243.-(1) Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, μετά από αίτηση είτε του εκκαθαριστή είτε του επίσημου παραλήπτη ή οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα, και αφού αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι κάθε διαδικασία σχετικά με την εκκαθάριση έπρεπε να ανασταλεί ή να διακοπεί, να εκδώσει διάταγμα αναστολής ή διακοπής της διαδικασίας, είτε εξολοκλήρου ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο κρίνει πρέπον.
(2) Μετά από αίτηση, με βάση το άρθρο αυτό, το Δικαστήριο δύναται, πριν από την έκδοση διατάγματος, να απαιτήσει από τον επίσημο παραλήπτη να υποβάλει έκθεση σχετικά με οποιαδήποτε γεγονότα ή θέματα που κατά τη γνώμη του, σχετίζονται με την αίτηση.
(3) Αντίγραφο κάθε διατάγ΅ατος που εκδίδεται ΅ε βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παραδίδεται αμέσως από την εταιρεία ή όπως διαφορετικά δυνατό να καθοριστεί, στον έφορο εταιρειών για εγγραφή και στον επίσημο παραλήπτη, ο οποίος το καταχωρίζει στα αρχεία που τηρεί αναφορικά με την εταιρεία
244.-(1) Μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, το Δικαστήριο καταρτίζει το συντομότερο δυνατό κατάλογο συνεισφορέων, και έχει εξουσία να διορθώνει το μητρώο μελών σε όλες τις περιπτώσεις που απαιτείται διόρθωση σύμφωνα με το Νόμο αυτό, και μεριμνά για την είσπραξη των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας και τη διάθεση τους για εξόφληση των υποχρεώσεων της εταιρείας:
Νοείται ότι όταν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι δεν υπάρχει ανάγκη να γίνουν κλήσεις ή προσαρμογές στα δικαιώματα των συνεισφορέων, το Δικαστήριο δύναται να μην απαιτήσει την κατάρτιση καταλόγου συνεισφορέων.
(2) Ρυθμίζοντας τον κατάλογο των εισφορέων το Δικαστήριο πρέπει να διαχωρίζει μεταξύ προσώπων που είναι συνεισφορείς δικαιωματικά και προσώπων που είναι συνεισφορείς ως αντιπρόσωποι ή υπεύθυνοι για τα χρέη άλλων.
245. Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, να απαιτήσει από οποιοδήποτε συνεισφορέα που περιλαμβάνεται στον κατάλογο συνεισφορέων και οποιοδήποτε εμπιστευματοδόχο, παραλήπτη, τραπεζίτη, αντιπρόσωπο ή αξιωματούχο της εταιρείας, να πληρώσει, δώσει, μεταφέρει, παραδώσει ή μεταβιβάσει αμέσως, ή μέσα σε τέτοιο χρόνο που το Δικαστήριο διατάσσει, στον εκκαθαριστή οποιαδήποτε χρήματα, ιδιοκτησία ή βιβλία και έγγραφα στην κατοχή του στα οποία εκ πρώτης όψεως η εταιρεία δικαιούται.
246.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, να διατάξει οποιοδήποτε συνεισφορέα που περιλαμβάνεται στον κατάλογο συνεισφορέων να πληρώσει στην εταιρεία, με τον τρόπο που καθορίζεται στο διάταγμα, οποιαδήποτε χρήματα που οφείλονται από αυτόν ή απο την περιουσία του προσώπου που αντιπροσωπεύει, χωρίς να υπολογίζονται οποιαδήποτε χρήματα πληρωτέα από αυτόν ή την περιουσία δυνάμει οποιασδήποτε κλήσης σύμφωνα με το Νόμο αυτό.
(2) Το Δικαστήριο με την έκδοση οποιουδήποτε τέτοιου διατάγματος δύναται να παραχωρήσει σε οποιοδήποτε διευθυντή ή διαχειριστή που η ευθύνη του είναι απεριόριστη ή στην περιουσία του, με μορφή αντιστάθμισης, χρήματα που οφείλονται σε αυτόν ή στην περιουσία του από την εταιρεία με βάση οποιαδήποτε ανεξάρτητη συναλλαγή ή σύμβαση με την εταιρεία αλλά όχι χρήματα που οφείλονται σε αυτόν με την ιδιότητα του ως μέλους της εταιρείας σχετικά με οποιοδήποτε μέρισμα ή κέρδος.
(3) Όταν όλοι οι πιστωτές πληρωθούν στο ακέραιο, οποιαδήποτε χρήματα που οφείλονται με οποιοδήποτε τρόπο σε συνεισφορέα από την εταιρεία δύνανται να παραχωρηθούν σε αυτόν με μορφή αντιστάθμισης για οποιαδήποτε μεταγενέστερη κλήση.
247.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, και είτε πριν από είτε μετά την εξακρίβωση της επάρκειας των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, να κάνει κλήσεις προς όλους ή οποιουσδήποτε συνεισφορείς που περιλαμβάνονται στον κατάλογο συνεισφορέων κατά την έκταση της ευθύνης τους, για πληρωμή οποιωνδήποτε ποσών που το Δικαστήριο θεωρεί αναγκαία για την ικανοποίηση των χρεών και υποχρεώσεων της εταιρείας, και των εξόδων, τελών και δαπανών της εκκαθάρισης και για την προσαρμογή των δικαιωμάτων των συνεισφορέων μεταξύ τους, και να εκδώσει διάταγμα για την πληρωμή των κλήσεων που γίνονται με τον τρόπο αυτό.
(2) Όταν κάνει κλήση το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη την πιθανότητα ότι μερικοί από τους συνεισφορείς δυνατό να παραλείψουν να πληρώσουν την κλήση μερικώς ή εξολοκλήρου.
248.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει οποιοδήποτε συνεισφορέα, αγοραστή ή άλλο πρόσωπο που οφείλει χρήματα στην εταιρεία να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό στην τράπεζα που γίνονται πληρωμές εκκαθαριστών σύμφωνα με το άρθρο 236 αντί στον εκκαθαριστή, και οποιοδήποτε τέτοιο διάταγμα δύναται να εκτελεστεί με τον ίδιο τρόπο ωσάν να διατασσόταν πληρωμή στον εκκαθαριστή.
(2) Όλα τα χρήματα και χρεώγραφα που πληρώθηκαν ή παραδόθηκαν στην τράπεζα αυτή σε περίπτωση εκκαθάρισης από το Δικαστήριο υπόκεινται από κάθε άποψη στα διατάγματα του Δικαστηρίου.
249.-(1) Διάταγμα που εκδίδεται από το Δικαστήριο για συνεισφορέα, με την επιφύλαξη οποιουδήποτε δικαιώματος έφεσης, αποτελεί αμάχητη μαρτυρία ότι τα χρήματα, αν υπάρχουν, που φαίνονται από το διάταγμα ότι οφείλονται ή διατάσσεται να πληρωθούν, πραγματικά οφείλονται.
(2) Όλα τα άλλα τα συναφή θέματα που αναφέρονται στο διάταγμα θα θεωρούνται ως αληθινά έναντι όλων των προσώπων και σε όλες τις διαδικασίες εναντίον της περιουσίας συνεισφορέα που πέθανε, στην οποία περίπτωση το διάταγμα θα αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για το σκοπό επιβάρυνσης της περιουσίας του, εκτός αν οι κληρονόμοι του ή κληροδόχοι του ήταν στον κατάλογο των συνεισφορέων κατά το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος.
250.-(1) Όταν σε οποιαδήποτε διαδικασία ο επίσημος παραλήπτης γίνεται ο εκκαθαριστής εταιρείας, δύναται, αν ικανοποιηθεί ότι η φύση της περιουσίας ή των εργασιών της εταιρείας, ή τα συμφέροντα των πιστωτών ή συνεισφορέων γενικά απαιτούν το διορισμό ειδικού διαχειριστή της περιουσίας ή εργασιών της εταιρείας άλλου από τον εαυτό του, να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο, και το Δικαστήριο δύναται, με την αίτηση αυτή να διορίσει ειδικό διαχειριστή της αναφερόμενης περιουσίας ή εργασιών για να ενεργεί στη διάρκεια τέτοιου χρόνου όπως το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει, με τέτοιες εξουσίες, περιλαμβανομένων των εξουσιών του παραλήπτη ή διαχειριστή, όπως δυνατό το Δικαστήριο, να του εμπιστευθεί.
(2) Ο ειδικός διαχειριστής δίνει τέτοια εγγύηση και υποβάλλει τέτοιους λογαριασμούς με τέτοιο τρόπο όπως το Δικαστήριο διατάσσει.
(3) Ο ειδικός διαχειριστής παίρνει τέτοια αμοιβή που δυνατό να οριστεί από το Δικαστήριο.
251.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να ορίσει προθεσμία ή προθεσμίες μέσα στις οποίες οι πιστωτές θα επαληθεύσουν τις οφειλές ή απαιτήσεις τους ή θα αποκλείονται από το όφελος οποιασδήποτε διανομής που γίνεται πριν από την επαλήθευση των χρεών αυτών.
(2) (α) Όπου εταιρεία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι πιστωτής της εταιρείας και επιθυμεί να ανακτήσει το χρέος του στο σύνολο ή μερικώς, πρέπει να υποβάλει επαλήθευση γραπτώς στον εκκαθαριστή, εντός τριάντα πέντε (35) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος εκκαθάρισης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(β) Μετά από δεόντως αιτιολογημένο αίτημα πιστωτή, η προθεσμία των τριάντα πέντε (35) ημερών δύναται να παραταθεί, από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή.
