Αργία αιρετών μελών συμβουλίου

113.-(1) Δήμαρχος, αντιδήμαρχος ή σύμβουλος εναντίον του οποίου διερευνάται από τις διωκτικές αρχές αδίκημα που καθορίζεται στις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 ή αδίκημα που καθορίζεται ως κακούργημα σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου ο οποίος επιφέρει, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και άνω, τελεί αυτοδικαίως σε αργία από την ημέρα δημοσίευσης σχετικής γνωστοποίησης του Υπουργού:

Νοείται ότι, δήμαρχος, αντιδήμαρχος ή σύμβουλος που τελεί σε αργία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), λαμβάνει το ένα τρίτο της καθοριζόμενης αντιμισθίας για όλη τη διάρκεια της ισχύος της.

(2) Η αργία που καθορίζεται στο εδάφιο (1) τερματίζεται με τη λήξη της έρευνας ή την πλήρη εκδίκαση της υπόθεσης και την απαλλαγή, αθώωση ή καταδίκη του δημάρχου, αντιδημάρχου ή συμβούλου, εναντίον του οποίου διεξάγεται έρευνα ή έχει καταχωρισθεί ποινική υπόθεση και προς τούτο δημοσιεύεται σχετική γνωστοποίηση από τον Υπουργό αναφορικά με τον τερματισμό της αργίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που δήμαρχος, αντιδήμαρχος ή σύμβουλος απαλλαγεί ή/και αθωωθεί από ποινικό δικαστήριο, ή τερματιστεί η έρευνα εναντίον του, χωρίς να θεμελιώνεται κατηγορία, επιστρέφει στα καθήκοντά του για το υπόλοιπο της θητείας του και δικαιούται πλήρη ανάκτηση της αντιμισθίας που του είχε αφαιρεθεί.

(3) Σε περίπτωση καταδίκης δημάρχου, αντιδημάρχου ή συμβούλου για τα καθοριζόμενα στο εδάφιο (1) αδικήματα, αυτός δεν δικαιούται ανάκτηση της αποκοπείσας αντιμισθίας, εκπίπτει αυτοδικαίως από τη θέση του και αυτή λογίζεται ως κενωθείσα για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και προς τούτο ο Υπουργός εκδίδει σχετική γνωστοποίηση.