Διορισμός παραλήπτη μετά την έκδοση διατάγματος δήμευσης

17. (1) Μετά την έκδοση διατάγματος δήμευσης για το οποίο δεν έχει καταχωρισθεί έφεση και το οποίο παραμένει ανεκτέλεστο ή μετά την εγγραφή διατάγματος ή απόφασης δήμευσης που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IV ή του Μέρους IVA, το δικαστήριο δύναται με αίτηση της κατηγορούσας αρχής να ασκήσει τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να προβεί στο διορισμό παραλήπτη για τη ρευστοποίηση της περιουσίας ή/και στο διορισμό παραλήπτη, τον οποίο να εξουσιοδοτεί να λάβει στην κατοχή του με τον τρόπο που το Δικαστήριο ορίζει, το προϊόν του αδικήματος, προς  εκτέλεση του διατάγματος δήμευσης:

Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και χωρίς επηρεασμό της γενικότητάς του, το δικαστήριο δύναται να διορίσει ως παραλήπτη και τον Επίσημο Παραλήπτη, ο οποίος για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, δύναται να εφαρμόζει και τις σχετικές πρόνοιες και διαδικασίες που προβλέπονται στον περί Πτώχευσης Νόμο και στους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, καθώς και στον περί Εταιρειών Νόμο  και στους περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμούς, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

(β) να εξουσιοδοτήσει τον εν λόγω παραλήπτη ή τον παραλήπτη που διορίζεται δυνάμει των προνοιών του εδαφίου (7) του άρθρου 14 ή δυνάμει άλλων προνοιών σχετικά με την έκδοση επιβαρυντικών διαταγμάτων-

(i) Να εκτελέσει οποιαδήποτε επιβάρυνση η οποία έχει επιβληθεί δυνάμει του άρθρου 15 ή του Μέρους IV ή IVA επί ρευστοποιήσιμης περιουσίας ή επί τόκων ή μερισμάτων πληρωτέων σε σχέση με την περιουσία αυτή˙ και

(ii) να θέσει υπό την κατοχή του οποιαδήποτε άλλη ρευστοποιήσιμη περιουσία η οποία δεν υπόκειται σε επιβάρυνση με την επιβολή όρων και εξαιρέσεων, αν το δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο˙

(γ) να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκεται ρευστοποιήσιμη περιουσία να την παραδώσει στον εν λόγω παραλήπτη˙

(δ) να εξουσιοδοτήσει τον εν λόγω παραλήπτη να ρευστοποιήσει ρευστοποιήσιμη περιουσία με τον τρόπο που το δικαστήριο ορίζει˙

(ε) να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει συμφέρον επί ρευστοποιήσιμης περιουσίας να πληρώσει στον παραλήπτη οποιαδήποτε ποσά σχετικά με οποιοδήποτε συμφέρον το οποίο έχει ο κατηγορούμενος ή ο δωρεοδόχος απαγορευμένης δωρεάς και ακολούθως το δικαστήριο δύναται, αφού γίνει η πληρωμή, να διατάξει να μεταβιβαστεί, παραχωρηθεί ή διαγραφεί οποιοδήποτε συμφέρον στην περιουσία.

(2) Οι παράγραφοι (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται σχετικά με περιουσία η οποία επηρεάζεται από επιβάρυνση η οποία έχει δημιουργηθεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 15.

(3) Το δικαστήριο ασκεί τις εξουσίες που του παρέχουν η παράγραφος (α), η υποπαράγραφος (i) της παραγράφου (β) και οι παράγραφοι (δ) και (ε) του εδαφίου (1), μόνο αν πεισθεί ότι δόθηκε η εύλογη ευκαιρία σε όλα τα πρόσωπα τα οποία έχουν συμφέρον στην περιουσία που επηρεάζεται να υποβάλουν τις απόψεις τους στο δικαστήριο.

(4) Παραλήπτης διοριζόμενος δυνάμει του παρόντος άρθρου έχει τις ίδιες εξουσίες, στην έκταση που αυτές δε συγκρούονται με πρόνοιες του παρόντος Νόμου, που θα είχε αν διοριζόταν για σκοπούς πώλησης, διάθεσης ή ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων βαρυνόμενων με επιβαρυντικό διάταγμα για την ικανοποίηση χρέους σε πολιτική υπόθεση, σύμφωνα με τον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο.