14.—(1) Αν καταγγελθεί στο Συμβούλιο ή περιέλθει εις γνώσιν του Συμβουλίου ότι εγγεγραμμένος επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός μπορεί να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, το Συμβούλιο ορίζει εγγεγραμμένο επαγγελματία Κοινωνικό Λειτουργό (που στο παρόν άρθρο θα αναφέρεται ως "ερευνών λειτουργός") για να διεξαγάγει έρευνα.
(2) Ο ερευνών λειτουργός διεξάγει την έρευνα το ταχύτερο και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από δύο μήνες και κατά τη διεξαγωγή της έχει την εξουσία να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να λάβει εγγράφως καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο. Κάθε πρόσωπο οφείλει να δώσει κάθε πληροφορία που έχει περιέλθει εις γνώσιν του αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης.
(3) Ο καταγγελθείς επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση, ενώ παρέχεται σε αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί.
(4) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας ο ερευνών λειτουργός υποβάλλει έκθεση μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα στο Συμβούλιο, το οποίο τη διαβιβάζει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για γνωμοδότηση.
(5) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας συμβουλεύει το Συμβούλιο σχετικά με το αν είναι δυνατή ή μη η διατύπωση πειθαρχικής κατηγορίας κατά του καταγγελθέντος και, σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης, προβαίνει στη διατύπωση της κατηγορίας.