8. (1) Σε περίπτωση όπου το δικαστήριο μετά τη διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του Μέρους αυτού διαπιστώσει ότι ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα, προτού επιβάλει ποινή είτε για το αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί είτε για άλλα αδικήματα τα οποία το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη στην επιβολή της ποινής-
(α) Εκδίδει διάταγμα δήμευσης του προϊόντος του αδικήματος, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή του κατηγορουμένου ή τρίτου προσώπου, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 13 ή/και για την είσπραξη του ποσού των εσόδων όπως αυτά υπολογίζονται και εξακριβώνονται δυνάμει του άρθρου 7˙
(β) εκδίδει διάταγμα δήμευσης μέσων˙
και ακολούθως επιβάλλει οποιαδήποτε από τις ποινές τις οποίες έχει αρμοδιότητα να επιβάλει.
(2) Η έκδοση διατάγματος δήμευσης δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε πρόνοια άλλων νόμων η οποία περιορίζει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην επιβολή χρηματικών ποινών.
(3) Σε περίπτωση που, ως αποτέλεσμα καθορισμένου αδικήματος, θύμα ή παραπονούμενος του αδικήματος αυτού έχει αξιώσεις κατά του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δήμευσης, το διάταγμα αυτό ή η πιθανή εκτέλεσή του, δεν εμποδίζει το εν λόγω θύμα ή παραπονούμενο να διεκδικήσει τις αξιώσεις του με αστική αγωγή κατά του εν λόγω προσώπου.
(4) (α) Ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να μην υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος δήμευσης εάν ικανοποιηθεί ότι το θύμα ή ο παραπονούμενος έχει εγείρει οποιαδήποτε αστική διαδικασία εναντίον του κατηγορουμένου σε σχέση με ζημιά ή απώλεια που έχει υποστεί από τη διάπραξη του αδικήματος.
(β) Σε περίπτωση που έχει εγερθεί οποιαδήποτε αστική διαδικασία, οποιοδήποτε διάταγμα δήμευσης που δυνατό να έχει εκδοθεί δύναται να μην εκτελεστεί και ακολούθως ακυρώνεται από το Δικαστήριο μόνο μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα.