37.-(1) Οι συμβαλλόμενοι έχουν υποχρέωση να εκπληρώσουν ή προσφερθούν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους, εκτός αν απαλλάσσονται ή εξαιρούνται από την εκτέλεση αυτή, δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.
(2) Εκτός αν από τη σύμβαση συνάγεται αντίθετη πρόθεση, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη πριν από την εκπλήρωση της σύμβασης, η υπόσχεση δεσμεύει τους εκπροσώπους αυτού.
38.-(1) Αν ο οφειλέτης προσφέρθηκε να εκπληρώσει, και ο δανειστής δεν αποδέχτηκε την προσφορά, ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για μη εκπλήρωση, ούτε χάνει τα δικαιώματα του από τη σύμβαση.
(2) Κάθε προσφορά προς εκπλήρωση πρέπει να πληρεί τις ακόλουθες προυποθέσεις-
(α) να είναι χωρίς όρους~
(β) να γίνεται σε κατάλληλο χρόνο και τόπο και υπό τέτοιες περιστάσεις, ώστε να παρέχεται εύλογη δυνατότητα στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται να διακριβώσει κατά πόσο αυτός που προσφέρεται να εκπληρώσει είναι ικανός και πρόθυμος κατά τον εν λόγω χρόνο και τόπο να εκπληρώσει κάθε τι το οποίο οφείλει δυνάμει της υπόσχεσης του~
(γ) αν η προσφορά αφορά την παράδοση πράγματος στο δανειστή, πρέπει να παρέχεται σε αυτόν, εύλογη δυνατότητα να εξετάσει κατά πόσο το πράγμα που προσφέρθηκε είναι αυτό το οποίο ο οφειλέτης οφείλει να παραδώσει δυνάμει της υπόσχεσης του.
(3) Προσφορά σε ένα από τους πολλούς συνδανειστές επιφέρει τις ίδιες έννομες συνέπειες όπως αν γινόταν σε όλους.
39. Αν ένας από τους συμβαλλόμενους αρνηθεί να εκπληρώσει, ή καταστήσει τον εαυτό του ανίκανο να εκπληρώσει, την υπόσχεση του στο σύνολο της, ο δανειστής δύναται να τερματίσει τη σύμβαση, εκτός αν εκδήλωσε προφορικά ή με συμπεριφορά, τη συγκατάθεση του για συνέχιση της σύμβασης.
40. Αν από τη φύση της σύμβασης προκύπτει ότι πρόθεση των συμβαλλόμενων ήταν όπως οποιαδήποτε υπόσχεση σε αυτή εκπληρωθεί προσωπικά από τον οφειλέτη, η υπόσχεση πρέπει να εκπληρωθεί από τον οφειλέτη. Σε άλλες περιπτώσεις ο οφειλέτης ή οι εκπρόσωποι αποβιώσαντος οφειλέτη δύνανται προς εκπλήρωση της υπόσχεσης, να χρησιμοποιήσουν ικανό πρόσωπο για αυτό.
41. Αν ο δανειστής αποδεχτεί εκπλήρωση της υπόσχεσης από τρίτο, δεν δύναται έπειτα να στραφεί προς εκτέλεση εναντίον του οφειλέτη.
42. Εκτός αν από τη σύμβαση συνάγεται αντίθετη πρόθεση, αν δύο ή περισσότεροι έδωσαν κοινή υπόσχεση, η υποχρέωση προς εκπλήρωση βαρύνει όλους αυτούς ενόσω βρίσκονται στη ζωή, ενώ μετά το θάνατο οποιουδήποτε από αυτούς, τους εκπροσώπους του αποβιώσαντος από κοινού με τον επιζώντα ή τους επιζώντες, και μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντα τους εκπροσώπους όλων των αποβιωσάντων από κοινού.
43.-(1) Αν δύο ή περισσότεροι έδωσαν κοινή υπόσχεση, ο δανειστής δύναται, ελλείψει ρητής συμφωνίας για το αντίθετο, να εξαναγκάσει ένα ή περισσότερους από τους συνοφειλέτες να εκπληρώσουν την υπόσχεση στο σύνολο της.
(2) Εκτός αν από τη σύμβαση συνάγεται αντίθετη πρόθεση, καθένας από τους συνοφειλέτες δύναται να εξαναγκάσει οποιοδήποτε από τους υπόλοιπους να εισφέρει εξίσου λόγο με αυτόν στην εκπλήρωση της υπόσχεσης.
(3) Αν οποιοσδήποτε από τους συνοφειλέτες, παραλείψει να εισφέρει, η ζημιά από την παράλειψη βαρύνει σε ίσα μερίδια τους υπόλοιπους.
(4) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εμποδίζουν τον εγγυητή να αναζητήσει από τον πρωτοφειλέτη πληρωμές που έγιναν από τον εγγυητή για λογαριασμό του πρωτοφειλέτη, ούτε παρέχουν το δικαίωμα στον πρωτοφειλέτη να αναζητήσει οτιδήποτε από τον εγγυητή για πληρωμές που έγιναν από τον πρωτοφειλέτη.
44. Αν δύο ή περισσότεροι έδωσαν κοινή υπόσχεση, η απαλλαγή του ενός από το δανειστή δεν απαλλάσσει του υπόλοιπους, ούτε απελευθερώνει αυτόν που απαλλάχτηκε από την ευθύνη του έναντι των υπόλοιπων συνοφειλετών.
45. Εκτός αν από τη σύμβαση συνάγεται αντίθετη πρόθεση, αν πρόσωπο έδωσε υπόσχεση σε δύο ή περισσότερους από κοινού, το δικαίωμα προς αξίωση εκπλήρωσης της υπόσχεσης, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ αυτού και των μερών, έχουν όλοι οι συνδανειστές ενόσω βρίσκονται στη ζωή, ενώ μετά το θάνατο οποιουδήποτε από αυτούς, οι εκπρόσωποι του αποβιώσαντος, από κοινού με τον επιζώντα ή τους επιζώντες, και μετά το θάνατο του τελευταίου επιζώντα οι εκπρόσωποι όλων των αποβιωσάντων από κοινού.
46. Αν δυνάμει της σύμβασης, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει την υπόσχεση χωρίς όχληση του δανειστή και δεν ορίζεται στη σύμβαση χρόνος εκπλήρωσης, η υποχρέωση πρέπει να εκπληρωθεί εντός εύλογου χρόνου.
Το “τι είναι εύλογος χρόνος”, αποτελεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πραγματικό ζήτημα.
47. Αν η υπόσχεση ορίστηκε να εκπληρωθεί σε ορισμένη ημέρα και ο οφειλέτης ανέλαβε να εκπληρώσει αυτή χωρίς όχληση του δανειστή, η εκπλήρωση δύναται να γίνει σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τις συνήθεις ώρες εργασίας της ημέρας αυτής και στον τόπο στον οποίο πρέπει να εκπληρωθεί.
48. Αν η υπόσχεση ορίστηκε να εκπληρωθεί σε ορισμένη ημέρα και ο οφειλέτης δεν ανέλαβε να εκπληρώσει αυτήν χωρίς όχληση του δανειστή, ο δανειστής υποχρεούται να οχλήσει τον οφειλέτη προς εκπλήρωση στον κατάλληλο τόπο και κατά τις συνηθισμένες ώρες εργασίας.
Το “τι είναι κατάλληλος χρόνος και τόπος” αποτελεί, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πραγματικό ζήτημα.
49. Αν η υπόσχεση ορίστηκε να εκπληρωθεί χωρίς όχληση του δανειστή και δεν ορίστηκε τόπος εκπλήρωσης, ο οφειλέτης υποχρεούται να οχλήσει το δανειστή για να ορίσει εύλογο τόπο για την εκπλήρωση της υπόσχεσης και εκπληρώσει αυτήν στον τόπο αυτό.
50. Η εκπλήρωση της υπόσχεσης δύναται να γίνει κατ’ οποιοδήποτε τρόπο ή σε οποιοδήποτε χρόνο τον οποίο ορίζει ή εγκρίνει ο δανειστής.
51. Αν η σύμβαση συνίσταται από αμοιβαίες υποσχέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν ταυτόχρονα, κανένας από τους οφειλέτες δεν υποχρεούται να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει εκτός αν ο άλλος είναι έτοιμος και πρόθυμος να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει.
52. Σε περίπτωση που η σύμβαση ορίζει ρητά την τάξη κατά την οποία θα εκπληρωθούν οι αμοιβαίες υποσχέσεις, αυτές πρέπει να εκπληρώνονται κατά την οριζόμενη τάξη~ ελλείψει τέτοιου όρου στη σύμβαση, οι υποσχέσεις πρέπει να εκπληρώνονται κατά την τάξη που επιβάλλει η φύση της συναλλαγής.
