1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμος του 2011.
2. (1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά -
«αγοραστής» σημαίνει το πρόσωπο, στο όνομα του οποίου, σύμφωνα με τη σύμβαση, θα μεταβιβασθεί ακίνητη ιδιοκτησία, έναντι ανταλλάγματος και περιλαμβάνει εκδοχέα σε σύμβαση εκχώρησης·
«ακίνητη ιδιοκτησία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο και περιλαμβάνει εμπράγματο δικαίωμα που αποκτάται με την εγγραφή σύμβασης μίσθωσης, η οποία εγγράφεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου νόμου·
«απαγόρευση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο·
«αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο·
«αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο·
«Διευθυντής» σημαίνει τον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας του Υπουργείου Εσωτερικών·
«Δικαστήριο» σημαίνει το επαρχιακό δικαστήριο της επαρχίας όπου βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία ή το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του·
«εγγεγραμμένος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο·
«εγγραφή ακίνητης ιδιοκτησίας» σημαίνει την, κατόπιν διατάγματος Δικαστηρίου για ειδική εκτέλεση σύμβασης, καταχώρηση ακίνητης ιδιοκτησίας στο Κτηματικό Μητρώο του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου στο όνομα του προσώπου το οποίο αναφέρεται στο διάταγμα αυτό·
«ειδική εκτέλεση σύμβασης» σημαίνει την κατόπιν διατάγματος Δικαστηρίου εκτέλεση υποχρεώσεων που πηγάζουν από σύμβαση περιλαμβανομένης της εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο σύμβασης, σε σχέση με την οποία τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου·
«εκδοχέας εξασφάλισης» σημαίνει τον εκδοχέα σε σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης η οποία έχει κατατεθεί δυνάμει του άρθρου 11·
«εκχωρητής εξασφάλισης» σημαίνει τον εκχωρητή σε σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης η οποία έχει κατατεθεί δυνάμει του άρθρου 11·
«εμπράγματο βάρος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο·
«κατάθεση της σύμβασης» σημαίνει την κατάθεση πιστού αντιγράφου της σύμβασης στο επαρχιακό κτηματολογικό γραφείο της επαρχίας στην οποία βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία για τη δημιουργία εμπραγμάτου βάρους στην ακίνητη ιδιοκτησία που αφορά η σύμβαση·
«Κτηματικό Μητρώο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο·
«περιορισμένη κοινόκτητη ιδιοκτησία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο·
«πωλητής» σημαίνει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που αναφέρονται σε σύμβαση ως πωλητές και είτε είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ολόκληρης της ακίνητης ιδιοκτησίας είτε εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες εξ’ αδιαιρέτου ιδανικών μεριδίων και περιλαμβάνει τους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας για την οποία έχουν υπογράψει συμφωνία διανομής, έτσι ώστε ο κάθε ιδιοκτήτης να έχει δικαίωμα ελεύθερης κατοχής, χρήσης και διάθεσης του μέρους που αναλογεί σ΄ αυτόν, καθώς και τον αντιπάροχο ακίνητης ιδιοκτησίας σε σύμβαση αντιπαροχής·
«σύμβαση» σημαίνει σύμβαση πώλησης ή ανταλλαγής ή εκχώρησης ή αντιπαροχής ή συμφωνία διανομής ακίνητης ιδιοκτησίας.
«σύμβαση αντιπαροχής» σημαίνει σύμβαση μεταξύ του παρόχου, ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ακίνητης ιδιοκτησίας και του αντιπαρόχου, ο οποίος αναλαμβάνει την ανάπτυξή της, με αντάλλαγμα τη μεταβίβαση σ΄ αυτόν -
(α)τμήματος ή εξ αδιαιρέτου ιδανικής μερίδας της ακίνητης ιδιοκτησίας, ή
(β)ολόκληρης ή τμήματος ή εξ αδιαιρέτου ιδανικής μερίδας της ακίνητης ιδιοκτησίας, με ταυτόχρονη ανάληψη υποχρέωσης μεταβίβασης τμήματος αυτής, μετά την ανάπτυξη, από τον αντιπάροχο στον πάροχο της ακίνητης ιδιοκτησίας.
