7.(1) Η Επιτροπή είναι δυνατό να εγκρίνει τη χορήγηση οποιασδήποτε από τις στεγαστικές βοήθειες που περιγράφονται στο άρθρο 8 του παρόντος Νόμου σε -
(α) εκτοπισθέντα·
(β) τουρκόπληκτο, νοουμένου ότι δεν απέκτησε κατοικία σε περιοχή που ελέγχεται από τη Δημοκρατία· ή
(γ) παθόντα ή παθούσα που είναι –
(i) χήρα ή τέκνο πεσόντος·
(ii) γονέας άγαμου πεσόντος ή αδελφή άγαμου πεσόντος, της οποίας ο πεσών αποδεδειγμένα ήταν προστάτης·
(iii) σύζυγος ή τέκνο αγνοουμένου·
(iv) γονέας άγαμου αγνοουμένου ή αδελφή, της οποίας ο άγαμος αγνοούμενος αποδεδειγμένα ήταν προστάτης˙
(v) ανάπηρο με ποσοστό αναπηρίας 40% ή μεγαλύτερο:
Νοείται ότι ο Υπουργός δικαιούται να εγκρίνει παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας σε ανάπηρο με ποσοστό αναπηρίας από 30% - 39%, μετά από εισήγηση της Επιτροπής˙
(vi) τέκνο ανάπηρου με ποσοστό αναπηρίας 50 % ή μεγαλύτερο.
(2) Από την 1η Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή είναι δυνατό να εγκρίνει τη χορήγηση, σε εκτοπισθέντα εκ μητρογονίας, της στεγαστικής βοήθειας, που προνοείται στις παραγράφους (β) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 8 του Νόμου.
(3) Κάθε δικαιούχος στεγαστικής βοήθειας, όπως ορίζεται στα εδάφια (1) και (2), πρέπει να είναι μόνιμα εγκατεστημένος στη Δημοκρατία και να πληροί τα κριτήρια, τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον Νόμο.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -
(α) «παθών» σημαίνει παθόντα σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμων του 1988 έως 2001, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ο οποίος κατέχει σχετική βεβαίωση από την Επιτροπή Ανακουφίσεως Παθόντων που ιδρύθηκε δυνάμει των εν λόγω Νόμων· και
(β) «πεσών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμων του 1988 έως 2001, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.