53. Αν η σύμβαση περιέχει αμοιβαίες υποσχέσεις και ο ένας από τους συμβαλλόμενους εμποδίζει τον άλλο να εκπληρώσει την υπόσχεση που τον βαρύνει, η σύμβαση καθίσταται ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του συμβαλλόμενου που εμποδίζεται και ο τελευταίος έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον άλλο για οποιαδήποτε ζημιά την οποία ήθελε υποστεί λόγω της μη εκπλήρωσης της σύμβασης.
54. Αν μια από τις αμοιβαίες υποσχέσεις από τις οποίες συνίσταται η σύμβαση, δεν δύναται να εκπληρωθεί ή η εκπλήρωση της δεν δύναται να αξιωθεί πριν από την εκπλήρωση της άλλης, το πρόσωπο που βαρύνεται με την άλλη αυτή υπόσχεση, αν παραλείψει να την εκπληρώσει, δεν δύναται να αξιώσει εκπλήρωση της υπόσχεσης με την οποία βαρύνεται ο άλλος από τους συμβαλλόμενους, υποχρεούται όμως να τον αποζημιώσει για κάθε ζημιά, την οποία ήθελε υποστεί, λόγω της μη εκπλήρωσης της σύμβασης.
55.-(1) Αν ένας από τους συμβαλλόμενους ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη ενέργεια εντός ορισμένου χρόνου ή πριν από το χρόνο αυτό, ή σε ορισμένες ενέργειες εντός ορισμένων χρόνων ή πριν από τους χρόνους αυτούς, και παραλείψει να προβεί σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια κατά ή πριν από τον ορισμένο χρόνο, η σύμβαση ή το μέρος της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε ακόμη καθίσταται ακυρώσιμο κατ’ εκλογή του δανειστή, αν πρόθεση των συμβαλλόμενων ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης.
(2) Aν πρόθεση των συμβαλλόμενων δεν ήταν να καταστήσουν το χρόνο ουσιώδη όρο της σύμβασης, η σύμβαση δεν καθίσταται ακυρώσιμη λόγω παράλειψης του οφειλέτη να ενεργήσει εντός του ορισμένου χρόνου ή πριν από αυτόν~ ο δανειστής όμως έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον οφειλέτη για κάθε ζημιά, την οποία ήθελε υποστεί λόγω της παράλειψης αυτής.
(3) Σε περίπτωση ακυρώσιμης σύμβασης λόγω παράλειψης του οφειλέτη να εκπληρώσει την υπόσχεση του στο χρόνο που συμφωνήθηκε, αν ο δανειστής αποδεχτεί εκπλήρωση της υπόσχεσης σε χρόνο άλλον από αυτόν που συμφωνήθηκε, τότε δεν δύναται να αξιώσει αποζημίωση για ζημιά που υπέστη λόγω μη εκπλήρωσης κατά το χρόνο που συμφωνήθηκε, εκτός αν, κατά το χρόνο της αποδοχής, γνωστοποιήσει στον οφειλέτη την πρόθεση του να αξιώσει αποζημίωση.
56.-(1) Συμφωνία προς τέλεση πράξης αφ’ εαυτής αδύνατης είναι άκυρη.
(2) Σύμβαση προς τέλεση πράξης, η οποία μετά την κατάρτιση της σύμβασης καθίσταται αδύνατη, ή παράνομη λόγω γεγονότος το οποίο ο οφειλέτης δεν μπορούσε να αποτρέψει, καθίσταται άκυρη μόλις η πράξη καταστεί αδύνατη ή παράνομη.
(3) Αν η υπόσχεση αφορά πράξη αδύνατη ή παράνομη και ο οφειλέτης γνώριζε ή αν κατέβαλλε εύλογη επιμέλεια, μπορούσε να γνώριζε το αδύνατο ή το παράνομο αυτής, ο δε δανειστής δεν γνώριζε ότι αυτή ήταν αδύνατη ή παράνομη, ο οφειλέτης υποχρεούται να αποζημιώσει το δανειστή για κάθε ζημιά, την οποία αυτός ήθελε υποστεί λόγω της μη εκπλήρωσης της υπόσχεσης.
57. Αν δυνάμει αμοιβαίων υποσχέσεων αναλήφθηκε υποχρέωση προς τέλεση, κατά πρώτο λόγο, ορισμένων πράξεων νόμιμων, κατά δεύτερο δε λόγο, υπό ορισμένες περιστάσεις, άλλων πράξεων παράνομων, το μέρος των υποσχέσεων που αφορά τις νόμιμες πράξεις συνιστά σύμβαση, ενώ το μέρος των υποσχέσεων που αφορά τις παράνομες πράξεις συνιστά άκυρη συμφωνία.