(3) (α) Η επαλήθευση δέον να γίνεται με τον τύπο που καθορίζεται στους περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμούς και θα υπογράφεται από αυτόν ή από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο και κάθε πιστωτής επιβαρύνεται τα έξοδα επαλήθευσης της απαίτησής του, περιλαμβανομένων των εξόδων της εξασφάλισης οποιωνδήποτε εγγράφων απαιτούνται ή μαρτυρίας που απαιτείται από τον εκκαθαριστή.
(β) Η επαλήθευση περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε κατάσταση λογαριασμού που αποδεικνύει τις λεπτομέρειες του χρέους και ειδικεύει τις αποδείξεις πληρωμών, αν υπάρχουν, με τις οποίες το χρέος δύναται να υποστηριχτεί και, όπου εφαρμόζεται, τα ονόματα όλων των εγγυητών που έχουν ευθύνη σε σχέση με χρέος της εταιρείας και την έκταση της ευθύνης που προκύπτει από την εγγύηση, σύμφωνα με τη σύμβαση εγγύησης, κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης. Ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής δύναται οποτεδήποτε να ζητήσει την προσαγωγή δικαιολογητικών δαπάνης.
(4) Επαλήθευση εκθέτει κατά πόσο ο πιστωτής είναι ή δεν είναι εξασφαλισμένος πιστωτής.
(5) Κάθε πιστωτής που κατέθεσε επαλήθευση δικαιούται να βλέπει και εξετάζει τις επαληθεύσεις άλλων πιστωτών πριν από την συνέλευση πιστωτών, και σε κάθε εύλογο χρόνο.
(6) Ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής εξετάζει άμεσα κάθε επαλήθευση και τους λόγους του χρέους και το αργότερο εντός είκοσι μίας (21) ημερών αποδέχεται ή απορρίπτει αυτή γραπτώς για σκοπούς μερίσματος,ολικώς ή μερικώς, ή απαιτεί περαιτέρω μαρτυρία προς υποστήριξή της. Αν απορρίπτει επαλήθευση, αναφέρει γραπτώς προς τον πιστωτή τους λόγους για την απόρριψη.
(7) Αν ο πιστωτής και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής δεν ικανοποιείται με την απόφαση του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή αναφορικά με την επαλήθευσή του, δύναται με αίτησή του, να προσφύγει στο Δικαστήριο και η αίτηση δέον να γίνεται εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση της απόφασης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή.
(8) Το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει, σε σχέση με τα δικαιώματα του πιστωτή ή, όπου εφαρμόζεται, του εγγυητή, ο οποίος αποτείνεται σε αυτό, σύμφωνα με το εδάφιο (7) την επικύρωση, ή την ακύρωση ή τη διαφοροποίηση της απόφασης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου και του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου.
(9) Επαλήθευση πιστωτή, δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνο με τη σύμφωνη γνώμη του εκκαθαριστή να αποσυρθεί ή να διαφοροποιηθεί σε σχέση με το ποσό που απαιτείται.
(10) Το Δικαστήριο δύναται να απαλείψει ή να μειώσει το ποσό που απαιτείται-
(α) κατόπιν αίτησης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή, όπου ο εκκαθαριστής πιστεύει ότι η επαλήθευση έχει γίνει. λανθασμένα αποδεκτή ή θα πρέπει να μειωθεί, ή
(β) κατόπιν αίτησης πιστωτή, αν ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής αρνηθεί να ενεργήσει επί του θέματος.
(11) Ο επίσημος παρdλήπτης ή εκκαθαριστής θα υπολογίσει την αξία οποιουδήποτε χρέους, το οποίο χρέος, λόγω του ότι είναι υπό οποιαδήποτε αίρεση ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, δεν έχει συγκεκριμένη αξία και δύναται να αναπροσαρμόσει οποιοδήποτε υπολογισμό που έγινε προηγουμένως λόγω αλλαγής συνθηκών ή πληροφοριών που έχουν καταστεί διαθέσιμες στον εκκαθαριστή και να πληροφορήσει τον πιστωτή σχετικά:
(12) Εκτός αν ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής το επιτρέψει, επαλήθευση αναφορικά με χρήματα που οφείλονται δυνάμει συναλλαγματικής, γραμματίου εις διαταγή, επιταγής ή άλλου αξιογράφου ή ασφάλειας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, εκτός εάν παρουσιαστούν το έγγραφο ή η ασφάλεια ή αντίγραφο αυτών δεόντως πιστοποιημένα από τον πιστωτή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του ως πιστά αντίγραφα.
(13) (α) Εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει διαθέσει την εξασφάλισή του, δύναται να επαληθεύσει για το υπόλοιπο ποσό χρέους, αφότου αφαιρεθεί το ποσό το οποίο έλαβε με τη διάθεση της εξασφάλισης και, αν ο εξασφαλισμένος πιστωτής παραδώσει την εξασφάλιση του, δύναται να επαληθεύσει για ολόκληρο το χρέος ως να ήταν μη εξασφαλισμένος.
(β) Εξασφαλισμένος πιστωτής ο οποίος δεν έχει διαθέσει την εξασφάλισή του δύναται να επαληθεύσει για το υπόλοιπο ποσό χρέους, αφού πρώτα αφαιρεθεί το ποσό της αξίας της εξασφάλισής του, όπως αυτή καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 251Α.
(14) Για το σκοπό επαλήθευσης χρέους το οποίο δημιουργήθηκε ή είναι πληρωτέο σε συνάλλαγμα άλλο από το ευρώ, το ποσό του χρέους θα μετατρέπεται σε ευρώ, σύμφωνα με τον επίσημο δείκτη συναλλάγματος, κατά το χρόνο που η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση.
(15) (α) Όπου το χρέος που επαληθεύεται στα πλαίσια εκκαθάρισης επιφέρει τόκο, ο τόκος επαληθεύεται ως μέρος του χρέους, εκτός εάν είναι πληρωτέος σε σχέση με οιαδήποτε περίοδο μετά την έναρξη εκκαθάρισης εταιρείας.
(β) Οι απαιτήσεις πιστωτή δύνανται να περιλαμβάνουν τόκο επί του χρέους αναφορικά με περιόδους πριν η εταιρεία περιέλθει σε εκκαθάριση, παρά το γεγονός ότι προηγουμένως δεν είχε επιφυλαχθεί ή συμφωνηθεί τόκος, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) Αν το χρέος είναι πληρωτέο δυνάμει γραπτής συμφωνίας και πληρωτέο σε συγκεκριμένο χρόνο, τόκος δύναται να απαιτηθεί για την περίοδο από την ημέρα συνομολόγησης της συμφωνίας μέχρι την ημέρα που η εταιρεία περιήλθε σε εκκαθάριση·
(ii) εάν το χρέος είναι πληρωτέο καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο, τόκος δύναται να απαιτηθεί εάν πριν από την ημερομηνία απαίτησης, απαίτηση πληρωμής του χρέους είχε γίνει γραπτώς, από ή εκ μέρους του πιστωτή και δόθηκε ειδοποίηση ότι τόκος θα ήταν πληρωτέος από την ημερομηνία της απαίτησης μέχρι την ημέρα πληρωμής
(iii) τόκος δυνάμει της υποπαραγράφου (ii) δύναται να απαιτηθεί μόνο για την περίοδο από την ημερομηνία απαίτησης μέχρι την ημερομηνία που η εταιρεία περιήλθε σε εκκαθάριση.
251Α.-(1) Εξασφαλισμένος πιστωτής, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος εκκαθάρισης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υποβάλλει στον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή και, όπου εφαρμόζεται, σε εγγυητή προκαταρκτική εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση.
(2) Το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών από την ημέρα υποβολής της προκαταρκτικής εκτίμησης από τον πιστωτή δυνάμει του εδαφίου (1), ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής-
(α) συμφωνούν μεταξύ τους και με τον πιστωτή ως προς την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, και σε τέτοια περίπτωση η εν λόγω εκτίμηση είναι δεσμευτική για όλους, ή
(β) διορίζουν ανεξάρτητο εκτιμητή, ή
(γ) αποτείνονται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για να διορίσει η ίδια ανεξάρτητο εκτιμητή.
(3) Ανεξάρτητος εκτιμητής που διορίζεται είτε δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), είτε δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), καθορίζει εντός το αργότερο δέκα (10) ημερών από το διορισμό του, την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, και, η εκτίμηση που γίνεται από τον εν λόγω εκτιμητή θα είναι δεσμευτική για τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή, τον εξασφαλισμένο πιστωτή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή.
(4) Τα έξοδα της εκτίμησης που γίνεται δυνάμει του εδαφίου (3), καταβάλλονται κατ' αναλογία από τον εξασφαλισμένο πιστωτή, τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή:
(5) Για του σκοπούς του παρόντος άρθρου-
"εκτιμητής" σημαίνει αδειούχο εκτιμητή, ο οποίος είναι εγγεγραμμένο μέλος στο Μητρώο Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου δυνάμει του περί Επιστημονικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου·
"αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση" σημαίνει το ποσό το οποίο η περιουσία θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα αποφέρει, εάν διατίθετο στην ελεύθερη αγορά από πωλητή που ενεργεί εκούσια, σε αγοραστή που ενεργεί εκούσια, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εταιρεία βρίσκεται υπό εκκαθάριση·
"Υπηρεσία Αφερεγγυότητας" σημαίνει την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ως ορίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου.
