7.(1) Η Επιτροπή είναι δυνατό να εγκρίνει τη χορήγηση οποιασδήποτε από τις στεγαστικές βοήθειες που περιγράφονται στο άρθρο 8 του παρόντος Νόμου σε -
(α) εκτοπισθέντα·
(β) τουρκόπληκτο, νοουμένου ότι δεν απέκτησε κατοικία σε περιοχή που ελέγχεται από τη Δημοκρατία· ή
(γ) παθόντα ή παθούσα που είναι –
(i) χήρα ή τέκνο πεσόντος·
(ii) γονέας άγαμου πεσόντος ή αδελφή άγαμου πεσόντος, της οποίας ο πεσών αποδεδειγμένα ήταν προστάτης·
(iii) σύζυγος ή τέκνο αγνοουμένου·
(iv) γονέας άγαμου αγνοουμένου ή αδελφή, της οποίας ο άγαμος αγνοούμενος αποδεδειγμένα ήταν προστάτης˙
(v) ανάπηρο με ποσοστό αναπηρίας 40% ή μεγαλύτερο:
(vi) τέκνο ανάπηρου με ποσοστό αναπηρίας 50 % ή μεγαλύτερο.
(2) Κάθε δικαιούχος στεγαστικής βοήθειας, όπως ορίζεται στο εδάφιο (1), πρέπει να είναι μόνιμα εγκατεστημένος στη Δημοκρατία και να πληροί τα κριτήρια, τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Νόμο.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου -
(α) «παθών» σημαίνει παθόντα σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμων του 1988 έως 2001, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ο οποίος κατέχει σχετική βεβαίωση από την Επιτροπή Ανακουφίσεως Παθόντων που ιδρύθηκε δυνάμει των εν λόγω Νόμων· και
(β) «πεσών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμων του 1988 έως 2001, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.