6.-(1) Προς απόκτησιν νομικής προσωπικότητος παν σωματείον οφείλει να εγγραφή συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Προς τον σκοπόν τούτον ο Έφορος τηρεί κατά τον καθωρισμένον τύπον Μητρώον Σωματείων εις το οποίον καταχωρίζει τα καθωρισμένα στοιχεία.
(3) Προς εγγραφήν σωματείου εις το Μητρώον υποβάλλεται αίτησις εις τον Έφορον υπό των ιδρυτών ή της διοικήσεως του σωματείου εις ην επισυνάπτονται η συστατική πράξις, τα ονόματα και αι διευθύνσεις των μελών της διοικήσεως, το καταστατικόν υπογεγραμμένον υπό των μελών και φέρον χρονολογίαν, το έμβλημα του σωματείου και περιγραφή της κινητής ή ακινήτου ιδιοκτησίας ή και αμφοτέρων, κατεχομένων ή ανηκόντων εις το σωματείον κατά τον χρόνον της υποβολής της αιτήσεως.
(4) Ο Έφορος εφ' όσον συντρέχουσιν οι νόμιμοι όροι δέχεται την αίτησιν, εγγράφει το σωματείον εις το Μητρώον επί τη καταβολή του καθωρισμένου τέλους και εκδίδει πιστοποιητικόν εγγραφής επί του καθωρισμένου τύπου. Το πιστοποιητικόν τούτο δημοσιεύεται εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας και αποτελεί πλήρη απόδειξιν περί της ημερομηνίας εγγραφής και περί της τηρήσεως απασών των νομίμων προϋποθέσεων. Το καταστατικόν βεβαιούμενον υπό του Εφόρου τηρείται εις τα αρχεία αυτού.
7. Άμα τη εκδόσει του πιστοποιητικού εγγραφής το εγγραφέν σωματείον αποκτά πλήρη νομικήν προσωπικότητα. Η νομική προσωπικότης απόλλυται επί τη διαλύσει του σωματείου.
8. Το καταστατικόν σωματείου δέον επί ποινή ακυρότητος να καθορίζη-
(α)τον σκοπόν, την επωνυμίαν και την έδραν του σωματείου·
(β) τους όρους της εισόδου, αποχωρήσεως και αποβολής των μελών, ως και τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις αυτών·
(γ) τους πόρους του σωματείου·
(δ) τον τρόπον της δικαστικής και εξωδίκου αντιπροσωπεύσεως του σωματείου·
(ε) τα όργανα της διοικήσεως του σωματείου ως και τους όρους του καταρτισμού και της λειτουργίας αυτής και της παύσεως των οργάνων αυτής·
(στ) τους όρους υφ' ους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει η συνέλευσις των μελών·
(ζ) τους όρους της τροποποιήσεως του καταστατικού·
(η) τον τρόπον καθ' ον ελέγχονται οι λογαριασμοί του σωματείου·
(θ) τους όρους διαλύσεως του σωματείου και της τύχης της περιουσίας αυτού εν περιπτώσει διαλύσεως ήτις εν ουδεμία περιπτώσει διανέμεται μεταξύ των μελών.
8Α.-(1) Σωματείο δε θα εγγράφεται με επωνυμία η οποία, κατά τη γνώμη του Εφόρου, συγκρούεται με την εθνική ασφάλεια ή το δημόσιο συμφέρον ή τα χρηστά ήθη.
(2) Εάν η προτεινόμενη επωνυμία του υπό εγγραφή σωματείου είναι πανομοιότυπη με την επωνυμία σωματείου που έχει ήδη εγγραφεί ή, κατά τη γνώμη του Εφόρου, προσομοιάζει τόσο πολύ με την επωνυμία αυτή ώστε να είναι δυνατό να εξαπατήσει ή να παραπλανήσει το κοινό ή τα μέλη οποιουδήποτε από τα δύο σωματεία, ο Έφορος μπορεί να ζητήσει από τα πρόσωπα που υπέβαλαν την αίτηση για εγγραφή του σωματείου να αλλάξουν την επωνυμία που αναγράφεται στην αίτηση και να αρνηθεί να εγγράψει το σωματείο μέχρι να γίνει η αλλαγή αυτή.
- 57/1972
- 85(I)/1997
9. Πάσα τροποποίησις του καταστατικού ισχύει μόνον από της καταχωρίσεως αυτής εις το Μητρώον κατ' αίτησιν της διοικήσεως του σωματείου υποβαλλομένην εντός είκοσι μιας ημερών από της ψηφίσεως ταύτης.
10. Η διάλυσις του σωματείου οπωσδήποτε επερχομένη ως και τα ονόματα των εκκαθαριστών σημειούνται εις το Μητρώον παραπλεύρως της εγγραφής. Η σημείωσις της διαλύσεως γίνεται τη αιτήσει της διοικήσεως του σωματείου ή της προκαλεσάσης την διάλυσιν αρχής.
11.-(1) Εφ' όσον το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, είσοδος νέων μελών επιτρέπεται πάντοτε.
(2) Τα μέλη δικαιούνται κατά πάντα χρόνον να αποχωρήσωσι του σωματείου. Μέλος αποχωρούν υποχρεούται όπως καταβάλη τας συνδρομάς του μέχρι τέλους του λογιστικού έτους πλην εάν το καταστατικόν άλλως ορίζη.
(3) Αποβολή μέλους επιτρέπεται καθ' ας περιπτώσεις προβλέπει το καταστατικόν.
12. Εφ' όσον το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, πάντα τα μέλη του σωματείου έχουσιν ίσα δικαιώματα.
13. Μέλη σωματείου εξελθόντα ουδέν δικαίωμα έχουσιν επί της περιουσίας του σωματείου. Εις καταβολήν των συνδρομών αυτών ευθύνονται αναλόγως του χρόνου καθ' ον διετέλεσαν μέλη.
14. Η ιδιότης του μέλους, εφ' όσον το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, είναι ανεπίδεκτος αντιπροσωπεύσεως και δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται.
15. Τα σωματεία διοικούνται υφ' ενός ή πλειόνων προσώπων άτινα εάν το καταστατικόν δεν ορίζη άλλως είναι μέλη του σωματείου. Επί πολυμελούς διοικήσεως αι αποφάσεις λαμβάνονται, μη οριζομένου άλλως εν τω καταστατικώ, κατ' απόλυτον πλειοψηφίαν των παρόντων.
16. Μέλος της διοικήσεως δεν δικαιούται εις ψήφον εάν η απόφασις αφορά την επιχείρησιν δικαιοπραξίας ή την έγερσιν ή την κατάργησιν δίκης μεταξύ του σωματείου αφ' ενός και του μέλους αφ' ετέρου, ή του συζύγου αυτού, ή συγγενούς εξ αίματος μέχρι και του τρίτου βαθμού ή εις επιχείρησιν δικαιοπραξίας μεταξύ του σωματείου αφ' ενός και εταιρείας, προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, αφ' ετέρου, εις την οποίαν ή υπό διοίκησιν της οποίας το μέλος συμμετέχει.
17.-(1) Ο έχων την διοίκησιν επιμελείται των υποθέσεων του σωματείου και αντιπροσωπεύει τούτο δικαστικώς και εξωδίκως. Υποκατάστασις, ενόσω, η συστατική πράξις ή το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, απαγορεύεται.
(2) Η έκτασις της εξουσίας του έχοντος την διοίκησιν προσδιορίζεται εκ του καταστατικού, ο δε προσδιορισμός ούτος ισχύει και έναντι τρίτων. Διά του καταστατικού, δύνανται να ανατεθώσιν ωρισμέναι υποθέσεις εις ίδιον πρόσωπον. Η εξουσία τούτου εν αμφιβολία εκτείνεται και εις πάσαν συναφή πράξιν.
(3)Δικαιοπραξίαι επιχειρηθείσαι υπό του διοικούντος το σωματείον οργάνου εντός των ορίων της εξουσίας του δεσμεύουσι το σωματείον.
(4) Το σωματείον ευθύνεται εκ των πράξεων ή παραλείψεων των αντιπροσωπευόντων αυτό οργάνων, εφ' όσον η πράξις ή η παράλειψις έλαβε χώραν κατά την εκτέλεσιν των ανατιθεμένων εις αυτά καθηκόντων και συνεπάγεται υποχρέωσιν αποζημιώσεως. Ευθύνεται επί πλέον εις ολόκληρον και το υπαίτιον πρόσωπον.
18. Η συνέλευσις των μελών αποτελεί το ανώτατον όργανον του σωματείου και αποφασίζει περί πάσης υποθέσεως αυτού μη υπαγομένης εις την αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Η συνέλευσις εφ' όσον το καταστατικόν δεν ορίζει άλλως, ιδία εκλέγει τα πρόσωπα της διοικήσεως, ορίζει τους ελεγκτάς των λογαριασμών του σωματείου, αποφασίζει περί της εισόδου ή αποβολής μέλους, περί εγκρίσεως του ισολογισμού, περί μεταβολής του σκοπού του σωματείου, περί τροποποιήσεως του καταστατικού και περί διαλύσεως του σωματείου.
19. Η συνέλευσις των μελών έχει την εποπτείαν και τον έλεγχον των μελών του διοικούντος Συμβουλίου και δικαιούται να παύη ταύτα συμφώνως των διατάξεων του καταστατικού.
20.-(1) Η συνέλευσις των μελών συγκαλείται υπό της διοικήσεως καθ' ας περιπτώσεις ορίζει το καταστατικόν, ή οσάκις τούτο επιβάλλεται εκ του συμφέροντος του σωματείου.
(2) Η συνέλευσις συγκαλείται εάν ζητήση τούτο ο υπό του καταστατικού οριζόμενος αριθμός μελών. Εν ελλείψει τοιούτου ορισμού, δύναται να ζητήση την σύγκλησιν το εν πέμπτον των μελών δι' εγγράφου αιτήσεως αναγραφούσης τα συζητητέα θέματα. Εάν η αίτησις δεν εισακουσθή ο Έφορος δύναται να εξουσιοδοτήση τους αιτούντας όπως συγκαλέσωσι την συνέλευσιν των μελών ήτις και ρυθμίζει τα της προεδρίας αυτής.
21 .-(1) Αι αποφάσεις της συνελεύσεως λαμβάνονται κατ' απόλυτον πλειοψηφίαν των παρόντων μελών. Απόφασις της συνελεύσεως επί θέματος μη αναγραφέντος εν τη προσκλήσει είναι άκυρος πλην εάν το καταστατικόν ορίζη άλλως.
(2) Η απόφασις δύναται να ληφθή και άνευ συνελεύσεως των μελών, εάν πάντα τα μέλη δηλώσωσιν εγγράφως την συναίνεσιν αυτών επί τίνος προτάσεως.
(3) Δεν δικαιούται εις ψήφον μέλος τι, εάν η απόφασις αφορά την επιχείρησιν δικαιοπραξίας ή την έγερσιν ή κατάργησιν δίκης μεταξύ του σωματείου αφ' ενός και του μέλους αφ' ετέρου, ή του συζύγου αυτού, ή συγγενούς εξ αίματος μέχρι και του τρίτου βαθμού ή εις επιχείρησιν δικαιοπραξίας μεταξύ του σωματείου αφ' ενός και εταιρείας προσωπικής και κεφαλαιουχικής αφ' ετέρου εις την οποίαν ή υπό διοίκησιν της οποίας το μέλος συμμετέχει.
