνωρισμένο από την Ελληνική Κυβέρνηση ως ισότιμο με τα δημόσια σχολεία της Ελλάδας·
“Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης” σημαίνει δημόσιο σχολείο μέσης γενικής, τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και περιλαμβάνει εσπερινό γυμνάσιο·
“Τιμαριθμικός δείκτης” σημαίνει το Δείκτη Τιμών Λιανικής Πώλησης που ισχύει εκάστοτε·
“Τιμαριθμικό επίδομα” σημαίνει το τιμαριθμικό επίδομα που περιλαμβάνεται στις συντάξιμες απολαβές·
“Υπάλληλος Ευρωπαϊκής Ένωσης” σημαίνει το πρόσωπο που έχει διοριστεί σε μόνιμη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση με γραπτή πράξη της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής και ο διορισμός του έχει επικυρωθεί.».
“Υπηρεσία” είναι η περίοδος από την ημερομηνία που ο υπάλληλος αρχίζει να λαμβάνει μισθό για εκτέλεση καθηκόντων σε κρατική θέση μέχρι την ημερομηνία που εγκαταλείπει την κρατική υπηρεσία, χωρίς την αφαίρεση οποιασδήποτε περιόδου απουσίας με άδεια χωρίς απολαβές·
“Υπηρεσία με εισφορές” σημαίνει υπηρεσία ύστερα από την ορισθείσα ημέρα για την οποία καταβλήθηκαν περιοδικές εισφορές όπως προβλέπεται στο άρθρο 41 (Περιοδικές εισφορές) ή υπηρεσία για την οποία καταβλήθηκαν περιοδικές εισφορές ή έγινε συμφωνία για καταβολή τελικών εισφορών με αφαίρεση από το εφάπαξ φιλοδώρημα επί της συντάξεως όπως προνοείται στο άρθρο 42 (Εισφορές για προηγούμενη υπηρεσία)·
“Υπηρεσία χωρίς εισφορές” σημαίνει υπηρεσία για την οποία δεν καταβάλλονται αρχικές ή τελικές εισφορές όπως ορίζονται στο άρθρο 41 (Περιοδικές εισφορές)·
“Ωφέλημα” ή “Ωφελήματα” σημαίνει σύνταξη ή σύνταξη και εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα.
3.-(1) Ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται για όλους τους κρατικούς υπαλλήλους.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και των περί Δικαστηρίων Νόμων, ο Νόμος αυτός εφαρμόζεται και στα μέλη της Δικαστικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, το Γενικό Εισαγγελέα και το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα.
4.-(1) Σύνταξη, εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα και άλλα ωφελήματα χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου στους κρατικούς υπαλλήλους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(2) Σύνταξη, εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα χορηγούμενο δυνάμει του Νόμου αυτού υπολογίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες που ισχύουν την ημερομηνία αφυπηρέτησης του κρατικού υπαλλήλου.
5. Ο λογαριασμός του Πάγιου Ταμείου της Δημοκρατίας χρεώνεται με κάθε σύνταξη, εφάπαξ ποσό, φιλοδώρημα ή άλλο ωφέλημα για την καταβολή των οποίων είναι υπόχρεος η Δημοκρατία δυνάμει του Νόμου.
6. Η σύνταξη, το εφάπαξ ποσό, το φιλοδώρημα ή άλλο ωφέλημα, που χορηγείται δυνάμει του Νόμου, δεν μπορεί να εκχωρηθεί ή μεταβιβαστεί και δεν υπόκειται σε κατάσχεση, επίσχεση ή κράτηση για οποιοδήποτε χρέος ή απαίτηση εκτός-
(α) Για χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία της Κύπρου~ ή
(β) για ικανοποίηση διατάγματος αρμοδίου Δικαστηρίου για τη διατροφή της συζύγου ή της πρώην συζύγου ή τέκνου.
7. Οποιοδήποτε φιλοδώρημα ή εφάπαξ ποσό που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του Νόμου απαλλάσσεται από την επιβολή φόρου εισοδήματος.
8.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου σε κρατικό υπάλληλο ο οποίος έχει συμπληρώσει υπηρεσία πέντε ή περισσότερα έτη καταβάλλεται κατά την αφυπηρέτηση του σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων)-
(α) Ετήσια σύνταξη με βάση συντελεστή ενός οκτακοσιοστού των ετήσιων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα της συντάξιμης υπηρεσίας του· και
(β) εφάπαξ ποσό ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκατέσσερα και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία:
(α) με ή μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πρώτου έτους της ηλικίας του και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας τετρακοσίων δώδεκα ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκατέσσερα και μισό και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία·
(β) με ή μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού δεύτερου έτους της ηλικίας του και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας τετρακοσίων εικοσιτεσσάρων ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκαπέντε και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία· και
(γ) με τη συμπλήρωση του εξηκοστού τρίτου έτους της ηλικίας του και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας τετρακοσίων τριάντα έξι ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκαπέντε και μισό και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων για ανώτατο ποσοστό σύνταξης, σε περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος υπηρέτησε ως αστυνομικός ή λοχίας πάνω από είκοσι πέντε έτη η συντάξιμη υπηρεσία του επαυξάνεται κατά τόσους πρόσθετους μήνες όσοι είναι οι μήνες της υπηρεσίας του πάνω από είκοσι πέντε έτη, με ανώτατο όριο επαύξησης εξήντα μήνες:
(α) Με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του· ή
(β) δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) του παρόντος Νόμου, αφού συμπληρώσει τους μήνες υπηρεσίας που διασφαλίζουν το ανώτατο ποσοστό σύνταξης,
θα λογίζεται ότι οι συντάξιμες απολαβές του αυξάνονται κατά ποσό ίσο με δύο ετήσιες προσαυξήσεις της κλίμακας του:
(α) το οποίο συμπληρώνει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του μεταξύ της 11ης Μαρτίου 2010 και της 10ης Σεπτεμβρίου 2011, και των δύο ημερομηνιών περιλαμβανομένων, θα λογίζεται ότι οι συντάξιμες απολαβές του αυξάνονται κατά ποσό ίσο με δύο ετήσιες προσαυξήσεις της κλίμακάς του. ή
(β) το οποίο συμπληρώνει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του μεταξύ της 11ης Σεπτεμβρίου 2011 και της 10ης Μαρτίου 2013, και των δύο ημερομηνιών περιλαμβανομένων, θα λογίζεται ότι οι συντάξιμες απολαβές του αυξάνονται κατά ποσό ίσο με μία ετήσια προσαύξηση της κλίμακάς του.
9. Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, σύνταξη και εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα ή άλλο ωφέλημα χορηγείται σε υπάλληλο κατά την αφυπηρέτηση του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Με τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο·
(β) σε οποιαδήποτε περίπτωση συμπλήρωσης ηλικίας από υπάλληλο πενήντα πέντε ετών ή από ιατρικό λειτουργό, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001, πενήντα οκτώ ετών ή από άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005, πενήντα οκτώ ετών ή από αστυνομικό ή λοχία που υπηρετεί κατά την 10η Μαρτίου 2010 πενήντα ετών ή από Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010, πενήντα οκτώ ετών ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο όταν απαιτηθεί απ’ αυτόν ή επιτραπεί σ’ αυτόν να αφυπηρετήσει·
(γ) με την κατάργηση της θέσης του·
(δ) με την αφυπηρέτηση του για να διευκολυνθεί η βελτίωση της οργάνωσης της υπηρεσίας στην οποία ανήκει με την οποία δυνατό να επιτευχθεί αποτελεσματικότερη λειτουργία της ή οικονομία·
(ε) αν η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην περίπτωση δημόσιου υπαλλήλου ή ο οικείος Υπουργός στην περίπτωση μέλους της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ή των Δυνάμεων Ασφαλείας ή του Στρατού ικανοποιηθεί από έκθεση Κυβερνητικού Ιατρικού Συμβουλίου ότι ο υπάλληλος δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντα του λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας και ότι η ανικανότητα αυτή πιθανόν να είναι μόνιμη·
(στ) στην περίπτωση τερματισμού των υπηρεσιών του υπαλλήλου για εξειδικευμένους λόγους δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με τον οικείο νόμο·
(ζ) σε περίπτωση αφυπηρέτησης υπαλλήλου λόγω αναίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας του·
(η) σε περίπτωση επιβολής από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, της πειθαρχικής ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης·
(θ) με την αφυπηρέτηση για λόγους δημόσιου συμφέροντος για να αναλάβει ο υπάλληλος δημόσιο λειτούργημα ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση που κατέχει·
(ι) με την αφυπηρέτηση για λόγους δημόσιου συμφέροντος για να διοριστεί σε οργανισμό δημόσιου δικαίου ή αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης·
(κ) σε περίπτωση οικειοθελούς πρόωρης αφυπηρέτησης.
10. Εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται ειδική πρόνοια στο Νόμο, σε περίπτωση αφυπηρέτησης υπαλλήλου, σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) πριν από τη συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε ετών καταβάλλεται φιλοδώρημα ίσο με το ένα δέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα συντάξιμης υπηρεσίας.
11. Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 9, (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) αν σε γυναίκα υπάλληλο, της οποίας ο διορισμός σε συντάξιμη θέση έχει επικυρωθεί, αν απαιτείται τέτοια επικύρωση, και η οποία έχει συμπληρώσει υπηρεσία όχι μικρότερη των τριών ετών, επιτραπεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ή τον Υπουργό Οικονομικών ή τον οικείο Υπουργό, ανάλογα με την περίπτωση, να αφυπηρετήσει λόγω γάμου ή επικείμενου γάμου ή τεκνογονίας ή υιοθέτησης απ’ αυτή τέκνου ηλικίας όχι μεγαλύτερης των έξι ετών, χορηγείται σ’ αυτή φιλοδώρημα ίσο προς το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών της κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης για κάθε μήνα συντάξιμης υπηρεσίας, αν προσκομίσει στο Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας ικανοποιητικό αποδεικτικό του γάμου ή της τεκνογονίας ή της υιοθέτησης τέκνου.
12.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος, κάθε άλλου νόμου και των εδαφίων (1Α), (2), (3), (4) και (4Α) του παρόντος άρθρου, η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης όλων των υπαλλήλων είναι η ηλικία των εξήντα ετών.
(1Α) Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης Καθηγητή ο οποίος συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 1η Σεπτεμβρίου του 2013 είναι η ηλικία των εξήντα τριών ετών:
(2)(α) Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει βαθμό υπαστυνόμου ή ανώτερο αυτού και ο οποίος συμπληρώνει το εξηκοστό έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 11η Μαρτίου 2010 είναι η ηλικία των εξήντα ενός ετών.
(β) Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης μέλους της Αστυνομίας που έχει βαθμό όχι ανώτερο του λοχία και ο οποίος συμπληρώνει το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του κατά ή μετά την 11η Μαρτίου 2013 είναι η ηλικία των εξήντα ετών:
(3) Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης για τα μέλη του Στρατού καθορίζεται από τον περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς.
(4) Η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης ιατρικού λειτουργού που δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών, κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος Νόμου, είναι η ηλικία των εξήντα πέντε (65) ετών.
(5) Η ηλικία υπαλλήλου θεωρείται συμπληρωμένη κατά την ημέρα της επετείου των γενεθλίων του.
(6) Κάθε υπάλληλος αφυπηρετεί την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνεται η ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του:
(7) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να απαιτήσει από υπάλληλο, αν τούτο είναι επιθυμητό προς το δημόσιο συμφέρον, να αφυπηρετήσει με τη συμπλήρωση ηλικίας κατά πέντε έτη μικρότερης της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο.
(8) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί αν τούτο είναι επιθυμητό προς το δημόσιο συμφέρον να επιτρέψει σε υπάλληλο να παραμείνει στην υπηρεσία μετά την ημερομηνία συμπλήρωσης της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του για τόσο χρονικό διάστημα όσο το Υπουργικό Συμβούλιο ορίσει.
13.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου περίοδος που δε λογίζεται ως θεμελιωτική υπηρεσία δε λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία.
(2) Εκτός αν άλλως πως ειδικά προνοείται στο Νόμο, καμιά περίοδος κατά την οποία ο υπάλληλος δε βρισκόταν στην κρατική υπηρεσία δε λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της θεμελιωτικής ή συντάξιμης υπηρεσίας.
14. Μόνο υπηρεσία σε συντάξιμη θέση λογίζεται συντάξιμη:
Νοείται ότι-
(α) Όταν περίοδος υπηρεσίας σε μη συντάξιμη θέση ή υπηρεσία πάνω σε προσωρινή βάση ή με σύμβαση ή επί δοκιμασία ή έκτακτη ή ωρομίσθια ακολουθείται είτε αμέσως είτε ύστερα από διακοπή από υπηρεσία σε συντάξιμη θέση και ο διορισμός του υπαλλήλου σε συντάξιμη θέση έχει επικυρωθεί, η περίοδος αυτή λογίζεται συντάξιμη~
(β) όταν υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση του οποίου ο διορισμός επικυρώθηκε, αποσπάται σε μη συντάξιμη θέση και αφυπηρετεί από μη συντάξιμη θέση, η περίοδος της υπηρεσίας του σε μη συντάξιμη θέση λογίζεται συντάξιμη και η σύνταξη του υπολογίζεται με βάση τις απολαβές του κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του~
(γ) όταν υπάλληλος που κατέχει μη συντάξιμη θέση αφυπηρετεί λόγω ορίου ηλικίας ή πεθάνει κατά την υπηρεσία και έχει συμπληρώσει πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσίας, λογίζεται ότι κατέχει, κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης ή του θανάτου του, συντάξιμη θέση για τους σκοπούς του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) και του άρθρου 30 (Φιλοδώρημα όταν ο υπάλληλος πεθάνει στην υπηρεσία ή μετά την αφυπηρέτηση του) και ως “συντάξιμος υπάλληλος” για τους σκοπούς του Μέρους V του Νόμου~
(δ) υπηρεσία υπαλλήλου στις Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας η οποία διακόπτει την υπηρεσία του θεωρείται, για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, κρατική υπηρεσία. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας αυτής ο υπάλληλος θεωρείται ότι κατέχει τη θέση που κατείχε πριν την έναρξη της υπηρεσίας του στις Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας~
(ε) περίοδος κατά την οποία υπάλληλος εκτελούσε καθήκοντα σε μία θέση κατόπιν αναπληρωματικού διορισμού θεωρείται συντάξιμη υπηρεσία αν αμέσως πριν ή μετά από την υπηρεσία αυτή ο υπάλληλος κατέχει με ουσιαστική ιδιότητα συντάξιμη θέση~
(στ) σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας οποιαδήποτε περίοδος κανονικής άδειας που θα δικαιούτο ο υπάλληλος κατά την ημέρα του θανάτου του λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία.
(ζ) περίοδος απουσίας υπαλλήλου με άδεια χωρίς απολαβές δε λογίζεται συντάξιμη υπηρεσία, εκτός αν η άδεια είναι εκπαιδευτική που παραχωρήθηκε από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες κανονισμούς ή είναι άδεια που παραχωρήθηκε με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου προς το συμφέρον της εκπαίδευσης ή για σκοπούς δημόσιας πολιτικής~
(η) ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε περίπτωση επαναπρόσληψης στην κρατική υπηρεσία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο απολύθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης από τους περί Ωρισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Ερεύνης και Εκδίκασις) Νόμων του 1977 έως 1978 Νόμου, η χρονική περίοδος κατά την οποία το πρόσωπο αυτό διατελούσε εκτός υπηρεσίας δε θα λογίζεται για σκοπούς σύνταξης ή της διάρκειας προϋπηρεσίας ή αρχαιότητας ή για σκοπούς καταβολής οποιουδήποτε άλλου ωφελήματος ή αποζημίωσης.
15. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Νόμου οι παρακάτω κατηγορίες υπηρεσίας λογίζονται ως συντάξιμες-
(α) Υπηρεσία η οποία θα μπορούσε να λογισθεί ως συντάξιμη δυνάμει οποιουδήποτε νόμου που καταργείται με τον παρόντα Νόμο ή οποιουδήποτε άλλου νόμου που διέπει τη χορήγηση σύνταξης από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, αν η υπηρεσία αυτή προηγείται, είτε αμέσως είτε κατόπιν διακοπής συντάξιμης υπηρεσίας δυνάμει του παρόντος Νόμου ή διακόπτει την υπηρεσία αυτή ή αν η υπηρεσία αυτή διακόπηκε ή διακόπτεται λόγω φοιτήσεως στην Κύπρο στο Διδασκαλικό Κολλέγιο ή την Παιδαγωγική Ακαδημία, περιλαμβανομένης υπηρεσίας σε σχολείο δημοτικής, μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης εκτός Κύπρου~
(β) η υπηρεσία καθηγητή ή δασκάλου σε δημόσια σχολεία στην Ελλάδα, που προηγείται μόνιμου διορισμού σε δημόσια σχολεία μέσης ή δημοτικής εκπαίδευσης της Κύπρου:
Νοείται ότι θα καταβάλλονται απευθείας στην Κυπριακή Δημοκρατία τα ποσά που ο καθηγητής ή ο δάσκαλος δικαιούται να λάβει από τα Επικουρικά Ταμεία της Ελλάδας καθώς και τα άλλα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που δικαιούται για την υπηρεσία του στην Ελλάδα σύμφωνα με τη Σύμβαση μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας για Συνταξιοδότηση Κρατικών Υπαλλήλων του 1994~
(γ) σε περίπτωση καθηγητή ή δασκάλου που υπηρετεί σε σχολεία στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Κύπρου ή υπηρέτησε στα σχολεία αυτά πριν από την αφυπηρέτηση ή το θάνατο του και δε συμπληρώνει το υπό του Νόμου απαιτούμενο ανώτατο όριο υπηρεσίας για πλήρη σύνταξη, ο χρόνος υπηρεσίας του στα σχολεία αυτά μετά την τουρκική εισβολή λογίζεται ως διπλάσιος για σκοπούς υπολογισμού των ωφελημάτων αφυπηρέτησης του~
(δ) υπηρεσία επί πλήρους βάσεως κάτω από την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση Κύπρου η οποία προηγήθηκε υπηρεσίας κάτω από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας~
(ε) υπηρεσία ως δασκάλου ή καθηγητή πριν την 1η Σεπτεμβρίου 1961, σε κοινοτικό σχολείο μέσης εκπαίδευσης ή σε σχολείο δημοτικής ή μέσης εκπαίδευσης εκτός Κύπρου ή σε ιδιωτικό σχολείο μέσης εκπαίδευσης αν-
(i) προηγήθηκε χωρίς διακοπή, είτε αμέσως είτε κατόπιν υπηρεσίας στην Κυβέρνηση της Αποικίας της Κύπρου, υπηρεσία κάτω από την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση όπως καθορίζεται στο (2) πιο πάνω ή κάτω από την Κυβέρνηση της Αποικίας της Κύπρου~
(ii) η υπηρεσία ήταν συνεχής:
Νοείται ότι-
(α) διακοπή οφειλόμενη σε προσωρινή αναστολή απασχόλησης που δεν προέρχεται από υπαιτιότητα η παραίτηση του καθηγητή δε θεωρείται ότι διακόπτει τη συνέχεια της υπηρεσίας~
ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να αποφασίσει όπως, οποιαδήποτε διακοπή η οποία δεν εμπίπτει στα πιο πάνω, μη θεωρηθεί ότι διακόπτει τη συνέχεια της υπηρεσίας αν ικανοποιηθεί ότι οι περιστάσεις της διακοπής δικαιολογούν τέτοια απόφαση~
(β) λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία οποιαδήποτε περίοδος διακοπής υπηρεσίας μεταξύ της 1ης Απριλίου 1955 και της 31ης Αυγούστου 1959, και των δυο ημερομηνιών περιλαμβανομένων, κατά την οποία καθηγητής ο οποίος είχε προϋπηρεσία που είναι συντάξιμη δυνάμει άλλης διάταξης του άρθρου αυτού δεν εργάσθηκε ως καθηγητής συνεπεία-
(i) απόλυσης από τη θέση του ή τερματισμού των υπηρεσιών του~ ή
(ii) ακύρωσης της άδειας εξασκήσεως του επαγγέλματος του δυνάμει του περί Μέσης Εκπαιδεύσεως Νόμου, που ισχύε τότε~ ή
(iii) φυλάκισης του~ ή
(iv) περιορισμού του σε αστυνομικό σταθμό ή κρατητήριο~ ή
(v) απέλασης του από την Κύπρο~ ή
(vi) προσωρινής αναστολής της λειτουργίας του σχολείου μέσης εκπαίδευσης στο οποίο υπηρετούσε,
εάν ο Υπουργός Οικονομικών ικανοποιηθεί ότι η διακοπή αυτή οφειλόταν αποκλειστικά σε πολιτικούς λόγους.
Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού ο όρος “πολιτικός λόγος” σημαίνει κάθε λόγο που αφορούσε την πραγματική ή υποτιθέμενη συμμετοχή σε ή σύνδεση με ομάδα ή οργάνωση που ελογίζετο (λογιζόταν) από την τότε Κυβέρνηση της Αποικίας της Κύπρου ότι προήγε (προήγαγε) πολιτικούς σκοπούς ή την πραγματική ή υποτιθέμενη συμμετοχή, άμεσα ή έμμεσα, σε ενέργειες που ελογίζονταν από την Κυβέρνηση εκείνη ότι υποκινούνταν από πολιτικά κίνητρα~
(iii) η υπηρεσία ήταν πάνω σε βάση πλήρους απασχόλησης:
Νοείται ότι αν η υπηρεσία δεν ήταν πλήρης απασχόληση θα λογίζεται όπως εκτίθεται στο Μέρος Α του Παραρτήματος.
Υπηρεσία μετά την 31η Αυγούστου 1961, αν δεν ήταν πάνω σε βάση πλήρους απασχόλησης, υπολογίζεται όπως εκτίθεται στο Μέρος Β του Παραρτήματος~
(στ) κάθε περίοδος υπηρεσίας διδασκάλου στα Αρμένικα Δημοτικά Σχολεία της Κύπρου, η οποία προσφέρθηκε πριν την 1.11.1996 αλλά δεν περιλαμβάνει υπηρεσία διδασκάλου ο οποίος δεν υπηρετούσε κατά την ημερομηνία αυτή~
(ζ) υπηρεσία Επιμελητή πριν την 1η Σεπτεμβρίου 1961, σε κοινοτικό σχολείο μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης στην Κύπρο ή σε ιδιωτικό σχολείο στην Κύπρο εγγεγραμμένου στο Μητρώο των Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης δυνάμει του περί Μέσης Παιδείας Νόμου, η οποία προηγήθηκε αμέσως υπηρεσίας κάτω από την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση, θεωρείται συντάξιμη υπηρεσία, αν η υπηρεσία αυτή ήταν συνεχής και πάνω σε βάση πλήρους απασχόλησης:
Νοείται ότι διακοπή λόγω προσωρινής αναστολής της απασχόλησης που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ή παραίτηση του επιμελητή δε θεωρείται ότι διακόπτει τη συνέχεια της υπηρεσίας:
Νοείται ότι αν η υπηρεσία αυτή δεν ήταν πάνω σε βάση πλήρους απασχόλησης θα λογίζεται όπως καθορίζεται στο Μέρος Γ του Παραρτήματος~
(η) υπηρεσία ως Επισκέπτρια Αδελφή σε Σχολική Εφορεία η οποία προηγήθηκε είτε αμέσως, είτε μετά από διακοπή υπηρεσίας δυνάμει του Νόμου.
16. Οποιαδήποτε περίοδος υπηρεσίας για την οποία εισπράχθηκε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό-
(i) Από εισφορές εργοδότη σε Ταμείο Προνοίας και τόκους πάνω στις εισφορές~ ή
(ii) υπό μορφή σύνταξης ή φιλοδωρήματος ή αποζημίωσης δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού ή Γενικής Διατάξεως,
δε λογίζεται ως υπηρεσία εκτός αν ο ενδιαφερόμενος εκλέξει με έγγραφο απευθυνόμενο στο Γενικό Λογιστή να επιστρέψει το ποσό που εισέπραξε με τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο ήθελε καθορίσει ο Υπουργός Οικονομικών.
Η εκλογή ασκείται μέσα σε τρεις μήνες από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου ή από την ημερομηνία διορισμού σε μόνιμη θέση με έγγραφο προς το Γενικό Λογιστή. Ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής καθορίζονται από το Γενικό Λογιστή:
Νοείται ότι ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί σε οποιαδήποτε ειδική περίπτωση να επιτρέψει όπως η εκλογή ασκηθεί μέχρι τέτοια μεταγενέστερη ημερομηνία που ήθελε ορίσει.
17. Οποιαδήποτε σύνταξη η οποία πληρώνεται σε καθηγητή ή επιμελητή από άλλη πηγή για υπηρεσία που λογίζεται συντάξιμη δυνάμει του Νόμου αυτού αφαιρείται από την καταβλητέα σύνταξη δυνάμει του Νόμου.
18.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (7), αν υπάλληλος που υπηρέτησε για οποιαδήποτε περίοδο εγκατέλειψε ή εγκαταλείπει την υπηρεσία για οποιοδήποτε λόγο χωρίς να λάβει οποιοδήποτε ωφέλημα δυνάμει του παρόντος Νόμου και αργότερα επαναδιορίστηκε ή επαναδιοριστεί σε κρατική υπηρεσία και υπηρετήσει για πέντε έτη ή περισσότερα και τελικά αφυπηρετήσει σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία δικαιούται σύνταξη δυνάμει του άρθρου 9, η προηγούμενη υπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης του κατά την τελική αφυπηρέτηση του:
Νοείται ότι, αν, δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, χορηγήθηκε στον υπάλληλο φιλοδώρημα για την προηγούμενη υπηρεσία του, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται μόνο αν ο υπάλληλος αμέσως μετά τον επαναδιορισμό του ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία όπως σε ειδική περίπτωση επιτρέψει ο Υπουργός Οικονομικών, εκλέξει να επιστρέψει το φιλοδώρημα που του καταβλήθηκε.
(2) Αν υπάλληλος που αφυπηρέτησε δυνάμει της παραγράφου (γ), (δ) ή (ε) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) - κατάργηση της θέσης, καταναγκαστική αφυπηρέτηση για ανάπτυξη του Τμήματος ή λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας - επαναδιορίστηκε ή επαναδιοριστεί σε κρατική υπηρεσία και υπηρετήσει για περίοδο όχι λιγότερη από πέντε έτη και αφυπηρετήσει τελικά σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία δικαιούται σύνταξη δυνάμει του άρθρου 9, η προηγούμενη υπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης του κατά την τελική αφυπηρέτηση του, εάν αυτός αμέσως μετά τον επαναδιορισμό του ειδοποιήσει γραπτώς τον Γενικό Λογιστή ότι-
(α) Αναλαμβάνει να επιστρέψει αμέσως οποιοδήποτε εφάπαξ φιλοδώρημα του χορηγήθηκε κατά την αφυπηρέτηση του πριν από τη συμπλήρωση πέντε ετών υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου 10 (Αφυπηρέτηση πριν από τη συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας)~ ή
(β) συγκατατίθεται να διακοπεί η καταβολή, από την ημερομηνία του επαναδιορισμού του, οποιασδήποτε σύνταξης του χορηγήθηκε και στην άμεση επιστροφή οποιουδήποτε ποσού που πληρώθηκε σ’ αυτόν ως εφάπαξ φιλοδώρημα. Στην περίπτωση αυτή, κατά τον υπολογισμό της σύνταξης και του φιλοδωρήματος κατά την τελική του αφυπηρέτηση, δε λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε περίοδος υπηρεσίας που τυχόν προστέθηκε κατά την προηγούμενη αφυπηρέτηση του:
Νοείται ότι, αν ο υπάλληλος δεν ειδοποιήσει για τη συγκατάθεση του όπως προνοείται στην υποπαράγραφο (β) παραπάνω, οποιαδήποτε πρόσθετη σύνταξη του χορηγήθηκε δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 19 (Σύνταξη σε περίπτωση κατάργησης θέσης ή αναδιοργάνωσης), ή δυνάμει του άρθρου 20 (Αύξηση σύνταξης σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω ασθένειας), αφαιρείται από τη σύνταξη του από την ημερομηνία του επαναδιορισμού του. Η πρόσθετη σύνταξη που αφαιρείται είναι εκείνη που καταβάλλεται σ’ αυτόν κατά την ημερομηνία του επαναδιορισμού του.
(3) Αν γυναίκα υπάλληλος που αφυπηρέτησε δυνάμει του άρθρου 11 (Φιλοδώρημα σε γυναίκες υπαλλήλους σε ορισμένες περιπτώσεις) - λόγω επικείμενου γάμου ή γάμου ή τεκνογονίας ή υιοθέτησης τέκνου - επαναδιοριστεί στην κρατική υπηρεσία και υπηρετήσει για περίοδο όχι λιγότερη από πέντε έτη και τελικά αφυπηρετήσει σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία δικαιούται σύνταξη δυνάμει του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) του Νόμου, η προηγούμενη υπηρεσία της λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης της κατά την τελική αφυπηρέτηση, νοουμένου ότι αμέσως μετά τον επαναδιορισμό της ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, όπως σε ειδική περίπτωση επιτρέψει ο Υπουργός Οικονομικών, ειδοποιήσει γραπτώς το Γενικό Λογιστή ότι αναλαμβάνει να επιστρέψει οποιοδήποτε φιλοδώρημα της χορηγήθηκε.
(4) Αν υπάλληλος που αφυπηρέτησε δυνάμει της παραγράφου (ι) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) - για να διοριστεί σε οργανισμό - επαναδιοριστεί στην κρατική υπηρεσία, υπηρετήσει για περίοδο όχι λιγότερη από πέντε έτη και τελικά αφυπηρετήσει σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία δικαιούται σύνταξη δυνάμει του άρθρου 9 του Νόμου, η προηγούμενη υπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη νοουμένου ότι ο οργανισμός επιστρέψει προς την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας το ποσό που καταβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 25.
(5) Η επιστροφή οποιουδήποτε ποσού με βάση το άρθρο αυτό γίνεται με απλό τόκο, προς τόσο επιτόκιο όσο ο Υπουργός Οικονομικών καθορίζει, που υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία το ποσό καταβλήθηκε μέχρι την ημερομηνία επιστροφής ολόκληρου του ποσού. Ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής καθορίζονται από τον Υπουργό Οικονομικών.
(6) Στην περίπτωση που υπάλληλος στον οποίο αναφέρονται τα εδάφια (1), (2), (3), ή (4) του παρόντος άρθρου, εκτός από την επιφύλαξη του εδαφίου (2), πεθάνει σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τον επαναδιορισμό του, η προηγούμενη του υπηρεσία λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης οικογενειών και του εφάπαξ φιλοδωρήματος που καταβάλλεται στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος των εδαφίων αυτών για πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία μετά τον επαναδιορισμό του.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων καθηγητής ή δάσκαλος στον οποίο χορηγήθηκε φιλοδώρημα για οποιαδήποτε προηγούμενη υπηρεσία δυνάμει των περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμων ή του περί Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Νόμου ή του παρόντος Νόμου, μπορεί να ασκήσει οποιαδήποτε εκλογή να επιστρέψει στην Κυβέρνηση της Δημοκρατίας το φιλοδώρημα, χωρίς την επιβολή τόκου, αν η επιστροφή απαιτείται για σκοπούς χορήγησης σύνταξης για την υπηρεσία αυτή από την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας.
19. Σε υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση ο οποίος αφυπηρετεί αναγκαστικά με την κατάργηση της θέσης του ή για να διευκολυνθεί η βελτίωση της οργάνωσης του τμήματος της κρατικής υπηρεσίας στην οποία ανήκει, με την οποία δυνατό να επιτευχθεί αποτελεσματικότερη λειτουργία ή οικονομία, μπορεί να χορηγηθεί-
(α) Σύνταξη χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος για συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε ετών~
(β) πρόσθετη σύνταξη ίση με το ένα εξηκοστό των συντάξιμων απολαβών του για κάθε περίοδο τριών ετών συντάξιμης υπηρεσίας:
Νοείται ότι-
(i) η πρόσθετη σύνταξη δε θα υπερβαίνει τα δέκα εξηκοστά~ και
(ii) το σύνολο της πρόσθετης σύνταξης και της σύνταξης δε θα υπερβαίνει τη σύνταξη που θα εδικαιούτο, αν είχε συνεχίσει να υπηρετεί στη θέση την οποία κατείχε κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης του, και είχε αφυπηρετήσει με τη συμπλήρωση της ηλικίας υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, λαμβάνοντας όλες τις προσαυξήσεις τις οποίες θα εδικαιούτο μέχρι την ημερομηνία αυτή.
20.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (2), σε περίπτωση που υπάλληλος ο οποίος αφυπηρετεί δυνάμει του άρθρου 9(ε) (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας έχει κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία-
(α) Πέντε ή περισσότερα έτη αλλά κάτω από δέκα έτη λογίζεται ότι συμπλήρωσε διπλάσια συντάξιμη υπηρεσία~
(β) δέκα ή περισσότερα έτη αλλά κάτω από δεκαπέντε έτη λογίζεται ότι συμπλήρωσε είκοσι έτη συντάξιμη υπηρεσία~
(γ) δεκαπέντε ή περισσότερα έτη αλλά κάτω από είκοσι τρία έτη, η συντάξιμη υπηρεσία του αυξάνεται κατά πέντε έτη, με ανώτατο όριο συντάξιμης υπηρεσίας τα είκοσι πέντε έτη~
(δ) είκοσι τρία ή περισσότερα έτη αλλά κάτω από τριάντα έτη, η συντάξιμη υπηρεσία του αυξάνεται κατά δύο έτη, με ανώτατο όριο συντάξιμης υπηρεσίας τα τριάντα έτη.
Η πιο πάνω προστιθέμενη υπηρεσία λογίζεται υπηρεσία με εισφορές:
Νοείται ότι σε καμιά περίπτωση η σύνταξη θα υπολογίζεται με βάση υπηρεσία μεγαλύτερη από εκείνη την οποία θα είχε ο υπάλληλος αν παρέμενε στην υπηρεσία μέχρι την ηλικία αναγκαστικής αφυπηρέτησης του.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται σε πρόσθετη σύνταξη λόγω αναπηρίας που οφείλεται σε τραυματισμό κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του δυνάμει του άρθρου 28 (Σύνταξη σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω αναπηρίας), εάν η πρόσθετη αυτή σύνταξη είναι μεγαλύτερη από το ωφέλημα που παρέχεται δυνάμει του εδαφίου (1).
21. Σε περίπτωση τερματισμού από το Υπουργικό Συμβούλιο της υπηρεσίας υπαλλήλου για εξειδικευμένους λόγους δημόσιου συμφέροντος σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, οποιαδήποτε νέα υπηρεσία του υπαλλήλου αυτού μετά από επαναδιορισμό σε οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία μετά την αφυπηρέτηση του δυνάμει της παραγράφου (στ) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) δε θα θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης υπηρεσίας του, εκτός αν ο Υπουργός Οικονομικών ήθελε αποφασίσει διαφορετικά με βάση τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης, οπότε ο υπάλληλος επιστρέφει τα εις αυτόν παραχωρηθέντα ωφελήματα ώστε να αναγνωριστεί η προηγούμενη υπηρεσία του.
22. Σε περίπτωση αναγκαστικής αφυπηρέτησης από συντάξιμη θέση, το θέμα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων υποβάλλεται από τον Υπουργό Οικονομικών στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο και αποφασίζει για τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που θα παραχωρηθούν καθώς και το χρόνο έναρξης της καταβολής τούτων, λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης:
Νοείται ότι τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που θα παραχωρηθούν δε θα είναι λιγότερα από εκείνα που θα παραχωρούνταν στον υπάλληλο, αν επιβαλλόταν σ’ αυτόν η ποινή της απόλυσης.
23. Σε περίπτωση αφυπηρέτησης υπαλλήλου για λόγους αναίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας ή ακαταλληλότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, καταβάλλονται σ’ αυτόν τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα με βάση την πραγματική του υπηρεσία.
24.-(1) Όταν υπάλληλος αφυπηρετεί για ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος που είναι ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση την οποία κατέχει στην κρατική υπηρεσία, αυτός σε κάθε περίπτωση λαμβάνει για την υπηρεσία του-
(α) Σύνταξη δυνάμει του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος για συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας~ και
(β) τόση πρόσθετη σύνταξη όση το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει δίκαιο και πρέπον.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου υπάλληλος περιλαμβάνει και πρόσωπο που υπηρετεί σε έκτακτη ή άλλη προσωρινή βάση στη δημόσια υπηρεσία.
(2) Η πρόσθετη σύνταξη που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1)-
(α) Μαζί με τη σύνταξη που χορηγείται σ’ αυτόν δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ή οποιασδήποτε άλλης διατάξεως του Μέρους αυτού δε θα υπερβαίνει-
(i) σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος δεν έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, η σύνταξη την οποία αυτός θα εδικαιούτο να πάρει, αν υπηρετούσε στην κρατική υπηρεσία για τόση επιπλέον περίοδο όση υπηρέτησε πριν από την ανάληψη του δημόσιου λειτουργήματος, ή αν αφυπηρετούσε λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη~
(ii) σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος έχει συμπληρώσει δεκαετή υπηρεσία, η σύνταξη που αυτός θα εδικαιούτο να πάρει, αν υπηρετούσε στην κρατική υπηρεσία για περίοδο δέκα επιπλέον ετών ή αν αφυπηρετούσε από αυτή λόγω ορίου ηλικίας, οποιαδήποτε από τις δύο θα ήταν η μικρότερη~
(β) αυξάνεται κατά οποιοδήποτε ποσοστό κατά το οποίο θα αυξηθούν οι συντάξεις μεταξύ της ημερομηνίας της αφυπηρέτησης του και της ημερομηνίας καταβολής της πρόσθετης σύνταξης.
(3) Οποιαδήποτε νέα υπηρεσία αναληφθεί, από οποιοδήποτε πρόσωπο στην κρατική υπηρεσία ή στη δικαστική υπηρεσία, μετά την αφυπηρέτηση του, δε θα θεωρείται ως συνέχεια της προηγούμενης υπηρεσίας του.
(4) Στην περίπτωση κρατικού υπαλλήλου ο οποίος αφυπηρέτησε δυνάμει του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) του παρόντος Νόμου λόγω διορισμού σε οργανισμό δημόσιου δικαίου στον οποίο δε λειτουργεί Σχέδιο Συντάξεων και ο οποίος ακολούθως αφυπηρέτησε από τον οργανισμό για ανάληψη δημόσιου λειτουργήματος που είναι ασυμβίβαστο με το αξίωμα ή τη θέση την οποία κατείχε στην κρατική υπηρεσία και στον οργανισμό, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εγκρίνει τη χορήγηση από την Κυβέρνηση τόσης επιπρόσθετης σύνταξης για όσα έτη υπηρέτησε στον οργανισμό. Η επιπρόσθετη αυτή σύνταξη σε καμιά περίπτωση δε θα υπερβαίνει τη σύνταξη για υπηρεσία δέκα ετών και, μαζί με τη σύνταξη που κερδήθηκε από την υπηρεσία του στην κρατική υπηρεσία, δε θα υπερβαίνει τη σύνταξη την οποία θα εδικαιούτο να λάβει αν αφυπηρετούσε από την κρατική υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας.
- 97(I)/1997
- 3(I)/1998
- 77(I)/1999
25.-(1) Εάν σε υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση επιτραπεί να αφυπηρετήσει λόγω επικείμενου διορισμού σε οργανισμό, η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας καταβάλλει στον οργανισμό κατά την αποχώρηση του από την κρατική υπηρεσία εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα συντάξιμης υπηρεσίας και ποσό ίσο με το διπλάσιο του ποσού των εισφορών που κατέβαλε ο υπάλληλος για τη μεταβίβαση της σύνταξης στη χήρα και τα τέκνα του, μαζί με τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο καθορίζει εκάστοτε ο Υπουργός Οικονομικών. Σε τέτοια περίπτωση η υπηρεσία του στην κρατική υπηρεσία λαμβάνεται υπόψη από τον οργανισμό για τον καθορισμό του μήκους υπηρεσίας που του δίδει δικαίωμα σε ωφελήματα και για τον υπολογισμό των ωφελημάτων αφυπηρέτησης που θα δικαιούται να λάβει από τον οργανισμό με βάση το σχέδιο ωφελημάτων αφυπηρέτησης που λειτουργεί στον οργανισμό και είναι όμοιο με το κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων.
(2) Αν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται το εδάφιο (1) δικαιούται κατά την αφυπηρέτηση του από τον οργανισμό σε ετήσια σύνταξη, αυτή δεν μπορεί να υπερβεί το ένα δεύτερο των ετήσιων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του από τον οργανισμό.
26.-(1) Εάν υπάλληλος, ο οποίος διορίστηκε ή ήθελε διοριστεί στην υπηρεσία, είχε ή έχει προϋπηρεσία σε οργανισμό, η προϋπηρεσία αυτή λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία για τον καθορισμό του μήκους υπηρεσίας που του δίδει δικαίωμα σε ωφελήματα και για τον υπολογισμό των ωφελημάτων αφυπηρέτησης που θα δικαιούται να λάβει από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είτε ο διορισμός του στην κρατική υπηρεσία έγινε ή ήθελε γίνει αμέσως είτε μετά από διακοπή.
(2) Ο οργανισμός καταβάλλει στην Κυβέρνηση της Δημοκρατίας κατά την αποχώρηση του υπαλλήλου από τον οργανισμό εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του υπαλλήλου για κάθε συμπληρωμένο μήνα συντάξιμης υπηρεσίας στον οργανισμό, καθώς και το διπλάσιο τυχόν εισφορών που κατέβαλε ο υπάλληλος για τη μεταβίβαση της σύνταξης στη χήρα και τα τέκνα του, με τόκο πάνω σε όλα τα ποσά από την ημέρα της αποχώρησης μέχρι την ημέρα της καταβολής προς τόσο επιτόκιο όσο καθορίζει εκάστοτε ο Υπουργός Οικονομικών.
(3) Αν στον υπάλληλο καταβλήθηκε από τον οργανισμό οποιοδήποτε ωφέλημα υπό μορφή φιλοδωρήματος ή εισφορών εργοδότη σε Ταμείο Προνοίας, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο αν ο υπάλληλος εκλέξει να καταβάλει στην Κυβέρνηση το ωφέλημα αυτό με τόκο όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2) παραπάνω, οπότε ο οργανισμός δεν υποχρεούται στην καταβολή του εφάπαξ ποσού που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο.
26Α – (1) Υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση στη δημόσια υπηρεσία και αφυπηρετεί για ανάληψη καθηκόντων σε μόνιμη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δικαιούται από της μονιμοποίησής του και μέχρι της ημερομηνίας που θεμελιώνει δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας κατά την έννοια του Κανονισμού 77 του Κανονισμού (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ποσό που αντικατοπτρίζει την κεφαλαιακή αξία των ωφελημάτων που έχει διασφαλίσει με βάση το σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων με αναγωγή του ποσού αυτού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του:
(2) Το ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο (1) υπολογίζεται ως το 1/12 των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του υπαλλήλου κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα συντάξιμης υπηρεσίας. Στο ποσό αυτό προστίθεται και ποσό ίσο με το διπλάσιο των εισφορών που κατέβαλε ο υπάλληλος για τη μεταβίβαση της σύνταξης στη χήρα και τα τέκνα, μαζί με τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο καθορίζει εκάστοτε ο Υπουργός Οικονομικών:
(3) Με τη λήψη επιστολής από την Ευρωπαϊκή Ένωση για μεταφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από το σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων στο σύστημα συνταξιοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Γενικό Λογιστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία λήψης της πιο πάνω επιστολής, κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ενδιαφερόμενο, τις απαραίτητες πληροφορίες σε σχέση με την εν λόγω μεταφορά καθώς επίσης και το σχετικό έντυπο αιτήσεως για διεκπεραίωση της μεταφοράς, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2.
(4) Ο ενδιαφερόμενος, εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας που φέρει το εν λόγω έγγραφο κοινοποίησης, οφείλει να δηλώσει εγγράφως προς το Γενικό Λογιστήριο, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν αποδέχεται τη μεταφορά του σχετικού ποσού από το σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων στο σύστημα συνταξιοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η δήλωση αυτή είναι οριστική και αμετάκλητη. Η πραγματική μεταφορά του κεφαλαίου από το Γενικό Λογιστήριο γίνεται εντός έξι μηνών από της ημερομηνίας αποδοχής της μεταφοράς, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν η πραγματική μεταφορά διενεργηθεί μετά το πέρας της περιόδου των έξι μηνών, το Γενικό Λογιστήριο οφείλει να καταβάλει σχετικό τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο εκάστοτε ορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών.
26Β – (1) Εφόσον υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος με βάση τον Κανονισμό (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962, θεμελίωσε δικαίωμα σε σύνταξη, διοριστεί σε συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία, δικαιούται από της ημερομηνίας επικύρωσης του διορισμού του, να μεταφέρει, στο σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων, το αναλογιστικό ισοδύναμο ποσό των δικαιωμάτων σε σύνταξη αρχαιότητας που έχει αποκτήσει για την υπηρεσία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτό υπολογίζεται με βάση τον Κανονισμό (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962 και σε τέτοια περίπτωση η υπηρεσία του στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία δυνάμει του συστήματος σύνταξης των κρατικών υπαλλήλων.
(2) Με τη λήψη επιστολής για μεταφορά συνταξιοδοτικών ωφελημάτων από το σύστημα συνταξιοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύστημα σύνταξης των κρατικών υπαλλήλων, αποστέλλεται στον ενδιαφερόμενο έντυπο αιτήσεως για μεταφορά των εν λόγω ωφελημάτων, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2.
(3) Με τη λήψη του συμπληρωμένου και υπογεγραμμένου εντύπου αιτήσεως, για μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο σύστημα συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας αποστέλλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ενδιαφερόμενο όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την διεκπεραίωση της μεταφοράς.
27.-(1)(α) Όταν κρατικός υπάλληλος, που κατέχει συντάξιμη θέση και συμπλήρωσε πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσία και ηλικία όχι μικρότερη των σαράντα πέντε ετών ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 ή σαράντα οκτώ ετών προκειμένου για Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010, υποβάλει αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση από την υπηρεσία, η οποία εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο, καταβάλλεται αμέσως σ’ αυτόν το εφάπαξ ποσό που δικαιούται για την υπηρεσία του, ενώ η σύνταξη παγοποιείται και καταβάλλεται αμέσως μόλις αυτός συμπληρώσει την ηλικία των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010. Η σύνταξη και το εφάπαξ ποσό υπολογίζονται δυνάμει του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) με βάση τις συντάξιμες απολαβές του κατά την ημέρα της πρόωρης αφυπηρέτησης του. Η σύνταξη, που θα αρχίσει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005, θα είναι αυξημένη κατά οποιοδήποτε ποσοστό κατά το οποίο τυχόν ήθελαν αυξηθεί οι συντάξεις μεταξύ της ημερομηνίας αφυπηρέτησης του και της ημερομηνίας καταβολής της σύνταξης:
(β) Όταν υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση και δεν ικανοποιεί τους άλλους όρους της παραγράφου (α) του εδαφίου αυτού, αλλά έχει συντάξιμη υπηρεσία όχι μικρότερη των τριών ετών, παραιτείται από τη θέση του με άδεια του αρμόδιου οργάνου, αυτός παίρνει αμέσως μετά την παραίτηση του εφάπαξ ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία της παραίτησης του για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας.
(2) Εάν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) ασθενήσει κατά οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 ή πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010, ο Υπουργός Οικονομικών, αν ικανοποιηθεί από ιατρική έκθεση Κυβερνητικού Ιατρικού Συμβουλίου ότι αυτός υποφέρει από σωματική ή πνευματική αναπηρία η οποία είναι κατά πάσαν πιθανότητα μόνιμη και τέτοιας φύσης, ώστε αυτός να μην μπορεί να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα, μπορεί να επιτρέψει την καταβολή της σύνταξης αμέσως. Στην περίπτωση αυτή οι πρόνοιες του άρθρου 20 (Αύξηση σύνταξης σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω ασθένειας) για αύξηση σύνταξης σε περιπτώσεις αφυπηρέτησης λόγω ασθένειας δεν εφαρμόζονται. Η σύνταξη υπολογίζεται και αυξάνεται όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1)(α) ανωτέρω.
(3) Αν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) πεθάνει σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε χρόνων ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010, καταβάλλεται στη χήρα και τα τέκνα του που δικαιούνται σύνταξη, αν υπάρχουν, σύνταξη χήρας και τέκνων σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους V του Νόμου αυτού, χωρίς να εφαρμόζεται η πρώτη επιφύλαξη της παραγράφου (1) του άρθρου 38 (Υπολογισμός σύνταξης χήρας) αναφορικά με πρόσθετη υπηρεσία στον υπολογισμό του ποσοστού της σύνταξης χήρας. Η σύνταξη υπολογίζεται και αυξάνεται όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1)(α) ανωτέρω.
(4)(α) Εάν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται το εδάφιο (1) επαναδιοριστεί στην κρατική υπηρεσία πριν από την καταβολή οποιασδήποτε σύνταξης και τελικά αφυπηρετήσει σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία δικαιούται σύνταξη δυνάμει του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων), η προηγούμενη υπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης του κατά την τελική αφυπηρέτηση του, νοουμένου ότι η περίοδος υπηρεσίας του αμέσως πριν την τελική αφυπηρέτηση του δεν είναι μικρότερη των πέντε ετών και αυτός αμέσως μετά τον επαναδιορισμό του επιλέξει να επιστρέψει οποιοδήποτε εφάπαξ ποσό ή φιλοδώρημα χορηγήθηκε σ’ αυτόν δυνάμει της παραγράφου (α) ή (β) του εδαφίου (1):
(β) Η επιστροφή του εφάπαξ ποσού ή φιλοδωρήματος δυνάμει του εδαφίου αυτού γίνεται με απλό τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο ο Υπουργός Οικονομικών εκάστοτε καθορίζει. Ο τόκος υπολογίζεται από την ημερομηνία καταβολής του εφάπαξ ποσού ή φιλοδωρήματος στον υπάλληλο μέχρι την ημερομηνία επιστροφής ολόκληρου του ποσού. Ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής καθορίζονται από το Γενικό Λογιστή.
(5) Αν ο υπάλληλος στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) επαναδιοριστεί ή επαναπροσληφθεί σε οποιαδήποτε υπηρεσία της Δημοκρατίας μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των πενήντα πέντε ετών ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για ιατρικό λειτουργό που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για άλλο δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους, που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005 ή των πενήντα οκτώ ετών προκειμένου για Καθηγητή που διορίζεται την ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2010, η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται κατά τη διάρκεια του επαναδιορισμού του. Η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά την τελική αφυπηρέτηση του στο ύψος στο οποίο αυτή θα βρισκόταν αν δεν είχε διακοπεί.
