Καταμερισμός Ενεργητικού
Πληρωμή προκαταρκτικών δαπανών

36.-(1) Tο ενεργητικό που απομένει μετά την πληρωμή των πραγματικών δαπανών που προέκυψαν κατά την εκκαθάριση του ενεργητικού του πτωχεύσαντα, διατίθεται, τηρουμένου οποιουδήποτε διατάγματος του Δικαστηρίου, για τη διενέργεια των πιο κάτω πληρωμών οι οποίες θα γίνονται με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας, συγκεκριμένα-

(α) των πραγματικών δαπανών που προέκυψαν από τον επίσημο παραλήπτη για την προστασία της περιουσίας ή του ενεργητικού του πτωχεύσαντα ή μέρους αυτού, ως και οποιωνδήποτε δαπανών ή εξόδων που προέκυψαν από τον ίδιο ή με εξουσιοδότηση του κατά την άσκηση των εργασιών του πτωχεύσαντα·

(β) των τελών, ποσοστών και δικαιωμάτων που πρέπει να πληρωθούν στον επίσημο παραλήπτη, ή των εξόδων, επιβαρύνσεων και δαπανών που προέκυψαν από ή με εξουσιοδότηση του επίσημου παραλήπτη·

(γ) της αμοιβής του ειδικού διαχειριστή, αν υπάρχει· και

(δ) των ψηφισθέντων εξόδων του αιτούντος πιστωτή τα οποία δεν απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.

(2) Οποτεδήποτε το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι περιουσιακό στοιχείο πτωχεύσαντα, αναφορικά με την περιουσία του οποίου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης, διαφυλάχθηκε προς όφελος των πιστωτών με νομικές διαδικασίες που λήφθηκαν εναντίον του πτωχεύσαντα από πιστωτή ο οποίος δεν είχε γνώση πράξης πτώχευσης που διαπράχθηκε από τον πτωχεύσαντα, το Δικαστήριο δύναται, κατά τη διακριτική του εξουσία, να διατάξει την πληρωμή των εξόδων που προκύπτουν από τη λήψη τέτοιων νομικών διαδικασιών ή μέρους αυτών από την περιουσία του πτωχεύσαντα με την ίδια προτεραιότητα, ως προς την πληρωμή, όπως στο άρθρο αυτό προβλέπεται αναφορικά με τα ψηφισθέντα έξοδα του αιτητή.

Κανονισμοί ως προς την επαλήθευση χρεών

37. Σχετικά με τον τρόπο επαλήθευσης χρεών, το δικαίωμα επαλήθευσης των ασφαλισμένων και άλλων πιστωτών, την παραδοχή και απόρριψη επαλήθευσης και αναφορικά με τα άλλα ζητήματα που αναφέρονται στο Δεύτερο Παράρτημα, οι κανονισμοί που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα εκείνο θα εφαρμόζονται.

Εκτίμηση της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση

37Α-(1) Εξασφαλισμένος πιστωτής, εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος πτώχευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, υποβάλλει στον Επίσημο Παραλήπτη ή στον διαχειριστή και, όπου εφαρμόζεται, σε εγγυητή προκαταρκτική εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση.

(2) Το αργότερο εντός δέκα ημερών από την ημέρα υποβολής της προκαταρτικής εκτίμησης από τον πιστωτή δυνάμει του εδαφίου (1), ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής:

(α) Συμφωνούν μεταξύ τους και με τον πιστωτή ως προς την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, και σε τέτοια περίπτωση η εν λόγω εκτίμηση είναι δεσμευτική για όλους· ή

(β) διορίζουν ανεξάρτητο εκτιμητή· ή

(γ) αποτείνονται στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για να διορίσει η ίδια ανεξάρτητο εκτιμητή.

(3) Ανεξάρτητος εκτιμητής που διορίζεται είτε δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), είτε δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), καθορίζει το αργότερο εντός δέκα ημερών από το διορισμό του, την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, και, η εκτίμηση που γίνεται από τον εν λόγω εκτιμητή θα είναι δεσμευτική για τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή, τον εξασφαλισμένο πιστωτή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή.

(4) Τα έξοδα της εκτίμησης που γίνεται δυνάμει του εδαφίου (3), καταβάλλονται κατ' αναλογία από τον εξασφαλισμένο πιστωτή, τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή και, όπου εφαρμόζεται, τον εγγυητή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Επίσημος Παραλήπτης ή ο διαχειριστής ή, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής, αποδέχεται την προκαταρτική εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση που υποβάλλεται δυνάμει του εδαφίου (1) από τον εξασφαλισμένο πιστωτή, εξαιρείται από την υποχρέωση καταβολής των εξόδων των εκτιμήσεων:

Νοείται περαιτέρω ότι, τα έξοδα που καταβάλλονται από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή δυνάμει του παρόντος εδαφίου, θεωρούνται ως έξοδα και δαπάνες της πτώχευσης.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

«εκτιμητής» σημαίνει αδειούχο εκτιμητή, ο οποίος είναι εγγεγραμμένο μέλος στο Μητρώο Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου·

«αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση» σημαίνει το ποσό το οποίο η περιουσία θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα αποφέρει, εάν διατίθετο στην ελεύθερη αγορά από πωλητή που ενεργεί εκούσια, σε αγοραστή που ενεργεί εκούσια, λαμβάνοντας υπόψη ότι η περιουσία διατίθεται κατά τη διαδικασία πτώχευσης·

«Υπηρεσία Αφερεγγυότητας» σημαίνει την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας όπως αυτή ορίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου.

Μεταχείριση εγγυητών στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης

37Β.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, εγγυητής τυγχάνει μεταχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε σχέση με εγγυήσεις που έδωσε για επαληθεύσιμα χρέη πτωχεύσαντα.

(2)(α) Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν υποβάλει την επαλήθευση εντός της καθορισμένης προθεσμίας όπως προνοείται στο Δεύτερο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση·

(β) ο πιστωτής ενημερώνει τους εγγυητές αναφορικά με την επαλήθευση και την εν λόγω αποδοχή ή απόρριψη δυνάμει του Κανονισμού 21 του Δεύτερο Δεύτερου Παραρτήματος:

Νοείται ότι, η εν λόγω ενημέρωση δεν αποτελεί ειδοποίηση για καταβολή πληρωμών εκ μέρους του εγγυητή και δεν επηρεάζει το δικαίωμα του πιστωτή ή του εγγυητή να προσφύγει στο Δικαστήριο, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό του Δεύτερου Παραρτήματος.

(3) Σε περίπτωση εξασφαλισμένου πιστωτή, η επαλήθευση περιλαμβάνει επιπλέον όλες τις πληροφορίες αναφορικά με:

(α) Την εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 37Α:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η περιουσία η οποία υπόκειται σε περισσότερες από μία εξασφαλίσεις, η αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση για τους σκοπούς της επαλήθευσης κάθε εξασφαλισμένου πιστωτή, θα είναι η αξία την οποία ο εν λόγω εξασφαλισμένος πιστωτής αναμένει να λάβει από την πώληση της εν λόγω περιουσίας, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σειρά προτεραιότητας των δικαιωμάτων των άλλων εξασφαλισμένων πιστωτών για τους οποίους η εν λόγω περιουσία υπόκειται σε εξασφάλιση, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου·

(β) το ποσό του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα προς τον συγκεκριμένο εξασφαλισμένο πιστωτή κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, το οποίο στο παρόν άρθρο αναφέρεται ως "οφειλόμενο χρέος".

(4) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση του πιστωτή, κατά την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή, ισούται ή ξεπερνά την αξία του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δε δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με εγγύηση.

(5) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση, είναι χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση για ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, όπως αυτά περιλαμβάνονται στην επαλήθευση.

(6) (α) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (5), το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της πτώχευσης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει πληρωμές ως τέτοιο κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές·

(β) ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση που περιουσία η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση διατεθεί και το καθαρό ποσό της διάθεσης είναι μεγαλύτερο από το ποσό της εκτιμημένης αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής θα δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση μόνο για το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους:

Νοείται ότι, το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της πτώχευσης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει τυχόν πληρωμές ως μη εξασφαλισμένος πιστωτής, κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ο εγγυητής κατέβαλε οποιεσδήποτε πληρωμές για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση και του οφειλόμενου χρέους πριν τη διάθεση της σχετικής περιουσίας του πτωχεύσαντα και το καθαρό ποσό που προέκυψε τελικά από τέτοια διάθεση είναι μεγαλύτερο από την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής οφείλει να επιστρέψει στον εγγυητή οποιοδήποτε ποσό που αυτός κατέβαλε, το οποίο υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ του ποσού που προκύπτει τελικά από το καθαρό ποσό της διάθεσης της περιουσίας και του οφειλόμενου χρέους.

(7) Τυχόν καταμερισμός υποχρεώσεων από τον πιστωτή μεταξύ των εγγυητών, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στην επαλήθευση, γίνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της διαφάνειας και σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας.

(8)(α) Οι εγγυητές δύνανται να καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, και κανένας εγγυητής δεν καταβάλλει ποσό το οποίο ξεπερνά το ποσό που απομένει μετά από αφαίρεση από το μηνιαίο εισόδημα τους, του συνόλου των:

(ί) Λογικών εξόδων διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρώμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου· και

(ίί) το σύνολο των μηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις κατά την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης·

(β) σε περιπτώσεις στις οποίες οι εγγυητές καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων, θα είναι η ίδια όπως καθορίστηκε στην αρχική σύμβαση μεταξύ πτωχεύσαντα και πιστωτή, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά και το επιτόκιο δεν θα είναι μεγαλύτερο από την εν λόγω αρχική σύμβαση.