252. Το Δικαστήριο αναπροσαρμόζει τα δικαιώματα των συνεισφορέων μεταξύ τους και διανέμει οποιοδήποτε περίσσευμα μεταξύ των προσώπων που δικαιούνται σε αυτό.
253.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, να εκδώσει τέτοιο διάταγμα για επιθεώρηση των βιβλίων και εγγράφων της εταιρείας από πιστωτές και συνεισφορείς όπως το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο, και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα στην κατοχή της εταιρείας δύνανται να επιθεωρηθούν από πιστωτές ή συνεισφορείς ανάλογα, αλλά όχι περαιτέρω ή διαφορετικά.
(2) Καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν εκλαμβάνεται ότι αποκλείει ή περιορίζει οποιαδήποτε θέσμια δικαιώματα κυβερνητικού τμήματος ή προσώπου που ενεργεί με βάση την εξουσιοδότηση κυβερνητικού τμήματος.
254. Το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία είναι ανεπαρκή για ικανοποίηση των υποχρεώσεων, να εκδώσει διάταγμα για την πληρωμή από τα περιουσιακά στοιχεία των εξόδων, τελών και δαπανών που προκλήθηκαν κατά την εκκαθάριση με τέτοια σειρά προτεραιότητας όπως το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο.
255.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε μετά το διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή ή την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, να καλέσει ενώπιον του οποιοδήποτε αξιωματούχο της εταιρείας ή πρόσωπο που είναι γνωστό ή για το οποίο υπάρχει υποψία ότι έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε περιουσία της εταιρείας ή που πιστεύεται ότι χρωστεί στην εταιρεία, ή οποιοδήποτε πρόσωπο που το Δικαστήριο κρίνει ικανό να δώσει πληροφορίες αναφορικά με την ίδρυση, εμπορία, συναλλαγές, υποθέσεις ή περιουσία της εταιρείας.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να το εξετάσει ενόρκως αναφορικά με τα αναφερόμενα θέματα είτε προφορικά είτε με βάση γραπτό ερωτηματολόγιο, και δύναται να καταγράψει τις απαντήσεις του και να απαιτήσει να τις υπογράψει.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να απαιτήσει από αυτό να προσαγάγει οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα που βρίσκονται στη φύλαξη ή εξουσία του που σχετίζονται με την εταιρεία, αλλά, όταν αυτό αξιώνει ότι κατέχει δικαίωμα παρακράτησης πάνω στα βιβλία και έγγραφα που προσάγονται από αυτό η προσαγωγή θα είναι χωρίς βλάβη εκείνου του δικαιώματος παρακράτησης, και το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα κατά την εκκαθάριση να αποφασίσει πάνω σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με εκείνο το δικαίωμα παρακράτησης.
(4) Αν οποιοδήποτε με αυτό τον τρόπο κλητευμένο πρόσωπο, αφού του προσφερθεί λογικό ποσό για τα έξοδα του, αρνείται να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα στον ορισμένο χρόνο, χωρίς να έχει οποιοδήποτε νομικό κώλυμα (που κοινοποιείται στο Δικαστήριο κατά το χρόνο της συνεδρίας του και που γίνεται αποδεχτό από αυτό) το Δικαστήριο δύναται να μεριμνήσει για τη σύλληψη του και την προσαγωγή του στο Δικαστήριο για εξέταση.
256.-(1) Όταν εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης εταιρείας από το Δικαστήριο, και ο επίσημος παραλήπτης έκανε περαιτέρω έκθεση σύμφωνα με το Νόμο αυτό που δηλώνει ότι κατά τη γνώμη του διαπράχτηκε δόλος από οποιοδήποτε πρόσωπο κατά την ίδρυση ή σύσταση της ή από οποιοδήποτε αξιωματούχο της εταιρείας σχετικά με την εταιρεία από τη σύσταση της, το Δικαστήριο δύναται, μετά από μελέτη της έκθεσης, να διατάξει όπως το πρόσωπο εκείνο ή ο αξιωματούχος παρουσιαστεί στο Δικαστήριο σε ημέρα που ορίζεται από το Δικαστήριο με σκοπό να εξεταστεί δημόσια για την ίδρυση ή σύσταση ή τη διεξαγωγή των εργασιών της εταιρείας ή ως προς τη συμπεριφορά και συναλλαγές του ως αξιωματούχος της.
(2) Ο επίσημος παραλήπτης λαμβάνει μέρος στην εξέταση, και δύναται, για το σκοπό αυτό, αν εξουσιοδοτηθεί από το Δικαστήριο, ειδικά για αυτό, να προσλάβει δικηγόρο.