«σύμβαση εκχώρησης» σημαίνει τη γραπτή συμφωνία μεταξύ του αγοραστή σε σύμβαση (εκχωρητή) και τρίτου προσώπου (εκδοχέα), με την οποία εκχωρούνται, από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, δικαιώματα ή και ανάλογες υποχρεώσεις, αν υπάρχουν, του αγοραστή, είτε χαριστικά, είτε άλλως πως·
«σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης» σημαίνει τη γραπτή συμφωνία μεταξύ του αγοραστή σε ισχύουσα σύμβαση (εκχωρητή) και τρίτου προσώπου (εκδοχέα), με την οποία εκχωρούνται από τον εκχωρητή στον εκδοχέα δικαιώματα του εκχωρητή με βάση τη σύμβαση, για σκοπούς εξασφάλισης χρηματικής υποχρέωσης·
«τμήμα ακίνητης ιδιοκτησίας» σημαίνει κάθε τμήμα ακίνητης ιδιοκτησίας, άλλο από εξ αδιαιρέτου ιδανική μερίδα, το οποίο προσδιορίζεται επί σχεδίου ή σχεδιαγράμματος ή άλλως πως και περιλαμβάνει υπό διαχωρισμό οικόπεδο, όροφο ή τμήμα ορόφου, δωμάτιο, γραφείο, διαμέρισμα, κατοικία, κατάστημα ή οποιοδήποτε άλλο τμήμα γης ή οικοδομής, που, τηρουμένων των διατάξεων του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, δύναται να εγγραφεί χωριστά·
«Yπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών.
3. (1) Η κατάθεση της σύμβασης από οποιοδήποτε των συμβαλλομένων μερών γίνεται αποδεκτή, μόνο αν -
(α) υπάρχει εγγραφή στο Κτηματικό Μητρώο του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, στο όνομα τουλάχιστον ενός εκ των πωλητών σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία-
(i) η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, ή
(ii) στην οποία περιλαμβάνεται το τμήμα ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης:
(β) η σύμβαση είναι γραπτή, περιλαμβάνει επαρκή στοιχεία της ταυτότητας των συμβαλλομένων μερών, περιγράφει επαρκώς την ακίνητη ιδιοκτησία που είναι το αντικείμενο της σύμβασης, αναφέρει το αντάλλαγμα και είναι υπογεγραμμένη από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη· και
(γ) η σύμβαση κατατεθεί εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία υπογραφής της, στο επαρχιακό κτηματολογικό γραφείο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας της επαρχίας που βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία:
Νοείται ότι -
(i) στην περίπτωση σύμβασης αντιπαροχής, η πιο πάνω προβλεπόμενη προθεσμία για τον πάροχο αρχίζει με τη μεταβίβαση της ακίνητης ιδιοκτησίας στον αντιπάροχο∙
(ii) σε περίπτωση που δεν υπάρχει, κατά τη διάρκεια της εν λόγω προθεσμίας, εγγραφή στο Κτηματικό Μητρώο του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου στο όνομα τουλάχιστον ενός εκ των πωλητών σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, ή στην οποία περιλαμβάνεται το τμήμα ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, η σύμβαση δύναται να κατατεθεί εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία της εν λόγω εγγραφής·
(iii) αν ο αγοραστής είναι εκδοχέας σε σύμβαση εκχώρησης, η οποία συνομολογείται πριν από την κατάθεση της σύμβασης που αυτή αφορά και εντός της περιόδου των έξι (6) μηνών από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης, η κατάθεση της σύμβασης συνοδεύεται από αντίγραφο της σύμβασης εκχώρησης και πιστοποιητικό διευθέτησης του φόρου που επιβάλλεται με τον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο·
(iv) αν συνομολογείται σύμβαση εκχώρησης που αφορά σύμβαση η οποία είναι κατατεθειμένη στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, αντίγραφο της σύμβασης εκχώρησης παρουσιάζεται στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο μέσα σε έξι (6) μήνες από την υπογραφή της σύμβασης εκχώρησης και επισυνάπτεται στη σύμβαση μαζί με πιστοποιητικό διευθέτησης του φόρου που επιβάλλεται με τον περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Συμβάσεων Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, απαγορεύεται η περίληψη σε σύμβαση ή σε σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης, η οποία συνομολογείται μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, ρήτρας που να απαγορεύει την κατάθεση της σύμβασης ή της σύμβασης εκχώρησης εξασφάλισης και οποιαδήποτε τέτοια ρήτρα θεωρείται άκυρη εξ υπαρχής.
3A. Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, σε περίπτωση κατά την οποία τα μοναδικά εμπράγματα βάρη στα οποία υπόκειται η ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης, είναι ήδη κατατεθειμένη υποθήκη ή κατατεθειμένη σύμβαση και ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης αυτής δεν τελεί υπό απαγόρευση, η κατάθεση της σύμβασης από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη γίνεται αποδεκτή μόνο εάν συνοδεύεται από έγγραφη δήλωση-
(α) εκάστου ενυπόθηκου δανειστή και πωλητή για την οποία ο αγοραστής ενυπογράφως έλαβε γνώση, κατά τον Τύπο Α του Παραρτήματος ή
(β) του αγοραστή κατά τον Τύπο Γ του Παραρτήματος.
