36. (1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας είναι της γνώμης ότι η πραγματική αξία των εσόδων του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος ήταν μεγαλύτερη από την υπολογισμένη τους αξία, δύναται να ζητήσει από το δικαστήριο να εξετάσει την μαρτυρία πάνω στην οποία βασίζει τη γνώμη του.
(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1)-
"υπολογισμένη αξία" σημαίνει την αξία των εσόδων του κατηγορουμένου από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος όπως υπολογίζεται από το άρθρο 7 του Νόμου αυτού˙
"πραγματική αξία" σημαίνει την αξία των εσόδων του κατηγορουμένου από γενεσιουργό αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε-
(α) Κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται ο υπολογισμός του άρθρου 7˙ ή
(β) σε προηγούμενη περίοδο.
(3) Το δικαστήριο, αφού-
(α) Εξετάσει τη μαρτυρία που δίδεται δυνάμει του εδαφίου (1)˙ και
(β) πεισθεί ότι η πραγματική αξία των εσόδων του κατηγορουμένου είναι μεγαλύτερη από την υπολογισμένη αξία τους, διότι η πραγματική αξία ήταν μεγαλύτερη από αυτή που είχε υπολογιστεί ή διότι η αξία των εν λόγω εσόδων αυξήθηκε μεταγενέστερα,
δύναται να προβεί σε νέο υπολογισμό του ποσού το οποίο θα πρέπει να ληφθεί από τον κατηγορούμενο δυνάμει του άρθρου 8.
(4) Το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη οποιαδήποτε πληρωμή ή αμοιβή εισέπραξε ο κατηγορούμενος κατά ή μετά την ημερομηνία του υπολογισμού που γίνεται δυνάμει του άρθρου 7, αν ο Γενικός Εισαγγελέας αποδείξει ότι οι εν λόγω πληρωμές ή αμοιβές ελήφθησαν από τον κατηγορούμενο σε σχέση με τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος:
Νοείται ότι για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου αυτού, το δικαστήριο δε δύναται να προβεί στις υποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 7.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία ο νέος υπολογισμός υπερβαίνει το ποσό που είχε υπολογιστεί για την περίοδο στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7, το δικαστήριο-
(α) Δύναται να αντικαταστήσει το ποσό του διατάγματος δήμευσης με οποιοδήποτε μεγαλύτερο ποσό το οποίο κρίνει δίκαιο˙ και
(β) σε περίπτωση αντικατάστασης του ποσού του διατάγματος, αντικαθιστά και τις περιόδους φυλάκισης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 128 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου.
(6) Αίτηση η οποία γίνεται δυνάμει του άρθρου αυτού μετά την πάροδο έξι ετών από την ημερομηνία καταδίκης δεν εξετάζεται από το δικαστήριο.
(7) Για σκοπούς του παρόντος Μέρους "ημερομηνία καταδίκης" σημαίνει-
(α) Την ημερομηνία κατά την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος˙ ή
(β) την ημερομηνία της τελευταίας καταδίκης στην περίπτωση όπου o κατηγορούμενος εμφανίστηκε για επιβολή ποινής σε σχέση με περισσότερες από μια καταδίκες και οι καταδίκες αυτές δεν έγιναν όλες την ίδια ημερομηνία.