Εποπτικές Αρχές

59. (1) Εποπτικές Αρχές, σε σχέση με χρηματοοικονομικές δραστηριότητες είναι-

(α) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου-

(i) για τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανόμενων υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που κατέχουν άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο∙

(ii) για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, συμπεριλαμβανομένων υποκαταστημάτων και αντιπροσώπων ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, που κατέχουν σχετική άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμο του 2012, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται, για τις οποίες έχουν ανατεθεί εποπτικές αρμοδιότητες στην Κεντρική Τράπεζα·

(iii) για τα ιδρύματα πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων υποκαταστημάτων και αντιπροσώπων ιδρυμάτων πληρωμών που κατέχουν σχετική άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σε σχέση μετις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμο, ως εκάστοτε ισχύει, για τις οποίες έχουν ανατεθεί εποπτικές αρμοδιότητες στην Κεντρική Τράπεζα∙

(iv) για εποπτευόμενα από την Κεντρική Τράπεζα πρόσωπα, σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμο  και  για τις οποίες η Κεντρική Τράπεζα ασκεί εποπτεία·

(β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:

(i) σε σχέση με τις υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρέχονται από τις Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) όπως καθορίζονται στον περί των Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο, ως εκάστοτε ισχύει˙ και

(ii) σε σχέση με τις υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρέχονται από τις Εταιρείες Διαχείρισης και τις Εταιρείες Επενδύσεων Μεταβλητού Κεφαλαίου όπως καθορίζονται στον περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(iii) σε σχέση με τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που παρέχονται από τα αδειούχα πρόσωπα όπως καθορίζονται στον περί της Ρύθμισης των Επιχειρήσεων Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(iv) σε σχέση με τις υπηρεσίες και τις λειτουργίες που παρέχονται από τους Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων όπως καθορίζονται στον περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο , όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(v) σε σχέση με τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που παρέχονται από πρόσωπα, η εποπτεία των οποίων ανατίθεται στην Επιτροπή δυνάμει του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου·

(γ) ο ΄Εφορος Ασφαλίσεων σε σχέση με τις δραστηριότητες που καθορίζονται στον περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και άλλων συναφών θεμάτων Νόμο, ως εκάστοτε ισχύει.

(2) Εποπτικές Αρχές σε σχέση με άλλες δραστηριότητες είναι:

(α) Το Συμβούλιο του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου για τις επαγγελματικές δραστηριότητες-

(i) μέλους του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ)∙

(ii) ομόρρυθμης εταιρείας ή ετερόρρυθμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, της οποίας η πλειοψηφία των ομορρύθμων εταίρων ή των μετόχων και των διευθυντών είναι μέλη του ΣΕΛΚ, καθώς και οποιασδήποτε σχετικής θυγατρικής εταιρείας τέτοιων εταιρειών:

Νοείται ότι οι εν λόγω δραστηριότητες περιλαμβάνουν και τις υπηρεσίες εμπιστευμάτων και εταιρικών υπηρεσιών προς τρίτα μέρη, που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο:

Νοείται περαιτέρω ότι ο ΣΕΛΚ δύναται να αναθέτει τις εποπτικές του αρμοδιότητες σε αντίστοιχους επαγγελματικούς συνδέσμους, οι οποίοι διαθέτουν τις απαιτούμενες δομές και διαδικασίες για διεξαγωγή των εποπτικών δραστηριοτήτων του ΣΕΛΚ, που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο·

(β) το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, για τις επαγγελματικές δραστηριότητες-

(i) δικηγόρου και/ή εταιρείας δικηγόρων κατά την έννοια του περί Δικηγόρων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

(ii) ομόρρυθμης εταιρείας ή ετερόρρυθμης εταιρείας της οποίας οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι δικηγόροι ή εταιρεία δικηγόρων, καθώς και οποιασδήποτε σχετικής θυγατρικής εταιρείας τέτοιων εταιρειών:

Νοείται ότι οι εν λόγω δραστηριότητες περιλαμβάνουν και τις υπηρεσίες εμπιστευμάτων και υπηρεσιών προς τρίτα μέρη που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο·

(γ) η Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης, για τις επαγγελματικές δραστηριότητες κτηματομεσιτών και εμπόρων προϊόντων και αγαθών, όπως πολύτιμων λίθων και μετάλλων, όπως αυτές καθορίζονται στο παρόντα Νόμο.

(3) Σε σχέση με πρόσωπα τα οποία διεξάγουν χρηματοοικονομικές ή άλλες δραστηριότητες, σύμφωνα με το άρθρο 2 του παρόντος Νόμου, άλλες από αυτές που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), η Εποπτική Αρχή ορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

(4) Εποπτική Αρχή, για σκοπούς παρεμπόδισης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και για την επίτευξη των σκοπών του παρόντος Νόμου, εκδίδει και απευθύνει οδηγίες προς τα πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία της, οι οποίες είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές ως προς την εφαρμογή τους για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται:

Νοείται ότι, στις οδηγίες που εκδίδονται από Εποπτική Αρχήκαθορίζονται οι λεπτομέρειες και εξειδικεύεται ο  τρόποςεφαρμογής των διατάξεων του  παρόντος  Μέρους από τα εποπτευόμενα πρόσωπα και απαιτείται η λήψη και εφαρμογή διαδικασιών και συστημάτων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και παρεμπόδιση των κινδύνων διάπραξης ή απόπειρας διάπραξης αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

(5) Οι Εποπτικές Αρχές παρακολουθούν, αξιολογούν και εποπτεύουν την εφαρμογή του Μέρους αυτού και των οδηγιών που εκδίδουν σύμφωνα με το εδάφιο (4) από τα πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία τους.

(6)(α) Εποπτική Αρχή δύναται να λάβει όλα ή οποιαδήποτε από τα πιο κάτω αναφερόμενα μέτρα σε περίπτωση κατά την οποία πρόσωπο που υπόκειται στην εποπτεία της παραλείπει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις του Μέρους αυτού του παρόντος Νόμου ή τις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή βάσει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου ή τον Κανονισμό (ΕΚ) αρ. 1781/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Νοεμβρίου 2006 περί των πληροφοριών για τον πληρωτή που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών:

(i) Να απαιτήσει από το εποπτευόμενο πρόσωπο να λάβει τέτοια μέτρα εντός συγκεκριμένου χρονικού ορίου ως ήθελε καθορίσει η Εποπτική αρχή για τη θεραπεία της κατάστασης˙

(ii) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι 200.000 ευρώ, αφού δώσει την ευκαιρία στο εποπτευόμενο πρόσωπο να ακουστεί, και, σε περίπτωση που η παράβαση συνεχίζεται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι 1.000 ευρώ για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης˙

(iii) να τροποποιήσει ή αναστείλει ή ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας εποπτευομένου προσώπου∙

(iv) να απαιτήσει την παύση ή απομάκρυνση από τη θέση του, οποιουδήποτε συμβούλου, διευθυντή ή αξιωματούχου, περιλαμβανομένων του Λειτουργού Συμμόρφωσης και των Επικεφαλής των Μονάδων εσωτερικού ελέγχου και κανονιστικής συμμόρφωσης, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια∙

(v) να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παρούσας παραγράφου σε σύμβουλο, διευθυντή ή αξιωματούχο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια:

Νοείται ότι η αρμόδια Εποπτική Αρχή δύναται κατά την κρίση της να δημοσιοποιεί την επιβολή διοικητικού προστίμου.

(β) ανεξάρτητος επαγγελματίας νομικός ή ελεγκτής ή εξωτερικός λογιστής ο οποίος παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και τις οδηγίες που εκδίδονται από αρμόδια Εποπτική Αρχή βάσει του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, παραπέμπεται από την αρμόδια Εποπτική Αρχή στο αρμόδιο Πειθαρχικό όργανο που αποφασίζει ανάλογα.

(7) Σε περίπτωση όπου η Εποπτική Αρχή-

(α) Έχει πληροφορίες˙και

(β) πιστεύει ότι πρόσωπο, ενέχεται σε διάπραξη αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατό, τις πληροφορίες στη Μονάδα.

(8) Η Μονάδα και οι Εποπτικές Αρχές προσώπων που διεξάγουν χρηματοοικονομικές ή άλλες δραστηριότητες, δύνανται να αλληλοενημερώνονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες, στα πλαίσια εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους, που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο.

(9) Οι Εποπτικές Αρχές δύνανται-

(α) να ζητούν και συλλέγουν από πρόσωπα που υπόκεινται στην εποπτεία τους πληροφορίες απαραίτητες ή χρήσιμες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και να απαιτούν, μέσα σε ταχθείσα προθεσμία, την παροχή πληροφοριών, στοιχείων και εγγράφων.  Σε περίπτωση άρνησης οποιουδήποτε προσώπου που υπόκειται στην εποπτεία τους να συμμορφωθεί με αίτημά τους για συλλογή πληροφοριών μέσα στην ταχθείσα προθεσμία ή σε περίπτωση που αυτό αρνείται να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ή επιδεικνύει ή προσκομίζει ελλιπείς ή ψευδείς ή παραποιημένες πληροφορίες, έχουν εξουσία να λάβουν όλα ή οποιαδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου· και

(β) για σκοπούς εξακρίβωσης της  συμμόρφωσης των προσώπων που υπόκεινται στην εποπτεία τους να διενεργούν ελέγχους, να ζητούν, επιθεωρούν και συλλέγουν πληροφορίες, να εισέρχονται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους των εποπτευόμενων προσώπων και να ελέγχουν αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία αποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή άλλα ηλεκτρονικά μέσα και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματά τους:

Νοείται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο από το οποίο οι Εποπτικές Αρχές απαιτούν την υποβολή πληροφοριών οφείλει να συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση:

Νοείται περαιτέρω ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στις Εποπτικές Αρχές σε σχέση με χρηματοοικονομικές δραστηριότητες κατά την άσκηση της εξουσίας τους είναι εμπιστευτικής φύσης και δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων τους βάσει του παρόντος Νόμου.