4. (1) Ο πωλητής, πριν υποθηκεύσει ακίνητη ιδιοκτησία που αποτελεί αντικείμενο σύμβασης η οποία δεν έχει κατατεθεί από τον αγοραστή, έχει υποχρέωση να καταθέσει την εν λόγω σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3, νοουμένου ότι μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της σύμβασης ο αγοραστής έχει εκπληρώσει τις μέχρι τότε συμβατικές του υποχρεώσεις.
(1Α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Συμβάσεων Νόμου, ο πωλητής περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης, η οποία συνομολογείται μετά από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2023, πιστοποιητικό έρευνας της ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης, το οποίο φέρει ημερομηνία που δεν διαφέρει από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης πέραν των πέντε (5) εργάσιμων ημερών.
(1Β) Ανεξάρτητα από το εάν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία πωλητής παραλείπει να συμμορφωθεί με την προβλεπόμενη στις διατάξεις του εδαφίου (1Α) υποχρέωση, ο Διευθυντής δύναται να επιβάλει σε αυτόν διοικητικό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000), αφού προηγουμένως ειδοποιήσει σχετικά τον πωλητή με συστημένη επιστολή, ενημερώνοντάς τον για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντάς του το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της εν λόγω ειδοποίησης.
(1Γ)(α) Πωλητής στον οποίο επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1Β) δύναται, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της απόφασης περί επιβολής του διοικητικού προστίμου, να προσφύγει στον Υπουργό, αιτούμενος την αναθεώρηση της εν λόγω απόφασης και σε τέτοια περίπτωση, ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή και, αφού ακούσει τον προσφεύγοντα ή δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή, αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής και διαβιβάζει την απόφασή του στον προσφεύγοντα.
(β) Ο Υπουργός δύναται με την απόφασή του να-
(i) επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση.
(ii) ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση.
(iii) τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση. ή
(iv) προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.
(2) Πωλητής που παραλείπει να ενεργήσει σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (1Α) είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5 000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
5. (1) Τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων του παρόντος Νόμου, η κατάθεση σύμβασης συνιστά εμπράγματο βάρος επί της ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης και το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης ακολουθεί τη σειρά προτεραιότητας που λαμβάνει με την κατάθεσή της:
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, σε περίπτωση που πριν από την κατάθεσή της σύμβασης υπάρχει ήδη κατατεθειμένη υποθήκη η οποία επιβαρύνει την ακίνητη ιδιοκτησία που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, ο αγοραστής δύναται να καταβάλει στον ενυπόθηκο δανειστή, σύμφωνα με τους όρους αποπληρωμής του δανείου, το ποσό του ενυπόθηκου χρέους που αναλογεί στο αντικείμενο της σύμβασης, όπως το ποσό αυτό καθορίζεται στις διατάξεις των εδαφίων (4), (5) και (6) του άρθρου 7 και ο ενυπόθηκος δανειστής υποχρεούται να το αποδεκτεί ως ποσό που καταβλήθηκε έναντι του ενυπόθηκου χρέους και στην περίπτωση αυτή το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης προηγείται του εμπράγματου βάρους της προϋπάρχουσας αυτού υποθήκης, ανεξάρτητα από την αποπληρωμή ολόκληρου του ενυπόθηκου χρέους:
(2Α)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, σε περίπτωση κατά την οποία πριν από την κατάθεση σύμβασης, η οποία συνοδεύεται από τον Τύπο Α του Παραρτήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3Α, υπάρχει ήδη κατατεθειμένη υποθήκη η οποία επιβαρύνει την ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, ο αγοραστής και/ή ο πωλητής, σε περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος έλαβε προκαταβολή από τον αγοραστή κατά την υπογραφή της σύμβασης, καταθέτει σε τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή, ο οποίος καθορίζεται στην έγγραφη δήλωση, το ποσό το οποίο καθορίζεται στον Τύπο Α του Παραρτήματος και ο ενυπόθηκος δανειστής υποχρεούται να το αποδεχθεί.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), κάθε ποσό το οποίο κατατίθεται από τον αγοραστή και/ή πωλητή στον τραπεζικό λογαριασμό του πωλητή, ο οποίος καθορίστηκε στην έγγραφη δήλωση, περιλαμβανομένης τυχόν προκαταβολής η οποία λήφθηκε από τον πωλητή κατά την υπογραφή της σύμβασης, λογίζεται ως πληρωμή από τον αγοραστή δυνάμει σύμβασης, έναντι ή προς εξόφληση, ανάλογα με την περίπτωση, του τιμήματος πώλησης της ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης.
