27.-(1) Μέλος που κατέχει θέση στην ΚΥΠ υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη από την ΚΥΠ, σε περίπτωση που-
(α) Διαπράξει αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, ή
(β) ενεργήσει ή παραλείψει να ενεργήσει κατά τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή/και πρόνοιας Κανονισμών ή/και εσωτερικών κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή/και με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις του ως μέλους που κατέχει θέση στην ΚΥΠ, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των προνοιών των Κανονισμών ή/και εσωτερικών κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού:
(1Α) Μέλος που κατέχει θέση στην ΚΥΠ υπόκειται σε δίωξη από την ΚΥΠ για θέμα ασφάλειας, σε περίπτωση που ενεργήσει ή παραλείψει να ενεργήσει κατά τρόπο που ισοδυναμεί με παραβίαση των κανόνων ασφάλειας της λειτουργίας της ΚΥΠ, των κανόνων ασφάλειας του προσωπικού της ΚΥΠ, καθώς και του διαβαθμισμένου καθεστώτος της ΚΥΠ.
(1B) Για τα μέλη της αστυνομίας στην ΚΥΠ και τα μέλη του στρατού στην ΚΥΠ εφαρμόζονται, αντίστοιχα, οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (7) του άρθρου 21 και του εδαφίου (7) του άρθρου 22, όταν ο ισχυρισμός εναντίον τους για διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος αφορά παραβίαση των σχετικών διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου ή/και των προνοιών των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή, αντίστοιχα, του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου ή/και του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου ή/και των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Κανονισμών.
(1Γ)(α) Όταν υπάρχει εναντίον μέλους της αστυνομίας στην ΚΥΠ ή εναντίον μέλους του στρατού στην ΚΥΠ ισχυρισμός για ενδεχόμενη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1), τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (γ) και της παραγράφου (δ) του εδαφίου (7) του άρθρου 21 ή της παραγράφου (α) του εδαφίου (8) του άρθρου 22, αντίστοιχα, οπότε η υπόθεση παραμένει στην ΚΥΠ και διεξάγεται από την ΚΥΠ πειθαρχική δίωξη σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς.
(β) Όταν υπάρχει εναντίον μέλους της αστυνομίας στην ΚΥΠ ή/και εναντίον μέλους του στρατού στην ΚΥΠ ισχυρισμός για διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στο εδάφιο (2) διεξάγεται δίωξη από την ΚΥΠ για θέμα ασφάλειας και τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (γ) και (δ) του εδαφίου (7) του άρθρου 21 ή της παραγράφου (β) του εδαφίου (8) του άρθρου 22, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά και σύμφωνα με τις άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή/και εσωτερικών κανονισμών που εκδίδονται από τον Διοικητή.
(2)(α) Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, συστήνεται Πειθαρχικό Συμβούλιο το οποίο αποτελείται από τον άμεσα προϊστάμενο του καταγγελλόμενου και δύο (2) ιεραρχικά προϊσταμένους του άμεσα προϊσταμένου του καταγγελλόμενου:
(β) Ο τρόπος λειτουργίας και οι σχετικές διαδικασίες του Πειθαρχικού Συμβουλίου ρυθμίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 34.
3)(α) Δεν μπορεί να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ή δίωξη από την ΚΥΠ για θέμα ασφάλειας εναντίον μέλους του προσωπικού της ΚΥΠ που ανήκει στην κατηγορία προσωπικού, δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) ή (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα ή για την ίδια παραβίαση της ασφάλειας της ΚΥΠ, για το οποίο ήδη βρέθηκε ένοχο ή για το οποίο αθωώθηκε.
(β) Ο Διοικητής γνωστοποιεί στον Αρχηγό Αστυνομίας ή στον Υπουργό Άμυνας, ανάλογα με την περίπτωση, τις ποινές που επιβάλλει το Πειθαρχικό Συμβούλιο ή το Ανώτατο Συμβούλιο σε μέλη του προσωπικού της ΚΥΠ που ανήκουν στην κατηγορία προσωπικού της ΚΥΠ, που προβλέπεται στην παράγραφο (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 και οι ποινές αυτές τυγχάνουν περαιτέρω χειρισμού, ανάλογα από την αρμόδια αρχή σε κάθε περίπτωση, με βάση τους οικείους της νόμους και κανονισμούς.
(4) Δεν επιτρέπεται η επιβολή περισσοτέρων της μίας (1) πειθαρχικών ποινών για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα ή περισσοτέρων της μίας (1) ποινών για την ίδια παραβίαση της ασφάλειας της ΚΥΠ, εκτός εάν αυτό προνοείται στους Κανονισμούς που εκδίδονται, ανάλογα με την περίπτωση, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34 ή στους εσωτερικούς κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 33.
(4Α)(α) Σε περίπτωση που υπάρχει ισχυρισμός για διάπραξη του αδικήματος που προβλέπεται στο εδάφιο (1Α) από μέλος που κατέχει θέση στην ΚΥΠ ή/και από μέλος της αστυνομίας στην ΚΥΠ ή/και από μέλος του στρατού στην ΚΥΠ, το θέμα ερευνά Τριμελής Επιτροπή που ο Διοικητής ορίζει από μέλη του προσωπικού της ΚΥΠ που υπάγονται σε οποιεσδήποτε από τις κατηγορίες που προβλέπονται στις παραγράφους (α), (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 η οποία καλεί το μέλος αυτό να το ενημερώσει, να διαβάσει τη σχετική με τον ισχυρισμό έκθεση, να μελετήσει τον φάκελο της υπόθεσης και, εάν το μέλος επιθυμεί, να δώσει τις γραπτές παρατηρήσεις του και σε όλη αυτή τη διαδικασία το μέλος αυτό δύναται να έχει τη βοήθεια μέλους του προσωπικού της ΚΥΠ, όχι κατ’ ανάγκη νομικού.