28.-(1) Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε υπάλληλος καταστεί μόνιμα ανάπηρος συνεπεία τραύματος που υπέστη-
(α) Κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντος του~
(β) χωρίς δική του αμέλεια~ και
(γ) λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντος του,
το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί-
(i) αν η αφυπηρέτηση του καταστεί αναγκαία ή επιταχυνθεί ουσιαστικά και αν η συνολική του υπηρεσία είναι μικρότερη των πέντε ετών, να χορηγήσει σ’ αυτόν αντί φιλοδώρημα δυνάμει του άρθρου 10 (Αφυπηρέτηση πριν από τη συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας) σύνταξη και εφάπαξ ποσό δυνάμει του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό), με βάση το μήκος της υπηρεσίας του, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όρος για συμπλήρωση υπηρεσίας πέντε ετών~
(ii) να χορηγήσει σ’ αυτόν με την αφυπηρέτηση του πρόσθετη σύνταξη, που υπολογίζεται ως ακολούθως με βάση τις συντάξιμες απολαβές του κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του:
Όταν η αναπηρία είναι-
ελαφρά - πέντε εξηκοστά (5/60) των συντάξιμων απολαβών~
σοβαρή - δέκα εξηκοστά (10/60)~
πολύ σοβαρή - δεκαπέντε εξηκοστά (15/60)~
πλήρης - είκοσι εξηκοστά (20/60).
Για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής:
“ελαφρά αναπηρία” σημαίνει βαθμό αναπηρίας μεταξύ 10% και 30% και των δύο ποσοστών συμπεριλαμβανομένων~
“σοβαρή αναπηρία” σημαίνει βαθμό αναπηρίας πάνω από 30% μέχρι και 50% συμπεριλαμβανομένου~
“πολύ σοβαρή αναπηρία” σημαίνει βαθμό αναπηρίας πανω από 50% μέχρι και 70% συμπεριλαμβανομένου~
“πλήρης αναπηρία” σημαίνει βαθμό αναπηρίας πάνω από 70%,
όπως η αναπηρία και οι βαθμοί της καθορίζονται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους ή σε οποιοδήποτε τους τροποποιεί ή τους αντικαθιστά:
Νοείται ότι η πρόσθετη σύνταξη μπορεί να μειωθεί κατά τόσο ποσό όσο το Υπουργικό Συμβούλιο ήθελε θεωρήσει εύλογο, αν η αναπηρία δεν είναι ο λόγος ή ο μόνος λόγος της αφυπηρέτησης.
(2) Εάν ο υπάλλλος που κατέστη ανάπηρος όπως παραπάνω αναφέρεται κατά την ημερομηνία του τραύματος δεν κατείχε συντάξιμη θέση ή κατείχε συντάξιμη θέση επί δοκιμασία, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί κατά την αφυπηρέτηση του να χορηγήσει σ’ αυτόν σύνταξη ποσού ίσου με την πρόσθετη σύνταξη που μπορούσε να χορηγηθεί σ’ αυτόν με βάση το εδάφιο (1) εάν η θέση που κατείχε ήταν συντάξιμη και ο διορισμός του είχε επικυρωθεί.
(3) Οποιαδήποτε πρόσθετη σύνταξη πληρωτέα δυνάμει της υποπαραγράφου (ii) του εδαφίου (1), μαζί με οποιαδήποτε σύνταξη πληρωτέα δυνάμει του Νόμου αυτού και μαζί με το ετήσιο ποσό του ωφελήματος που καταβάλλεται λόγω αναπηρίας ως σύνταξη δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων, δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του.
29.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 20 (Αύξηση σύνταξης σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω ασθενείας) και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) σε περίπτωση αφυπηρέτησης υπαλλήλου, ο οποίος συμπλήρωσε πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσίας δυνάμει της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) επειδή ο υπάλληλος δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντα του λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας και η ανικανότητα αυτή πιθανόν να είναι μόνιμη και κατέστη πλήρως ανάπηρος, η σύνταξη που χορηγείται σ’ αυτόν είναι εκείνη που θα καταβαλλόταν σ’ αυτόν, αν ο αφυπηρετών εξακολουθούσε να βρίσκεται στην υπηρεσία και αφυπηρετούσε την ημερομηνία που θα συμπλήρωνε το όριο ηλικίας αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Η σύνταξη αυτή υπολογίζεται με βάση την ανώτατη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας της θέσης που είναι αμέσως ανώτερη από τη θέση την οποία κατέχει κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του. Η περίοδος συντάξιμης υπηρεσίας που προστίθεται λογίζεται ως υπηρεσία με εισφορές:
Νοείται ότι, αν η συνολική σύνταξη που προκύπτει δυνάμει του άρθρου 28 (Σύνταξη σε περίπτωση αφυπηρέτησης λόγω αναπηρίας) είναι μεγαλύτερη της σύνταξης με βάση το άρθρο αυτό, καταβάλλεται η μεγαλύτερη σύνταξη.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-
“πλήρως ανάπηρος” σημαίνει υπάλληλο ο οποίος κατέστη μόνιμα ανίκανος σε βαθμό εκατό τοις εκατό και η ανικανότητα αυτή καθιστά αδύνατη την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του, εφόσον η εν λόγω ανικανότητα και ο βαθμός της οφείλονται αποκλειστικά σε τραύματα που προκλήθηκαν κάτω από περιστάσεις που κρίνεται από τον Υπουργό Οικονομικών ότι απορρέουν από τη συμμετοχή του στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-1959 ή από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την 21η Δεκεμβρίου 1963, ή από την παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β ή κατά ή μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, ή από την 20ή Ιουλίου 1974, λόγω της τουρκικής εισβολής.
30.-(1) Όταν υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση ή υπάλληλος που υπηρετεί σε μη συντάξιμη θέση στην οποία αποσπάσθηκε από συντάξιμη θέση πεθάνει στην υπηρεσία, χορηγείται στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του εφάπαξ ποσό που δεν υπερβαίνει τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές του κατά την ημερομηνία του θανάτου του ή της λήξης της άδειας την οποία τυχόν είχε σε πίστη του κατά την ημερομηνία αυτή ή το εφάπαξ ποσό στο οποίο θα εδικαιούτο αν είχε αφυπηρετήσει λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας δυνάμει της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων) κατά την ημερομηνία του θανάτου του ή της λήξης της άδειας την οποία τυχόν είχε σε πίστη του κατά την ημερομηνία αυτή, οποιοδήποτε από τα ποσά αυτά είναι το μεγαλύτερο:
Νοείται ότι, στην περίπτωση καθηγητή ή δασκάλου, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου αν ο θάνατος επισυμβεί μεταξύ της 31ης Ιανουαρίου και της 31ης Αυγούστου, η συντάξιμη υπηρεσία του λογίζεται ότι αυξάνεται κατά δύο μήνες ή κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας του θανάτου του και της 31ης Αυγούστου, εάν τούτο είναι βραχύτερο των δύο μηνών.
(2) Όταν ο υπάλληλος στον οποίο χορηγήθηκε σύνταξη ή φιλοδώρημα δυνάμει του παρόντος Μέρους του Νόμου πεθάνει μετά την αφυπηρέτηση του και το συνολικό ποσό που πληρώθηκε ή είναι πληρωτέο σ’ αυτόν μέχρι του θανάτου του υπό μορφή σύνταξης ή φιλοδωρήματος ή άλλου ωφελήματος αφυπηρέτησης για οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία είναι μικρότερο από τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές που έπαιρνε κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης του, χορηγείται στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του φιλοδώρημα ίσο με τη διαφορά.
31.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου και του επόμενου άρθρου, όταν υπάλληλος πεθάνει, ενώ διατελούσε στην υπηρεσία, συνεπεία τραύματος το οποίο υπέστη-
(α) Κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντος του~
(β) χωρίς δική του αμέλεια~ και
(γ) λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντος του,
το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να χορηγήσει, επιπρόσθετα από το φιλοδώρημα που τυχόν χορηγήθηκε στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του δυνάμει του άρθρου 30 (Φιλοδώρημα όταν ο υπάλληλος πεθάνει στην υπηρεσία ή μετά την αφυπηρέτηση του) -
(i) αν ο αποθανών υπάλληλος καταλείπει χήρα, σύνταξη σ’ αυτή, εφόσον παραμένει ανύπανδρη το ποσό της οποίας να μην υπερβαίνει τα είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) των ετήσιων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημερομηνία του θανάτου του~
(ii) αν ο αποθανών υπάλληλος καταλείπει χήρα στην οποία χορηγείται σύνταξη δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου και τέκνο ή τέκνα, σύνταξη για κάθε τέκνο, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έκτο του ποσού της σύνταξης που καθορίζεται από την προηγούμενη παράγραφο~
(iii) αν ο αποθανών υπάλληλος καταλείπει τέκνο ή τέκνα, αλλά δεν καταλείπει χήρα, ή αν δε χορηγείται σύνταξη στη χήρα, σύνταξη για κάθε τέκνο, το ποσό της οποίας είναι διπλάσιο του ποσού που καθορίζεται από την προηγούμενη παράγραφο~
(iv) αν ο αποθανών υπάλληλος καταλείπει τέκνο ή τέκνα και χήρα στην οποία χορηγείται σύνταξη δυνάμει της παραγράφου (1) και η χήρα μετά αποθάνει, σύνταξη για κάθε τέκνο από την ημερομηνία του θανάτου της χήρας διπλάσια από το ποσό που καθορίζεται στην παράγραφο (ii)~
(v) αν ο αποθανών υπάλληλος δεν καταλείπει χήρα ή αν δε χορηγείται σύνταξη στη χήρα και αν οι γονείς του ή οποιοσδήποτε αυτών εξαρτάτο πλήρως ή κυρίως από αυτόν για τη συντήρηση του, σύνταξη στον πατέρα ή τη μητέρα ή και στους δυο, εφόσον αυτοί ή οποιοσδήποτε από αυτούς στερούνται επαρκών μέσων συντήρησης. Το ποσό της σύνταξης γονέων δεν υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που θα μπορούσε να χορηγηθεί στη χήρα του:
Νοείται ότι:-
(α) Σύνταξη δεν καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου σε οποιοδήποτε χρόνο για περισσότερα από τρία τέκνα~
(β) σε περίπτωση σύνταξης που χορηγήθηκε δυνάμει της παραγράφου (v) του παρόντος εδαφίου, αν οποιοσδήποτε από τους δύο γονείς ήταν χήρος κατά το χρόνο της χορήγησης της σύνταξης και μετά παντρευτεί εκ νέου, η σύνταξη αυτή τερματίζεται από την ημερομηνία του νέου γάμου. Αν, κατά την κρίση του Υπουργού Οικονομικών, σε οποιοδήποτε χρόνο οποιοσδήποτε από τους γονείς στον οποίο χορηγήθηκε σύνταξη δυνάμει της παραγράφου (v) έχει άλλους επαρκείς πόρους συντήρησης, η σύνταξη αυτή τερματίζεται από την ημερομηνία που θα ορίσει ο Υπουργός Οικονομικών~
(γ) ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να διατάξει τον τερματισμό καταβολής σύνταξης που χορηγήθηκε δυνάμει του εδαφίου αυτού σε θήλυ τέκνο, όταν το τέκνο νυμφευθεί~
(δ) ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να διατάξει-
(i) τη συνέχιση καταβολής σύνταξης για τέκνο το οποίο, αν και έπαυσε να τη δικαιούται δυνάμει του παρόντος άρθρου, υπέστη, κατά το χρόνο κατά τον οποίο εδικαιούτο σύνταξη, πνευματική ή σωματική αναπηρία που πιστοποιείται από Κυβενητικό Ιατρικό Συμβούλιο και το καθιστά ανίκανο να κερδίζει τα αναγκαία προς το ζην~
(ii) τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (α) και (γ) της παρούσας επιφύλαξης, την καταβολή σύνταξης για τέκνο το οποίο ανεξάρτητα από ηλικία κατά το χρόνο του θανάτου του πατέρα του υποφέρει από πνευματική ή σωματική αναπηρία, που πιστοποιείται από Κυβερνητικό Ιατρικό Συμβούλιο και το καθιστά ανίκανο να κερδίζει τα προς το ζην:
Νοείται ότι ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να διατάξει τον τερματισμό της σύνταξης σε οποιοδήποτε χρόνο, αν ικανοποιηθεί από γνωμάτευση του Κυβερνητικού Ιατρικού Συμβουλίου ότι η αναπηρία έπαυσε να υφίσταται ή δεν εμποδίζει το τέκνο να κερδίζει τα προς το ζην.
(2) Ο Υπουργός Οικονομικών καθορίζει την ελάχιστη σύνταξη που χορηγείται δυνάμει του παρόντος άρθρου. Στο ποσό αυτό υπολογίζονται και οι συντάξεις που χορηγούνται στα τέκνα δυνάμει του παρόντος άρθρου. Η ελάχιστη αυτή σύνταξη δεν υπόκειται στην τιμαριθμική αύξηση που προβλέπεται στο άρθρο 44 (Τιμαριθμική αύξηση των συντάξεων) του Νόμου.
(3) Οποιεσδήποτε συντάξεις πληρωτέες δυνάμει του παρόντος άρθρου μειώνονται κατά ποσό ίσο με το ένα τρίτο του ετήσιου ποσού ωφελήματος που καταβάλλεται ως σύνταξη λόγω θανάτου δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων.
(4) Οποιεσδήποτε συντάξεις πληρωτέες δυνάμει του παρόντος άρθρου μαζί με το ετήσιο ποσό κάθε ωφελήματος που καταβάλλεται ως σύνταξη δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων, σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνουν τις συντάξιμες απολαβές του αποθανόντος υπαλλήλου κατά την ημέρα του θανάτου του.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου “τέκνα” είναι τα νόμιμα ή νομιμοποιηθέντα ή εξώγαμα ή αναγνωρισθέντα ή υιοθετηθέντα ή είναι φυσικά τέκνα της συζύγου εφόσον δεν υπερβαίνουν το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας τους ή το εικοστό πέμπτο (25ο) εάν φοιτούν σε σχολή, κολλέγιο, πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή εξασκούνται από οποιοδήποτε πρόσωπο σε οποιοδήποτε επιτήδευμα, επάγγελμα ή τέχνη κάτω από συνθήκες που απαιτούν απ’ αυτά ν’ αφιερώνουν στη φοίτηση ή εξάσκηση τους το σύνολο του χρόνου τους ή βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων. Ο όρος “τέκνα” περιλαμβάνει και επιγενόμενα τέκνα.
(6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου, αν η χήρα ή τα τέκνα του ή οι εξαρτώμενοι γονείς του δικαιούνται σε συντάξεις δυνάμει του Μέρους V:
Νοείται ότι, αν οι συντάξεις που χορηγούνται δυνάμει του Μέρους V είναι συνολικά μικρότερες από τις συντάξεις που χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου, καταβάλλονται οι συνολικά μεγαλύτερες συντάξεις.
32.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 31 για συντάξεις σε εξαρτωμένους όταν αστυνομικός ο οποίος συμπλήρωσε πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσίας πεθάνει ενώ διατελούσε σε υπηρεσία-
(α) Κατά την ενεργό εκτέλεση του καθήκοντος του~
(β) χωρίς δική του αμέλεια~ και
(γ) λόγω περιστάσεων που μπορούν ειδικά να αποδοθούν στη φύση του καθήκοντος του,
η σύνταξη που χορηγείται στη χήρα και το τέκνο του είναι εκείνη που θα καταβαλλόταν σ’ αυτούς αν ο αποθανών εξακολουθούσε να βρίσκεται στην υπηρεσία και πέθαινε κατά την ημερομηνία που θα συμπλήρωνε την ηλικία της αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Η σύνταξη αυτή υπολογίζεται με βάση την ανώτατη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας του βαθμού του αμέσως ανώτερου από το βαθμό που ο αποθανών κατείχε κατά την ημέρα του θανάτου του. Η περίοδος υπηρεσίας που προστίθεται θεωρείται υπηρεσία με εισφορές:
Νοείται ότι αν οι δυνάμει του άρθρου 31 χορηγητέες συντάξεις είναι συνολικά μεγαλύτερες από τις συντάξεις που θα χορηγούνταν δυνάμει του παρόντος άρθρου, καταβάλλονται οι μεγαλύτερες συντάξεις.
(2) Οι πρόνοιες του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αστυνομικού ο οποίος ανεξάρτητα από τη διάρκεια της υπηρεσίας του, πέθανε υπό περιστάσεις οι οποίες απορρέουν από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την 21η Δεκεμβρίου 1963, ή από την παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β ή από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, ή την τουρκική εισβολή, εφόσον στην περίπτωση του ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.
(3) Ο όρος “αστυνομικός” στο άρθρο αυτό έχει την έννοια που αποδίδει σ’ αυτό ο περί Αστυνομίας Νόμος.
33. Εάν συνταξιούχος υπάλληλος επαναδιοριστεί σε συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία, η καταβολή της σύνταξης του αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της νέας υπηρεσίας του. Η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά τον τερματισμό του νέου επαναδιορισμού του, στο ύψος που αυτή θα ευρίσκετο εάν δεν είχε ανασταλεί:
Νοείται ότι αν ο μηνιαίος μισθός, είναι χαμηλότερος των μηνιαίων συντάξιμων απολαβών του κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης του, καταβάλλεται σ’ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης το οποίο προστιθέμενο στο μισθό, τον εξισώνει με το ποσό των εν λόγω συντάξιμων απολαβών του.
34. Το Μέρος V του Νόμου και οποιαδήποτε άλλα άρθρα, τα οποία προβλέπουν για σύνταξη οικογενειών εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 1990, και σε γυναίκες κρατικούς υπαλλήλους που κατέχουν συντάξιμη θέση και σε γυναίκες συνταξιούχες. Οποιαδήποτε αναφορά στις λέξεις “υπάλληλος”, “συνταξιούχος”, “θανών”, “χήρα”, “η σύζυγος”, “εισφορέας” ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει “γυναίκα υπάλληλο”, “γυναίκα συνταξιούχο”, “θανούσα”, “χήρο”, “το σύζυγο”, “γυναίκα εισφορέα” και οποιαδήποτε αναφορά σε τέκνα ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει και τα τέκνα γυναίκας υπαλλήλου ή γυναίκας συνταξιούχου.
35. “Ορισθείσα ημέρα” σημαίνει την 1η Απριλίου 1967, για τους άρρενες υπαλλήλους, την 1η Σεπτεμβρίου 1967, για τους καθηγητές, την 1ην Ιουλίου 1973, για τα μέλη του Στρατού και την 1η Ιανουαρίου 1990, για τις γυναίκες υπαλλήλους.
36. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Μέρους, σε περίπτωση θανάτου προσώπου αν ο θανών-
(α) Ήταν συνταξιούχος~ ή
(β) εδικαιούτο σύνταξη δυνάμει του Νόμου αυτού, είτε τέτοια σύνταξη χορηγήθηκε είτε όχι~ ή
(γ) υπηρετούσε ακόμα ως υπάλληλος και κατά το χρόνο του θανάτου του θα είχε δικαίωμα σύνταξης εάν είχε τότε αφυπηρετήσει δυνάμει της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων),
χορηγείται για την υπηρεσία του-
(i) “σύνταξη χήρας” όταν καταλείπει σύζυγο~ και
(ii) σύνταξη τέκνων, όπως προβλέπεται παρακάτω.
37.-(1) Σύνταξη χήρας καταβάλλεται στην επιζώσα σύζυγο από το θάνατο του συζύγου της μέχρι το θάνατο της.
(2) Σύνταξη χήρας δε χορηγείται αν η χήρα ξαναπαντρεύτηκε μετά τον θάνατο του συζύγου της. Αν, μετά τη χορήγηση σύνταξης η χήρα ξαναπαντρευτεί, η σύνταξη τερματίζεται από την ημερομηνία του νέου γάμου:
Νοείται ότι σε περίπτωση διάλυσης του νέου γάμου ή θανάτου του νέου συζύγου ο Υπουργός μπορεί, αφού λάβει υπόψη τις περιστάσεις της περίπτωσης, να επιτρέψει την καταβολή στη χήρα σύνταξης μέχρι του ύψους που θα ήταν αν δεν είχε διακοπεί.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, δε λαμβάνεται υπόψη γάμος που τελέστηκε όταν ο θανών έπαυσε να είναι υπάλληλος:
Νοείται ότι, εάν ο θανών είχε σύζυγο κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης του, η οποία απέθανε μετά την αφυπηρέτηση του και ακολούθως αυτός νυμφεύθηκε εκ νέου, η τελευταία σύζυγος του θεωρείται ως χήρα για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους.
38.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), το ποσό της σύνταξης χήρας υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης, το οποίο ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος ή θα εδικαιούτο ο θανών συντάξιμος υπάλληλος, με βάση τη συντάξιμη υπηρεσία του, κατά την ημέρα του θανάτου του και ορίζεται ως ποσοστό αυτής-
(i) για υπηρεσία με εισφορές ποσοστό 75% της σύνταξης του~
(ii) για υπηρεσία χωρίς εισφορές ποσοστό 37,5% της σύνταξης του:
Νοείται ότι αν συντάξιμος υπάλληλος είχε, την ημέρα του θανάτου του στην υπηρεσία, συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία-
(α) Πέντε ή περισσότερα αλλά κάτω από δέκα έτη, λογίζεται ότι συμπλήρωσε διπλάσια συντάξιμη υπηρεσία~
(β) δέκα ή περισσότερα αλλά κάτω από δεκαπέντε έτη, λογίζεται ότι συμπλήρωσε είκοσι έτη συντάξιμη υπηρεσία~
(γ) δεκαπέντε ή περισσότερα αλλά κάτω από είκοσι τρία έτη, η συντάξιμη υπηρεσία του αυξάνεται κατά πέντε έτη, με ανώτατο όριο συντάξιμης υπηρεσίας τα είκοσι πέντε έτη~
(δ) είκοσι τρία ή περισσότερα αλλά κάτω από τριάντα έτη, η συντάξιμη υπηρεσία του αυξάνεται κατά δύο έτη, με ανώτατο όριο συντάξιμης υπηρεσίας τα τριάντα έτη.
Η υπηρεσία που προστίθεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται υπηρεσία με εισφορές:
Νοείται ότι η συντάξιμη υπηρεσία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβαίνει εκείνη την οποία θα είχε ο υπάλληλος αν παρέμενε στην υπηρεσία μέχρι την ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του.
(2)(α) Η σύνταξη χήρας συνταξιούχου που αφυπηρέτησε πριν την ορισθείσα ημέρα είναι το 37.5% της σύνταξης που καταβάλλεται σ’ αυτόν κατά την ημέρα του θανάτου του:
Νοείται ότι σε περίπτωση συνταξιούχου ο οποίος ήταν εισφορέας στο Ταμείο Συντάξεων Χηρών και Ορφανών, που καθιδρύθηκε δυνάμει του περί Συντάξεων Χηρών και Ορφανών Νόμου, η σύνταξη της χήρας του για τους συμπληρωμένους μήνες υπηρεσίας για τους οποίους ήταν εισφορέας στο Ταμείο αυτό είναι το 75% της σύνταξης που καταβάλλεται σ’ αυτόν κατά την ημέρα του θανάτου του και η οποία κερδήθηκε κατά τους πιο πάνω μήνες.
(β) Οι διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου αυτού εφαρμόζονται και στην περίπτωση συνταξιούχου ο οποίος ήταν δικαιούχος συντάξιμος υπαλληλος με την έννοια του άρθρου 2 του περί Αποζημιώσεως Δικαιούχων Υπαλλήλων Νόμου, και αφυπηρέτησε δυνάμει των διατάξεων αυτού ή είναι υπάλληλος του οποίου οι υπηρεσίες τερματίσθηκαν για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος δυνάμει της παραγράφου (στ) του άρθρου 6 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ. 311, που καταργείται με το Νόμο και ο οποίος υπηρέτησε υπό την Κοινοτική Συνέλευση.
(3) Η ελάχιστη δυνάμει του άρθρου αυτού καταβλητέα σύνταξη έχει καθοριστεί από την 1η Ιουλίου 1985, σε πενήντα πέντε λίρες και 24 σεντ το μήνα. Η ελάχιστη αυτή σύνταξη δεν υπόκειται στην τιμαριθμική αύξηση που προβλέπεται στο άρθρο 44 (Τιμαριθμική αύξηση των συντάξεων):
Νοείται ότι ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να προβαίνει σε αναθεώρηση του ποσού της ελάχιστης σύνταξης χήρας με βάση το ποσοστό κατά το οποίο αυξάνονται εκάστοτε οι βασικές παροχές δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων.
39.-(1) Σύνταξη τέκνων χορηγείται, αν υπάρχουν τέκνα που τη δικαιούνται και καταβάλλεται εφόσον αυτά τη δικαιούνται.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δικαιούνται σύνταξη τα τέκνα του θανόντος και τέκνα συζύγου του.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου τέκνα είναι τα τέκνα γεννηθέντα σε γάμο ή εκτός γάμου, η νομιμοποιηθέντα ή αναγνωρισθέντα, ή υιοθετηθέντα ή είναι φυσικά τέκνα της συζύγου εφόσον δεν υπερβαίνουν το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας τους ή το εικοστό πέμπτο (25ο) εάν φοιτούν σε σχολή, κολλέγιο, πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή εξασκούνται από οποιοδήποτε πρόσωπο σε οποιοδήποτε επιτήδευμα, επάγγελμα ή τέχνη κάτω από συνθήκες που απαιτούν απ’ αυτά ν’ αφιερώνουν στη φοίτηση ή εξάσκηση τους το σύνολο του χρόνου τους ή βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων. Ο όρος “τέκνα” περιλαμβάνει επιγενόμενα τέκνα.
(4) Δε δικαιούνται σε σύνταξη τέκνων με βάση το άρθρο αυτό-
(α) Τέκνα του θανόντος τα οποία γεννήθηκαν μετά την παρέλευση δέκα μηνών αφότου αυτός έπαυσε να είναι υπάλληλος ή υιοθετήθηκαν απ’ αυτόν αφότου έπαυσε να είναι υπάλληλος~
(β) τέκνα συζύγου του θανόντος τα οποία γεννήθηκαν ή υιοθετήθηκαν μετά τη διάλυση του γάμου ή αφότου ο θανών έπαυσε να είναι υπάλληλος.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), δε χορηγείται σύνταξη για φυσικό, θετό, υιοθετημένο ή τέκνο γεννηθέν εκτός γάμου του συζύγου του θανόντος, εκτός αν κατά το χρόνο του θανάτου του αυτό εξαρτώταν πλήρως ή κυρίως από το θανόντα.
(6) Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να διατάξει-
(α) Την καταβολή σύνταξης τέκνων για τέκνο, το οποίο, ανεξαρτήτως ηλικίας, κατά το χρόνο του θανάτου του πατέρα του υποφέρει από πνευματική ή σωματική αναπηρία, που πιστοποιείται από Ιατροσυμβούλιο ότι το καθιστά ανίκανο να κερδίζει τα αναγκαία για τη ζωή~
(β) τη συνέχιση της καταβολής σύνταξης τέκνων σε τέκνο, το οποίο, παρόλο ότι έπαυσε να τη δικαιούται δυνάμει του παρόντος άρθρου, υπέστη κατά την περίοδο που εδικαιούτο σύνταξη, πνευματική ή σωματική αναπηρία που πιστοποιείται από Ιατροσυμβούλιο ότι το καθιστά ανίκανο να κερδίζει τα αναγκαία για τη ζωή:
Νοείται ότι ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί, σε κάθε περίπτωση, σε οποιοδήποτε χρόνο, να διατάξει τον τερματισμό της σύνταξης, αν ικανοποιηθεί ότι η αναπηρία έπαυσε να υφίσταται ή δεν εμποδίζει το τέκνο να κερδίζει τα αναγκαία για τη ζωή.
40.-(1) Μια μόνο σύνταξη τέκνων χορηγείται για την υπηρεσία οποιουδήποτε υπαλλήλου, αλλά-
(α) Το ποσοστό της ποικίλλει, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων τα οποία τη δικαιούνται~
(β) καταβάλλεται στο πρόσωπο ή στα πρόσωπα και κατά τέτοια τμήματα, όπως ο Υπουργός ορίζει~ και
(γ) το πρόσωπο στο οποίο καταβάλλεται ολόκληρη ή οποιοδήποτε τμήμα της χρησιμοποιεί το ποσό που καταβάλλεται σ’ αυτό χωρίς διάκριση προς όφελος όλων των τέκνων που τη δικαιούνται ή προς όφελος εκείνων από αυτά όπως ο Υπουργός ορίζει.
(2) Όταν ο θανών καταλείπει χήρα, το ποσοστό της σύνταξης τέκνων κατά τη διάρκεια της ζωής της είναι το 16,67% της σύνταξης της χήρας αναφορικά με κάθε δικαιούχο τέκνο, με ανώτατο όριο τη σύνταξη για δυο τέκνα.
(3) Όταν ο θανών δεν καταλείπει χήρα ή, αν καταλείπει χήρα, μετά το θάνατο της, το ποσοστό σύνταξης τέκνων είναι το 44,44% της σύνταξης η οποία θα καταβαλλόταν στη χήρα αναφορικά με κάθε δικαιούχο τέκνο, με ανώτατο όριο τη σύνταξη για τρία τέκνα.
(4) Όταν η χήρα τελέσει νέο γάμο το ποσοστό της σύνταξης τέκνων είναι το 22,22% της σύνταξης η οποία θα καταβαλλόταν στη χήρα με ανώτατο όριο τη σύνταξη για τρία τέκνα.
(5) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 37 αναφορικά με την ελάχιστη σύνταξη χήρας, εφαρμόζονται στη σύνταξη χήρας και στη σύνταξη η οποία θα καταβαλλόταν στη χήρα που αναφέρονται στα πιο πάνω εδάφια (2), (3) και (4).
41.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα (“εισφορείς”) καταβάλλουν υποχρεωτικά εισφορές δυνάμει του άρθρου αυτού που αναφέρονται ως “περιοδικές εισφορές”-
(α) Κάθε πρόσωπο (εισφορέας) το οποίο είναι συντάξιμος υπάλληλος, εκτός υπαλλήλου ο οποίος άσκησε γραπτά και ανέκκλητα το δικαίωμα εκλογής να μην υπαχθεί στις διατάξεις του Μέρους αυτού του Νόμου~
(β) Καθένας ο οποίος γίνεται συντάξιμος υπάλληλος σ’ οποιοδήποτε χρόνο μετά την ορισθείσα ημέρα.
(2) Οι περιοδικές εισφορές καταβάλλονται-
(α) Σε περίπτωση εισφορέα ο οποίος ήταν συντάξιμος υπάλληλος κατά την ορισθείσα ημέρα, από την ημέρα αυτή μέχρι να παύσει να είναι υπάλληλος~
(β) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, από την ημέρα που ο εισφορέας γίνεται συντάξιμος υπάλληλος μέχρις ότου παύσει να είναι υπάλληλος.
(3) Οι περιοδικές εισφορές υπολογίζονται πάνω στις μηνιαίες συντάξιμες απολαβές του εισφορέα.
(4) Οι καταβλητέες περιοδικές εισφορές είναι ποσό ίσο με ποσοστό 0.75% των εκάστοτε ετήσιων συντάξιμων απολαβών του εισφορέα μέχρι ποσού ίσου με τις ασφαλιστέες αποδοχές του, που καθορίζονται εκάστοτε με βάση τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους και με ποσοστό 1,75% των εκάστοτε συντάξιμων απολαβών πέρα των ασφαλιστέων αποδοχών του:
Νοείται ότι στην περίπτωση που υπάλληλος θα εκλέξει να καταβάλει εισφορές για περίοδο πριν την 5.10.1980 το ποσοστό εισφοράς για την περίοδο μέχρι 5.10.1980 θα είναι 1,75%.
(5) Αν εισφορέας διατελεί με άδεια με ελαττωμένες απολαβές ή σε διαθεσιμότητα ή με άδεια χωρίς απολαβές, η οποία λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία δυνάμει του άρθρου 14 (Υπολογισμός συντάξιμης υπηρεσίας) αυτός εισφέρει κατά το ποσοστό που καθορίζεται στο εδάφιο (4) πιο πάνω. Καμιά εισφορά δεν καταβάλλεται για περίοδο που ο εισφορέας βρίσκεται με άδεια χωρίς απολαβές η οποία δε λογίζεται συντάξιμη υπηρεσία δυνάμει του Νόμου.
(6) Η υποχρέωση καταβολής περιοδικών εισφορών δημιουργείται ημερήσια και επιβάλλεται μηνιαία κράτηση του ποσού της εισφοράς από τις απολαβές του εισφορέα. Αν κατά την περίοδο άδειας χωρίς απολαβές που λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία, ο εισφορέας δεν καταβάλει τις εισφορές του, το ποσό των καθυστερημένων εισφορών κρατείται από τις απολαβές του, μετά την άδεια αυτή με τέτοιες δόσεις που ο Γενικός Λογιστής ορίζει σε κάθε περίπτωση.
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), κανένας εισφορέας δεν υποχρεούται να καταβάλει ποσό που αντιπροσωπεύει περισσότερες από τετρακόσιες μηνιαίες εισφορές, λαμβανομένων υπόψη και των εισφορών που καταβλήθηκαν ή θεωρούνται ότι καταβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου αυτού.
42.-(1) Κάθε υπάλληλος ο οποίος έχει προηγούμενη υπηρεσία που μπορεί να λογιστεί ως συντάξιμη υπηρεσία και δεν είχε καταβάλει εισφορές, μπορεί μέσα σε τόση χρονική περίοδο όση ο Υπουργός Οικονομικών επιτρέψει, να ασκήσει ανέκκλητα δικαίωμα εκλογής να καταβάλει τις καθορισμένες εισφορές για την προηγούμενη υπηρεσία του. Η σύνταξη για την προηγούμενη αυτή υπηρεσία υπολογίζεται με βάση το ποσοστό που καθορίζεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 38 (Υπολογισμός σύνταξης χήρας).
(2) Το δικαίωμα εκλογής ασκείται με έγγραφο που απευθύνεται στο Γενικό Λογιστή στο οποίο καθορίζεται η χρονική περίοδος για την οποία ο υπάλληλος επιθυμεί να καταβάλει τις πληρωτέες εισφορές και τον τρόπο καταβολής τους. Οι εισφορές αυτές μπορεί να καταβληθούν κατά το χρόνο άσκησης της εκλογής (“αρχική εισφορά”) ή με δόσεις.
(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, υπάλληλος ο οποίος ήταν εισφορέας στο Ταμείο Συντάξεων Χηρών και Ορφανών, που καθιδρύθηκε με τον περί Συντάξεων Χηρών και Ορφανών Νόμο, για την περίοδο που ήταν εισφορέας στο Ταμείο και καταβλήθηκε από την Κυβέρνηση εισφορά στο Ταμείο, αυτός θεωρείται ότι κατέβαλε την εισφορά που καθορίζεται στον παρόντα Νόμο.
43.-(1) Αν εισφορέας, ο οποίος κατέβαλε περιοδικές εισφορές, πεθάνει ή παύσει να είναι υπάλληλος και-
(α) Δεν είχε νυμφευθεί κατά τη χρονική περίοδο της υπηρεσίας του για την οποία καταβλήθηκαν εισφορές~ ή
(β) δε δικαιούται στη χορήγηση σύνταξης δυνάμει του Μέρους ΙΙ,
το σύνολο των περιοδικών εισφορών και κάθε αρχική εισφορά που κατέβαλε επιστρέφονται στον ίδιο ή στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του, ανάλογα με την περίπτωση.
(2) Αν η/(ο) σύζυγος εισφορέα, ο οποίος κατέβαλε περιοδικές εισφορές πεθάνει πριν από αυτόν (αυτή) ή ο γάμος τους διαλυθεί με διαζύγιο και ο εισφορέας πεθάνει στην υπηρεσία ή αφυπηρετήσει, χωρίς να συνάψει άλλο γάμο, οι περιοδικές εισφορές που καταβλήθηκαν και κάθε αρχική εισφορά που καταβλήθηκε επιστρέφονται σ’ αυτόν ή ανάλογα με την περίπτωση, στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπο του:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που κατά την αφυπηρέτηση ή το θάνατο εισφορέα υπάρχουν δικαιούχα τέκνα, όπως ο όρος ερμηνεύεται στον παρόντα Νόμο, οι εισφορές που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο δεν επιστρέφονται.
(3) Σε περίπτωση, που με βάση το άρθρο αυτό, εισφορές πρέπει να επιστραφούν, αυτές επιστρέφονται με απλό τόκο προς τόσο επιτόκιο όσο ο Υπουργός εκάστοτε καθορίζει.
44.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Μερών ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V και VI του Νόμου, ο Υπουργός, έχει εξουσία όπως, με διάταγμα δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει εκάστοτε το ύψος της αύξησης, λόγω της διακύμανσης του τιμαριθμικού δείκτη που θα δίδεται στις συντάξεις των συνταξιούχων υπαλλήλων που αφυπηρέτησαν πριν από την 1η Ιανουαρίου ή την 1η Ιουλίου του έτους εντός του οποίου δημοσιεύεται η απόφαση ή στις συντάξεις εξαρτωμένων από υπαλλήλους ή συνταξιούχους, οι οποίοι απεβίωσαν πριν από την 1η Ιανουαρίου ή την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους.
(2) Το ύψος της αύξησης αυτής θα καθορίζεται με βάση την εκατοστιαία αύξηση του μέσου όρου του τιμαριθμικού δείκτη του εξαμήνου που πέρασε σε σύγκριση με το μέσο όρο του τιμαριθμικού δείκτη του αμέσως προηγούμενου αυτού εξαμήνου και θα αρχίσει να καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του εξαμήνου μέσα στο οποίο δημοσιεύεται η απόφαση:
Νοείται ότι σε περιπτώσεις αφυπηρέτησης ή θανάτου κατά τη διάρκεια του εξαμήνου που πέρασε θα λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς καθορισμού του ύψους της αύξησης αυτής, το τιμαριθμικό επίδομα που λήφθηκε υπόψη κατά τον υπολογισμό της σύνταξης του συνταξιούχου υπαλλήλου ή της σύνταξης των εξαρτωμένων.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου - “εξάμηνο που πέρασε” σημαίνει το εξάμηνο το οποίο έληξε την προηγούμενη της πρώτης ημέρας του εξαμήνου εντός του οποίου δημοσιεύεται η απόφαση του Υπουργού~
“σύνταξη εξαρτωμένων” σημαίνει σύνταξη που καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος Νόμου στη χήρα και ή τα τέκνα αποβιώσαντος συνταξιούχου ή αποβιώσαντος υπαλλήλου.