(γ) Ο ενυπόθηκος δανειστής με την αποδοχή του ποσού το οποίο καθορίζεται στον Τύπο Α του Παραρτήματος δίδει στον αγοραστή γραπτή βεβαίωση πληρωμής κατά τον Τύπο Β του Παραρτήματος και απαλλάσσει ή εξαλείφει την ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης από την εν λόγω υποθήκη, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, ο Υπουργός δύναται με την απόφασή του να-
(i) επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση.
(ii) ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση.
(iii) τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση. ή
(iv) προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.
(3) Το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης μέχρι την έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος Νόμου, ή καταβολής αποζημίωσης σύμφωνα με το εδάφιο (6) του παρόντος άρθρου, εξασφαλίζει το εκάστοτε ποσό που ο αγοραστής κατέβαλε έναντι του τιμήματος πώλησης ή το εκάστοτε ποσό της αξίας του αντικειμένου της αντιπαροχής.
(4) Το εμπράγματο βάρος ισχύει μέχρι την ακύρωση ή την απόσυρση της κατάθεσης της σύμβασης με την οποία δημιουργείται ή μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας κατάθεσης έφεσης εναντίον δικαστικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η διαγραφή της κατάθεσης και σε περίπτωση καταχώρησης έφεσης μέχρι την έκδοση απόφασης στην έφεση.
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου και παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου αναφορικά με το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης, οι διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 29, του εδαφίου (1) του άρθρου 31, του εδαφίου (6) του άρθρου 41 και των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 42 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, καθώς και οι διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι οποίες αναφέρονται σε προγενέστερη υποθήκη ή στη διάθεση του εκπλειστηριάσματος σε σχέση με μεταγενέστερη υποθήκη, ή στην αναγκαστική πώληση αδιανέμητου ακινήτου, ή στην καταβολή αποζημιώσεων λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ή επίταξης, θα εφαρμόζονται ωσάν η κατάθεση αυτή είχε συστήσει, τηρουμένων των αναλογιών, υποθήκη δυνάμει των προαναφερθέντων νόμων αντί εμπράγματο βάρος δυνάμει του παρόντος Νόμου:
(6) Σε περίπτωση, κατά την οποία το Δικαστήριο δεν εκδίδει το αιτούμενο διάταγμα ειδικής εκτέλεσης σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, αλλά αντί αυτού επιδικάζει αποζημιώσεις υπέρ του αγοραστή, νοουμένου ότι ο αγοραστής έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση, το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου επενεργεί ως υποθήκη, από την ημερομηνία κατάθεσης της σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, προς όφελος του αγοραστή για το ποσό των αποζημιώσεων που αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου.
(7) Η κατάθεση σύμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν επενεργεί ούτως ώστε να ματαιώσει ή να καθυστερήσει την πώληση της ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία δυνατό να είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο πριν από την ημερομηνία της κατάθεσης αυτής.
(8) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, σε περίπτωση μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο σύμβασης η οποία κατατέθηκε στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο μετά από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2023 και συνοδεύεται από τον Τύπο Α του Παραρτήματος, και νοουμένου ότι έχει εκδοθεί ο Τύπος Β του Παραρτήματος, η δήλωση μεταβίβασης γίνεται αποδεκτή σε οποιοδήποτε αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο και η ακίνητη ιδιοκτησία μεταβιβάζεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπράγματα βάρη ή απαγορεύσεις τα οποία τυχόν βαρύνουν την ακίνητη ιδιοκτησία ή τον ιδιοκτήτη της και τα οποία ακολουθούν κατά προτεραιότητα τη σύμβαση:
(9) Σε περίπτωση κατά την οποία ο ενυπόθηκος δανειστής παραλείψει να ενεργήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, και νοουμένου ότι ο αγοραστής έχει προσκομίσει τη βεβαίωση πληρωμής, κατά τον Τύπο Β του Παραρτήματος, δεόντως υπογραμμένη και σφραγισμένη από τον ενυπόθηκο δανειστή, ο Διευθυντής μεταβιβάζει επ’ ονόματι του αγοραστή την ακίνητη ιδιοκτησία, αντικείμενο της σύμβασης, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπράγματα βάρη ή απαγορεύσεις τα οποία τυχόν βαρύνουν την ακίνητη ιδιοκτησία ή τον ιδιοκτήτη της και τα οποία ακολουθούν κατά προτεραιότητα τη σύμβαση.
(10) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με σύμβαση η οποία έχει κατατεθεί στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2023.
(11) Σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος εκκαθάρισης ή πτώχευσης εναντίον του πωλητή εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και του περί Πτώχευσης Νόμου.
