ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΗΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΙΣΦΟΡΑΙ
Ησφαλισμένοι

3. Τα ακόλουθα πρόσωπα ασφαλίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου:

(α) μισθωτοί˙

(β) αυτοτελώς εργαζόμενοι˙

(γ) έτερα πρόσωπα, ως καθορίζεται εν τω άρθρω 15.

Υποχρέωσις καταβολής εισφορών αναφορικώς προς μισθωτούς

4.-(1) Δι’ εκάστην περίοδον εισφορών, κατά την οποίαν ή διά τμήμα της οποίας πρόσωπον απησχολήθη ως μισθωτός, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών παρά του μισθωτού, παρά του εργοδότου αυτού και εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) εισφοραί δεν καταβάλλονται-

(α) δι’ οιανδήποτε περίοδον εισφορών αναφορικώς προς απασχόλησιν εκ της οποίας αι αποδοχαί του μισθωτού είναι αμελητέαι, εκτός εάν ο μισθωτός είναι μαθητευόμενος ή εκτίη ποινήν φυλακίσεως˙ και

(β) δι’ οιανδήποτε περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αρχομένην την ή μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην ο μισθωτός συνεπλήρωσε την συντάξιμον ηλικίαν.

Ποσόν εισφορών αναφορικώς προς μισθωτούς

5.-(1) (α) Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.4.2009 και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 17,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 6,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 6,8% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,3% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 10,15% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 3,45% επί των τοιούτων αποδοχών.

(β) Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2014, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 19,2% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 7,3% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 7,3% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,6% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 10,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 3,7% επί των τοιούτων αποδοχών.

(γ) Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2019, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 20,5% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 7,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 7,8% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,9% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 11,65% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 3,95% επί των τοιούτων αποδοχών.

(δ) Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2024, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 21,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 8,3% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 8,3% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,2% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 12,4% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 4,2% επί των τοιούτων αποδοχών.

(ε) Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2029, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 23,1% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 8,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 8,8% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,5% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 13,15% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 4,45% επί των τοιούτων αποδοχών.

(στ)  Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2034, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 24,4% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 9,3% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 9,3% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,8% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 13,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 4,7% επί των τοιούτων αποδοχών.

(ζ)  Από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1.1.2039, και τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού, είναι ίσον προς ποσοστόν 25,7% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 9,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού καταβάλλεται υπό του εργοδότου αυτού, ποσόν ίσον προς ποσοστόν 9,8% επί των τοιούτων αποδοχών υπό του μισθωτού και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 6,1% επί των τοιούτων αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην μισθωτός απασχολείται υπό εργοδότου ο οποίος εφαρμόζει διά τον μισθωτόν αυτόν επαγγελματικόν σχέδιον συντάξεων άνευ εισφορών εκ μέρους του μισθωτού, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του εργοδότου είναι ίσον προς ποσοστόν 14,65% επί των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, το δε ποσόν των εισφορών των καταβλητέων υπό του μισθωτού ίσον προς ποσοστόν 4,95% επί των τοιούτων αποδοχών.

(2) Διά σκοπούς υπολογισμού του ποσού των εισφορών των καταβλητέων δι’ εκάστην περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αναφορικώς προς την απασχόλησιν μαθητευομένου άνευ αποδοχών ή μετ’ αποδοχών αι οποίαι υπολείπονται του ημίσεως των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, τεκμαίρεται ότι ούτος λαμβάνει ασφαλιστέας αποδοχάς ίσας προς το ήμισυ του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(3) Διά σκοπούς υπολογισμού του ποσού των εισφορών των καταβλητέων δι’ εκάστην περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού όστις εκτίει ποινήν φυλακίσεως, τεκμαίρεται ότι αι ασφαλιστέαι αυτού αποδοχαί δεν υπολείπονται του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Ο εργοδότης ευθύνεται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 11, διά την καταβολήν τόσον των υπ’ αυτού καταβλητέων εισφορών όσον και των υπό του μισθωτού καταβλητέων τοιούτων, εισφοραί δε καταβληθείσαι υπό του εργοδότου διά λογαριασμόν του μισθωτού λογίζονται ως εισφοραί καταβληθείσαι υπό του μισθωτού.

(5) Προκειμένου περί κατηγορίας ή τάξεως μισθωτών απασχολουμένων συνήθως υπό δύο ή πλειόνων εργοδοτών εντός της αυτής περιόδου εισφορών, Κανονισμοί δύνανται να προβλέψωσι περί του τρόπου καταβολής υπό του μισθωτού αμφοτέρων των εισφορών τας οποίας ευθύνεται όπως καταβάλη ο εργοδότης δυνάμει του εδαφίου (4), ως και περί των υποχρεώσεων των τοιούτων μισθωτών και των εργοδοτών αυτών.

Επιστροφή εισφορών σε μισθωτούς που υπάγονται αναδρομικά σε επαγγελματικά σχέδια συντάξεων χωρίς εισφορές

6. Μισθωτός, στην περίπτωση του οποίου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του άρθρου 5, και ο οποίος υπάγεται αναδρομικά σε επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων χωρίς εισφορές από τον ίδιο, δικαιούται να του επιστραφεί από τον εργοδότη του για την περίοδο απασχόλησης του που αναγνωρίσθηκε ως συντάξιμη με βάση το εν λόγω επαγγελματικό σχέδιο,  ποσό ίσο –

(α) με 3% του συνόλου των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1992,

(β) με 3,1% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την περίοδο από  την 1η Ιανουαρίου 1993 μέχρι την 31η Μαρτίου 2009,

(γ)  με 3,35% των ασφαλιστέων αποδοχών του για την περίοδο   από  την 1η Απριλίου 2009 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2013,

(δ)   με 3,6% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την περίοδο από  την 1η Ιανουαρίου 2014 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2018,

(ε)  με 3,85% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την  περίοδο από  την 1η Ιανουαρίου 2019 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2023,

(στ)  με 4,1% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την περίοδο από  την 1η Ιανουαρίου 2024 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2028,

(ζ)  με 4,35% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την περίοδο  από  την 1η Ιανουαρίου 2029 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2033,

(η)  με 4,6% των ασφαλιστέων αποδοχών του  για την περίοδο   από  την 1η Ιανουαρίου 2034 μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2038, και

(θ) «4,85%» για την περίοδο από 1η Ιανουαρίου 2039.

Εισφορά Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας διά πρόσωπα υπηρετούντα εν τη Εθνική Φρουρά

7.-(1) Δι’ εκάστην εβδομάδα αρχομένην κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, καθ’ εκάστην ημέραν της οποίας πρόσωπον τι, κληθέν δι’ υπηρεσίαν εν τη Εθνική Φρουρά δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1979, διατελεί εν ενεργώ υπηρεσία, η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας καταβάλλει αναφορικώς προς το πρόσωπον τούτο εισφοράν εις καθωρισμένον ποσόν.

(2) Ουδέν εν τω παρόντι άρθρω ερμηνεύεται ότι το πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται εισφορά δυνάμει του εδαφίου (1) ασκεί ασφαλιστέαν απασχόλησιν.

Ειδική εισφορά εργοδοτών εις ωρισμένας περιπτώσεις

8. Εάν η συχνότης προσβολής εκ πνευμοκονιάσεως, σιλικώσεως, σιδηροσιλικώσεως, ασβεστώσεως ή οιασδήποτε των τοιούτων νόσων συνοδευομένης υπό φυματιώσεως αυξηθή, δύναται διά Κανονισμών να γίνη πρόβλεψις διά την καταβολήν ειδικής εισφοράς υφ’ ωρισμένου εργοδότου ή κατηγορίας εργοδοτών, επιπροσθέτως προς την δυνάμει του άρθρου 5 καταβλητέαν εισφοράν, αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού εις επάγγελμα εκθέτον τον τοιούτον μισθωτόν εις τον κίνδυνον οιασδήποτε των ως άνω νόσων.

Απασχόλησις μισθωτού υπό δύο ή πλειόνων εργοδοτών

9. Εάν μισθωτός απασχολήται υπό δύο ή πλειόνων εργοδοτών εντός της αυτής περιόδου εισφορών, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτού υφ’ ενός εκάστου των εργοδοτών αυτού.

Απασχόλησις ησφαλισμένου ως μισθωτού και ως αυτοτελώς εργαζομένου

10. Εάν ησφαλισμένος απασχολήται εντός της ιδίας περιόδου εισφορών, ταυτοχρόνως ή διαδοχικώς, ως μισθωτός και ως αυτοτελώς εργαζόμενος, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών δι’ αμφοτέρας τας απασχολήσεις.

Παρακράτησις ποσού εισφορών μισθωτού υπό του Εργοδότου

11.-(1) Ανεξαρτήτως οιασδήποτε συμβάσεως περί του αντιθέτου, ο εργοδότης δεν δικαιούται να παρακρατή ή να διεκδική εκ των αποδοχών, του παρ’ αυτώ απασχολουμένου μισθωτού το ποσόν των υπό του εργοδότου καταβλητέων εισφορών αναφορικώς προς τον τοιούτον μισθωτόν, πας δε εργοδότης όστις παρακρατεί ή πειράται να παρακρατήση, εν όλω ή εν μέρει, εκ των αποδοχών του παρ’ αυτώ απασχολουμένου μισθωτού το ποσόν των υπ’ αυτού καταβλητέων εισφορών αναφορικώς προς τον τοιούτον μισθωτόν, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας .750.

(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οιουδήποτε νόμου ή συμβάσεως περί του αντιθέτου, το ποσόν των εισφορών το οποίον καταβάλλεται υπό του εργοδότου διά λογαριασμόν του παρ’ αυτώ απασχολουμένου μισθωτού, δύναται να παρακρατήται ή διεκδικήται εκ των οφειλομένων εις τον μισθωτόν υπό του εργοδότου αποδοχών, αναφορικώς προς την περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών δι’ ην είναι καταβλητέον το τοιούτο ποσόν εισφορών, ουχί δε άλλως.

(3) Ο εργοδότης μαθητευομένου υποχρεούται εις την καταβολήν τόσον του υπ’ αυτού όσον και του υπό του μαθητευομένου καταβλητέου ποσού εισφορών επί της διαφοράς μεταξύ του ποσού των πραγματικών αποδοχών αυτού και του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών τας οποίας ο μαθητευόμενος τεκμαίρεται ότι λαμβάνει δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 5, δεν δικαιούται δε να διεκδικήση το τοιούτο ποσόν παρά του μαθητευομένου.

(4) Αναφορικώς προς μισθωτόν όστις εκτίει ποινήν φυλακίσεως, η Κυβέρνησις της Δημοκρατίας υποχρεούται εις την καταβολήν τόσον του υπ’ αυτής ως εργοδότου καταβλητέου ποσού εισφορών, όσον και του υπό του μισθωτού καταβλητέου τοιούτου, δύναται, όμως, διά Κανονισμών να γίνη πρόβλεψις διά την παρακράτησιν εν όλω ή εν μέρει του ποσού των εισφορών του τοιούτου μισθωτού εκ των αποδοχών του.

Υποχρέωσις καταβολής εισφορών αυτοτελώς εργαζομένων

12.-(1) Δι’ εκάστην περίοδον εισφορών, κατά την οποίαν ή διά τμήμα της οποίας πρόσωπον απησχολήθη ως αυτοτελώς εργαζόμενος, υφίσταται υποχρέωσις καταβολής εισφορών παρά του αυτοτελώς εργαζομένου και εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1), δεν καταβάλλονται εισφοραί δι’ οιανδήποτε περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αρχομένην την ή μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην ο αυτοτελώς εργαζόμενος συνεπλήρωσε την συντάξιμον ηλικίαν.

Ποσόν εισφορών αυτοτελώς εργαζομένων

13. (α) Από την πρώτη Δευτέρα του Απριλίου του 2009, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 16,9% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 12,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,3% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(β) Από την πρώτη Δευτέρα του 2014, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 18,2% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 13,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,6% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(γ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2019, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 19,5% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 14,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 4,9% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(δ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2024, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 20,8% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 15,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,2% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(ε) Από την πρώτη Δευτέρα του 2029, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 22,1% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 16,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,5% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(στ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2034, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 23,4% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 17,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 5,8% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

(ζ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2039, το ποσόν των εισφορών των καταβλητέων αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου είναι ίσον προς ποσοστόν 24,7% επί των ασφαλιστέων αποδοχών αυτού, εκ του οποίου ποσόν ίσον προς ποσοστόν 18,6% επί των τοιούτων αποδοχών καταβάλλεται υπό του αυτοτελώς εργαζομένου και ποσόν ίσον προς ποσοστόν 6,1% επί των ως είρηται αποδοχών εκ του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.

Απόσβεσις εισφορών

14.-(1) Εισφοραί αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού δεν καταβάλλονται μετά την παρέλευσιν εξ ετών από του τέλους της περιόδου εισφορών διά την οποίαν αι τοιαύται εισφοραί κατέστησαν καταβλητέαι.

(2) Εισφοραί αναφορικώς προς την απασχόλησιν αυτοτελώς εργαζομένου δεν καταβάλλονται μετά την παρέλευσιν τριών ετών από του τέλους της περιόδου εισφορών διά την οποίαν αι τοιαύται εισφοραί κατέστησαν καταβλητέαι.

Προαιρετική ασφάλισις

15.-(1) Παν πρόσωπον δικαιούται τη υποβολή αιτήσεως προς τον Διευθυντήν, να λάβη πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως εάν-

(α) έχη πληρωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς εις το κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών ίσας προς το ποσόν των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών· ή

(β) [Διαγράφηκε].

(γ) έχη την συνήθη αυτού διαμονήν εν Κύπρω και εργάζηται εκτός Κύπρου, εν τη υπηρεσία Κυπρίου εργοδότου.

Διά τους σκοπούς της παρούσης παραγράφου, “Κύπριος εργοδότης” σημαίνει εργοδότην ο οποίος διαμένει ή έχει επαγγελματικήν εγκατάστασιν εν Κύπρω ή νομικόν πρόσωπον εγγεγραμμένον εν Κύπρω, ή εις το οποίον πολίτης της Δημοκρατίας ή νομικόν πρόσωπον εγγεγραμμένον εν Κύπρω συμμετέχει ουσιωδώς.

(2) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως, χορηγηθέν αυτώ δυνάμει του παρόντος άρθρου, δικαιούται να καταβάλλη εισφοράς διά πάσαν περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών καθ’ ην το πιστοποιητικόν ισχύει, ουδεμία όμως εισφορά είναι καταβλητέα δι’ οιανδήποτε περίοδον ή τμήμα περιόδου εισφορών αρχομένην την ή μετά την ημερομηνίαν καθ’ ην το κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως πρόσωπον έχει συμπληρώσει την συντάξιμον ηλικίαν.

(3) Η ισχύς πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως, εκδιδομένου δυνάμει του εδαφίου (1), άρχεται από της ημερομηνίας της προς έκδοσιν αυτού γενομένης αιτήσεως, εκτός εάν ο αιτητής ήθελεν ορίσει εν τη αιτήσει αυτού άλλην ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του πιστοποιητικού, ήτις δεν δύναται να είναι προγενεστέρα της πρώτης περιόδου εισφορών δι’ ην ο κάτοχος του τοιούτου πιστοποιητικού δικαιούται δυνάμει Κανονισμών να καταβάλη εισφοράς.