45.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) οι παρεχόμενες δυνάμει του παρόντος Νόμου συντάξεις μειώνονται κατά το ποσό της αντίστοιχης συμπληρωματικής παροχής που καταβάλλεται στο συνταξιούχο ή αναφορικά προς αυτόν δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων αναφορικά προς τις ασφαλιστέες αποδοχές πάνω στις οποίες καταβλήθηκαν εισφορές από την 6η Οκτωβρίου 1980.
(2) Για τους σκοπούς των άρθρων 5(1) και 88(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων ο υπάλληλος θεωρείται ότι, αναφορικά προς οποιαδήποτε υπηρεσία πέραν της υπηρεσίας η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ανώτατου ποσοστού σύνταξης που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο και του εφάπαξ ποσού, δεν καλύπτεται από επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων.
(3) Από το φιλοδώρημα το οποίο παρέχεται δυνάμει του παρόντος Νόμου σε υπάλληλο στον οποίο δεν καταβάλλεται σύνταξη δυνάμει του παρόντος Νόμου αφαιρείται, κατά το χρόνο της χορήγησης του φιλοδωρήματος, η εισφορά που κατέβαλε η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας πάνω στις εκάστοτε ασφαλιστέες αποδοχές του για το αναλογικό μέρος της σύνταξης του δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων, μαζί με τόκο, το επιτόκιο του οποίου καθορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών.
(4) Σε περίπτωση θανάτου στην υπηρεσία υπαλλήλου που δεν καταλείπει δικαιούχο δυνάμει των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων δεν αφαιρείται η εισφορά που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο.
46.-(1) Υπάλληλος ο οποίος πριν από την αφυπηρέτηση του συμπληρώνει συντάξιμη υπηρεσία όχι λιγότερη από 400 μήνες παύει, από την ημερομηνία που συμπληρώνει την εν λόγω υπηρεσία, να θεωρείται ότι υπάγεται σε επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων και οι διατάξεις της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του άρθρου 5 και του εδαφίου (1) του άρθρου 88 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων παύουν να εφαρμόζονται στην περίπτωση του από την πρώτη του μήνα ο οποίος ακολουθεί την ημερομηνία αυτή.
(2) Υπάλληλος ο οποίος ευρίσκετο στην υπηρεσία την 1η Ιανουαρίου 1988, και συμπλήρωσε μέχρι την 25η Μαϊου 1990, συντάξιμη υπηρεσία 400 τουλάχιστο μηνών θεωρείται ότι από της ημερομηνίας συμπλήρωσης της εν λόγω συντάξιμης υπηρεσίας δεν υπαγόταν σε επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων και οι διατάξεις της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του άρθρου 5 και οι διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 88 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων θεωρούνται ότι έπαυσαν να εφαρμόζονται στην περίπτωση του από την πρώτη του μήνα που ακολουθεί την ημερομηνία αυτή:
Νοείται ότι υπάλληλος ο οποίος είχε συμπληρώσει την εν λόγω συντάξιμη υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1988, δικαιούται να εκλέξει, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου, όπως οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμοστούν στην περίπτωση του αναδρομικά από την πρώτη του μήνα που ακολουθεί την ημερομηνία που συμπλήρωσε συντάξιμη υπηρεσία 400 μηνών, ή την 6η Οκτωβρίου 1980, οποιαδήποτε από τις ημερομηνίες αυτές είναι μεταγενέστερη.
(3) Οποιαδήποτε εισφορά κοινωνικών ασφαλίσεων η οποία θα ήταν καταβλητέα αναδρομικά από υπάλληλο ή συνταξιούχο για τον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (2) καταβάλλεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας κατά τον τρόπο και χρόνο που ήθελε ορίσει ο Υπουργός.
(4) Στις περιπτώσεις υπαλλήλων και συνταξιούχων στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του παρόντος άρθρου δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 88 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων αναφορικά με οποιαδήποτε συντάξιμη υπηρεσία κατά την οποία θεωρούνται ότι δεν υπάγονται σε επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων.
47. Κάθε συνταξιούχος, χήρα/ος, τέκνο ή γονέας μετά την απόκτηση δικαιώματος παροχής ετήσιας σύνταξης προσκομίζει απόδειξη ότι βρίσκεται στη ζωή και οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά πιστοποιητικά που καθορίζει ο Γενικός Λογιστής. Σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης ο Υπουργός μπορεί να αναστείλει την καταβολή της σύνταξης.
48. Λεπτομέρειες που αφορούν στην υπηρεσία υπαλλήλου οι οποίες δεν μπορούν να επαληθευτούν με βάση τα υφιστάμενα αρχεία, βεβαιώνονται με την προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ήθελε καθορίσει ο Υπουργός.
49. Όπου καθορίζεται οποιαδήποτε περίοδος ή ημερομηνία στο Νόμο, εντός ή κατά την οποία πρέπει να ασκηθεί οποιοδήποτε δικαίωμα εκλογής, ο Υπουργός μπορεί, μετά από γραπτή αίτηση προς αυτόν, ανεξάρτητα αν η περίοδος αυτή έχει εκπνεύσει ή η ημερομηνία έχει παρέλθει, να παρατείνει την περίοδο αυτή ή να καθορίσει μεταγενέστερη ημερομηνία για την υποβολή αίτησης ή την άσκηση του δικαιώματος εκλογής.
50. Οι νόμοι και οι κανονισμοί οι οποίοι αναφέρονται στον Πίνακα του Νόμου καταργούνται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου:
Νοείται ότι η κατάργηση των νόμων και κανονισμών γίνεται χωρίς οποιοδήποτε επηρεασμό-
(α) Των δικαιωμάτων τα οποία απέκτησε οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει των καταργούμενων νόμων και κανονισμών~
(β) των δικαιωμάτων τα οποία διαφυλάκτηκαν ή αποκτήθηκαν από οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει οποιασδήποτε εκλογής σύμφωνα με τις διατάξεις των καταργούμενων νόμων ή κανονισμών.
(άρθρο 15) Υπηρεσία καθηγητή που δεν ήταν με βάση πλήρους απασχόλησης λογίζεται ως ακολούθως: Α. Υπηρεσία πριν την 1.9.1961
Αν η διδακτική απασχόληση -
δεν υπερβαίνει τις 26 ώρες το μήνα Αγνοείται
υπερβαίνει τις 26 ώρες αλλά δεν Λογίζεται ως ένα τρίτο του μήνα υπερβαίνει τις 56 ώρες το μήνα
υπερβαίνει τις 56 αλλά δεν υπερβαίνει Λογίζεται ως δύο τρίτα του μήνα τις 90 ώρες το μήνα
υπερβαίνει τις 90 ώρες το μήνα Λογίζεται ολόκληρος μήνας
Β. Υπηρεσία μετά την 31.8.1961
Αν η διδακτική απασχόληση -
δεν υπερβαίνει τις 21 ώρες το μήνα Αγνοείται
υπερβαίνει τις 21 ώρες αλλά δεν υπερ- Λογίζεται ως ένα τρίτο του μήνα βαίνει τις 47 ώρες το μήνα
υπερβαίνει τις 47 αλλά δεν υπερβαίνει Λογίζεται ως δύο τρίτα του μήνα τις 77 ώρες το μήνα
υπερβαίνει τις 77 ώρες το μήνα Λογίζεται ως ολόκληρος μήνας
Για τον υπολογισμό της διδακτικής απασχόλησης -
(α) Λαμβάνεται υπόψη η δεκάμηνη περίοδος των εργασιών των σχολείων κάθε χρόνο, στην οποία περιλαμβάνονται οι σχολικές αργίες και οι διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα0
(β) ο καθηγητής θεωρείται ότι κάθε ημέρα σχολικής αργίας, εκτός Σαββάτου και Κυριακής, είχε την ίδια διδακτική απασχόληση όπως και την αντίστοιχη ημέρα της αμέσως προηγούμενης εβδομάδας0
(γ) αν η απασχόληση του καθηγητή άρχισε πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων ή του Πάσχα και συνεχίστηκε ύστερα από τις διακοπές, ο καθηγητής θεωρείται ότι κάθε ημέρα των διακοπών, εκτός Σαββάτου και Κυριακής, είχε την ίδια διδακτική απασχόληση όπως και την αντίστοιχη ημέρα της εβδομάδας που προηγήθηκε αμέσως των διακοπών0
(δ) αν η μερική απασχόληση καθηγητή σ’ ένα σχολικό χρόνο, με υπολογισμό όπως παραπάνω ορίζεται, ήταν διάρκειας πέντε τουλάχιστο μηνών, στο σύνολο των λογιζόμενων μηνών προστίθεται ένα πέμπτο για τη δίμηνη περίοδο των θερινών διακοπών κατά την οποία διακόπτονται οι εργασίες των σχολείων.
Γ. Υπηρεσία επιμελητή πριν την 1.9.1961 λογίζεται ως ακολούθως:
Αν η απασχόληση -
δεν υπερβαίνει τις 43 ώρες το μήνα Αγνοείται
υπερβαίνει τις 43 ώρες αλλά δεν υπερ- Λογίζεται ως ένα τρίτο του μήνα βαίνει τις 86 ώρες το μήνα
υπερβαίνει τις 86 ώρες αλλά δεν υπερ- Λογίζεται ως δύο τρίτα του μήνα βαίνει τις 129 ώρες το μήνα
υπερβαίνει τις 129 ώρες το μήνα Λογίζεται ολόκληρος μήνας
Για τον υπολογισμό της απασχόλησης αυτής ο επιμελητής θεωρείται ότι κάθε ημέρα σχολικής αργίας και των διακοπών των Χριστουγέννων και του Πάσχα είχε την ίδια απασχόληση όπως την αντίστοιχη ημέρα της αμέσως προηγούμενης εβδομάδας.
ΠΙΝΑΚΑΣ
(άρθρο 50)
(Νόμοι και Κανονισμοί που καταργούνται) |
|
Ι. Ο περί Συντάξεων Νόμος, Κεφ. 311.
17 του 1960 9 του 1967 18 του 1967 51 του 1968 119 του 1968 9 του 1971 65 του 1973 42 του 1976 38 του 1979 2 του 1981 39 του 1981 25 του 1984 2 του 1986 47 του 1987 61 του 1990 107 του 1990 137 του 1991 33(Ι) του 1992 112(Ι) του 1992 43(Ι) του 1993 17(Ι) του 1994 5(Ι) του 1995 71(Ι) του 1996 |
ΙΙ. Οι περί Συντάξεων Κανονισμοί Κεφ. 311, Πίνακας.
Εφημερίς Κυβερνήσεως, Παράρτημα Τρίτον: 14.5.1959 Επίσημος Εφημερίς, Παράρτημα Τρίτον: 8.12.1961 Νόμος 9 του 1967, Πίναξ Νόμος 18 του 1967, Πίναξ Επίσημος Εφημερίς, Παράρτημα Τρίτον: 8.9.1967, 4.10.1968 Νόμος 9 του 1971, Πίνακας Νόμος 42 του 1976, Πίνακας Νόμος 38 του 1979, Πίνακας Νόμος 39 του 1981, Πίνακας Νόμος 25 του 1984, Πίνακας Επίσημος Εφημερίς, Παράρτημα Τρίτον: 31.3.1988 Νόμος 61 του 1990, Πίνακας Νόμος 33(Ι) του 1992, Πίνακας Νόμος 43(Ι) του 1993, Πίνακας. |
ΙΙΙ. Μέρη V, VA και VB του περί Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Νόμου,
Κεφ. 166. 21 του 1959 19 του 1967 62 του 1968 69 του 1970 20 του 1971 67 του 1973 70 του 1975 41 του 1976 36 του 1979 38 του 1981 26 του 1984 4 του 1986 33 του 1988 63 του 1990 35(Ι) του 1992 114(Ι) του 1992 45(Ι) του 1993 95(Ι) του 1994 28(Ι) του 1996 73(Ι) του 1996 88(Ι) του 1996
ΙV. Οι περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμοι.
56 του 1967 1 του 1970 19 του 1971 66 του 1973 43 του 1976 37 του 1979 40 του 1981 24 του 1984 3 του 1986 34 του 1988 62 του 1990 34(Ι) του 1992 111(Ι) του 1992 44(Ι) του 1993 16(Ι) του 1994 99(Ι) του 1994 26(Ι) του 1996 72(Ι) του 1996. |
|
Η ισχύς του παρόντος Νόμου θεωρείται ότι άρχισε την 1η Ιουνίου του 1989.
(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.141(I)/2001] τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου 2002.
(2) Το άρθρο 4 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.141(I)/2001] τίθεται σε ισχύ την 31η Οκτωβρίου 2001.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.69(I)/2005] τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του Ιουλίου του 2005.
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν.94(I)/2010] τίθεται σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου του 2011.
Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν.31(I)/2012] θεωρείται ότι άρχισε από την 1η Μαΐου 2004.