27.-(1) Μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη από την ΚΥΠ, σε περίπτωση που-
(α) Διαπράξει αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, ή
(β) ενεργήσει ή παραλείψει να ενεργήσει με τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις του ως μέλους του προσωπικού της ΚΥΠ δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου:
(2)(α) Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, συστήνεται Πειθαρχικό Συμβούλιο το οποίο αποτελείται από τον άμεσα προϊστάμενο του καταγγελλόμενου και δύο (2) ιεραρχικά προϊσταμένους του άμεσα προϊσταμένου του καταγγελλόμενου.
(β) Ο τρόπος λειτουργίας και οι σχετικές διαδικασίες του Πειθαρχικού Συμβουλίου ρυθμίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 34.
(3) Δεν μπορεί να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον μέλους του προσωπικού της ΚΥΠ για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο ήδη βρέθηκε ένοχο ή για το οποίο αθωώθηκε.
(4) Δεν επιτρέπεται η επιβολή περισσότερων της μίας (1) πειθαρχικής ποινής για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, εκτός εάν τούτο προνοείται από τους σχετικούς Κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του παρόντος Νόμου ή τους οικείους νόμους ή τους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτών αναφορικά με τα μέλη της αστυνομίας που παρέχουν υπηρεσίες στην ΚΥΠ και τα μέλη του στρατού που αποσπώνται ή τοποθετούνται στην ΚΥΠ.
(5) Μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ το οποίο απέβαλε την ιδιότητά του αυτή με οποιοδήποτε τρόπο, δεν διώκεται πειθαρχικώς, αλλά σε περίπτωση που είχε αρχίσει πειθαρχική διαδικασία πριν την αποβολή της ιδιότητάς του, αυτή συνεχίζεται και μετά τη λύση της σχέσης μέλους του προσωπικού, εξαιρουμένης της περίπτωσης θανάτου του μέλους αυτού.
(6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο την εφαρμογή οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου ο οποίος περιέχει ποινικές διατάξεις.