Προοίμιο

Για σκοπούς πληρέστερης εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο:

«Οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων»,

«Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά»,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΜΕΡΟΣ I ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Εγγραφής Επαγγελματιών Κοινωνικών Λειτουργών Νόμος του 2000.

Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά—

"αρμόδια αρχή" σημαίνει την αρχή που έχει οριστεί από τη Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος, ως αρμόδια για την έκδοση, τη χορήγηση ή την αναγνώριση εκπαιδευτικών τίτλων ή τίτλων σπουδών ή διπλωμάτων ή βεβαίωσης διάρκειας της επαγγελματικής πείρας ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων∙

"εγγεγραμμένος Επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός" σημαίνει πρόσωπο το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο ως Κοινωνικός Λειτουργός∙

"εγγεγραμμένος Κοινωνικός Λειτουργός" [Διαγράφηκε]·

"επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός" σημαίνει τον Κοινωνικό Λειτουργό ο οποίος κατά την άσκηση του έργου του επιδιώκει, με τη χρησιμοποίηση μεθόδων κοινωνικής εργασίας, αυτοδύναμα και με τη συνεργασία γιατρών, ψυχολόγων, συμβούλων επαγγελματικού προσανατολισμού, κοινωνιολόγων, εκπαιδευτικών, νοσηλευτικών λειτουργών και άλλων ειδικών να συμβάλει στην πρόληψη ή στην αντιμετώπιση και θεραπεία κοινωνικοοικονομικών και συναισθηματικών προβλημάτων ατόμων ή κοινωνικών ομάδων, στη διατήρηση ή στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντος αυτού (οικογενειακού, κοινωνικού), όπως και στην εν γένει κοινωνική ανάπτυξη και ευημερία·

"εποπτευόμενη εργαστηριακή πρακτική άσκηση" σημαίνει τη διδασκαλία των εφαρμογών της κοινωνικής εργασίας στον τόπο άσκησής της, υπό την καθοδήγηση και υποστήριξη επαγγελματιών που εργοδοτούνται σε κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας που φοιτά ο αιτητής και υπό την εποπτεία ακαδημαϊκού προσωπικού του εκπαιδευτικού ιδρύματος του αιτητή.  Η πρακτική άσκηση είναι υποχρεωτική και αποτελεί βασικό κομμάτι των προγραμμάτων σπουδών όλων των ανώτερων και/ή ανώτατων σχολών και/ή εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που οδηγούν σε επαγγελματική ειδίκευση στην κοινωνική εργασία και πρέπει να ξεπερνά τις επτακόσιες (700) ώρες πιστοποιημένες από το εκπαιδευτικό ίδρυμα∙

"καθορισμένος" σημαίνει καθορισμένος με Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και "καθορίζεται" ερμηνεύεται ανάλογα·

"κοινωνική εργασία" σημαίνει εφαρμοσμένο επάγγελμα αλλά και ακαδημαϊκό πεδίο που προωθεί την κοινωνική αλλαγή και ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και την ενδυνάμωση και απελευθέρωση των ανθρώπων, με κεντρικές αρχές την κοινωνική δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη συλλογική ευθύνη και το σεβασμό της διαφορετικότητας και η οποία θεμελιώνεται από τις θεωρίες της κοινωνικής εργασίας, των κοινωνικών επιστημών, των ανθρωπιστικών επιστημών και τη γηγενή γνώση και συνδέει ανθρώπους και δομές για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής αλλά και να ενισχυθεί η ευημερία τους∙

"κράτος μέλος" σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη, άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ελβετία∙

"κράτος μέλος προέλευσης ή καταγωγής" σημαίνει  κράτος μέλος στο οποίο πρόσωπο, πολίτης κράτους μέλους, είναι εγγεγραμμένος ως Κοινωνικός Λειτουργός και ασκούσε το επάγγελμα υπό την ιδιότητα του Κοινωνικού Λειτουργού πριν ασκήσει το επάγγελμα του Επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού στη Δημοκρατία∙

"Μητρώο" σημαίνει το Μητρώο Επαγγελματιών Κοινωνικών Λειτουργών που προβλέπεται στο άρθρο 6 του παρόντος Νόμου∙

"Πειθαρχικό Συμβούλιο" σημαίνει το Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 12∙

"πιστοποιητικό εγγραφής" σημαίνει το πιστοποιητικό που εκδίδεται από το Συμβούλιο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7, το οποίο αποτελεί και την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος∙

"Πρόεδρος" σημαίνει τον Πρόεδρο του Συμβουλίου∙

"Συμβούλιο" σημαίνει το Συμβούλιο Εγγραφής Επαγγελματιών Κοινωνικών Λειτουργών που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 4∙

"Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο" σημαίνει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφτηκε στις 2 Μαΐου 1992 στο Οπόρτο και προσαρμόσθηκε από το Πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993 και όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

"τρίτη χώρα" σημαίνει χώρα, η οποία δεν είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

"Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας,  Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Εφαρμογή του παρόντος Νόμου

3. Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε σχέση με την άσκηση του επαγγέλματος του επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού.

ΜΕΡΟΣ II ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Ίδρυση και σύνθεση Συμβουλίου

4.-(1) Καθιδρύεται Συμβούλιο Εγγραφής Επαγγελματιών Κοινωνικών Λειτουργών (που στο εξής θα αναφέρεται ως «το Συμβούλιο») το οποίο αποτελείται από επτά μέλη τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Ως μέλη διορίζονται -

(α) τρεις εγγεγραμμένοι Επαγγελματίες Κοινωνικοί Λειτουργοί, οι οποίοι κατέχουν θέση στη δημόσια υπηρεσία∙ και

(β) τέσσερις εγγεγραμμένοι Επαγγελματίες Κοινωνικοί Λειτουργοί, οι οποίοι εκλέγονται για το σκοπό αυτό από τη γενική συνέλευση του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Κύπρου.

(2) Η θητεία του Συμβουλίου είναι διετής.

(3) Τα μέλη του Συμβουλίου εκλέγουν μεταξύ τους τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο, το Γραμματέα και τον Ταμία του Συμβουλίου.

(4) Τα ονόματα των προσώπων τα οποία απαρτίζουν το Συμβούλιο δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Λειτουργία Συμβουλίου

5.—(1) Το Συμβούλιο συνέρχεται σε τόπο και χρόνο που καθορίζονται από τον πρόεδρο του. Τέσσερα παρόντα μέλη αποτελούν απαρτία.

(2) Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου και προεδρεύει αυτών. Σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, τα παρόντα μέλη εκλέγουν μεταξύ τους ένα από αυτά, για να προεδρεύσει της συνεδρίασης.

(3) Ο πρόεδρος υποχρεούται να συγκαλέσει συνεδρίαση του Συμβουλίου, αν το ζητήσουν δύο τουλάχιστον μέλη του.

(4) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία.

(5) Τα μέλη του Συμβουλίου μπορούν να παραιτηθούν οποτεδήποτε από τη θέση τους με επιστολή που απευθύνεται προς το Υπουργικό Συμβούλιο, στην περίπτωση του προέδρου, και προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου ο οποίος τη διαβιβάζει στο Υπουργικό Συμβούλιο, στην περίπτωση των υπόλοιπων μελών.

(6) Το Συμβούλιο λειτουργεί ανεξάρτητα από τη χηρεία οποιασδήποτε θέσης του, εφόσον ο αριθμός των θέσεων που χηρεύουν δεν υπερβαίνει τις δύο.

(7) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο ρυθμίζει τα σχετικά με τις εργασίες του θέματα και καθορίζει τα σχετικά με τη σύγκληση των συνεδριάσεων του θέματα, τη διδομένη για το σκοπό αυτό ειδοποίηση, τη διαδικασία που τηρείται κατά τις συνεδριάσεις του και τον τρόπο τήρησης των πρακτικών.

ΜΕΡΟΣ III ΜΗΤΡΩΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Μητρώο

6.—(1) Το Συμβούλιο μέσα σε δώδεκα μήνες από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου καταρτίζει και μετέπειτα τηρεί Μητρώο Επαγγελματιών Κοινωνικών Λειτουργών (που στο εξής θα αναφέρεται ως "το Μητρώο") στο οποίο καταχωρίζει το όνομα, τη διεύθυνση και τα προσόντα κάθε προσώπου το οποίο υποβάλλει αίτηση και δικαιούται να εγγραφεί, δυνάμει του παρόντος Νόμου, ως επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία το Συμβούλιο κρίνει αναγκαίο ή σκόπιμο να συμπεριληφθούν στο Μητρώο.