6.-(1) Κάθε σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης, με διάταγμα του Δικαστηρίου, που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 7 και εφόσον έχουν τηρηθεί οι ακόλουθοι όροι σε σχέση με αυτή:
(α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), η σύμβαση είναι κατατεθειμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 3 και τις διατάξεις του άρθρου 3Α· και
(β) η αγωγή για έκδοση διατάγματος για ειδική εκτέλεση της σύμβασης εγείρεται εντός της περιόδου παραγραφής που προβλέπεται στον εκάστοτε σε ισχύ νόμο για παραγραφή απαιτήσεων που προκύπτουν από παράβαση σύμβασης.
(2) Σε περίπτωση που η σύμβαση είναι γραπτή αλλά δεν έχει κατατεθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή η σύμβαση είναι προφορική το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την ειδική εκτέλεσή της όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις και εφόσον δεν επηρεάζονται δικαιώματα τρίτων που προκύπτουν από προγενέστερα εμπράγματα βάρη ή απαγορεύσεις και ικανοποιηθεί ότι-
(α) στη σύμβαση προσδιορίζονται επαρκώς τα στοιχεία της ταυτότητας των συμβαλλομένων μερών και το αντικείμενο της σύμβασης,
(β) υπάρχει εγγραφή στο Κτηματικό Μητρώο του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, στο όνομα τουλάχιστον ενός εκ των πωλητών σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης ή στην οποία περιλαμβάνεται το τμήμα της ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης.
7. (1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το Δικαστήριο δύναται με διάταγμά του να διατάξει την ειδική εκτέλεση της σύμβασης υπό οποιουσδήποτε όρους τούτο κρίνει αναγκαίους.
(2) Το διάταγμα ειδικής εκτέλεσης σύμβασης δύναται να προνοεί και διαταγή λήψης όλων των αναγκαίων μέτρων και διαβημάτων προς εξασφάλιση των απαιτούμενων από οποιοδήποτε σε ισχύ νόμο πιστοποιητικών, αδειών ή εγκρίσεων για τη διενέργεια χωριστής εγγραφής για την επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία και ή διορισμού προσώπου άλλου από τον πωλητή για να λάβει τα αναγκαία μέτρα ή να προβεί στα αναγκαία διαβήματα ή αντικατάστασής του καθώς και διαταγή για τα συνεπαγόμενα έξοδα.
(3) Το διάταγμα του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας για τη διενέργεια χωριστής εγγραφής για το τμήμα της ακίνητης ιδιοκτησίας που είναι αντικείμενο της σύμβασης, αποτελεί επιβάρυνση ως η εγγραφή δικαστικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 53 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και επιβαρύνει όλα τα τμήματα της ακίνητης ιδιοκτησίας για τα οποία διενεργείται χωριστή εγγραφή.
(4) Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα ειδικής εκτέλεσης και στην περίπτωση που πριν από την κατάθεση της σύμβασης υπάρχει ήδη κατατεθειμένη υποθήκη που επιβαρύνει την ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης αν ικανοποιηθεί ότι ο αγοραστής κατέβαλε έναντι του ενυπόθηκου χρέους το ποσό που αναλογεί στο αντικείμενο της σύμβασης και σε περίπτωση που αυτό είναι τμήμα ακίνητης ιδιοκτησίας, το ποσό που αναλογεί στο εν λόγω τμήμα που υπολογίζεται με βάση το συντελεστή της αξίας του.
(4Α) Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα ειδικής εκτέλεσης σε περίπτωση σύμβασης η οποία κατατέθηκε στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του άρθρου 3Α και επί της οποίας υπάρχει ήδη κατατεθειμένη υποθήκη, εφόσον ικανοποιηθεί ότι ο αγοραστής έχει καταβάλει το ποσό το οποίο καθορίζεται στην έγγραφη δήλωση η οποία εκδόθηκε κατά τον Τύπο Α του Παραρτήματος.
(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4) ο συντελεστής της αξίας του τμήματος ακίνητης ιδιοκτησίας αντιστοιχεί στο ποσοστό της αξίας του εν λόγω τμήματος σε σχέση με τη συνολική αξία της ενυπόθηκης ιδιοκτησίας και στις περιπτώσεις κοινόκτητης ιδιοκτησίας δεν περιλαμβάνει την αξία της περιορισμένης κοινόκτητης ιδιοκτησίας.
(6) Ο συντελεστής αξίας εκάστου τμήματος που θα προκύψει με βάση την πολεοδομική άδεια καθορίζεται από τον πωλητή και κατατίθεται στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο πριν από την πώληση οποιουδήποτε τμήματος.
(7) Σε περίπτωση που η αγωγή για ειδική εκτέλεση της σύμβασης εγείρεται από εκδοχέα εξασφάλισης, το Δικαστήριο διατάσσει την εγγραφή του αντικειμένου της σύμβασης στο όνομα του αγοραστή και την ταυτόχρονη εγγραφή υποθήκης επί του νέου τίτλου.
(8) Οι διατάξεις των εδαφίων (4), (5) και (6) εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με σύμβαση η οποία είχε κατατεθεί στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2023.
8.- (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο εξασφάλισε δικαστικό διάταγμα που διατάσσει ειδική εκτέλεση σύμβασης, πρέπει να απευθυνθεί εντός ενός έτους από την ημερομηνία έκδοσής του στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο για την εγγραφή της ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, στο όνομα του προσώπου που αναγράφεται στο διάταγμα. Ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός, με την παρουσίαση του διατάγματος ή επίσημου αντιγράφου του και αφού προσαχθούν τα έγγραφα που απαιτούνται για την εγγραφή σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, μεριμνά ώστε να διενεργηθούν στο Κτηματικό Μητρώο του γραφείου όλες οι εγγραφές που είναι αναγκαίες για εφαρμογή του διατάγματος, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπράγματα βάρη ή απαγορεύσεις που βαρύνουν την ακίνητη ιδιοκτησία ή τον ιδιοκτήτη της και τα οποία ακολουθούν κατά προτεραιότητα τη σύμβαση της οποίας διατάσσεται η ειδική εκτέλεση, εξαιρουμένου εμπράγματου βάρους που δημιουργείται με διάταγμα Δικαστηρίου, το οποίο εκδίδεται σύμφωνα με τις πρόνοιες των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 7:
Νοείται ότι, ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός, ο οποίος καλείται να διενεργήσει εγγραφή ακίνητης ιδιοκτησίας σύμφωνα με διάταγμα Δικαστηρίου που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα, δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για οδηγίες σε σχέση με οποιοδήποτε θέμα που προκύπτει κατά τη διενέργεια της εγγραφής αυτής και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιες οδηγίες τις οποίες ήθελε κρίνει αναγκαίες.
(2) Σε περίπτωση που υπάρχει κατατεθείμενη σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης και ο εκχωρητής εξασφάλισης προς όφελος του οποίου εκδόθηκε διάταγμα Δικαστηρίου που διατάσσει ειδική εκτέλεση σύμβασης αρνείται ή αμελεί να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες για την εκτέλεση του διατάγματος αυτού, ο εκδοχέας εξασφάλισης δύναται να προβεί στις εν λόγω ενέργειες και να απευθυνθεί στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1):
Νοείται ότι, ο εκδοχέας εξασφάλισης δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για οδηγίες σε σχέση με οποιοδήποτε θέμα που προκύπτει αναφορικά με τις πιο πάνω αναγκαίες ενέργειες για την εκτέλεση του διατάγματος και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιες οδηγίες τις οποίες ήθελε κρίνει αναγκαίες.
9. (1) Αν οποιοδήποτε πρόσωπο, εξασφάλισε διάταγμα Δικαστηρίου που διατάσσει ειδική εκτέλεση σύμβασης, αμελήσει ή παραλείψει να απευθυνθεί για τη εγγραφή της ακίνητης ιδιοκτησίας στο όνομά του και να προβεί σε όλες τις αναγκαίες πράξεις και ενέργειες για να καταστεί δυνατή η διενέργεια της εγγραφής, εντός ενός έτους από την ημερομηνία του διατάγματος, το δικαίωμα του εν λόγω προσώπου να αξιώσει ειδική εκτέλεση της σύμβασης τερματίζεται και καμιά εγγραφή της ιδιοκτησίας δεν διενεργείται στο όνομά του στο Κτηματικό Μητρώο του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, δυνάμει της εξουσιοδότησης του διατάγματος, εκτός αν η περίοδος ισχύος του διατάγματος ανανεωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(2) Το διάταγμα του Δικαστηρίου για ειδική εκτέλεση σύμβασης δύναται να ανανεώνεται για περαιτέρω περιόδους οι οποίες δε θα υπερβαίνουν το ένα έτος η κάθε μια, αν το Δικαστήριο κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις:
Νοείται ότι, η αίτηση για ανανέωση του διατάγματος κατατίθεται στο Δικαστήριο πριν από τη λήξη της περιόδου της ισχύος του και το Δικαστήριο δύναται να το ανανεώσει ανεξάρτητα αν έχει ήδη παρέλθει η πιο πάνω περίοδος.
10. Όταν ακίνητη ιδιοκτησία εγγραφεί κατόπιν έκδοσης διατάγματος Δικαστηρίου για την ειδική εκτέλεση της σύμβασης σε οποιοδήποτε πρόσωπο η ιδιοκτησία αυτή, μετά την εγγραφή της, περιέρχεται στο εν λόγω πρόσωπο στην έκταση του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του συμφέροντος στην ιδιοκτησία αυτή δυνάμει της σύμβασης και το Δικαστήριο, το οποίο έχει διατάξει την ειδική εκτέλεση της σύμβασης, δύναται να διατάξει την παράδοση ή την εξασφάλιση της κατοχής της ιδιοκτησίας στο πρόσωπο αυτό, όπως το Δικαστήριο κρίνει ορθό.
11. (1) Ο εκδοχέας σε σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης δύναται να καταθέσει τη σύμβαση αυτή, στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο της επαρχίας στην οποία βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης την οποία αυτή αφορά, οποτεδήποτε μετά την υπογραφή της και σε περίπτωση κατάθεσής της τυγχάνουν εφαρμογής οι ακόλουθες διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(2) Η κατάθεση της σύμβασης εκχώρησης εξασφάλισης γίνεται αποδεκτή μόνο αν-
(α)η σύμβαση την οποία αφορά είναι ήδη κατατεθειμένη·
(β)είναι γραπτή, περιλαμβάνει επαρκή στοιχεία της ταυτότητας των συμβαλλομένων και είναι υπογραμμένη από τα συμβαλλόμενα μέρη των οποίων οι υπογραφές είναι δεόντως πιστοποιημένες·
(γ)προσδιορίζει επακριβώς τη σύμβαση στην οποία αναφέρεται· και
(δ)καθορίζει επαρκώς τη χρηματική υποχρέωση την οποία εξασφαλίζει.
(3) Η κατάθεση της σύμβασης εκχώρησης εξασφάλισης επενεργεί ως επιβάρυνση επί της σύμβασης που αφορά και διατηρεί τη σειρά προτεραιότητας του εμπράγματου βάρους που δημιουργείται από την κατάθεση της σύμβασης την οποία αφορά, ώστε ο εκδοχέας εξασφάλισης αποκτά το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται από την κατάθεση της σύμβασης την οποία αφορά.
(4) Σε περίπτωση που ο εκχωρητής εξασφάλισης δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του που προκύπτουν από τη σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης, ο εκδοχέας εξασφάλισης δύναται να καταχωρήσει αγωγή για ειδική εκτέλεση της σύμβασης που αυτή αφορά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, ώστε να εκδοθεί διάταγμα του Δικαστηρίου σύμφωνα με το εδάφιο (7) του εν λόγω άρθρου:
Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν επηρεάζουν το δυνάμει του παρόντος Νόμου δικαίωμα του αγοραστή, ο οποίος είναι εκχωρητής εξασφάλισης, να καταχωρήσει αγωγή για ειδική εκτέλεση της σύμβασης.
(5) Σε περίπτωση που είναι κατατεθειμένη σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης, η ακίνητη ιδιοκτησία που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης που αυτή αφορά δεν μπορεί να μεταβιβαστεί δυνάμει του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, εκτός αν προηγουμένως αποσυρθεί ή διαγραφεί η κατάθεση της σύμβασης εκχώρησης εξασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(6) Σε περίπτωση που η χρηματική υποχρέωση την οποία εξασφαλίζει η σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης εξοφλείται ή παύει να υφίσταται, ο εκδοχέας εξασφάλισης μεριμνά για απόσυρση της κατάθεσής της, εμφανιζόμενος ενώπιον του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου της επαρχίας στην οποία βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης την οποία αυτή αφορά και προσάγοντας τα αναγκαία για το σκοπό αυτό έγγραφα.
(7) Όταν ο εκδοχέας εξασφάλισης-
(α)αρνείται ή αμελεί να προβεί στην απόσυρση της κατάθεσης της σύμβασης εκχώρησης εξασφάλισης έστω και αν η εξασφαλιζόμενη χρηματική υποχρέωση έχει εξοφληθεί ή έπαυσε να υφίσταται, ή
(β)αρνείται να αποδεκτεί πληρωμή του ποσού της χρηματικής υποχρέωσης για την οποία παραχωρήθηκε η σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης, αφού αυτή έχει καταστεί πληρωτέα και να προβεί στην απόσυρση της κατάθεσης, ή
(γ)είναι αγνώστου διαμονής ή είναι εταιρεία ή συνεταιρισμός που δεν υφίσταται πλέον ή απεβίωσε και ο προσωπικός αντιπρόσωπος ή οι κληρονόμοι του είναι άγνωστοι και στις περιπτώσεις αυτές είτε ο εκχωρητής εξασφάλισης αδυνατεί για οποιοδήποτε από τους λόγους αυτούς να πληρώσει στο δικαιούχο το ποσό που εξασφαλίζεται με τη σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης, αφού τούτο έχει καταστεί πληρωτέο, είτε η χρηματική υποχρέωση που εξασφαλίζεται έχει εξοφληθεί ή έπαυσε να υφίσταται,
ο εκχωρητής εξασφάλισης δύναται να απευθυνθεί στο δικαστήριο και να ζητήσει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η διαγραφή της κατάθεσης της σύμβασης εκχώρησης εξασφάλισης και το δικαστήριο δύναται να εκδώσει το κατά την κρίση του δίκαιο υπό τις περιστάσεις διάταγμα:
Νοείται ότι, ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός, με την παρουσίαση σ’ αυτόν διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος εδαφίου με το οποίο διατάσσεται η διαγραφή της κατάθεσης της σύμβασης εκχώρησης εξασφάλισης, ή επίσημου αντιγράφου αυτού, μεριμνά ώστε να διενεργηθούν οι αναγκαίες ενέργειες για την εφαρμογή του διατάγματος.
(8) Σε περίπτωση που είναι κατατεθειμένη σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης, ο εκχωρητής εξασφάλισης δε δύναται χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του εκδοχέα εξασφάλισης να-
(α)αποσύρει την κατάθεση της σύμβασης την οποία αφορά η σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης,
(β)ακυρώσει τη σύμβαση την οποία αφορά η σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης, ή
(γ)συνάψει σύμβαση εκχώρησης.
(9) Σε περίπτωση που είναι κατατεθειμένη σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης και ο πωλητής τερματίσει τη σύμβαση την οποία αφορά η σύμβαση εκχώρησης εξασφάλισης, ενημερώνει ταυτόχρονα τον εκδοχέα εξασφάλισης για τον τερματισμό της σύμβασης.
(10) Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου συνέπειες της κατάθεσης της σύμβασης εκχώρησης εξασφάλισης παύουν να υφίστανται με την απόσυρση της κατάθεσής της από τον εκδοχέα εξασφάλισης ή με την παρέλευση της προθεσμίας καταχώρησης έφεσης εναντίον δικαστικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η διαγραφή της και σε περίπτωση καταχώρισης έφεσης με την έκδοση απόφασης στην έφεση.
12. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν σχετικής αίτησης, να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης ή την έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση για συμβάσεις οι οποίες παραμένουν σε ισχύ και συνομολογήθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό χρονική περίοδος, σύμφωνα με τις τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή η προθεσμία κατάθεσής τους σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντα με τον παρόντα Νόμο περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή.
13. Καμιά διάταξη η οποία περιέχεται στον παρόντα Νόμο δεν ερμηνεύεται ότι αποστερεί οποιοδήποτε Δικαστήριο από το δικαίωμα να επιδικάσει αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης όταν το Δικαστήριο κρίνει αυτό σκόπιμο, αντί να διατάσσει ειδική εκτέλεση της σύμβασης.
14. Αν οποιοσδήποτε πωλητής δυνάμει σύμβασης σε σχέση με την οποία τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που καθορίζονται από το άρθρο 7 ή και 8, αποβιώσει μετά την κατάρτιση της σύμβασης, ο αγοραστής δικαιούται να αξιώσει από το διαχειριστή της περιουσίας του πωλητή κάθε θεραπεία, όπως δικαιούται από τον παρόντα Νόμο να αξιώσει από τον πωλητή.
15. Όταν οποιοσδήποτε αγοραστής ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει σύμβασης σε σχέση με την οποία τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που καθορίζονται από το άρθρο 7 ή και 8 αρνηθεί να καταβάλει το τίμημα αγοράς και αποδεκτεί την ιδιοκτησία, η θεραπεία του πωλητή δυνάμει της σύμβασης αποτελείται μόνο από αποζημιώσεις.
16. (1) Παρά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, συμβάσεις οι οποίες παραμένουν σε ισχύ και συνομολογήθηκαν οποτεδήποτε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στον υπό κατάργηση περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο προθεσμία κατάθεσής τους, δύνανται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 3, να κατατεθούν εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται και σε σχέση με συμβάσεις που συνομολογήθηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και οι οποίες είναι ήδη κατατεθειμένες στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο πριν από την έναρξη της ισχύος αυτού ή οι οποίες θα κατατεθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ή του άρθρου 16Α ανεξάρτητα αν σε σχέση με αυτές εκκρεμεί κατά την εν λόγω ημερομηνία οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.
16Α. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 16, συμβάσεις οι οποίες παραμένουν σε ισχύ και συνομολογήθηκαν οποτεδήποτε πριν από την έναρξη της ισχύος του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2012 έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στον καταργηθέντα περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο ή στον παρόντα Νόμο προθεσμία κατάθεσής τους, ανάλογα με την περίπτωση, δύνανται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 3, να κατατεθούν εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2012.
17. Η ισχύς του παρόντος Νόμου αρχίζει μετά την παρέλευση τριών μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
18. Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου καταργείται ο περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμος.