301.-(1) Οποιαδήποτε μεταβίβαση, επιβάρυνση, υποθήκη, παράδοση αγαθών, πληρωμή, εκτέλεση ή άλλη πράξη που σχετίζεται με ιδιοκτησία που έγινε από ή εναντίον εταιρείας μέσα σε έξι μήνες πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης της, που, αν εγίνετο από ή εναντίον φυσικού προσώπου μέσα σε έξι μήνες πριν από την αίτηση πτώχευσης κατά την οποία κηρύχτηκε σε πτώχευση, θα λογιζόταν στην πτώχευση του ως δόλια προτίμηση, στην περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας λογίζεται δόλια προτίμηση των πιστωτών της και ακολούθως ακυρώνεται:
(2) Οποιαδήποτε μεταβίβαση ή εκχώρηση από εταιρεία όλης της περιουσίας της σε εμπιστευματοδόχους σε όφελος όλων των πιστωτών της θα είναι άκυρη για όλους τους σκοπούς.
302.-(1) Όταν, σε περίπτωση εκκαθάρισης εταιρείας, οτιδήποτε έγινε ή διαπράχτηκε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού είναι άκυρη με βάση το άρθρο 301, ως δόλια προτίμηση προσώπου που προσώπων που έχει συμφέρον σε περιουσία που υποθηκεύθηκε ή επιβαρύνθηκε για ασφάλεια χρέους της εταιρείας, τότε (χωρίς βλάβη οποιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που προκύπτουν ανεξάρτητα με τη διάταξη αυτή) το πρόσωπο που έτυχε της προτίμησης υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις, και έχει τα ίδια δικαιώματα, όπως αν είχε αναλάβει προσωπικά ευθύνη ως εγγυητής για το χρέος κατά την έκταση της επιβάρυνσης πάνω στην περιουσία ή την αξία του συμφέροντος του, οποιοδήποτε είναι το λιγότερο.
(2) Η αξία του συμφέροντος του αναφερόμενου προσώπου ορίζεται όπως έχει κατά την ημερομηνία της δικαιοπραξίας η οποία αποτελεί τη δόλια προτίμηση, και ορίζεται όπως αν το συμφέρον ήταν απαλλαγμένο όλων των επιβαρύνσεων εκτός εκείνων που υπέκειτο τότε η επιβάρυνση για το χρέος της εταιρείας.
(3) Με την υποβολή οποιασδήποτε αίτησης στο Δικαστήριο σχετικά με οποιαδήποτε πληρωμή για το λόγο ότι η πληρωμή ήταν δόλια προτίμηση ασφαλιστή ή εγγυητή, το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει οποιαδήποτε θέματα σχετικά με την πληρωμή, που προκύπτει μεταξύ του προσώπου προς το οποίο έγινε η πληρωμή και του ασφαλιστή ή εγγυητή και να δώσει θεραπεία σχετικά με αυτή, ανεξάρτητα από το ότι δεν είναι αναγκαίο να το πράξει για τους σκοπούς της εκκαθάρισης, και για το σκοπό αυτό δύναται να δώσει άδεια για να προστεθεί ο ασφαλιστής ή εγγυητής ως τριτοδιάδικος όπως στην περίπτωση αγωγής για την ανάκτηση του ποσού που πληρώθηκε.
Το εδάφιο αυτό εφαρμόζεται, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις, σε σχέση με συναλλαγές άλλες από την πληρωμή χρημάτων όπως εφαρμόζεται σε σχέση με πληρωμές.
303. Όταν εταιρεία βρίσκεται σε εκκαθάριση, κυμαινόμενη επιβάρυνση πάνω στην επιχείρηση ή την περιουσία της εταιρείας που συστάθηκε μέσα σε δώδεκα μήνες από την έναρξη της εκκαθάρισης είναι άκυρη, εκτός αν αποδειχτεί ότι η εταιρεία ήταν φερέγγυα αμέσως μετά τη σύσταση της επιβάρυνσης, με εξαίρεση οποιοδήποτε ποσό που καταβλήθηκε στην εταιρεία κατά ή μετά τη σύσταση και ως αντιπαροχή, της επιβάρυνσης, μαζί με τόκο πάνω σε εκείνο το ποσό προς πέντε τοις εκατό ετήσια ή προς άλλο τέτοιο επιτόκιο που ήθελε εκάστοτε καθοριστεί με διάταγμα του Γενικού Λογιστή.
304.-(1) Όταν οποιοδήποτε μέρος της περιουσίας εταιρείας που βρίσκεται σε εκκαθάριση, αποτελείται από ακίνητη περιουσία που είναι βεβαρημένη με φορτικές συμβάσεις, από μετοχές ή ομόλογα εταιρείας, από μη επικερδείς συμβάσεις, ή από οποιαδήποτε άλλη περιουσία που δεν δύναται να πωληθεί, ή να πωληθεί εύκολα, ένεκα του ότι δεσμεύει τον κάτοχο της να εκτελέσει οποιαδήποτε φορτική πράξη ή στην πληρωμή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού, ο εκκαθαριστής της εταιρείας, ανεξάρτητα από το ότι αυτός προσπάθησε να πωλήσει ή λάβει κατοχή της περιουσίας ή τέλεσε οποιαδήποτε πράξη ιδιοκτησίας σε σχέση με αυτή, δύναται, με άδεια του Δικαστηρίου και τηρουμένων των προνοιών του άρθρου αυτού, με έγγραφο υπογραμμένο από αυτόν, οποτεδήποτε μέσα σε δώδεκα μήνες μετά την έναρξη της εκκαθάρισης ή τέτοιας παρατεινόμενης περιόδου που δύναται να επιτραπεί από το Δικαστήριο, να αποποιηθεί την περιουσία.
Νοείται ότι, όταν οποιαδήποτε τέτοια περιουσία δεν ήλθε στη γνώση του εκκαθαριστή μέσα σε ένα μήνα μετά την έναρξη της εκκαθάρισης, η εξουσία με βάση το άρθρο αυτό αποποίησης της περιουσίας δύναται να ασκηθεί οποτεδήποτε μέσα σε δώδεκα μήνες μετά που θα έλθει σε γνώση του ή μέσα σε τέτοια περίοδο παράτασης που δυνατό να επιτραπεί από το Δικαστήριο.
(2) Η αποποίηση θα λειτουργήσει ώστε να τερματιστούν από την ημερομηνία της αποποίησης, τα δικαιώματα, συμφέροντα και υποχρεώσεις της εταιρείας, και της περιουσίας της εταιρείας, με ή σε σχέση με την περιουσία που αποποιήθηκε, αλλά δεν θα επηρεάζει τα δικαιώματα ή υποχρεώσεις κάθε άλλου προσώπου, εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο με σκοπό την απαλλαγή της εταιρείας και της περιουσίας της εταιρείας από ευθύνη.
(3) Το Δικαστήριο πριν από ή κατά την παραχώρηση άδειας αποποίησης, δύναται να απαιτήσει να δοθούν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τέτοιες ειδοποιήσεις, και επιβάλει τέτοιες προϋποθέσεις ή όρους για την παραχώρηση άδειας, και δύναται να εκδώσει άλλο τέτοιο διάταγμα για το θέμα που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.
(4) Ο εκκαθαριστής δεν θα δικαιούται να αποποιηθεί οποιαδήποτε περιουσία με βάση το άρθρο αυτό σε οποιαδήποτε περίπτωση που έγινε αίτηση γραπτή σε αυτόν από οποιαδήποτε πρόσωπα που έχουν συμφέρον πάνω στην περιουσία που ζητούσαν από αυτόν να αποφασίσει κατά πόσο θα αποποιηθεί ή δεν θα αποποιηθεί και ο εκκαθαριστής, μέσα σε περίοδο είκοσι οκτώ ημερών μετά τη λήψη της αίτησης ή τέτοιας περαιτέρω περιόδου που δύναται να επιτραπεί από το Δικαστήριο, δεν έχει δώσει ειδοποίηση προς τον αιτητή ότι αυτός προτίθεται να απευθυνθεί στο Δικαστήριο για παραχώρηση άδειας αποποίησης, και, στην περίπτωση σύμβασης, αν ο εκκαθαριστής, μετά από τέτοια όπως πιο πάνω αναφερόμενη αίτηση, δεν αποποιείται τη σύμβαση μέσα στην αναφερόμενη περίοδο ή άλλη περαιτέρω περίοδο, η εταιρεία θα λογίζεται ότι την υιοθέτησε.
(5) Το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που δικαιούται, έναντι του εκκαθαριστή, του ωφελήματος ή υπόκειται στο βάρος της σύμβασης με την εταιρεία, να εκδώσει διάταγμα που να ακυρώνει τη σύμβαση με τέτοιες προϋποθέσεις ως προς την πληρωμή από ή σε έκαστο μέρος αποζημιώσεων για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, ή διαφορετικά που το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο και οποιεσδήποτε αποζημιώσεις βάσει του διατάγματος για οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο δύνανται να επαληθευθούν από αυτό ως χρέος στην εκκαθάριση.
(6) Το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που είτε αξιώνει οποιοδήποτε συμφέρον για περιουσία που έχει αποποιηθεί ή υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη που δεν απαλλάσσεται από το Νόμο αυτό σε σχέση με περιουσία που έχει αποποιηθεί και μετά την ακρόαση τέτοιων προσώπων που θεωρεί πρέπον, να εκδώσει διάταγμα για την παραχώρηση της περιουσίας ή την παράδοση της σε οποιαδήποτε πρόσωπα που δικαιούνται σε αυτήν, ή σε εκείνο που θεωρεί δίκαιο ότι πρέπει να παραδοθεί η περιουσία με μορφή αποζημίωσης για τέτοια ευθύνη όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ή εμπιστευματοδόχους για αυτόν, και με τέτοιες προϋποθέσεις που το Δικαστήριο θεωρεί δίκαιο, και με την έκδοση οποιουδήποτε τέτοιου διατάγματος η περιουσία που περιλαμβάνεται στο διάταγμα περιέρχεται ανάλογα στο πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό χωρίς οποιαδήποτε μεταβίβαση ή εκχώρηση για το σκοπό αυτό:
Νοείται ότι, όταν η περιουσία που αποποιείται είναι φύσης εκμίσθωσης, το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα παραχώρησης σε όφελος οποιουδήποτε προσώπου που αξιώνει από την εταιρεία εκτός με τους όρους που το πρόσωπο εκείνο-
(α) θα υπόκειται στις ίδιες ευθύνες και υποχρεώσεις στις οποίες η εταιρεία υπέκειτο με βάση τη μίσθωση σε σχέση με την εταιρεία, κατά την έναρξη της εκκαθάρισης ή
(β) αν το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον, να υπόκειται μόνο στις ίδιες ευθύνες και υποχρεώσεις ωσάν η μίσθωση εκχωρήθηκε στο πρόσωπο εκείνο την ημερομηνία εκείνη,
και σε κάθε περίπτωση, αν η περίπτωση απαιτεί με τον τρόπο αυτό, ωσάν η μίσθωση περιλάμβανε μόνο την περιουσία που περιλαμβάνεται στο διάταγμα παραχώρησης, και οποιοσδήποτε ενυπόθηκος δανειστής ή υποεκμισθωτής που αρνείται να αποδεχτεί διάταγμα παραχώρησης με τέτοιες προϋποθέσεις αποκλείεται από οποιοδήποτε συμφέρον και εγγύηση στην περιουσία, και, αν δεν υπάρχει κανένα πρόσωπο που αξιώνει για την εταιρεία που είναι πρόθυμο να αποδεχτεί διάταγμα με τέτοιες προϋποθέσεις, το Δικαστήριο έχει εξουσία να παραχωρήσει την περιουσία και συμφέρον της εταιρείας στην περιουσία σε οποιοδήποτε πρόσωπο που ευθύνεται είτε προσωπικά είτε με αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, και είτε μόνο ή μαζί με την εταιρεία, να εκτελέσει τις συμφωνίες του μισθωτή στη μίσθωση, ελεύθερες και απαλλαγμένες από όλα τα περιουσιακά βάρη, επιβαρύνσεις και συμφέροντα που δημιουργήθηκαν σε αυτή από την εταιρεία.
(7) Κάθε πρόσωπο που ζημιώνεται ένεκα της αποποίησης με βάση το άρθρο αυτό λογίζεται ως πιστωτής της εταιρείας στο ποσό της ζημιάς και δύναται ανάλογα να επαληθεύσει το ποσό ως χρέος κατά την εκκαθάριση.