(β) Σε περίπτωση που το Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατά την εκδίκαση πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον μέλους που κατέχει θέση στην ΚΥΠ ή/και μέλους της αστυνομίας στην ΚΥΠ ή/και μέλους του στρατού στην ΚΥΠ, έχει στοιχεία που δυνατόν να στοιχειοθετούν ότι το μέλος αυτό έχει ενεργήσει ή έχει παραλείψει να ενεργήσει με τρόπο που ισοδυναμεί με παραβίαση των κανόνων λειτουργίας της ΚΥΠ ή των κανόνων ασφάλειας του προσωπικού της ΚΥΠ, καθώς και του διαβαθμισμένου καθεστώτος της ΚΥΠ, ετοιμάζει σχετική έκθεση και την παραπέμπει μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα που έχει ενώπιόν του στο Ανώτατο Συμβούλιο για τις δικές του ενέργειες, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4Β).
(4Β) Η έκθεση και το πόρισμα της Τριμελούς Επιτροπής, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) ή του Πειθαρχικού Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (4Α), ανάλογα με την περίπτωση, παραπέμπονται στο Ανώτατο Συμβούλιο, το οποίο, αφού ακούσει την υπόθεση, δύναται να αποφασίσει ότι-
(α) υπάρχει πολύ σοβαρό θέμα παραβίασης της ασφάλειας της ΚΥΠ∙
(β) υπάρχει ζήτημα παραβίασης της ασφάλειας που αφορά το μέλος που κατέχει θέση στην ΚΥΠ ή/το μέλος της αστυνομίας στην ΚΥΠ ή/και το μέλος του στρατού στην ΚΥΠ ή στο οικογενειακό του περιβάλλον ή στον κύκλο του∙
(γ) δεν αφορά ζήτημα παραβίασης της ασφάλειας της ΚΥΠ και παραπέμπεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε περίπτωση κατά την οποία το πόρισμα εστάλη από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (4Α).
(δ) δεν υπάρχει οτιδήποτε εναντίον του μέλους που κατέχει θέση στη ΚΥΠ ή/του μέλους της αστυνομίας στην ΚΥΠ ή/και του μέλους του στρατού στην ΚΥΠ και θα απαλλάξει το μέλος αυτό και θα κλείσει την υπόθεση, εάν το πόρισμα εστάλη από την Τριμελή Επιτροπή δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (4Α).
(4Γ) Ο Διοικητής δύναται να ορίζει περαιτέρω, με εσωτερικούς κανονισμούς, τις ποινές και τη διαδικασία δίωξης από την ΚΥΠ για θέμα ασφάλειας:
(5) Μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ που ανήκει στην κατηγορία προσωπικού που προβλέπεται στις παραγράφους (α) ή (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 το οποίο απέβαλε την ιδιότητά του αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, δεν διώκεται πειθαρχικώς ή για θέμα ασφάλειας αλλά σε περίπτωση που είχε αρχίσει πειθαρχική διαδικασία ή έρευνα για ενδεχόμενη παραβίαση της ασφάλειας της ΚΥΠ πριν από την αποβολή της ιδιότητάς του, αυτή συνεχίζεται και μετά τη λύση της σχέσης μέλους του προσωπικού που ανήκει στην κατηγορία προσωπικού που προβλέπεται στις παραγράφους (α) ή (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13, εξαιρουμένης της περίπτωσης θανάτου του μέλους αυτού.
(6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο την εφαρμογή οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου ο οποίος περιέχει ποινικές διατάξεις.
(7) Οι διαδικασίες του Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Ανώτατου Συμβουλίου είναι διαβαθμισμένες από τον Διοικητή.
(8) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, το Συμβούλιο Εφέσεων και το Ανώτατο Συμβούλιο, ανάλογα με την περίπτωση, απαγγέλλει στο κατηγορούμενο μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ που ανήκει στην κατηγορία προσωπικού που προβλέπεται στις παραγράφους (α) ή (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13, την απόφασή του σχετικά με την κατηγορία που αντιμετωπίζει ή σχετικά με την ποινή που του επέβαλε, στη συνέχεια του παραδίδει αντίγραφο της εν λόγω απόφασης και το μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ, αφού τη διαβάσει επιτόπου, την υπογράφει και την επιστρέφει στο Ανώτατο Συμβούλιο χωρίς να κρατήσει αντίγραφο.
(9)(α) Οι ποινές σχετικά με πειθαρχικά αδικήματα που επιβάλλει το Πειθαρχικό Συμβούλιο ή το Συμβούλιο Εφέσεων, ανάλογα με την περίπτωση, σε μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ που ανήκει στην κατηγορία προσωπικού που προβλέπεται στις παραγράφους (α) ή (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13, ρυθμίζονται στους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34.
(β) Οι ποινές που επιβάλλει το Ανώτατο Συμβούλιο, σχετικά με αδικήματα παραβίασης της ασφάλειας της ΚΥΠ, σε μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ που ανήκει στην κατηγορία προσωπικού που προβλέπεται στις παραγράφους (α) ή (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 ρυθμίζονται περαιτέρω στους εσωτερικούς κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 33.