20.-(1) Tα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα που υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου απαγορεύεται να προβαίνουν σε αντίποινα οποιασδήποτε μορφής κατά προσώπου από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, συμπεριλαμβανομένων των απειλών και αποπειρών αντεκδίκησης.
(2) Τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) αντίποινα δύνανται, μεταξύ άλλων, να λάβουν την ακόλουθη μορφή:
(α) Παύση, απόλυση ή ισοδύναμα μέτρα∙
(β) υποβιβασμό ή στέρηση προαγωγής∙
(γ) μεταβίβαση καθηκόντων, αλλαγή τόπου εργασίας, μείωση μισθού, μεταβολή του ωραρίου εργασίας∙
(δ) στέρηση κατάρτισης∙
(ε) αρνητική αξιολόγηση επιδόσεων ή αρνητική επαγγελματική σύσταση∙
(στ) επιβολή ή εφαρμογή πειθαρχίας, επίπληξης ή άλλου πειθαρχικού μέτρου, περι-λαμβανομένης χρηματικής ποινής∙
(ζ) καταναγκασμό, εκφοβισμό, παρενόχληση ή περιθωριοποίηση∙
(η) διάκριση, μειονέκτημα ή άδικη αντιμετώπιση∙
(θ) μη μετατροπή σύμβασης προσωρινής απασχόλησης σε μόνιμη, ενώ ο εργαζόμενος είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα του προσφερθεί μόνιμη απασχόληση∙
(ι) μη ανανέωση ή πρόωρη διακοπή σύμβασης προσωρινής απασχόλησης∙
(ια) βλάβη, περιλαμβανομένης προσβολής της φήμης, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή οικονομική ζημία, περιλαμβανομένης επιχειρηματικής ζημίας και απώλειας εισοδήματος∙
(ιβ) καταχώριση σε μαύρη λίστα βάσει τομεακής ή κλαδικής επίσημης ή ανεπίσημης συμφωνίας, που μπορεί να συνεπάγεται ότι το πρόσωπο δεν πρόκειται να βρει θέση εργασίας στον τομέα ή στον κλάδο στο μέλλον∙
(ιγ) πρόωρη διακοπή ή ακύρωση σύμβασης για εμπορεύματα ή υπηρεσίες∙
(ιδ) ακύρωση άδειας ή έγκρισης∙
(ιε) παραπομπή για ψυχιατρική ή ιατρική παρακολούθηση∙
(ιστ) μονομερής βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος προσώπου, για το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5, αντίποινα οποιασδήποτε μορφής, το πρόσωπο αυτό δύναται να ζητήσει από το νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την επιβολή των αντιποίνων, νοουμένου ότι αυτό είναι αντικειμενικά δυνατό και δεν καθίσταται δυσανάλογα επαχθές για τον υπόχρεο: