Ερμηνεία

2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός αν προκύπτει διαφορετική από το κείμενο έννοια-

«ανάπαυση» σημαίνει κάθε περίοδο μίας ώρας τουλάχιστο, χωρίς διακοπή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο οδηγός μπορεί να διαθέσει ελεύθερα το χρόνο του·

«ανώτατο επιτρεπόμενο μεικτό βάρος» σημαίνει το ανώτατο επιτρεπόμενο βάρος του οχήματος έτοιμου προς κίνηση, συμπεριλαμβανομένου του ωφέλιμου φορτίου·

«αυτοκίνητο» σημαίνει όχημα, που κινείται μηχανικά και αυτοδύναμα, το οποίο κυκλοφορεί στις οδούς και όχι σε σιδηροτροχιές και χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων·

«εβδομάδα» σημαίνει τη χρονική περίοδο από τη Δευτέρα, ώρα 0.00 έως την Κυριακή ώρα 24.00·

«ελκυστήρας» σημαίνει όχημα, που κινείται μηχανικά και αυτοδύναμα, το οποίο κυκλοφορεί στις οδούς και όχι σε σιδηροτροχιές και το οποίο έχει κατασκευασθεί ειδικά για να σύρει, να ωθεί ή να κινεί ρυμουλκούμενα, ημιρυμουλκούμενα, εργαλεία ή μηχανήματα·

«Εντεταλμένη Υπηρεσία» σημαίνει την Υπηρεσία Βιομηχανικών Σχέσεων του Υπουργείου-Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τέτοια άλλη Υπηρεσία που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό για την άσκηση εξειδικευμένων καθηκόντων, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·

«εξουσιοδοτημένος λειτουργός» σημαίνει πρόσωπο που εξουσιοδοτείται βάση του άρθρου 12·

«ημερήσια περίοδος οδήγησης» σημαίνει τη συνολική διάρκεια οδήγησης μεταξύ δύο ημερήσιων περιόδων ανάπαυσης ή μεταξύ μιας ημερήσιας και μιας εβδομαδιαίας περιόδου ανάπαυσης·

«ημιρυμουλκούμενο» σημαίνει ρυμουλκούμενο χωρίς εμπρόσθιο άξονα, το οποίο έχει συζευχθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το σημαντικό μέρος του βάρους του ρυμουλκούμενου αυτού και του φορτίου του, να φέρεται από τον ελκυστήρα ή το αυτοκίνητο·

«καρτέλα ταχογράφου» σημαίνει την καρτέλα που τοποθετείται σε ταχογράφο για να καταγράψει τις ώρες οδήγησης και είναι είτε σε χάρτινη είτε σε ηλεκτρονική μορφή·

«οδηγός» σημαίνει πρόσωπο που οδηγεί όχημα, ακόμη και για μικρό χρονικό διάστημα, ή που ευρίσκεται μέσα στο όχημα για να το οδηγήσει εάν παραστεί ανάγκη·

«οδική μεταφορά» σημαίνει κάθε μετακίνηση οχήματος, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων, με ή χωρίς φορτίο, επί οδού που είναι ανοικτή σε δημόσια χρήση·

«όχημα» περιλαμβάνει αυτοκίνητο, ελκυστήρα, ρυμουλκούμενο, ημιρυμουλκούμενο·

«ρυμουλκούμενο» σημαίνει όχημα προορισμένο να συζευχθεί με αυτοκίνητο ή με ελκυστήρα·

«τακτική επιβατική γραμμή» σημαίνει τη μεταφορά επιβατών κατά καθορισμένα χρονικά διαστήματα, σε καθορισμένη διαδρομή, με τους επιβάτες να επιβιβάζονται και αποβιβάζονται σε προκαθορισμένα σημεία στάσεως·

«ταχογράφος» σημαίνει τη συσκευή ελέγχου, που προορίζεται να τοποθετηθεί στα οδικά οχήματα για να δεικνύει και να καταγράφει αυτόματα ή ημιαυτόματα τις ενδείξεις για την πορεία αυτών, περιλαμβανομένης και της ταχύτητας των οχημάτων και για τις χρονικές περιόδους οδήγησης·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.