31. “Σύμβαση υπό αίρεση” είναι σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη, αν γεγονός συνακόλουθο της σύμβασης επέλθει ή δεν επέλθει.
32. Σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της επέλευσης μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος δεν είναι νομικά εκτελεστή μέχρι την επέλευση του γεγονότος.
33. Σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη, υπό την αίρεση της μη επέλευσης μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος καθίσταται εκτελεστή, όταν η επέλευση του γεγονότος καταστεί αδύνατη και όχι προηγουμένως.
34. Αν το μελλοντικό γεγονός, από το οποίο εξαρτάται η σύμβαση, είναι ο τρόπος συμπεριφοράς προσώπου σε ακαθόριστο χρόνο, το γεγονός θεωρείται ότι κατέστη αδύνατο όταν το πρόσωπο αυτό πράξει κάτι, το οποίο καθιστά αδύνατη τη συμπεριφορά αυτή σε οποιοδήποτε ορισμένο χρόνο ή διαφορετικά αν εκπληρωθούν περαιτέρω αιρέσεις.
35.-(1) Σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της επέλευσης ορισμένου αβέβαιου γεγονότος εντός ορισμένου χρόνου καθίσταται άκυρη αν, με την πάροδο του ορισμένου χρόνου, το γεγονός δεν επήλθε, ή αν πριν από τον ορισμένο χρόνο, το γεγονός κατέστη αδύνατο.
(2) Σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της μη επέλευσης ορισμένου αβέβαιου γεγονότος εντός ορισμένου χρόνου καθίσταται νομικά εκτελεστή, όταν με την πάροδο του ορισμένου χρόνου δεν επέλθει το γεγονός ή πριν από την πάροδο του ορισμένου χρόνου, αν καταστεί βέβαιο ότι το γεγονός δεν θα επέλθει.