ΜΕΡΟΣ VI ΠΩΛΗΣΙΣ ΕΝΥΠΟΘΗΚΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ
Πώλησις ενυποθήκου λόγω υπερημερίας

37.-(1) Εν περιπτώσει υπερημερίας περί την πληρωμήν ενυποθήκου χρέους διά περίοδον εκατόν είκοσι (120) ημέρες ή μείζονα τοιαύτην από της ημερομηνίας καθ’ ην τούτο κατέστη πληρωτέον συμφώνως προς τους όρους της υποθήκης ή, αναλόγως της περιπτώσεως, τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, ο ενυπόθηκος δανειστής δύναται να επιδώση τω ενυποθήκω οφειλέτη κατάστασιν λογαριασμού και έγγραφον ειδοποίησιν καλούσαν τούτον όπως πληρώση το οφειλόμενον ποσόν ως καθορίζεται εν τη άνω μνησθείση καταστάσει, και πληροφορούσαν τούτον ότι, εάν συνεχισθή η υπερημερία πληρωμής του ποσού τούτου διά περίοδον ενός μηνός από της ημερομηνίας της επιδόσεως της τοιαύτης ειδοποιήσεως, θα υποβληθή τω Διευθυντή αίτησις πωλήσεως του ακινήτου όπερ βαρύνεται διά του ενυποθήκου χρέους προς εξόφλησιν αυτού.

(2) Εάν ο ενυπόθηκος οφειλέτης δεν συμμορφωθή προς την επιδοθείσαν αυτώ συμφώνως ταις διατάξεσι του εδαφίου (1) ειδοποίησιν εντός της διά ταύτης καθοριζομένης προθεσμίας, ο ενυπόθηκος δανειστής δύναται δι’ αιτήσεως να ζητήση παρά του Διευθυντού την πώλησιν του ως είρηται ακινήτου, προσάγων ένορκον δήλωσιν περί του γεγονότος ότι το εκτιθέμενον εν τη ως είρηται καταστάσει ποσόν κατέστη πληρωτέον, ότι ετηρήθησαν αι διατάξεις του προμνησθέντος εδαφίου και ότι το ως είρηται ποσόν ή μέρος αυτού παραμένει εισέτι απλήρωτον.

(3) Οσάκις ακίνητον αναφορικώς προς ο εγένετο αίτησις πωλήσεως δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου βαρύνεται ωσαύτως διά της πληρωμής οιουδήποτε ποσού εξασφαλιζομένου δι’ έτερας υποθήκης, προγενεστέρας ή μεταγενεστέρας της υποθήκης προς εξόφλησιν της οποίας εγένετο η αίτησις, άμα τη λήψει της αιτήσεως ο Διευθυντής γνωστοποιεί το γεγονός τούτο εις τον ενυπόθηκον δανειστήν πάσης μεταγενεστέρας υποθήκης όπως εντός ενός μηνός παράσχη τω Διευθυντή ένορκον δήλωσιν περί το εξασφαλιζόμενον υπό της ως είρηται υποθήκης ποσόν ως και περί το δυνάμει ταύτης εκάστοτε πληρωτέον τοιούτο:

Νοείται  ότι άπαντα τα δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου εισπρακτέα τέλη και δικαιώματα διά την υπό του Διευθυντού διενεργηθησομένην γνωστοποίησιν προκαταβάλλονται υπό του αιτούντος την πώλησιν ενυποθήκου δανειστού και λογίζονται ως προσηκόντως υπ’ αυτού διενεργηθέντα έξοδα εν αναφορά προς νόμιμα μέτρα ληφθέντα προς είσπραξιν του υπό της υπέρ αυτού συσταθείσης υποθήκης εξασφαλιζομένου ποσού.

(4) Εάν ο Διευθυντής πεισθή ότι ετηρήθησαν αι διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του περί Παραγραφής Νόμου και των άρθρων 39, 40, 41 και 51 του παρόντος Νόμου, να μεριμνήση διά την συμφώνως τω παρόντι Νόμω πώλησιν του ακινήτου του βαρυνομένου διά της πληρωμής του ενυποθήκου χρέους.

Τύπος ειδοποιήσεως προς ενυπόθηκον οφειλέτην και αιτήσεως πωλήσεως

38.-(1) Η συμφώνως ταις διατάξεσι του εδαφίου (1) του άρθρου 37 υπό του ενυποθήκου δανειστού τω ενυποθήκω οφειλέτη επιδιδομένη ειδοποίησις θα είναι εν τω τύπω Ζ ως ούτος εκτίθεται εν τω Δευτέρω Παραρτήματι.

(2) Η συμφώνως ταις διατάξεσι του εδαφίου (2) του άρθρου 37 υπό του ενυποθήκου  δανειστού υποβαλλομένη τω Διευθυντή αίτησις θα είναι εν τω τύπω Η ως ούτος εκτίθεται εν τω Δευτέρω Παραρτήματι, βεβαιούται δε δι’ όρκου, συμφώνως προς τον εκάστοτε εν ισχύϊ Διαδικαστικόν Κανονισμόν τον αφορώντα εις ενόρκους δηλώσεις επί αστικών υποθέσεων, παρεχομένου ουχί ενωρίτερον των επτά ημερών προ της υπό του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου παραλαβής της αιτήσεως.

Διακριτική εξουσία Διευθυντού αναφορικώς προς την πώλησιν

39. Εάν εκ των παρασχεθεισών αποδείξεων αίτινες διαλαμβάνονται ή επισυνάπτονται εις αίτησιν πωλήσεως ακινήτου βαρυνομένου διά της πληρωμής οιουδήποτε ποσού εξασφαλιζομένου διά τινος υποθήκης ο Διευθυντής κρίνη ότι η γενομένη ειδοποίησις προς πληρωμήν του ως είρηται ποσού δεν έφθασεν εις γνώσιν του ενυποθήκου οφειλέτου, ή ότι λόγω απουσίας αυτού εκ Κύπρου ή δι’ οιονδήποτε έτερον λόγον ούτος δεν είχεν επαρκή χρόνον ίνα συμμορφωθή προς την τοιαύτην ειδοποίησιν εντός της διά ταύτης καθοριζομένης προθεσμίας, ή ότι επιβάλλεται η παροχή περαιτέρω στοιχείων και αποδείξεων αφορωσών εις οιονδήποτε των αναφερομένων εν άρθρω 37 ζητημάτων, κέκτηται διακριτικήν εξουσίαν όπως-

(α) αρνηθή ή

(β) αναβάλη διά καθωρισμένον τινα χρόνον ή

(γ) αναβάλη μέχρις ου παρασχεθώσιν ως εν τοις ανωτέρω περαιτέρω στοιχεία και αποδείξεις,

την πώλησιν του τοιούτου ακινήτου, ως ούτος ήθελε κρίνει δίκαιον.

Ποσόν προς εξόφλησιν του οποίου το ακίνητον εκτίθεται εις πώλησιν

40.-(1) Εάν ο Διευθυντής αποφασίση να διατάξη την διεξαγωγήν πωλήσεως συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος Μέρους, ούτος καθορίζει ωσαύτως το ποσόν προς εξόφλησιν του οποίου το ακίνητον εκτίθεται εις πώλησιν και το οποίον περιλαμβάνει τα ακόλουθα επί μέρους ποσά-

(α) τέλη, φόρους, δικαιώματα, άτινα δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου βαρύνουσι κατά πρώτον λόγον το αποτελούν το αντικείμενον της πωλήσεως ακίνητον και ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα έναντι παντός ετέρου βάρους επί του αυτού ακινήτου

(β) το ποσόν όπερ αναφέρεται εν οιωδήποτε διατάγματι Επαρχιακού Δικαστηρίου εκδοθέντι δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 41 αναφορικώς προς το ποσόν το εξασφαλιζόμενον δι’ οιασδήποτε υποθήκης προγενεστέρας της υποθήκης προς εξόφλησιν της οποίας υπεβλήθη η αίτησις πωλήσεως

(γ) το κεφάλαιον ή οιονδήποτε εισέτι οφειλόμενον μέρος αυτού και άπαντας τους τόκους οίτινες καθίστανται πληρωτέοι μέχρι της ημερομηνίας καθ’ ην σκοπείται η διεξαγωγή της πωλήσεως, δυνάμει των όρων της υποθήκης προς όφελος του ενυποθήκου δανειστού όστις ητήσατο την τοιαύτην πώλησιν ή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και άπαντα τα έξοδα άτινα κατά την γνώμην του Διευθυντού διενηργήθησαν προσηκόντως υπό του ως είρηται ενυποθήκου δανειστού εν αναφορά προς την λήψιν νομίμων μέτρων διά την είσπραξιν του διά της υποθήκης εξασφαλιζομένου ποσού, όπως αυτά βεβαιώνονται στην ένορκη δήλωση του ενυπόθηκου δανειστή ή σε νέα ένορκη δήλωση του ενυπόθηκου δανειστή κατόπιν υπόδειξης του Διευθυντή, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 37, 38 και 39.

(2) Πριν ή ο Διευθυντής καθορίση την ημερομηνίαν διεξαγωγής πωλήσεως δυνάμει του παρόντος Μέρους, ούτος παρέχει τριάκοντα ημερών γνωστοποίησιν-

(α) εις τον ενυπόθηκον οφειλέτην και τους ενυποθήκους δανειστάς απασών των υποθηκών αίτινες συνέστησαν προς εξασφάλισιν οιουδήποτε ποσού διά την πληρωμήν ούτινος βαρύνεται το προς πώλησιν ακίνητον, περί την απόφασιν αυτού όπως διατάξη την πώλησιν και

(β) εις τον ενυπόθηκον οφειλέτην, περί το ποσόν όπερ ούτος καθώρισε δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1).

Πώλησις ακινήτου υποκειμένου εις προγενεστέραν υποθήκην

41.-(1) Οσάκις ακίνητον αναφορικώς προς ο εγένετο αίτησιν πωλήσεως δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 37 βαρύνεται διά της πληρωμής οιουδήποτε ποσού εξασφαλιζομένου δι’ υποθήκης προγενεστέρας της υποθήκης προς απόσβεσιν της οποίας εγένετο η εν τοις ανωτέρω αίτησις (εν τοις εφεξής εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένης ως “προγενεστέρα υποθήκη”), και ολόκληρον το ποσόν το ούτω εξασφαλιζόμενον υπό της προγενεστέρας υποθήκης κατέστη πληρωτέον, ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή οιοσδήποτε ενυπόθηκος δανειστής, πλην του ενυποθήκου δανειστού της ως είρηται προγενεστέρας υποθήκης, δύναται, εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας αφ’ ης επεδόθη αυτώ η γνωστοποίησις του Διευθυντού δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 40, να υποβάλη αίτησιν τω Επαρχιακώ Δικαστηρίω ζητών δήλωσιν αυτού ότι το ως είρηται ακίνητον δύναται να πωληθή ελεύθερον πάσης τοιαύτης προγενεστέρας υποθήκης.

(2) Άμα τη υποβολή αιτήσεως συμφώνως τω εδαφίω (1) και τη επιδόσει  ειδοποιήσεως περί της γενομένης αιτήσεως προς το πρόσωπον ή πρόσωπα άτινα τούτο ήθελε καθορίσει, το Επαρχιακόν Δικαστήριον δύναται, εφ’ όσον θεωρεί τούτο εύλογον, διά διατάγματος αυτού να διατάξη όπως εντός δεκαπέντε ημερών από της ημερομηνίας του τοιούτου διατάγματος ο αιτών καταβάλη τω Δικαστηρίω, ή άλλως πως εξασφαλίση κατά τρόπον ικανοποιούντα το Επαρχιακόν Δικαστήριον την πληρωμήν αυτού, τοιούτο ποσόν ως κατά την γνώμην του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήθελε κριθή επαρκές διά την εξόφλησιν παντός εξασφαλιζομένου υπό τοιαύτης προγενεστέρας υποθήκης και εισέτι οφειλομένου ποσού.

(3) Άμα ως καταβληθή τω Δικαστηρίω υπό του αιτητού ή άλλως πως εξασφαλισθή υπ’ αυτού η πληρωμή του εν τω διατάγματι τω αναφερομένω εν εδαφίω (2) καθοριζομένου ποσού, το Επαρχιακόν Δικαστήριον δηλοί ότι το ως είρηται ακίνητον δύναται να εκτεθή εις πώλησιν ελεύθερον της προγενεστέρας υποθήκης( το Επαρχιακόν Δικαστήριον διατάσσει περαιτέρω όπως το καταβληθέν τω Δικαστηρίω ποσόν, ή το ποσόν ούτινος η πληρωμή εξησφαλίσθη συμφώνως τω προμνησθέντι εδαφίω, αναλόγως της περιπτώσεως, καταβληθή εις τον ενυπόθηκον δανειστήν της προγενεστέρας υποθήκης εις τοιούτον χρόνον και υπό τοιούτους όρους ως το Επαρχιακόν Δικαστήριον ήθελε κρίνει εύλογον να καθορίση:

Νοείται ότι το Επαρχιακόν Δικαστήριον δεν διατάσσει την διενέργειαν τοιαύτης πληρωμής πριν ή το ως είρηται ακίνητον πωληθή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους.

(4) Άμα τη προσαγωγή κεκυρωμένου αντιγράφου της εν εδαφίω (3) αναφερομένης δηλώσεως ο Διευθυντής εκθέτει, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 39 και 51, το ως είρηται ακίνητον εις πώλησιν, ελεύθερον πάσης προγενεστέρας υποθήκης εις ην η τοιαύτη δήλωσις αφορά.

(5) Οσάκις υποβάλλεται αίτησις τω Επαρχιακώ Δικαστηρίω διά δήλωσιν αυτού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου-

(α) ο αιτών την τοιαύτην δήλωσιν παρέχει τω Διευθυντή κεκυρωμένον αντίγραφον της αιτήσεως

(β) όταν η αίτησις εκδικασθή υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ο Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου γνωστοποιεί εγγράφως εις τον Διευθυντήν κατά πόσον η περί την δήλωσιν αίτησις εγένετο αποδεκτή ή, αναλόγως της περιπτωσεως, απερρίφθη( εις ην δε περίπτωσιν εγένετο αποδεκτή, ο Πρωτοκολλητής παρέχει τω Διευθυντή κεκυρωμένον αντίγραφον της τοιαύτης δηλώσεως

(γ) άμα τη λήψει του κεκυρωμένου αντιγράφου της αιτήσεως ως προνοείται εν παραγράφω (α) του παρόντος άρθρου, ανεξαρτήτως οιασδήποτε διατάξεως διαλαμβανομένης εν οιωδήποτε ετέρω άρθρω του παρόντος Νόμου, ο Διευθυντής αναστέλλει πάσαν ενέργειαν εις ην ούτος υδύνατο να προβή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους του παρόντος Νόμου, μέχρις ου γενή υπό του Πρωτοκολλητού του Επαρχιακού Δικαστηρίου η εν παραγράφω (β) του παρόντος εδαφίου προνοουμένη γνωστοποίησις:

Νοείται ότι ουδέν των εν τη παρούση παραγράφω διαλαμβανομένων τυγχάνει εφαρμογής εφ’ οιασδήποτε περιπτώσεως καθ’ ην ο Διευθυντής λαμβάνει το κεκυρωμένον αντίγραφον της αιτήσεως μετά την έκδοσιν ειδοποιήσεως πωλήσεως ως προνοείται εν Κανονισμω 3 των Κανονισμών Πωλήσεως.

(6) Eάν δεν προσαχθή κεκυρωμένον αντίγραφον δηλώσεως ως εν εδαφίω (4), τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 39 και 51, ο Διευθυντής εκθέτει εις πώλησιν το ως είρηται υποκείμενον εις την προγενεστέραν υποθήκην, και διά σημειώσεως επί των ειδοποιήσεων της τοιαύτης πωλήσεως των προνοουμένων εν Κανονισμώ 3 των Κανονισμών Πωλήσεως φέρει εις γνώσιν παντός πλειοδότου το γεγονός ότι το ως είρηται ακίνητον θα πωληθή υποκείμενον εις την προγενεστέραν υποθήκην, ο δε πλειοδότης  επί τούτω λογίζεται λαβών γνώσιν του τοιούτου γεγονότος ως και παντός στοιχείου αφορώντος εις την προγενεστέραν υποθήκην( άμα τη πωλήσει του ακινήτου ως εν τοις ανωτέρω αι διατάξεις της παραγράφου (γ) της εν εδαφίω (1) του άρθρου 31 επιφυλάξεως και του ως είρηται εδαφίου (4) τυγχάνουσι, τηρουμένων των αναλογιών, εφαρμογής ως εάν το τοιούτο ακίνητον είχε μεταβιβασθή υποκείμενον εις την προγενεστέραν υποθήκην δυνάμει των διατάξεων του εν τοις ανωτέρω μνησθέντος άρθρου:

Νοείται ότι ουδέν των εν τω παρόντι εδαφίω εφαρμόζεται-

(α) εφ’ οιασδήποτε προγενεστέρας υποθήκης δηλωθείσης προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, μέχρις ου προσαχθή τω Διευθυντή ή έγγραφος συναίνεσις του προγενεστέρου ενυποθήκου δανειστού και παντός εγγυητού του ενυποθήκου οφειλέτου προς διενέργειαν της σκοπουμένης πωλήσεως ή

(β) εφ’ οιασδήποτε προγενεστέρας υποθήκης δι’ ης εξασφαλίζεται οιονδήποτε ποσόν διά την πληρωμήν του οποίου βαρύνονται δύο ή πλείονα ακίνητα, εκτός εάν-

(i) ανεξαρτήτως οιασδήποτε προνοίας των Κανονισμών Πωλήσεως, άπαντα τα τοιαύτα ακίνητα εκτεθώσι προς πώλησιν και πωληθώσιν ομού ως ενιαίον σύνολον κατά την ως είρηται πώλησιν και

(ii) προσαχθή τω Διευθυντή η προηγουμένη έγγραφος συναίνεσις προς πώλησιν, ως προνοείται εν υποπαραγράφω (α) της παρούσης παραγράφου, του ενυποθήκου οφειλέτου και παντός εγγυητού αυτού ως και απάντων των αναφορικώς προς τα ως είρηται ακίνητα ενυποθήκων δανειστών και λοιπών ησφαλισμένων πιστωτών του ενυποθήκου οφειλέτου πλην του προγενεστέρου ενυποθήκου δανειστού.

Τρόπος πωλήσεως και διάθεσις εκπλειστηριάσματος

42.-(1) Η δυνάμει του παρόντος Μέρους πώλησις ακινήτου διενεργείται διά δημοσίου πλειστηριασμού συμφώνως ταις διατάξεσι των Κανονισμών Πωλήσεως:

Νοείται ότι οσάκις το τοιούτο ακίνητον βαρύνεται διά της πληρωμής οιουδήποτε τέλους, φόρου ή δικαιώματος, όπερ δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε  εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου βαρύνει κατά πρώτον λόγον το τοιούτο ακίνητον ικανοποιούμενον κατά προτεραιότητα έναντι παντός ετέρου βάρους επί του αυτού ακινήτου, ο Διευθυντής διατάσσει, τηρουμένων των διατάξεων του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Περιορισμός Πωλήσεων) Νόμου, όπως μη διενεργηθή η πώλησις του ως είρηται ακινήτου εκτός εάν το προσφερόμενον διά τούτο ποσόν μετά την αφαίρεσιν των δικαιωμάτων του δημοπράτου και των δαπανών της πωλήσεως είναι ουχί έλασσον ελαχίστης τιμής ίσης προς το ποσόν του τέλους, φόρου ή, αναλόγως της περιπώσεως, δικαιώματος, διά της πληρωμής ούτινος βαρύνεται το τοιούτο ακίνητον.

(2) Ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός της επαρχίας εν ή κείται το δυνάμει του παρόντος Μέρους πωληθέν ή υπό πώλησιν ακίνητον δύναται δι’ αιτήσεως να ζητήση παρά του Επαρχιακού Δικαστηρίου οδηγίας περί την επίλυσιν οιουδήποτε ερωτήματος ανακύπτοντος ή δυναμένου να ανακύψη κατά την διενέργειαν της πωλήσεως, περιλαμβανομένου και οιουδήποτε ερωτήματος αφορώντος εις την διάθεσιν του εκπλειστηριάσματος εις τας εκτιθεμένας εν ταις επιφυλάξεσι της παραγράφου (στ) του εδαφίου (3) περιστάσεις· επί τούτω τυγχάνουσιν εφαρμογής αι διατάξεις του άρθρου 31 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ως εάν ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός εξετέλει ένταλμα πωλήσεως ακινήτου εκδοθέν δυνάμει των διατάξεων του άνω μνησθέντος Νόμου.

(3) Το εκπλειστηρίασμα όπερ ήθελεν αποφέρει πώλησις διενεργηθείσα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους διατίθεται ως ακολούθως και κατά την εν τοις εφεξής καθοριζομένην τάξιν:-

(α) διά την πληρωμήν παντός τέλους, φόρου ή δικαιώματος όπερ δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου βαρύνει κατά πρώτον λόγον το πωληθέν ακίνητον, ικανοποιούμενον κατά προτεραιότητα έναντι παντός ετέρου βάρους επί του αυτού ακινήτου·

(β) προς εξόφλησιν παντός ποσού καθοριζομένου εν διατάγματι του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκδοθέντι δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 41 και αφορώντι εις οιανδήποτε υποθήκην προγενεστέραν της υποθήκης της συσταθείσης υπέρ του ενυποθήκου δανειστού όστις ητήσαντο την πώλησιν:

Νοείται ότι το διατιθέμενον προς εξόφλησιν του τοιούτου ποσού εκπλειστηρίασμα καταβάλλεται εις το πρόσωπον όπερ κατέβαλε τω Δικαστηρίω ή άλλως εξησφάλισε την πληρωμήν του ως είρηται ποσού

(γ) προς εξόφλησιν παντός ποσού εξασφαλιζομένου δι’ υποθήκης συσταθείσης υπέρ του ενυποθήκου δανειστού όστις ητήσατο την πώλησιν·

(δ) προς εξόφλησιν παντός ποσού εξασφαλιζομένου δι’ υποθήκης μεταγενεστέρας της υποθήκης της συσταθείσης υπέρ του ενυποθήκου δανειστού όστις ητήσατο την πώλησιν (εν τοις εφεξής εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένης ως “μεταγενεστέρα υποθήκη”) ως ήθελε καθορισθή συμφώνως ταις διατάξεσι του εδαφίου (4):

Νοείται ότι οσάκις υφίστανται δύο ή πλείονες τοιαύται μεταγενέστεραι υποθήκαι και το υπόλοιπον του εκπλειστηριάσματος το διατιθέμενον διά ταύτας δυνάμει της παρούσης παραγράφου δεν επαρκεί προς εξόφλησιν των διά τούτων εξασφαλιζομένων ποσών, το υπόλοιπον τούτο θα διατίθεται προς εξόφλησιν των ειρημένων ποσών κατά την αντίστοιχον τάξιν προτεραιότητος των τοιούτων υποθηκών

(ε) προς εξόφλησιν απαιτήσεων δυνάμει δικαστικών αποφάσεων εγγεγραμμένων δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 53 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, κατά την αντίστοιχον τάξιν προτεραιότητος της εγγραφής αυτών:

Νοείται ότι εάν το τοιούτο εκπλειστηρίασμα προέκυψε καθ’ ολοκληρίαν ή μερικώς εκ της πωλήσεως οιασδήποτε οικίας, τούτο δεν διατίθεται προς εξόφλησιν τοιούτων απαιτήσεων δυνάμει δικαστικών αποφάσεων μέχρις ου γενώσιν επαρκείς κατά την κρίσιν του Επαρχιακού Δικαστηρίου διευθετήσεις προς στέγασιν του ενυποθήκου οφειλέτου και της οικογενείας αυτού:

Νοείται περαιτέρω ότι εάν ο ενυπόθηκος οφειλέτης είναι γεωργός και το τοιούτο ποσόν προέκυψε καθ’ ολοκληρίαν ή μερικώς εκ της πωλήσεως οιασδήποτε γαίας, τούτο δεν διατίθεται προς εξόφλησιν τοιούτων απαιτήσεων δυνάμει δικαστικών αποφάσεων αναφορικώς προς χρέη συναφθέντα μετά την 2αν Μαϊου 1919, εκτός εάν επαρκής κατά την κρίσιν του Επαρχιακού Δικαστηρίου έκτασις γης παρασχεθή εις τον ενυπόθηκον οφειλέτην και την οικογένειαν αυτού, ή εκτός εάν τα χρέη ταύτα οφείλωνται εις τινα Συνεργατικήν Εταιρείαν προσηκόντως εγγεγραμμένην ως τοιαύτην δυνάμει των διατάξεων του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, εάν δε μετά την εξόφλησιν των ως εν τοις ανωτέρω οφειλών υφίσταται εισέτι περίσσευμα τι του εκπλειστηριάσματος τούτο καταβάλλεται τω ενυποθήκω οφειλέτη:

Νοείται ότι, οποιαδήποτε τέλη, δικαιώματα κει έξοδα πώλησης καταβάλλονται από τον ενυπόθηκο δανειστή.

(4) Το διά μεταγενεστέρας υποθήκης εξασφαλιζόμενον ποσόν όπερ αναφέρεται εν παραγράφω (ε) του εδαφίου (3) καθορίζεται ως ακολούθως:

(α) εάν ο ενυπόθηκος δανειστής συμμορφούμενος προς την γνωστοποίησιν την δοθείσαν αυτώ υπό του Διευθυντού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 37 παράσχη τω Διευθυντή στοιχεία αποδεικνύοντα το δυνάμει της υποθήκης οφειλόμενον ποσόν, ο Διευθυντής δύναται να θεωρήση τούτο απαιτητόν ως και άπαντα τα έξοδα άτινα κατά την κρίσιν αυτού προσηκόντως εγένοντο υπό του ενυποθήκου δανειστού σχετικώς προς νόμιμα μέτρα ληφθέντα προς είσπραξιν του υπό του υποθήκης εξασφαλιζομένου ποσού( επί τούτω ο Διευθυντής δίδει έγγραφον γνωστοποίησιν εις τον ενυπόθηκον οφειλέτην και τον ενυπόθηκον δανειστήν περί το ποσόν το ούτω θεωρηθέν ως απαιτητόν δυνάμει της τοιαύτης υποθήκης·

(β) εάν ο ενυπόθηκος δανειστής παραλείψη να παράσχη τα εν παραγράφω (α) του παρόντος εδαφίου αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, ο Διευθυντής δύναται να θεωρήση απαιτητόν ολόκληρον το υπό της ειρημένης υποθήκης εξασφαλιζόμενον ποσόν, κατά την έκτασιν του μεγίστου δυνατού ποσού υπό αίρεσιν οφειλής ή υπολοίπου τρέχοντος λογαριασμού εξασφαλιζομένου διά της τοιαύτης υποθήκης, ως και πάντα τόκον πληρωτέον δυνάμει των όρων της τοιαύτης υποθήκης, και ότι ουδεμία δαπάνη εγένετο υπό του ενυποθήκου δανειστού σχετικώς προς νόμιμα μέτρα ληφθέντα προς είσπραξιν του υπό της υποθήκης εξασφαλιζομένου ποσού( επί τούτω ο Διευθυντής δίδει έγγραφον γνωστοποίησιν εις τον ενυπόθηκον οφειλέτην και τον ενυπόθηκον δανειστήν περί το ποσόν το ούτω θεωρηθέν απαιτητόν δυνάμει της τοιαύτης υποθήκης, ουδέν δε μέρος του εκπλειστηριάσματος διατίθεται προς απόσβεσιν της τοιαύτης υποθήκης προ της παρόδου τριάκοντα ημερών από της εκδόσεως της αναφερομένης εν παραγράφω (α) ή, αναλόγως της περιπτώσεως, εν  παραγράφω (β) του παρόντος εδαφίου γνωστοποιήσεως.

(5) Το περί ου η παράγραφος (στ) του εδαφίου (3) οφειλόμενον δυνάμει οιασδήποτε δικαστικής αποφάσεως ποσόν καθορίζεται ως ακολούθως:

(α) ο Διευθυντής δι’ εγγράφου αυτού γνωστοποιήσεως καλεί τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτήν, όστις προέβη εις εγγραφήν της τοιαύτης αποφάσεως, όπως εντός μηνός παράσχη αυτώ ένορκον δήλωσιν περί το οφειλόμενον δυνάμει της δικαστικής αποφάσεως ποσόν και τας υπ’ αυτού διενεργηθείσας δαπάνας εν σχέσει προς οιαδήποτε μέτρα ληφθέντα προς είσπραξιν του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους·

(β) εάν ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής συμμορφωθή προς την δοθείσαν αυτώ υπό του Διευθυντού συμφώνως ταις διατάξεσι της παραγράφου (α) γνωστοποίησιν, ο Διευθυντής δύναται να θεωρήση ως απαιτητόν το ποσόν όπερ ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής ήθελε καθορίσει ως οφειλόμενον δυνάμει της δικαστικής αποφάσεως ως και πάσας τας δαπάνας αίτινες κατά την κρίσιν του Διευθυντού ευλόγως εγένοντο υπό του πιστωτού εν σχέσει προς την λήψιν μέτρων προς είσπραξιν του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους( επί τούτω ο Διευθυντής δίδει εις τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτήν και τον ενυπόθητον οφειλέτην έγγραφον γνωστοποίησιν περί του ούτω θεωρηθέντος απαιτητού ποσού·

(γ) εάν ο εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής παραλείψη να συμμορφωθή προς την δοθείσαν αυτώ υπό του Διευθυντού συμφώνως ταις διατάξεσι της παραγράφου (α) γνωστοποίησιν, ο Διευθυντής δύναται να θεωρήση απαιτητόν ολόκληρον το εν τη δικαστική αποφάσει εκτιθέμενον ποσόν, περιλαμβανομένου παντός δυνάμει ταύτης πληρωτέου τόκου ως και πάσης δαπάνης διενεργηθείσης υπό του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτού υπό μορφήν τελών και δικαιωμάτων καταβληθέντων υπ’ αυτού τω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω εν σχέσει προς την εγγραφήν της δικαστικής αποφάσεως( επί τούτω ο Διευθυντής δίδει έγγραφον γνωστοποίησιν εις τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτήν και τον ενυπόθηκον οφειλέτην περί του ούτω θεωρηθέντος ως απαιτητού ποσού,

ουδέν δε μέρος του εκπλειστηριάσματος διατίθεται προς εξόφλησιν του δυνάμει της τοιαύτης δικαστικής αποφάσεως οφειλομένου ποσού προ της παρόδου τριάκοντα ημερών από της επιδόσεως της εν παραγράφω (β) ή, αναλόγως της περιπτώσεως, εν παραγράφω (γ) του παρόντος εδαφίου αναφερομένης γνωστοποιήσεως.

Μεταβίβασις δεν ακυροί διαδικασίαν

43. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 39, εφ’ όσον ήθελεν επιδοθή ειδοποίησις δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 37, η μεταβίβασις του σχετικού ακινήτου δυνάμει του άρθρου 31 ή οιασδήποτε υποθήκης δυνάμει του άρθρου 32 ουδόλως επάγεται ακύρωσιν της τοιαύτης διαδικασίας ή παράτασιν οιασδήποτε δυνάμει του παρόντος Νόμου τεταγμένης ή καθωρισμένης εν ειδοποιήσει δοθείση δυνάμει τούτου προθεσμίας, ή ακύρωσιν, καθυστέρησιν ή αναβολήν οιασδήποτε πωλήσεως διενεργηθείσης ή διενεργηθησομένης δυνάμει του παρόντος Μέρους.

Πολιτική αγωγή διά πώλησιν ενυποθήκου ακινήτου

44.-(1) Ουδέν των εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένων επενεργεί ώστε ν’ αποκλείση οιονδήποτε ενυπόθηκον δανειστήν από του να επιδιώξη διά πολιτικής αγωγής την πώλησιν του ενυποθήκου ακινήτου προς εξόφλησιν του διά της υποθήκης εξασφαλιζομένου ποσού( τοιαύτη δε αγωγή δύναται να εγερθή οποτεδήποτε, προ ή κατόπιν αιτήσεως προς τον Διευθυντήν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους:

Νοείται ότι οσάκις το Δικαστήριον θεωρεί ότι η τοιαύτη διαδικασία, αντί της υπό του παρόντος Μέρους προνοουμένης, δεν ήτο λογικώς αναγκαία διά την επίτευξιν του δ’ αυτής επιδιωκομένου σκοπού, το Δικαστήριον δύναται να διατάξη όπως άπαντα τα έξοδα της αγωγής, περιλαμβανομένων και των εξόδων του εναγομένου, πληρωθώσιν υπό του ενάγοντος.

(2) Οσάκις η πώλησις ενυπόθηκου ακινήτου προς εξόφλησιν του διά της υποθήκης εξασφαλιζομένου ποσού διατάσσηται υπό του Δικαστηρίου, αι ακόλουθοι διατάξεις τυγχάνουσιν εφαρμογής, εκτός εάν το Δικαστηρίον άλλως διατάσση:-

(α) αι διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 37 τυγχάνουσιν εφαρμογής, τηρουμένων των αναλογιών, ως εάν το διάταγμα του Δικαστηρίου ήτο αίτησις δυνάμει του εδαφίου (2) του προμνησθέντος άρθρου

(β) αι διατάξεις των άρθρων 41 και 42 τυγχάνουσιν εφαρμογής, τηρουμένων των αναλογιών, ως εάν ο Διευθυντής είχεν αποφασίσει να διατάξη την διεξαγωγήν πωλήσεως συμφώνως ταις διατάξεσι του παρόντος Μέρους, της υπό του εδαφίου (1) του άρθρου 41 προνοουμένης τριακονθημέρου περιόδου λογιζομένης από της ημερομηνίας της δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 37 υπό του Διευθυντού γενομένης γνωστοποιήσεως.