58. Στην περίπτωση διαζευκτικής υπόσχεσης, της οποίας το ένα σκέλος είναι νόμιμο και το άλλο παράνομο, μόνο το νόμιμο σκέλος είναι εκτελεστό.
59. Αν οφειλέτης χρέους, ο οποίος χρωστεί διάφορα συγκεκριμένα χρέη στο ίδιο πρόσωπο, διενεργήσει οποιαδήποτε πληρωμή σε αυτό, είτε ορίζοντας ρητά είτε υπό περιστάσεις από τις οποίες συνάγεται ότι η πληρωμή πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση ειδικού χρέους, η πληρωμή, αν γίνει αποδεκτή, πρέπει να καταλογιστεί προς εξόφληση του χρέους αυτού.
60. Αν ο οφειλέτης δεν ορίσει το χρέος το οποίο αφορά η πληρωμή που έγινε και αυτό δεν δύναται να συναχθεί από άλλες περιστάσεις, ο πιστωτής δύναται κατά βούληση να καταλογίσει την πληρωμή αυτή σε οποιοδήποτε νόμιμο χρέος του οφειλέτη αυτού, το οποίο είναι πληρωτέο προς αυτόν και απαιτητό, ανεξάρτητα αν η ανάκτηση αυτού εμποδίζεται ή όχι από τον εκάστοτε σε ισχύ νόμο που αφορά την παραγραφή.
61. Αν κανένας από τους ενδιαφερόμενους δεν προβεί στον καταλογισμό πληρωμής που έγινε, αυτή καταλογίζεται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας, ανεξάρτητα αν αυτά δύνανται ή όχι να ανακτηθούν κατ’ εφαρμογή του εκάστοτε σε ισχύ νόμου που αφορά την παραγραφή. Αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά αρχαιότητας, ο καταλογισμός της πληρωμής γίνεται συμμετρικά.
62. Αν οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να αντικαταστήσουν τη σύμβαση με νέα, ή να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση ή να τροποποιήσουν αυτήν, η αρχική σύμβαση δεν χρειάζεται εκπλήρωση.
63. Ο δανειστής δύναται να απαλλάξει ολικά ή μερικά τον οφειλέτη από την υποχρέωση του προς εκπλήρωση ή δύναται να παραιτηθεί ολικά ή μερικά από την αξίωση του προς εκπλήρωση ή να παρατείνει το χρόνο της εκπλήρωσης ή να δεχτεί αντί αυτής οποιαδήποτε ικανοποίηση την οποία θεωρεί προσήκουσα.
64. Αν ο συμβαλλόμενος κατ’ εκλογή του οποίου η σύμβαση είναι ακυρώσιμη υπαναχωρήσει από αυτή, ο αντισυμβαλλόμενος δεν υποχρεούται να εκπληρώσει οποιαδήποτε υπόσχεση που τον βαρύνει στη σύμβαση, Το πρόσωπο που υπαναχωρεί από ακυρώσιμη σύμβαση υποχρεούται, αν από αυτή προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος από άλλο συμβαλλόμενο, να αποκαταστήσει το όφελος αυτό, στο μέτρο του εφικτού, στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό.
65. Αν η συμφωνία αποδειχτεί εξ υπαρχής άκυρη, ή η σύμβαση καταστεί άκυρη, το πρόσωπο που προσπορίστηκε οποιοδήποτε όφελος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας ή σύμβασης υποχρεούται να αποκαταστήσει το όφελος αυτό ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο από το οποίο προσπορίστηκε αυτό.
66. Η υπαναχώρηση από ακυρώσιμη σύμβαση δύναται να κοινοποιηθεί ή ανακληθεί κατά τον ίδιο τρόπο και υπό τους ίδιους κανόνες, με εκείνους που διέπουν την κοινοποίηση ή ανάκληση πρότασης.
67. Αν ο δανειστής παραλείψει ή αρνηθεί να παράσχει στον οφειλέτη εύλογες διευκολύνσεις προς εκπλήρωση της υπόσχεσης του, ο οφειλέτης δεν έχει καμιά ευθύνη για τη μη εκπλήρωση, η οποία οφείλεται στην εν λόγω παράλειψη ή άρνηση.