(3) Ο εκκαθαριστής, όταν ο επίσημος παραλήπτης δεν είναι ο εκκαθαριστής, και οποιοσδήποτε πιστωτής ή συνεισφορέας δύναται να λάβει μέρος στην εξέταση είτε προσωπικά είτε με δικηγόρο.
(4) Το Δικαστήριο δύναται να υποβάλει στο εξεταζόμενο πρόσωπο τέτοιες ερωτήσεις που το Δικαστήριο θεωρεί σωστό.
(5) Το εξεταζόμενο πρόσωπο εξετάζεται ενόρκως και απαντά όλες τις ερωτήσεις που το Δικαστήριο δυνατό να υποβάλει ή επιτρέψει να υποβληθούν σε αυτό.
(6) Πρόσωπο το οποίο διατάχτηκε να εξεταστεί με βάση το άρθρο αυτό, με έξοδα του, πριν από την εξέταση του, εφοδιάζεται με αντίγραφο της έκθεσης του επίσημου παραλήπτη, και δύναται με δικά του έξοδα να προσλάβει δικηγόρο, που θα είναι ελεύθερος να υποβάλει σε αυτό τέτοιες ερωτήσεις που το Δικαστήριο δυνατό να θεωρήσει δίκαιο για να δυνηθεί να εξηγήσει ή τροποποιήσει οποιεσδήποτε απαντήσεις που δόθηκαν από αυτό:
Νοείται ότι, αν οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο υποβάλλει αίτηση το Δικαστήριο για να το απαλλάξει από οποιεσδήποτε κατηγορίες που έγιναν ή προτάθηκαν εναντίον του, είναι καθήκον του επίσημου παραλήπτη να εμφανιστεί στην ακρόαση της αίτησης και να επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου σε οποιαδήποτε θέματα που φαίνονται σχετικά στον επίσημο παραλήπτη, και αν το Δικαστήριο μετά την ακρόαση οποιασδήποτε μαρτυρίας που δόθηκε ή μαρτύρων που κλήθηκαν από τον επίσημο παραλήπτη, αποδέχεται την αίτηση, το Δικαστήριο δύναται να επιδικάσει στον αιτητή τέτοια έξοδα που κατά την κρίση του δυνατό να θεωρήσει σωστό.
(7) Πρακτικά της εξέτασης καταγράφονται, και διαβάζονται σε ή από, και υπογράφονται από, το εξεταζόμενο πρόσωπο, και δύνανται μετά να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρία εναντίον του, και επιτρέπεται η επιθεώρηση τους από οποιοδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα σε κάθε εύλογο χρόνο.
(8) Το Δικαστήριο δύναται, αν το θεωρεί σωστό, να αναβάλλει την εξέταση από καιρό σε καιρό.
256Α.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 256, όπου μία εταιρεία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, ο επίσημος παραλήπτης ή ο εκκαθαριστής δύναται, κατά οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη διάλυση της εταιρείας, να αποταθεί στο Δικαστήριο για δημόσια εξέταση οποιουδήποτε προσώπου το οποίο-
(α) είναι ή ήταν αξιωματούχος της εταιρείας, ή
(β) έχει ενεργήσει εξεταστής, ή ως εκκαθαριστής,
(γ) είναι συνεισφορέας της εταιρείας, ή
(δ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εκτός από αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), το οποίο έχει ή είχε σχέση ή έχει λάβει μέρος στην προαγωγή, σύσταση ή διεύθυνση της εταιρείας.
(2) Εκτός το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά ο παραλήπτης ή ο εκκαθαριστής προβαίνει σε αίτηση σύμφωνα με το εδάφιο (1) αν αυτό ζητηθεί από-
(α) το ένα δεύτερο σε αξία των πιστωτών της εταιρείας, ή
(β) τα τρία τέταρτα σε αξία των συνεισφορέων της εταιρείας.
(3) Κατόπιν αίτησης σύμφωνα με το εδάφιο (1), το Δικαστήριο θα δώσει οδηγίες όπως διενεργηθεί δημόσια εξέταση του προσώπου με το οποίο σχετίζεται η αίτηση, σε ημέρα που θα καθορίσει το Δικαστήριο, και το πρόσωπο αυτό θα παραστεί στο Δικαστήριο κατά την ημέρα εκείνη και θα εξεταστεί δημόσια, αναφορικά με την προαγωγή, σύσταση ή διεύθυνση της εταιρείας ή αναφορικά με τη διεκπεραίωση των εργασιών και υποθέσεών της ή την συμπεριφορά ή τις συναλλαγές του σε σχέση με την εταιρεία.