(2) Το Συμβούλιο διατηρεί το Μητρώο ενημερωμένο και διενεργεί σε αυτό όλες τις αναγκαίες αλλαγές σε σχέση με το όνομα, τη διεύθυνση ή τα προσόντα οποιουδήποτε εγγεγραμμένου σε αυτό προσώπου ή τα υπόλοιπα στοιχεία που πρέπει να καταχωρίζονται σε αυτό και διαγράφει από το Μητρώο το όνομα κάθε προσώπου το οποίο απεβίωσε ή έπαυσε να κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα ή του οποίου το όνομα διαγράφτηκε από το Μητρώο, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(3) Αντίγραφο του ενημερωμένου Μητρώου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κατά το μήνα Ιανουάριο κάθε χρόνου.

(4) Η δημοσίευση του αντιγράφου του Μητρώου αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι τα κατονομαζόμενα σε αυτό πρόσωπα είναι εγγεγραμμένοι επαγγελματίες Κοινωνικοί Λειτουργοί.

ΜΕΡΟΣ IV ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο

7.—(1) Κάθε πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να εγγραφεί, δυνάμει του παρόντος Νόμου, στο Μητρώο υποβάλλει προς το Συμβούλιο αίτηση η οποία συνοδεύεται από το καθορισμένο τέλος και τα αναγκαία για την υποστήριξη της αίτησης αποδεικτικά στοιχεία.

(2) Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης, το Συμβούλιο καταχωρίζει την εγγραφή του αιτητή στο Μητρώο και εκδίδει σε αυτόν πιστοποιητικό εγγραφής, σύμφωνα με τον οριζόμενο από το Συμβούλιο τύπο:

Νοείται ότι, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, οι λόγοι απόρριψης κοινοποιούνται γραπτώς στο ενδιαφερόμενο μέρος.

Προσόντα για εγγραφή στο Μητρώο

8.-(1) Κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο, αν ικανοποιεί το Συμβούλιο ότι -

(α) είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή σύζυγος ή τέκνο πολίτη της Δημοκρατίας και έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία ή είναι πολίτης άλλου κράτους μέλους ή σύζυγος ή τέκνο πολίτη άλλου κράτους μέλους∙

(β) έχει λευκό ποινικό μητρώο ή, σε περίπτωση πολίτη άλλου κράτους μέλους, αντίγραφο ποινικού μητρώου ή βεβαίωσης ή άλλου σχετικού εγγράφου, που εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή καταγωγής, νοουμένου ότι δεν έχουν παρέλθει τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία έκδοσής του:

Νοείται ότι, το Συμβούλιο διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει ανά πάσα στιγμή από τους εγγεγραμμένους Επαγγελματίες Κοινωνικούς Λειτουργούς να προσκομίσουν πρόσφατο λευκό ποινικό μητρώο ή, σε περίπτωση πολίτη άλλου κράτους μέλους, αντίγραφο ποινικού μητρώου ή βεβαίωσης ή άλλου σχετικού εγγράφου που εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης ή καταγωγής, για το οποίο δεν έχουν παρέλθει τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία έκδοσής του∙

(γ) κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα με κύριο θέμα την κοινωνική εργασία, το οποίο χορηγήθηκε από πανεπιστήμιο ή άλλο αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, δυνάμει του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, μετά από τριετή τουλάχιστον εκπαίδευση:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση δικαιολογημένων αμφιβολιών για την ακαδημαϊκή αναγνώριση του πτυχίου οποιουδήποτε αιτητή, το Συμβούλιο δύναται να ζητήσει από τον αιτητή να απευθυνθεί στην αρμόδια αρχή ή σε αρμόδιους εθνικούς φορείς της Δημοκρατίας για την έκδοση σχετικού πιστοποιητικού αναγνώρισης∙ και

(δ) ολοκλήρωσε με επιτυχία την εποπτευόμενη εργαστηριακή πρακτική άσκηση.

(2) Πρόσωπο, το οποίο αποχωρεί από τη δημόσια υπηρεσία όπου ασκούσε το επάγγελμα του Κοινωνικού Λειτουργού ως εγγεγραμμένος Επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός και το οποίο δεν κατέχει τα προσόντα που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1), διαγράφεται από το Μητρώο.

(3) Για την εγγραφή πολίτη κράτους μέλους στο Μητρώο, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται, τηρουμένων των διατάξεων του περί Αναγνώρισης των  Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

Ανανέωση πιστοποιητικού εγγραφής

8Α.-(1) Κάθε εγγεγραμμένος Επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός υποχρεούται να ανανεώνει το πιστοποιητικό εγγραφής του κάθε τρία (3) χρόνια και το τέλος ανανέωσης αυτού ανέρχεται στα σαράντα ευρώ (€40).

(2)  Η ανανέωση του πιστοποιητικού εγγραφής γίνεται αυτόματα, με την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το σχετικό τέλος.

Προσωρινή παροχή υπηρεσιών κοινωνικής εργασίας στη Δημοκρατία

8Β.-(1) Πρόσωπο,  το οποίο  είναι νομίμως εγκατεστημένο και ασκεί νομίμως το επάγγελμα του Κοινωνικού Λειτουργού σε άλλο κράτος μέλος, δύναται να παρέχει προσωρινά και περιστασιακά υπηρεσίες κοινωνικής εργασίας στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των άρθρων 9 μέχρι 13 του περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Για την παροχή υπηρεσιών κοινωνικής εργασίας, δεν απαιτείται η ύπαρξη κατοικίας και διαμονής του Κοινωνικού Λειτουργού στη Δημοκρατία ή η εγγραφή του στο Μητρώο.

(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο επιθυμεί να παρέχει προσωρινά υπηρεσίες κοινωνικής εργασίας στη Δημοκρατία, οφείλει να ενημερώνει με γραπτή δήλωση το Συμβούλιο.

(4) Κατά την παροχή υπηρεσιών κοινωνικής εργασίας στη Δημοκρατία θα πρέπει να τηρούνται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού ή άλλου νόμου εκδοθέντων Κανονισμών ή Διαδικαστικών Κανονισμών, καθώς και οι κανόνες δεοντολογίας που διέπουν το επάγγελμα του Επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού, παράλληλα με τις υποχρεώσεις που του επιβάλλονται στο κράτος μέλος προέλευσης ή καταγωγής, εφόσον αυτές δεν αντίκεινται στην ισχύουσα νομοθεσία της Δημοκρατίας.

Παροχή υπηρεσιών από Κοινωνικούς Λειτουργούς τρίτων χωρών

8Γ.  Το Συμβούλιο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει την εγγραφή στο Μητρώο σε πρόσωπο το οποίο είναι υπήκοος τρίτης χώρας, δεδομένου ότι κατέχει τα προσόντα που καθορίζονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 8 και προσκομίζει όλα τα απαιτούμενα από το Συμβούλιο έγγραφα:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του άρθρου αυτού και για την εργοδότηση αλλοδαπών στη Δημοκρατία, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και των κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

Διαγραφή από το Μητρώο

9.—(I) Το Συμβούλιο διαγράφει από το Μητρώο το όνομα εγγεγραμμένου επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού αν—

(α) Αυτός ζητήσει με επιστολή του προς το Συμβούλιο τη διαγραφή του.

(β) Το όνομά του γράφτηκε στο Μητρώο λόγω πλάνης ή σφάλματος ή ψευδούς παραστάσεως.

(γ) Απεβίωσε.

(δ) Επιβλήθηκε σε αυτόν η ποινή της διαγραφής από το Μητρώο δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(ε)  Εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 8.

(στ)  Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του άρθρου 8Α.

(2) Σε περίπτωση διαγραφής από το Μητρώο του ονόματος εγγεγραμμένου επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού, το εκδοθέν σε αυτόν πιστοποιητικό εγγραφής ακυρώνεται και αυτός υποχρεούται να το παραδώσει στο Συμβούλιο.

ΜΕΡΟΣ V ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ
Άσκηση του επαγγέλματος του Κοινωνικού Λειτουργού

10. Κανένα πρόσωπο δεν δικαιούται να ασκεί το επάγγελμα του Κοινωνικού Λειτουργού ως Επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός, εκτός εάν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Επαγγελματιών Κοινωνικών Λειτουργών ή αν παρέχει υπηρεσίες δυνάμει του άρθρου 8Β και δεν του επιβλήθηκε η ποινή της διαγραφής του ονόματός του από το Μητρώο.

Διορισμός στη δημόσια υπηρεσία

10Α. Κανένα πρόσωπο δεν προσλαμβάνεται σε οποιαδήποτε θέση στη δημόσια υπηρεσία για άσκηση κοινωνικής εργασίας, εκτός εάν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο.

Ποινικά αδικήματα και ποινές

11. Κάθε πρόσωπο το οποίο—

(α) Με ψευδείς ή δόλιες παραστάσεις προκαλεί ή αποπειράται να προκαλέσει την εγγραφή του ιδίου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου στο Μητρώο,

(β) λαμβάνει ή χρησιμοποιεί τον τίτλο "εγγεγραμμένος επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός", ενώ το όνομά του δεν είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο,

(γ) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου,

(δ) ασκεί το επάγγελμα του επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού ή προβάλλει τον εαυτό του ως επαγγελματία Κοινωνικό Λειτουργό ή ενεργεί με οποιοδήποτε τρόπο ως επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός, ενώ το όνομά του δεν είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο

είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτακόσια πενήντα ευρώ (€850) ή και στις δύο αυτές ποινές.

ΜΕΡΟΣ VI ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ
Πειθαρχικό Συμβούλιο

12.—(1) Συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας σε σχέση με τους εγγεγραμμένους επαγγελματίες Κοινωνικούς Λειτουργούς.

(2) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από—

(α) Ένα μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου που υποδεικνύεται από αυτόν ως πρόεδρος.

(β) Τρεις άλλους εγγεγραμμένους επαγγελματίες Κοινωνικούς Λειτουργούς, οι οποίοι ασκούν το επάγγελμα του επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού πέντε τουλάχιστον χρόνια, τους οποίους διορίζει το Συμβούλιο, αφού λάβει υπόψη τυχόν εισηγήσεις του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Κύπρου.

(3) Η θητεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής.

(4) Ο πρόεδρος και δύο άλλα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου αποτελούν απαρτία.

(5) Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών.

(6) Σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινού κωλύματος του προέδρου ή άλλου μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου, το Συμβούλιο μπορεί να διορίσει, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), άλλο μέλος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου με τη σύμφωνη γνώμη του τελευταίου ή άλλο εγγεγραμμένο επαγγελματία Κοινωνικό Λειτουργό, για να ασκεί τις εξουσίες και να εκτελεί τα καθήκοντα του προέδρου ή του μέλους κατά τη διάρκεια της απουσίας ή του κωλύματος του, ανάλογα με την περίπτωση.

(7) Ο πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου συγκαλεί τις συνεδριάσεις του και προεδρεύει αυτών.

Πειθαρχική δίωξη

13.—(1) Εγγεγραμμένος επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη—

(α) Αν καταδικαστεί για αδίκημα το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.

(β) Αν επέδειξε, κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, επονείδιστη ή ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα του επαγγελματία Κοινωνικού Λειτουργού διαγωγή.

(γ) Αν παραβεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται σε αυτόν από τον παρόντα Νόμο ή τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού.

(2) Αν ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον κοινωνικού λειτουργού, καμιά πειθαρχική δίωξη εναντίον του δεν επιτρέπεται να ασκηθεί ή να συνεχιστεί για λόγους που σχετίζονται με την ποινική δίωξη, μέχρις ότου αυτή λήξει οριστικά.

(3) Κοινωνικός λειτουργός ο οποίος έχει διωχθεί για ποινικό αδίκημα και δεν έχει βρεθεί ένοχος δεν μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά για την ίδια κατηγορία, μπορεί όμως να διωχθεί για πειθαρχικό παράπτωμα που προκύπτει από τη διαγωγή του η οποία σχετίζεται με την ποινική υπόθεση, αλλά δεν εγείρει το επίδικο θέμα όπως εκείνο της κατηγορίας κατά την ποινική δίωξη.

(4) Η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών η οποία περιλαμβάνεται σε απόφαση ποινικού δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε σε υπόθεση στην οποία ο επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός ήταν κατηγορούμενος γίνεται δεκτή από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη.

Πειθαρχική έρευνα

14.—(1) Αν καταγγελθεί στο Συμβούλιο ή περιέλθει εις γνώσιν του Συμβουλίου ότι εγγεγραμμένος επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός μπορεί να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, το Συμβούλιο ορίζει εγγεγραμμένο επαγγελματία Κοινωνικό Λειτουργό (που στο παρόν άρθρο θα αναφέρεται ως "ερευνών λειτουργός") για να διεξαγάγει έρευνα.

(2) Ο ερευνών λειτουργός διεξάγει την έρευνα το ταχύτερο και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από δύο μήνες και κατά τη διεξαγωγή της έχει την εξουσία να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να λάβει εγγράφως καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο. Κάθε πρόσωπο οφείλει να δώσει κάθε πληροφορία που έχει περιέλθει εις γνώσιν του αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης.

(3) Ο καταγγελθείς επαγγελματίας Κοινωνικός Λειτουργός δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση, ενώ παρέχεται σε αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί.

(4) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας ο ερευνών λειτουργός υποβάλλει έκθεση μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα στο Συμβούλιο, το οποίο τη διαβιβάζει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για γνωμοδότηση.

(5)[Διαγράφηκε].

Πειθαρχική διαδικασία

15.—(1) Μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία λήψης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο της πειθαρχικής κατηγορίας, αυτό μεριμνά ώστε να εκδοθεί και να επιδοθεί στον καταγγελθέντα κλήση, σύμφωνα με τον καθοριζόμενο τύπο.

(2) Τηρουμένων των αναλογιών, η υπόθεση εκδικάζεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης η οποία εκδικάζεται συνοπτικά:

Νοείται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει την εξουσία να αποδεχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία, έστω και αν αυτή δε θα γινόταν δεκτή σε ποινική ή πολιτική διαδικασία.

(3) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έχει την εξουσία—

(α) Να καλεί μάρτυρες και να απαιτεί την προσέλευσή τους, καθώς και την προσέλευση του καταγγελθέντος, όπως στις συνοπτικά διεξαγόμενες δίκες.

(β) Να απαιτεί την προσαγωγή κάθε εγγράφου το οποίο σχετίζεται με την κατηγορία.

(4) Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να υπογράφεται από τον πρόεδρο του.

(5) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου λογίζεται ως διάταγμα δικαστηρίου το οποίο ασκεί συνοπτική διαδικασία και εκτελείται με τον ίδιο τρόπο όπως το διάταγμα δικαστηρίου.

Πειθαρχικές ποινές

16.—(1) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε περίπτωση που κρίνει τον καταγγελθέντα ένοχο πειθαρχικού αδικήματος, μπορεί να επιβάλει σε αυτόν μία από τις ακόλουθες ποινές:

(α) Διαγραφή του ονόματος του από το Μητρώο.

(β) Καταβολή υπό τύπον προστίμου χρηματικού ποσού που δεν υπερβαίνει τις χίλια ευρώ (€1.000).

(γ) Προφορική ή γραπτή επίπληξη.

(2) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει διάταγμα για την καταβολή των εξόδων της ενώπιον του διαδικασίας από τον καταγγελθέντα.

(3) Κάθε ποσό το οποίο καταβάλλεται, δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, κατατίθεται στο ταμείο του Συμβουλίου για τους σκοπούς αυτού.

ΜΕΡΟΣ VII ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Κανονισμοί

17.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί, με εισήγηση του Συμβουλίου, να εκδίδει Κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για τον καθορισμό κάθε θέματος το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, είναι δυνατό ή πρέπει να καθοριστεί.

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), οι Κανονισμοί αυτοί μπορούν—

(α) Να καθορίζουν κάθε ζήτημα ή τέλος το οποίο χρήζει ή είναι επιδεκτικό καθορισμού.

(β) Να ρυθμίζουν τη δεοντολογία του επαγγέλματος του Κοινωνικού Λειτουργού,

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

18. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ την 1η Μαρτίου του 2001.