15. (1) Το δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διάταγμα επιβάρυνσης τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση διατάγματος δήμευσης, αλλά το διάταγμα επιβάρυνσης εκδίδεται πριν από την έκδοση διατάγματος δήμευσης μόνο αν-
(α) Έχει αρχίσει και δεν έχει περατωθεί ή επίκειται η έναρξη εντός της Δημοκρατίας ποινικής διαδικασίας εναντίον προσώπου για διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος, ή έχει γίνει αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα δυνάμει των άρθρων 28, 35 ή 36 του Νόμου αυτού˙ ή
(β) η Μονάδα κατέχει πληροφορία βάσει της οποίας δημιουργείται εύλογη υποψία ότι πρόσωπο δύναται να κατηγορηθεί ή έχει κατηγορηθεί για διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην Κύπρο ή σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε ξένη χώρα:
(γ) το δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι-
(i) Στην περίπτωση αίτησης δυνάμει του άρθρου 36 πληρούνται οι διατάξεις του εδαφίου (3) του ίδιου άρθρου˙ και
(ii) το αναφερόμενο στις παραγράφους (α) και (β) πρόσωπο έχει αποκομίσει όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.
(2) Το διάταγμα το οποίο εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) καλείται διάταγμα επιβάρυνσης ή επιβαρυντικό διάταγμα και ανεξαρτήτως των προνοιών άλλων νόμων δημιουργεί επιβάρυνση επί ρευστοποιήσιμης περιουσίας, όπως αυτή προσδιορίζεται στο διάταγμα, με σκοπό την εξασφάλιση καταβολής προς τη Δημοκρατία-
(α) Ποσού ίσου με την αξία της περιουσίας η οποία επιβαρύνεται με το διάταγμα στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες δεν έχει εκδοθεί διάταγμα δήμευσης˙ και
(β) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ποσού το οποίο δεν υπερβαίνει το δυνάμει του διατάγματος δήμευσης πληρωτέο ποσό.
(3) Επιβαρυντικό διάταγμα εκδίδεται κατόπιν μονομερούς αίτησης (ex parte) του Γενικού Εισαγγελέα.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6), επιβάρυνση δυνάμει επιβαρυντικού διατάγματος δύναται να επιβληθεί μόνο-
(α) Επί συμφέροντος το οποίο ο κατηγορούμενος έχει σε ρευστοποιήσιμη περιουσία είτε του είδους που περιγράφεται στο εδάφιο (5) πιο κάτω είτε δυνάμει εμπιστεύματος˙
(β) επί συμφέροντος το οποίο έχει άλλο πρόσωπο σε ρευστοποιήσιμη περιουσία είτε του είδους που περιγράφεται στο εδάφιο (5) πιο κάτω είτε δυνάμει εμπιστεύματος και προς το οποίο ο κατηγορούμενος έχει προβεί σε δωρεά απαγορευμένη από το Νόμο αυτό.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (12), τα είδη περιουσίας που αναφέρονται στο εδάφιο (4) είναι-
(α) Ακίνητη περιουσία˙
(β) τα ακόλουθα ομόλογα:
(i) Κυβερνητικά ομόλογα˙
(ii) ομόλογα οποιουδήποτε νομικού προσώπου που συστάθηκε στη Δημοκρατία˙
(iii) ομόλογα νομικού προσώπου που συστάθηκε εκτός της Δημοκρατίας και τα οποία είναι εγγεγραμμένα σε μητρώο το οποίο τηρείται στη Δημοκρατία˙
(γ) μερίδιο σε εμπίστευμα μονάδων για το οποίο τηρείται μητρώο των μεριδιούχων οπουδήποτε εντός της Δημοκρατίας˙
(δ) καταθέσεις σε δικαστήριο.
(6) Όταν το δικαστήριο εκδίδει διάταγμα επιβάρυνσης επί συμφέροντος σε είδος περιουσίας από τα αναφερόμενα στις παραγράφους (β) και (γ) του εδαφίου (5), δύναται να διατάξει όπως η επιβάρυνση επεκταθεί και καλύψει συμφέρον επί μερίσματος ή επί τόκου πληρωτέον σε σχέση με την εν λόγω περιουσία.
(7) Το δικαστήριο δύναται με διάταγμά του να ακυρώσει ή να τροποποιήσει επιβαρυντικό διάταγμα και εν πάση περιπτώσει ακυρώνει επιβαρυντικό διάταγμα μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας για το αδίκημα ή κατόπιν κατάθεσης στο δικαστήριο του ποσού η πληρωμή του οποίου εξασφαλίστηκε με την έκδοση του επιβαρυντικού διατάγματος ή αν οι αιτήσεις δυνάμει των άρθρων 35 ή 36 δε γίνουν μέσα σε εύλογο κατά τη γνώμη του δικαστηρίου χρόνο.
(8) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα επιβάρυνσης χωρίς όρους ή με την επιβολή όρων σχετικά με την επίδοση γνωστοποίησης στα πρόσωπα τα οποία έχουν οποιοδήποτε συμφέρον στην επηρεαζόμενη περιουσία ή σχετικά με το χρόνο εκτέλεσης της επιβάρυνσης ή σχετικά με άλλα θέματα.
(9) Η έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (5) έχει όλες ή μερικές από τις πιο κάτω συνέπειες, τις οποίες καθορίζει το δικαστήριο, το οποίο δύναται να επιβάλει τους όρους ή να δώσει τις οδηγίες που κρίνει αναγκαίες ή συμπληρωματικές της συνέπειας ή των συνεπειών που έχει ορίσει-
(α) Τη δημιουργία επιβάρυνσης υπέρ της Δημοκρατίας στην περιουσία για την οποία εκδίδεται το διάταγμα με την πληρωμή του ποσού που αναφέρεται στο εδάφιο (1) με προτεραιότητα του συμφέροντος της Δημοκρατίας έναντι όλων των χρεών και υποχρεώσεων του κατηγορουμένου που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο προγενέστερου επιβαρυντικού διατάγματος στα ίδια περιουσιακά στοιχεία ή άλλων επιβαρύνσεων που δε δημιουργήθηκαν πριν από την έκδοση του διατάγματος με οποιοδήποτε νομικό τρόπο˙
(β) την απαγόρευση μεταβιβάσεων, πωλήσεων, πληρωμών ή άλλων συναλλαγών σε σχέση με το αντικείμενο του διατάγματος, χωρίς να επηρεάζεται η εκτέλεση αποφάσεων ή διαταγμάτων του δικαστηρίου που εκδόθηκαν πριν από την έκδοση του διατάγματος˙
(γ) την απαγόρευση πληρωμής μερισμάτων στο χρεώστη σε σχέση με το αντικείμενο του διατάγματος˙
(δ) στην περίπτωση εμπιστεύματος μονάδων, την απαγόρευση οποιασδήποτε απόκτησης των μονάδων ή συναλλαγής σε σχέση με τις μονάδες από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί αρμοδιότητα βάσει του εμπιστεύματος:
(10) Επιβαρυντικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε σε σχέση με ακίνητη περιουσία κατατίθεται στο επαρχιακό κτηματολογικό γραφείο της επαρχίας όπου βρίσκεται η περιουσία που επηρεάζεται και ακολούθως εφαρμόζονται με ανάλογες αναπροσαρμογές οι πρόνοιες των άρθρων 57, 60 και 61 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ως εάν-
(α) Το επιβαρυντικό διάταγμα αποτελούσε απόφαση του Δικαστηρίου για χρέος˙ και
(β) η κατάθεση του διατάγματος αποτελούσε εγγραφή της απόφασης του δικαστηρίου για χρέος:
(11) Κάθε διάταγμα το οποίο τροποποιεί ή ακυρώνει επιβαρυντικό διάταγμα επί ακινήτου περιουσίας κατατίθεται στο επαρχιακό κτηματολογικό γραφείο της επαρχίας όπου βρίσκεται η περιουσία που επηρεάζεται και o Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός τροποποιεί ή διαγράφει, ανάλογα με την περίπτωση, τη σχετική καταχώριση στο μητρώο το οποίο τηρείται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 60 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
(11Α) Το δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος επιβάρυνσης, να διορίσει παραλήπτη-
(α) για να θέσει υπό την κατοχή και τον έλεγχό του ρευστοποιήσιμη περιουσία ή περιουσία ή περιουσιακά στοιχεία τα οποία αποτελούν αντικείμενο διατάγματος εγγραφής απόφασης δέσμευσης ή εγγραφής διατάγματος δέσμευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των Μερών IV, IVA και IVB, και
(β) για να διαχειρίζεται ή άλλως πως να προβαίνει σε συναλλαγές σε σχέση με την εν λόγω περιουσία, σύμφωνα με τις οδηγίες του δικαστηρίου:
(11Β) Το δικαστήριο, κατά το διορισμό του παραλήπτη, δύναται να επιβάλει τους όρους που κρίνει αναγκαίους και να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο στην κατοχή του οποίου βρίσκεται περιουσία για την οποία έχει διοριστεί ο παραλήπτης να την παραδώσει σε αυτόν.
(12)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Κανονισμούς να τροποποιεί το εδάφιο (5) με την προσθήκη ή αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων τα οποία, κατά τη γνώμη του, έπρεπε να είχαν προστεθεί ή διαγραφεί, νοουμένου ότι σε περίπτωση προσθήκης νέου περιουσιακού στοιχείου η εν λόγω προσθήκη δε συνεπάγεται άλλες τροποποιήσεις του Νόμου˙
(β) Κανονισμοί που εκδίδονται με βάση το εδάφιο αυτό κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και ακολούθως εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου, Νόμου.
(13) Το Δικαστήριο δεν ασκεί τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του άρθρου αυτού-
(α) Αν ικανοποιηθεί ότι η προώθηση της διαδικασίας ή αίτησης καθυστερεί χωρίς να υπάρχει εύλογη αιτία˙ ή
(β) αν ο Γενικός Εισαγγελέας δηλώσει ότι δε σκοπεύει να προωθήσει τη διαδικασία ή αίτηση.