(9) Οι διατάξεις του εδαφίου (8) εφαρμόζονται μόνο για χρέη για τα  οποία συνήφθησαν συμβάσεις εγγύησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2018 και η εφαρμογή τους ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου καταβολής των καθορισμένων μηνιαίων δόσεων η οποία άρχισε κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015.

(10) Το σύνολο των οποιωνδήποτε εφάπαξ ποσών και της καθαρής παρούσας αξίας σειράς πληρωμών που καταβάλλονται από εγγυητή καθώς και τυχόν πληρωμών που καταβάλλονται για μη εξασφαλισμένα χρέη προς συγκεκριμένο πιστωτή κατά τη διαδικασία πτώχευσης, δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό:

(α) Της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή· ή

(β) το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για μη εξασφαλισμένο πιστωτή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση καταβολής από τον εγγυητή εφάπαξ ποσού, θα λαμβάνονται υπόψη οι οποιεσδήποτε πληρωμές καταβλήθηκαν προς τον πιστωτή κατά τη διαδικασία πτώχευσης.

(11) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καμία αγωγή που αφορά εγγύηση σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται από πιστωτή εναντίον εγγυητή μετά την πάροδο δυο ετών από την ημερομηνία της γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον Επίσημο Παραλήπτη ή τον διαχειριστή:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν για τα διατάγματα πτώχευσης τα οποία θα εκδοθούν μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015.

(12) Όταν οποιοσδήποτε εγγυητής, κατέβαλε ολόκληρο το ποσό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του εδαφίου (5), σε πιστωτή δυνάμει του παρόντος άρθρου, τέτοιος εγγυητής, με την καταβολή τέτοιας πληρωμής καθίσταται μη εξασφαλισμένος πιστωτής ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην εν λόγω πληρωμή και έχει όλα τα δικαιώματα μη εξασφαλισμένου πιστωτή έναντι της περιουσίας του πτωχεύσαντα, και οι απαιτήσεις του έχουν την ίδια προτεραιότητα με αυτές των άλλων μη εξασφαλισμένων πιστωτών.

(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καμία αγωγή από εγγυητή εναντίον του πτωχεύσαντα ή οποιουδήποτε άλλου συνεγγυητή σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία καταβολής πληρωμής από τον εγγυητή στον πιστωτή αναφορικά με χρέος του πτωχεύσαντα:

Νοείται ότι, οι εν λόγω διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν για τα διατάγματα πτώχευσης τα οποία θα εκδοθούν μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015.

(14) Σε περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος πτώχευσης δυνάμει του άρθρου 22 ή 31 ή αποκατάστασης του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27 πιστωτής δεν δύναται να επιβάλει την υποχρέωση εγγυητή σε σχέση με την ευθύνη του αναφορικά με χρέος, στο βαθμό που το εν λόγω χρέος αποτελεί εξασφαλισμένο χρέος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου:

Νοείται ότι, οι εν λόγω διατάξεις ισχύουν για τα διατάγματα πτώχευσης τα οποία θα εκδοθούν μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πτώχευσης (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015.

(15) Σε περίπτωση ακύρωσης του διατάγματος πτώχευσης δυνάμει του άρθρου 22 ή 31 ή αποκατάστασης του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27, ο εγγυητής θα είναι υπεύθυνος για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους του πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για ανεξασφάλιστο πιστωτή, μη συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε ποσών έχουν αποπληρωθεί από τον πτωχεύσαντα ή εγγυητή.

(16) Η αυτοδίκαιη αποκατάσταση του πτωχεύσαντα δυνάμει του άρθρου 27Α δεν επηρεάζει τα αποτελέσματα της εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

Προτεραιότητα χρεών

38.-(1) Κατά τη διανομή της περιουσίας του πτωχεύσαντα πληρώνονται κατά προτεραιότητα όλων των άλλων χρεών, αλλά μετά την πληρωμή των αναφερομένων στο άρθρο 36 προκαταρκτικών δαπανών:

(α) όλοι οι κυβερνητικοί φόροι και δασμοί, δημοτικά ή κοινοτικά τέλη τα οποία οφείλονται από τον πτωχεύσαντα κατά την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης και τα οποία κατέστησαν απαιτητά και πληρωτέα μέσα στους δώδεκα αμέσως προηγούμενους της ημερομηνίας του διατάγματος παραλαβής, μήνες·

(β) κάθε ποσό αποδοχών μισθωτού αναφορικά με την απασχόληση του από τον πτωχεύσαντα κατά τη διάρκεια των δεκαοκτώ εβδομάδων των αμέσως προηγουμένων της έκδοσης διατάγματος πτώχευσης, σε καμιά, όμως, περίπτωση, το ποσό των αποδοχών αυτών δεν δύναται να υπερβαίνει το γινόμενο του δεκαοκτώ επί το διπλάσιο των εκάστοτε βασικών ασφαλιστέων αποδοχών·

(γ) κάθε ποσό της αποζημίωσης το οποίο ο πτωχεύσας υποχρεούται να καταβάλει προς το μισθωτό λόγω σωματικής βλάβης την οποία ο μισθωτός υπέστηκε λόγω ατυχήματος που προκλήθηκε από την απασχόληση και στην απασχόληση του ως μισθωτού του πτωχεύσαντος·

(δ) κάθε ποσό που οφείλεται προς το μισθωτό για την άδεια την οποία δικαιούται από την απασχόληση του από τον πτωχεύσαντα για περίοδο απασχόλησης ενός μόνο έτους·

(ε) όλα τα ενοίκια που προέκυψαν και οφείλονται στον ιδιοκτήτη κατά τους τέσσερις μήνες τους αμέσως προηγούμενους της ημερομηνίας του διατάγματος πτώχευσης·

(στ) για τους σκοπούς των παραγράφων (β), (γ) και (δ) του εδαφίου αυτού οι όροι “αποδοχαί” “μισθωτός” και “βασικές ασφαλιστέες αποδοχές” έχουν τις έννοιες που τους αποδόθηκαν από τους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμους του 1980 έως 1985.

(2) Τα πιο πάνω χρέη κατατάσσονται εξίσου και πληρώνονται εξολοκλήρου, εκτός αν η περιουσία του πτωχεύσαντα είναι ανεπαρκής να ικανοποιήσει τα χρέη αυτά όποτε τα χρέη ελαττώνονται σε ίσες αναλογίες μεταξύ τους.

(3) Τα πιο πάνω χρέη θα πρέπει να εξοφληθούν αμέσως, εφόσον η περιουσία του πτωχεύσαντα επαρκεί για την αντιμετώπιση τους, τηρουμένης της κράτησης από την περιουσία αυτή τέτοιων ποσών τα οποία είναι αναγκαία για την κάλυψη των εξόδων της διαχείρισης ή διαφορετικά.

(4) Η κοινή περιουσία συνεταίρων διατίθεται κατά πρώτο λόγο για πληρωμή των κοινών χρεών τους και η ξεχωριστή περιουσία κάθε συνεταίρου διατίθεται κατά πρώτο λόγο για πληρωμή των ξεχωριστών τους χρεών. Αν υπάρξει πλεόνασμα των ξεχωριστών περιουσιών, θα τυγχάνει χειρισμού ως, μέρος της κοινής περιουσίας. Αν υπάρξει πλεόνασμα της κοινής περιουσίας θα τυγχάνει χειρισμού ως, μέρος των αντίστοιχων ξεχωριστών περιουσιών κατ’ αναλογία του δικαιώματος και συμφέροντος κάθε συνεταίρου στην κοινή περιουσία.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού όλα τα επαληθευόμενα σε πτώχευση χρέη, πληρώνονται εξίσου.

(6) Αν μετά την πληρωμή των χρεών υπάρχει πλεόνασμα, αυτό θα χρησιμοποιείται για πληρωμή των τόκων από την ημερομηνία του διατάγματος πτώχευσης με επιτόκιο όπως καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επί όλων των χρεών που επαληθεύτηκαν στην πτώχευση.

(7) Καμιά διάταξη του άρθρου αυτού δεν αλλοιώνει το αποτέλεσμα του άρθρου 7 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, ή τη σειρά εκκαθάρισης των χρεών αποθανόντα προσώπου, βάσει των διατάξεων του περί Διαχειρίσεως των Περιουσιών Νόμου, Κεφ. 189.

Αναβολή απαιτήσεων του συζύγου ή της συζύγου

39. Σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση του ενός εκ των δύο συζύγων, οποιαδήποτε χρήματα ή άλλη περιουσία, που του δάνεισε ή του εμπιστεύθηκε ο έτερος σύζυγος για τους σκοπούς του εμπορίου ή της επιχείρησής που διεξάγεται από αυτόν, θεωρούνται ως στοιχεία του ενεργητικού της περιουσίας του και ο έτερος σύζυγος δεν δικαιούται να απαιτήσει μέρισμα ως πιστωτής σε σχέση με τα εν λόγω χρήματα ή περιουσία, μέχρις ότου ικανοποιηθούν όλες οι έναντι αντιπαροχής, σε χρήμα ή χρηματική αξία, απαιτήσεις των άλλων πιστωτών του πτωχεύσαντα συζύγου.