(4) Τα ακόλουθα πρόσωπα δύνανται να λάβουν μέρος στη δημόσια εξέταση προσώπου σύμφωνα με το όρθρο αυτό και δύνανται να προβαίνουν σε ερωτήσεις στο πρόσωπο αναφορικά με τα θέματα που αναφέρονται στο εδάφιο (3):
(α) Ο επίσημος παραλήπτης·
(β) ο εκκαθαριστής της εταιρείας·
(γ) ο εξεταστής της εταιρείας·
(δ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο έχει διοριστεί ως ειδικός διαχειριστής της περιουσίας ή των εργασιών της εταιρείας·
(ε) οποιοσδήποτε πιστωτής της εταιρείας που έχει υποβάλει αποδεικτικά απαίτησης κατά την εκκαθάριση·
(στ) οποιοσδήποτε συνεισφορέας της εταιρείας.
(5) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο επίσημος παραλήπτης δύναται να διορίζει δικηγόρο, τα έξοδα του οπαίου θα επιβαρύνουν την περιουσία της εταιρείας.
256Β.-(1) Αν πρόσωπο, χωρίς εύλογη αιτία, παραλείψει κατά οποιοδήποτε χρόνο να παρουσιαστεί, στην σύμφωνα με το άρθρο 256Α δημόσια εξέταση, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (1.000) ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή και στις δύο ποινές μαζί.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο, χωρίς εύλογη αιτία, παραλείψει κατά οποιοδήποτε χρόνο να παρουσιαστεί στη σύμφωνα με το άρθρο 256Α δημόσια εξέτασή του ή όπου υπάρχει εύλογη υποψία ότι το πρόσωπο αυτό έχει διαφύγει ή πρόκειται να διαφύγει, με σκοπό να αποφύγει ή να καθυστερήσει την εξέτασή του, το Δικαστήριο τηρουμένων των σχετικών με την έκδοση και εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, δύναται να εκδώσει ένταλμα-
(α) σύλληψης του προσώπου αυτού, ή/και
(β) έρευνας, το οποίο δύναται να περιλαμβάνει και κατάσχεση οποιωνδήποτε βιβλίων, εγγράφων, αρχείων, χρημάτων ή αγαθών στην κατοχή του προσώπου.
(3) (α) Σε περίπτωση που εφαρμόζεται η παράγραφος (α) του εδαφίου (2), τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως το πρόσωπο που συνελήφθηκε, δυνάμει σχετικού δικαστικού εντάλματος, παραμείνει υπό κράτηση αν δεν έχει συμπληρωθεί η διεξαγωγή των ανακρίσεων σύμφωνα με το άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
(β) Σε περίπτωση που εφαρμόζεται η υποπαράγραφος (β) του εδαφίου (2), οτιδήποτε κατασχέθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος, το Δικαστήριο, δύναται να διατάξει όπως αυτό κατακρατηθεί σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
257. Το Δικαστήριο δύναται, οποτεδήποτε είτε πριν από είτε μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, με απόδειξη πιθανής υποψίας ότι συνεισφορέας πρόκειται να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία ή διαφορετικά να διαφύγει ή να απομακρύνει ή αποκρύψει οποιαδήποτε περιουσία του με σκοπό την αποφυγή πληρωμής κλήσεων ή την αποφυγή εξέτασης σχετικά με τις υποθέσεις της εταιρείας, να διατάξει τη σύλληψη του συνεισφορέα και την κατάσχεση των βιβλίων και εγγράφων και κινητής περιουσίας του και αυτός και αυτά να φυλαχτούν με ασφάλεια για τέτοιο χρόνο που το Δικαστήριο δυνατό να διατάξει.
258. Οποιεσδήποτε εξουσίες που χορηγούνται στο Δικαστήριο από το Νόμο αυτό είναι συσσωρευτικές και όχι για περιορισμό οποιωνδήποτε υφιστάμενων εξουσιών για την έναρξη διαδικασίας εναντίον οποιουδήποτε συνεισφορέα ή χρεώστη, για την ανάκτηση οποιωνδήποτε κλήσεων ή άλλων ποσών.
259. Δύναται να γίνει διάταξη με γενικούς κανόνες για να γίνει δυνατή ή που να απαιτείται όπως όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες και καθήκοντα που χορηγούνται και επιβάλλονται στο Δικαστήριο με το Νόμο αυτό σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:
(α) τη σύγκληση και διεξαγωγή συνεδριάσεων για εξακρίβωση των επιθυμιών των πιστωτών και συνεισφορέων
(β) την κατάρτιση καταλόγων συνεισφορέων και τη διόρθωση του μητρώου μελών όταν αυτό απαιτείται, και την είσπραξη και διάθεση των στοιχείων ενεργητικού
(γ) την πληρωμή, παράδοση, μεταφορά, παράδοση ή μεταβίβαση χρημάτων, ιδιοκτησίας, βιβλίων ή εγγράφων στον εκκαθαριστή
(δ) τη διενέργεια κλήσεων
(ε) τον καθορισμό χρόνου μέσα στον οποίο χρέη και απαιτήσεις πρέπει να αποδεικτούν,
ασκούνται ή εκτελούνται από τον εκκαθαριστή ως λειτουργό του Δικαστηρίου, και υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου:
Νοείται ότι ο εκκαθαριστής δεν δύναται, χωρίς την ειδική άδεια του Δικαστηρίου, να διορθώσει το μητρώο των μελών, και δεν θα κάνει οποιαδήποτε κλήση χωρίς είτε την ειδική άδεια του Δικαστηρίου είτε την έγκριση της επιτροπής επιθεώρησης.
259Α.-(1) Όπου το Δικαστήριο έχει εκδώσει διάλυση διάταγμα για εκκαθάριση εταιρείας και ο εκκαθαριστής της εταιρείας αποφαίνεται -
(α) ότι τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας είναι ανεπαρκή για να καλύψουν τα έξοδα της εκκαθάρισης, και
(β) ότι οι υποθέσεις της εταιρείας δεν απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση,
δύναται, κατά οποιοδήποτε χρόνο, να αποταθεί στο Δικαστήριο για την πρόωρη διάλυση της εταιρείας.
(2) Ο εκκαθαριστής, προτού υποβάλει την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση στο Δικαστήριο, ειδοποιεί για την πρόθεσή του αυτή τους πιστωτές και συνεισφορείς της εταιρείας τριάντα (30) ημέρες πριν από την υποβολή της εν λόγω αίτησης:
(3) Με τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), παύει, τηρουμένων οποιωνδήποτε οδηγιών σύμφωνα με το άρθρο 259Β, να απαιτείται από τον εκκαθαριστή να εκτελέσει οποιαδήποτε καθήκοντα που επιβλήθηκαν σε αυτόν σε σχέση με την εταιρεία, τους πιστωτές ή τους συνεισφορείς της, σύμφωνα με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, εκτός από την υποχρέωση να υποβάλει αίτηση, σύμφωνα με το εδάφιο (1).
(4) Με τη λήψη της αίτησης του εκκαθαριστή, σύμφωνα με το εδάφιο (2), το Δικαστήριο επιλαμβάνεται άμεσα της αίτησης αυτής και εκδίδει το ανάλογο διάταγμα.
(5) Εφόσον εκδοθεί διάταγμα πρόωρης διάλυσης από το Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4), ο εκκαθαριστής κοινοποιεί εντός τριάντα (30) ημερών το εν λόγω διάταγμα στον έφορο εταιρειών και, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, η εταιρεία διαλύεται από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος:
(6) Κατά οποιοδήποτε χρόνο πριν από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στο εδάφιο (2), το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν αίτησης του εκκαθαριστή ή οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου προσώπου, να δώσει οδηγίες σύμφωνα με το άρθρο 259Β.
259Β.-(1) Όπου έχει δοθεί ειδοποίηση σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 259Α, ο εκκαθαριστής ή οποιοσδήποτε πιστωτής ή συνεισφορέας της εταιρείας δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο, για την έκδοση οδηγιών.
(2) Οι λόγοι για τους οποίους δύναται να γίνει αίτηση είναι οι ακόλουθοι:
(α) Τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας είναι επαρκή για την κάλυψη των δαπανών της εκκαθάρισης·
(β) οι υποθέσεις της απαιτούν κάποια διερεύνηση· ή εταιρείας περαιτέρω·
(γ) για οποιοδήποτε άλλο λόγο, η πρόωρη διάλυση της εταιρείας δεν ενδείκνυται.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να δώσει τέτοιες οδηγίες όπως θεωρεί κατάλληλες για να καταστεί δυνατή η εκκαθάριση της εταιρείας ως να μην δόθηκε καμία ειδοποίηση σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 259Α.
260.-(1) Όταν οι υποθέσεις εταιρείας έχουν πλήρως εκκαθαριστεί, το Δικαστήριο, αν ο εκκαθαριστής υποβάλει αίτηση για το σκοπό αυτό, εκδίδει διάταγμα για τη διάλυση της εταιρείας από την ημερομηνία του διατάγματος και η εταιρεία ακολούθως διαλύεται.
(2) Αντίγραφο του διατάγ΅ατος παραδίδεται από τον εκκαθαριστή ΅έσα σε δεκατέσσερις (14) η΅έρες από την η΅ερο΅ηνία έκδοσης του διατάγματος για εγγραφή στον έφορο εταιρειών.
(3) Αν ο εκκαθαριστής παραλείψει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού, αυτός υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες για κάθε ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας αυτός ευθύνεται για παράλειψη.