Συνέπειες κατάθεσης σύμβασης

5. (1) Τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων του παρόντος Νόμου, η κατάθεση σύμβασης συνιστά εμπράγματο βάρος επί της ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης και το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης ακολουθεί τη σειρά προτεραιότητας που λαμβάνει με την κατάθεσή της:

Νοείται ότι, όταν η ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης είναι τμήμα ακίνητης ιδιοκτησίας εγγεγραμμένης στο όνομα του πωλητή, το εμπράγματο βάρος βαρύνει ολόκληρη την ακίνητη ιδιοκτησία που περιλαμβάνεται στην εγγραφή που υπάρχει στο όνομα του πωλητή και, με τη διενέργεια χωριστής εγγραφής για το εν λόγω τμήμα, το εμπράγματο βάρος περιορίζεται μόνο επί του τμήματος της ακίνητης ιδιοκτησίας το οποίο αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, σε περίπτωση που πριν από την κατάθεσή της σύμβασης υπάρχει ήδη κατατεθειμένη υποθήκη η οποία επιβαρύνει την ακίνητη ιδιοκτησία που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, ο αγοραστής δύναται να καταβάλει στον ενυπόθηκο δανειστή, σύμφωνα με τους όρους αποπληρωμής του δανείου, το ποσό του ενυπόθηκου χρέους που αναλογεί στο αντικείμενο της σύμβασης, όπως το ποσό αυτό καθορίζεται στις διατάξεις των εδαφίων (4), (5) και (6) του άρθρου 7 και ο ενυπόθηκος δανειστής υποχρεούται να το αποδεκτεί ως ποσό που καταβλήθηκε έναντι του ενυπόθηκου χρέους και στην περίπτωση αυτή το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης προηγείται του εμπράγματου βάρους της προϋπάρχουσας αυτού υποθήκης, ανεξάρτητα από την αποπληρωμή ολόκληρου του ενυπόθηκου χρέους:

Νοείται ότι, αναφορικά με συμβάσεις που είναι κατατεθειμένες στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο ή που έχουν συνομολογηθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται νοουμένου ότι έχει προσαχθεί για το σκοπό αυτό, η γραπτή συγκατάθεση του πωλητή και του ενυπόθηκου δανειστή.

(2Α)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία πριν από την κατάθεση σύμβασης, η οποία συνοδεύεται από τον Τύπο Α του Παραρτήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3Α, υπάρχει ήδη κατατεθειμένη υποθήκη η οποία επιβαρύνει την ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, ο αγοραστής και/ή ο πωλητής, σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος έλαβε προκαταβολή από τον αγοραστή κατά την υπογραφή της σύμβασης, καταθέτει σε τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή, ο οποίος καθορίζεται στην έγγραφη δήλωση, το ποσό το οποίο καθορίζεται στον Τύπο Α του Παραρτήματος και ο ενυπόθηκος δανειστής υποχρεούται να το αποδεχθεί.

(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), κάθε ποσό το οποίο κατατίθεται από τον αγοραστή και/ή πωλητή στον τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή, ο οποίος καθορίστηκε στην έγγραφη δήλωση, περιλαμβανομένης τυχόν προκαταβολής η οποία λήφθηκε από τον πωλητή κατά την υπογραφή της σύμβασης, λογίζεται ως πληρωμή από τον αγοραστή δυνάμει σύμβασης, έναντι ή προς εξόφληση,  ανάλογα με την περίπτωση, του τιμήματος πώλησης της ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης.

(γ) Ο ενυπόθηκος δανειστής με την αποδοχή του ποσού το οποίο καθορίζεται στον Τύπο Α του Παραρτήματος δίδει στον αγοραστή γραπτή βεβαίωση πληρωμής κατά τον Τύπο Β του Παραρτήματος και απαλλάσσει ή εξαλείφει την ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης από την εν λόγω υποθήκη, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου:

Νοείται ότι, ο Διευθυντής δύναται να επιβάλει σε ενυπόθηκο δανειστή, ο οποίος εσκεμμένα παραλείπει να συμμορφωθεί με την πιο πάνω  υποχρέωση, διοικητικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000) και ειδοποιεί σχετικά τον ενυπόθηκο δανειστή με συστημένη επιστολή, στην οποία αναγράφονται οι λόγοι για τους οποίους ο Διευθυντής προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως, παρέχοντας σε αυτόν το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της ειδοποίησης:

Νοείται περαιτέρω ότι, ενυπόθηκος δανειστής στον οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δύναται, εντός τριάντα ημερών (30) από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της απόφασης περί επιβολής του διοικητικού προστίμου, να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Υπουργού για αναθεώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης και σε τέτοια περίπτωση ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή, αφού ακούσει τον προσφεύγοντα ή δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή, και αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία άσκησής της κοινοποιώντας την απόφασή του στον προσφεύγοντα:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, ο Υπουργός δύναται με την απόφασή του να-

(i) επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση.

(ii) ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση.

(iii) τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση. ή

(iv) προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.

(3) Το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης μέχρι την έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου, ή καταβολής αποζημίωσης σύμφωνα με το εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, εξασφαλίζει το εκάστοτε ποσό που ο αγοραστής κατέβαλε έναντι του τιμήματος πώλησης ή το εκάστοτε ποσό της αξίας του αντικειμένου της αντιπαροχής.

(4) Το εμπράγματο βάρος ισχύει μέχρι την ακύρωση ή την απόσυρση της κατάθεσης της σύμβασης με την οποία δημιουργείται ή μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας κατάθεσης έφεσης εναντίον δικαστικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η διαγραφή της κατάθεσης και σε περίπτωση καταχώρησης έφεσης μέχρι την έκδοση απόφασης στην έφεση.

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου και παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου αναφορικά με το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης, οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 29, του εδαφίου (1) του άρθρου 31, του εδαφίου (6) του άρθρου 41 και των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 42 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, καθώς και οι διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι οποίες αναφέρονται σε προγενέστερη υποθήκη ή στη διάθεση του εκπλειστηριάσματος σε σχέση με μεταγενέστερη υποθήκη, ή στην αναγκαστική πώληση αδιανέμητου ακινήτου, ή στην καταβολή αποζημιώσεων λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή επίταξης, θα εφαρμόζονται ωσάν η κατάθεση αυτή είχε συστήσει, τηρουμένων των αναλογιών, υποθήκη δυνάμει των προαναφερθέντων νόμων αντί εμπράγματο βάρος δυνάμει του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 29 και του εδαφίου (1) του άρθρου 31 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που η σύμβαση έχει κατατεθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και αφορά ολόκληρο το συμφέρον επί της πωλούμενης ακίνητης ιδιοκτησίας, εκτός εάν εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του αγοραστή.

(6) Σε περίπτωση, κατά την οποία το Δικαστήριο δεν εκδίδει το αιτούμενο διάταγμα ειδικής εκτέλεσης σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, αλλά αντί αυτού επιδικάζει αποζημιώσεις υπέρ του αγοραστή, νοουμένου ότι ο αγοραστής έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση, το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου επενεργεί ως υποθήκη, από την ημερομηνία κατάθεσης της σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, προς όφελος του αγοραστή για το ποσό των αποζημιώσεων που αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου.

(7) Η κατάθεση σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν επενεργεί ούτως ώστε να ματαιώσει ή να καθυστερήσει την πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία δυνατό να είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο πριν από την ημερομηνία της κατάθεσης αυτής.

(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, σε περίπτωση μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο σύμβασης η οποία κατατέθηκε στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο μετά από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2023 και συνοδεύεται από τον Τύπο Α του Παραρτήματος, και νοουμένου ότι έχει εκδοθεί ο Τύπος Β του Παραρτήματος, η δήλωση μεταβίβασης γίνεται αποδεκτή σε οποιοδήποτε αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο και η ακίνητη ιδιοκτησία μεταβιβάζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπράγματα βάρη ή απαγορεύσεις τα οποία τυχόν βαρύνουν την ακίνητη ιδιοκτησία ή τον ιδιοκτήτη της και τα οποία ακολουθούν κατά προτεραιότητα τη σύμβαση:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η ακίνητη ιδιοκτησία, αντικείμενο της σύμβασης, επιβαρύνεται με υποθήκη η οποία είναι ήδη εγγεγραμμένη κατά τον χρόνο της αποδοχής της σύμβασης στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο και ο αγοραστής έχει καταβάλει το ποσό το οποίο καθορίζεται στον Τύπο Α του Παραρτήματος, η δήλωση μεταβίβασης γίνεται αποδεκτή από τον Διευθυντή και ο ενυπόθηκος δανειστής υποχρεούται όπως απαλλάξει ή εξαλείψει την ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, από την εν λόγω υποθήκη.

(9) Σε περίπτωση κατά την οποία ο ενυπόθηκος δανειστής παραλείψει να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, και νοουμένου ότι ο αγοραστής έχει προσκομίσει τη βεβαίωση πληρωμής, κατά τον Τύπο Β του Παραρτήματος, δεόντως υπογραμμένη και σφραγισμένη από τον ενυπόθηκο δανειστή, ο Διευθυντής μεταβιβάζει επ’ ονόματι του αγοραστή την ακίνητη ιδιοκτησία, αντικείμενο της σύμβασης, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπράγματα βάρη ή απαγορεύσεις τα οποία τυχόν βαρύνουν την ακίνητη ιδιοκτησία ή τον ιδιοκτήτη της και τα οποία ακολουθούν κατά προτεραιότητα τη σύμβαση.

(10) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με σύμβαση η οποία έχει κατατεθεί στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2023.

(11)  Σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος εκκαθάρισης ή πτώχευσης εναντίον του πωλητή εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και του περί Πτώχευσης Νόμου.