46.—(1) Ο Επίτροπος, προτού προβεί στη διερεύνηση παραπόνου, οφείλει να βεβαιωθεί ότι το παράπονο έγινε πρώτα στο πρόσωπο ή το σώμα εναντίον του οποίου στρέφεται και ότι δόθηκε σε αυτό κάθε εύλογη ευκαιρία να ερευνήσει και απαντήσει στο παράπονο.
(2) Δε διερευνάται παράπονο, δυνάμει του Μέρους αυτού, εκτός αν το παράπονο διατυπώθηκε γραπτώς από ή για λογαριασμό του παραπονουμένου, απευθύνεται στον Επίτροπο και η πράξη αναφορικά προς την οποία υποβάλλεται το παράπονο δεν έχει επισυμβεί σε χρόνο που υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημέρα κατά την οποία ο παραπονούμενος για πρώτη φορά έλαβε γνώση, εκτός αν ο Επίτροπος κρίνει εύλογο να προβεί στη διερεύνηση παραπόνου σχετικά με πράξη η οποία περιήλθε στη γνώση του παραπονουμένου σε χρονική περίοδο που υπερβαίνει την προαναφερόμενη περίοδο των δώδεκα μηνών.
(3) Η έναρξη, συνέχιση ή αναστολή διερεύνησης παραπόνου αποφασίζεται από τον Επίτροπο, κατά την κρίση του, η οποία όμως πρέπει να δικαιολογείται γραπτώς, αν αυτό ζητηθεί από τον παραπονούμενο.