22.-(1) Εκτός εάν το καταστατικόν άλλως ορίζη, προς λήψιν αποφάσεως περί τροποποιήσεως του καταστατικού ή περί διαλύσεως του σωματείου, απαιτείται η παρουσία του ημίσεος τουλάχιστον των μελών πλέον ενός και η πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων.
(2) Προς λήψιν αποφάσεως περί μεταβολής του σκοπού του σωματείου απαιτείται η συναίνεσις των τριών τετάρτων των μελών του σωματείου.
23.-(1) Απόφασις της συνελεύσεως αντικειμένη εις τον νόμον ή το καταστατικόν είναι άκυρος. Η ακυρότης κηρύσσεται υπό του δικαστηρίου επί τη αγωγή μέλους μη συναινέσαντος ή παντός έχοντος έννομον συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά παρέλευσιν εξ μηνών από της αποφάσεως της συνελεύσεως.
(2) Το δικαστήριον, αιτήσει της διοικήσεως του σωματείου ή μέλους αυτού ή του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, δύναται να αναστείλη την εκτέλεσιν αποφάσεως της συνελεύσεως εναντίον της εγκυρότητος της οποίας κατεχωρήθη αγωγή.
. 24. Το σωματείον διαλύεται-
(α)κατά πάντα χρόνον δι' αποφάσεως της συνελεύσεως των μελών συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου·
(β)άμα τα μέλη αυτού μειωθώσιν εις ολιγώτερα των είκοσι·
(γ) δι' αποφάσεως του Δικαστηρίου τη αιτήσει της διοικήσεως του σωματείου ή του ενός πέμπτου των μελών ή του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας-
(i) εάν λόγω άλλων αιτίων αποβαίνη αδύνατος η ανάδειξις διοικήσεως ή εν γένει καθίσταται αδύνατος η εξακολούθησις του σωματείου συμφώνως προς το καταστατικόν·
(ii)εάν εξεπληρώθη ο σκοπός του σωματείου ή εάν ένεκα μακράς αδρανείας συνάγεται εγκατάλειψις του σκοπού αυτού·
(iii)εάν το σωματείον επιδιώκη σκοπόν διάφορον του εν τω καταστατικώ καθοριζομένου, ή εάν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου απέβησαν παράνομοι ως εις το άρθρον 3 προνοείται.
25.-(1) Το σωματείον άμα τη διαλύσει διατελεί αυτοδικαίως εν εκκαθαρίσει. Μέχρι πέρατος της εκκαθαρίσεως και διά τας ανάγκας αυτής λογίζεται υφιστάμενον.
(2) Η εκκαθάρισις, εφ' όσον εν τω νόμω ή τω καταστατικώ δεν ορίζεται άλλως, ή εφ' όσον υπό του αρμοδίου οργάνου δεν απεφασίσθη άλλως, γίνεται υπό των εχόντων την διοίκησιν του σωματείου. Εν ελλείψει τοιούτων, ο εκκαθαριστής, εις ή πλείονες, διορίζεται υπό του Δικαστηρίου.
(3) Ο εκκαθαριστής επέχει θέσιν διοικούντος το σωματείον. Η εξουσία αυτού περιορίζεται εις τας ανάγκας της εκκαθαρίσεως.
(4) Ο εκκαθαριστής ευθύνεται εις αποζημίωσιν διά πάσαν εκ πταίσματος αυτού παράβασιν των υποχρεώσεων του. Πλείονες εκκαθαρισταί ευθύνονται εις ολόκληρον.
26. Επί ενώσεως προσώπων προς επιδίωξιν σκοπού μη αποτελούσης σωματείον, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλο τι, ισχύουν αι διατάξεις του οικείου εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου αι εφαρμοζόμενοι εις την ένωσιν ταύτην. Άμα η ένωσις μετατραπή εις σωματείον, η μεταβίβασις της περιουσίας εις τούτο γίνεται κατά τας εκάστοτε εν ισχύϊ διατάξεις αίτινες αφορώσιν εις μεταβίβασιν περιουσίας.