305.-(1) Όταν πιστωτής έχει εκδώσει εκτέλεση εναντίον των αγαθών ή ακίνητης περιουσίας εταιρείας ή έχει κατάσχει στα χέρια τρίτου οποιοδήποτε χρέος που οφείλεται στην εταιρεία, και στη συνέχεια η εταιρεία εκκαθαρίζεται, δεν θα δικαιούται να κατακρατήσει το όφελος που αποκόμισε από την εκτέλεση ή την κατάσχεση, εναντίον του εκκαθαριστή της εκκαθάρισης της εταιρείας εκτός αν ο πιστωτής συμπλήρωσε την εκτέλεση ή κατάσχεση πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης:
Νοείται-
(α) Όταν οποιοσδήποτε πιστωτής είχε ειδοποιηθεί για τη συνέλευση που συγκλήθηκε στην οποία θα προτεινόταν ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, η ημερομηνία που ο πιστωτής είχε ειδοποίηση με τον τρόπο αυτό για τους σκοπούς της πιο πάνω πρόνοιας, θα αντικαθιστά την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης
(β) πρόσωπο που αγοράζει με καλή πίστη σε πώληση από τον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων οποιαδήποτε αγαθά εταιρείας πάνω στα οποία έγινε κατάσχεση θα αποκτά νόμιμο τίτλο πάνω σε αυτά έναντι του εκκαθαριστή και
(γ) τα δικαιώματα που παρέχονται από το εδάφιο αυτό στον εκκαθαριστή δύνανται να ακυρωθούν από το Δικαστήριο σε όφελος του πιστωτή σε τέτοια έκταση και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.
(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, εκτέλεση εναντίον αγαθών θεωρείται ότι συμπληρώθηκε με την κατάσχεση και πώληση, και κατάσχεση οφειλής στα χέρια τρίτου θα λογίζεται ότι συμπληρώθηκε με λήψη της οφειλής, και εκτέλεση εναντίον ακίνητης περιουσίας θα λογίζεται ότι συμπληρώθηκε με την καταχώρηση της απόφασης ως επιβάρυνσης πάνω στην ακίνητη περιουσία.
(3) Στο άρθρο αυτό η έκφραση “αγαθά” περιλαμβάνει οποιαδήποτε προσωπικά αντικείμενα και η έκφραση “εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων” περιλαμβάνει λειτουργό επιφορτισμένο με την εκτέλεση εντάλματος ή άλλης διαδικασίας.
306.-(1) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (3), όταν οποιαδήποτε αγαθά εταιρείας λήφθηκαν στην εκτέλεση, και, πριν από την πώληση τους ή τη συμπλήρωση της εκτέλεσης με την είσπραξη ή ανάκτηση ολόκληρου του ποσού της κατάσχεσης, επιδίδεται στον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ειδοποίηση ότι έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής ή ότι εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης ή ότι εγκρίθηκε ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων αφού του ζητηθεί με τον τρόπο αυτό, παραδίδει τα αγαθά και οποιαδήποτε χρήματα που κατασχέθηκαν ή λήφθηκαν για μερική ικανοποίηση της εκτέλεσης στον εκκαθαριστή αλλά τα έξοδα της εκτέλεσης είναι πρώτη επιβάρυνση στα αγαθά ή χρήματα που δόθηκαν με τον τρόπο αυτό, και ο εκκαθαριστής δύναται να πωλήσει τα αγαθά, ή ικανοποιητικό μέρος τους, για το σκοπό ικανοποίησης εκείνης της επιβάρυνσης.
(2) Τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (3), όταν με βάση την εκτέλεση σε σχέση με απόφαση για ποσό που υπερβαίνει τα εξακόσια πενήντα ευρώ (€650) τα αγαθά της εταιρείας πωλούνται ή πληρώνονται χρήματα για να αποφευχθεί η πώληση, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων αφαιρεί τα έξοδα της εκτέλεσης από το προϊόν της πώλησης ή των χρημάτων που πληρώθηκαν και κατακρατεί το υπόλοιπο για δεκατέσσερις ημέρες, και αν μέσα στην περίοδο εκείνη επιδοθεί σε αυτόν ειδοποίηση για την καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης της εταιρείας ή για τη σύγκληση συνέλευσης στην οποία θα προταθεί ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση της εταιρείας και εκδοθεί διάταγμα ή εγκριθεί ψήφισμα, ανάλογα με την περίπτωση, για εκκαθάριση της εταιρείας, ο εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων πληρώνει το υπόλοιπο στον εκκαθαριστή, ο οποίος δικαιούται να το κατακρατήσει έναντι του πιστωτή, που διενεργεί την εκτέλεση.
(3) Τα δικαιώματα που παρέχονται από το άρθρο αυτό στον εκκαθαριστή δύνανται να ακυρωθούν από το Δικαστήριο σε όφελος του πιστωτή σε τέτοια έκταση και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.
(4) Στο άρθρο αυτό η έκφραση “αγαθά” περιλαμβάνει οποιαδήποτε προσωπικά αντικείμενα και η έκφραση “εντεταλμένος για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων” περιλαμβάνει λειτουργό επιφορτισμένο με την εκτέλεση εντάλματος ή άλλης διαδικασίας.