Ποσόν εισφορών προαιρετικώς ησφαλισμένων

16.-(1) (α) Από την πρώτη Δευτέρα του 2009, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 14,8% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 17,9% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 11,0% και το 13,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(β) Από την πρώτη Δευτέρα του 2014, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 16,1% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 19,2% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 12,0% και το 14,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(γ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2019, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 17,4% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 20,5% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 13,0% και το 15,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(δ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2024, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 18,7% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 21,8% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 14,0% και το 16,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(ε) Από την πρώτη Δευτέρα του 2024, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 20,0% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 23,1% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 15,0% και το 17,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(στ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2034, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 21,3% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 24,4% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 16,0% και το 18,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(ζ) Από την πρώτη Δευτέρα του 2039, το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 είναι ίσο με 22,6% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του και για ασφαλισμένο δυνάμει της παραγράφου (γ) του εν λόγω εδαφίου είναι ίσο με 25,7% πάνω στις ασφαλιστέες αποδοχές του. Από τα ποσοστά αυτά το 17,0% και το 19,6%, αντίστοιχα καταβάλλει ο ασφαλισμένος και το υπόλοιπο καταβάλλεται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(2) Διά τους σκοπούς του εδαφίου (1) το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως δύναται να καταβάλλη εισφοράς δι’ έκαστον έτος εισφορών επιλέγεται υπ’ αυτού, δεν δύναται όμως να υπερβαίνη την αξίαν του 1/52 των ασφαλιστικών μονάδων του κατά το τελευταίον συμπεπληρωμένον έτος εισφορών προ της ημερομηνίας ενάρξεως του πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως ή του 1/52 του ετησίου μέσου όρου των τοιούτων μονάδων κατά τα τρία τελευταία έτη εισφορών προ της ημερομηνίας ενάρξεως του τοιούτου πιστοποιητικού και εν ουδεμιά περιπτώσει να υπερβαίνη το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών του ως είρηται έτους εισφορών:

Νοείται ότι εις ην περίπτωσιν το ως είρηται 1/52 υπολείπεται του 1/52 της μιας ασφαλιστικής μονάδος, το κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως πρόσωπον δύναται, δι’ εκάστην περίοδον εισφορών, να καταβάλλη εισφοράς επί ποσού ασφαλιστέων αποδοχών ίσου προς το 1/52 της αξίας μιας ασφαλιστικής μονάδος.

(3) Διά τους σκοπούς του εδαφίου (2) η αξία της ασφαλιστικής μονάδος υπολογίζεται επί τη βάσει του ποσού των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, το οποίον λαμβάνεται υπ’ όψιν διά σκοπούς εξευρέσεως της ασφαλιστικής μονάδος διά το έτος εισφορών διά το οποίον καταβάλλεται εισφορά:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν εισφορών καταβαλλομένων διά περιόδους εισφορών του έτους εισφορών το οποίον περιλαμβάνει την σχετικήν ημερομηνίαν διά οιανδήποτε παροχήν διά την οποίαν αι τοιαύται εισφοραί λαμβάνονται υπ’ όψιν, η αξία της ασφαλιστικής μονάδος υπολογίζεται επί τη βάσει του ποσού των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του ισχύοντος κατά την σχετικήν ημερομηνίαν.

(4) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως, εκδοθέν δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15, δύναται να επιλέξη όπως καταβάλλη εισφοράς είτε επί του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών του εξευρισκομένου συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (2), είτε επί του εβδομαδιαίου ποσού των αποδοχών αυτού, ως τούτο καθορίζεται εις την σχετικήν σύμβασιν εργασίας, εν ουδεμιά όμως περιπτώσει καταβάλλονται εισφοραί επί οιουδήποτε ποσού υπερβαίνοντος το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών.

(5) Πρόσωπον κατέχον πιστοποιητικόν προαιρετικής ασφαλίσεως και αναφορικώς προς το οποίον υπάρχει υποχρέωσις καταβολής εισφορών δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12, δύναται να καταβάλλη εισφοράς και δυνάμει του παρόντος άρθρου επί οιουδήποτε ποσού ασφαλιστέων αποδοχών μη υπερβαίνοντος το ποσόν της διαφοράς μεταξύ των ασφαλιστέων αποδοχών των υπολογιζομένων διά την καταβολήν εισφορών δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12 και του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών του εξευρισκομένου διά τους σκοπούς του εδαφίου (2), εφ’ όσον το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων υπολογίζονται αι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 12 είναι μικρότερον του εξευρισκομένου διά τους σκοπούς του εδαφίου (2) ποσού ασφαλιστέων αποδοχών.

(6) Το δυνάμει του παρόντος άρθρου επιλεγόμενον ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών στρογγυλεύεται εις τον πλησιέστερον ακέραιον αριθμόν λιρών.

Συντάξιμη ηλικία για ορισμένους ασφαλισμένους

17. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2, η συντάξιμη ηλικία για τους σκοπούς των άρθρων 4, 12, 15, 18(4) και 36 για ασφαλισμένο που δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη γήρατος κατά τη συμπλήρωση της εν λόγω ηλικίας θα είναι η πρώτη ημέρα κατά την οποία αυτός ικανοποιεί τις εν λόγω προϋποθέσεις, σε καμιά όμως περίπτωση δε θα είναι μεταγενέστερη του εξηκοστού όγδοου έτους της ηλικίας του. Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση προσώπου που συμπλήρωσε την οριζόμενη στο άρθρο 2 συντάξιμη ηλικία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993 καθώς και προσώπου που δεν απασχολήθηκε σε ασφαλιστέα απασχόληση για την οποία καταβλήθηκαν ή είναι καταβλητέες εισφορές πριν από τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του.

Πίστωσις ασφαλιστέων αποδοχών

18.-(1) Ησφαλισμένος πιστούται δι’ ασφαλιστέων αποδοχών-

(α) διά πάσαν περίοδον αρχομένην κατά ή μετά την πρώτην ημέραν του έτους εισφορών καθ’ ο ούτος συνεπλήρωσε το δέκατον έκτον έτος της ηλικίας του, εφ’ όσον πρόκειται περί περιόδου καθ’ ην ούτος τυγχάνει τακτικής εκπαιδεύσεως ή εγκεκριμένης υπό του Διευθυντού μαθητείας:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει πιστούνται ασφαλιστέαι αποδοχαί δι’ οιανδήποτε περίοδον προγενεστέραν της 5ης Οκτωβρίου 1964˙

(β) διά την περίοδον ήτις άρχεται την πρώτην ημέραν του έτους εισφορών προ του έτους εισφορών καθ’ ο κατέστη ησφαλισμένος και λήγει την τελευταίαν ημέραν της περιόδου εισφορών προ της περιόδου εισφορών καθ’ ην κατέστη ησφαλισμένος˙

(γ) δι’ εκάστην ημέραν καθ’ ην ούτος δικαιούται εις επίδομα ασθενείας, ανεργίας, μητρότητος ή σωματικής βλάβης˙

(δ) διά παν χρονικόν διάστημα καθ’ ο ούτος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος˙

(ε) εάν ούτος υπό ομαλάς συνθήκας ασχολήται εις ασφαλιστέαν απασχόλησιν ως καθορίζεται εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος και υπό ομαλάς ωσαύτως συνθήκας αρύεται τα προς το ζην εκ της τοιαύτης απασχολήσεως, δι’ εκάστην ημέραν η οποία είναι δι’ αυτόν ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν ή ανεργίας˙

(στ) εάν ούτος υπό ομαλάς συνθήκας ασχολήται εις ασφαλιστέαν απασχόλησιν ως καθορίζεται εν τω Μέρει Ι του Δευτέρου Πίνακος και υπό ομαλάς ωσαύτως συνθήκας αρύεται τα προς το ζην εκ της τοιαύτης απασχολήσεως, δι’ εκάστην ημέραν η οποία είναι δι’ αυτόν ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν εφ’ όσον η τοιαύτη ημέρα εμπίπτει εις το τμήμα της περιόδου διακοπής της απασχολήσεως, όπερ έπεται της εξαντλήσεως του δικαιώματος αυτού επί επιδόματος ασθενείας:

Νοείται ότι δεν πιστούνται δυνάμει της παραγράφου (ε) ή (στ) του παρόντος εδαφίου ασφαλιστέαι αποδοχαί διά περίοδον πέραν των εξ μηνών δι’ εκάστην περίοδον διακοπής της απασχολήσεως.

(2) Υπέρ ησφαλισμένου όστις κατά την ορισθείσαν ημερομηνίαν είναι ηλικίας μεταξύ πεντήκοντα και εξήκοντα τριών ετών, πιστούνται ασφαλιστέαι αποδοχαί εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών δι’ εκάστην εβδομάδα κατά την οποίαν κατεβλήθη υπ’ αυτού ή επιστώθη υπέρ αυτού εισφορά δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου, η οποία εμπίπτει εις το διάστημα το περιλαμβανόμενον μεταξύ της ημερομηνίας της συμπληρώσεως υπ’ αυτού της ηλικίας των πεντήκοντα ετών και της ορισθείσης ημερομηνίας.

(3) Σε περίπτωση ασφαλισμένου που δικαιούται σύνταξη ανικανότητας σύμφωνα με το άρθρο 38, ασφαλισμένου που δικαιούται σύνταξη γήρατος σύμφωνα με το άρθρο 36Α πριν από την ηλικία των εξήντα τριών ετών, ή θανάτου ασφαλισμένου ηλικίας κάτω των εξήντα τριών ετών του οποίου ο θάνατος παρέχει δικαίωμα για περιοδική παροχή πιστώνονται υπέρ του ασφαλισμένου ασφαλιστέες αποδοχές στο ανώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών για κάθε εβδομάδα που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα μεταξύ της σχετικής ημερομηνίας και της ημερομηνίας κατά την οποία ο ασφαλισμένος θα συμπληρώσει ή θα συμπλήρωνε την ηλικία των εξήντα τριών ετών:

Νοείται ότι το άθροισμα των ασφαλιστέων αποδοχών που πιστώνονται με βάση το εδάφιο αυτό και των πληρωθεισών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου στο ανώτερο τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών δε δύναται σε καμιά περίπτωση να είναι μεγαλύτερο από σαράντα φορές τη διαφορά μεταξύ του ετήσιου ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών και του ετήσιου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Κάθε ασφαλισμένη που συμπληρώνει τη συντάξιμη ηλικία μετά την 31η Δεκεμβρίου 1992 πιστώνεται με αποδοχές για οποιαδήποτε εβδομάδα εισφορών η οποία περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα των πρώτων δώδεκα ετών της ηλικίας κάθε τέκνου της εφόσο για την ίδια εβδομάδα δεν έχει πληρωθείσες ή πιστωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές. Ο αριθμός των εβδομάδων εισφορών για τις οποίες πιστώνονται αποδοχές δυνάμει του εδαφίου αυτού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 156 για κάθε τέκνο.

(5) Ασφαλισμένος πιστώνεται με ασφαλιστέες αποδοχές για την περίοδο που απουσιάζει από την εργασία του με γονική άδεια.

Ποσόν πιστουμένων ασφαλιστέων αποδοχών

19.-(1) Το ποσό των ασφαλιστέων αποδοχών που πιστώνονται για κάθε εβδομάδα σύμφωνα με τις παραγράφους (α), (β), (ε) και (στ) του εδαφίου (1) και τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 18 είναι ίσο με το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών· για περίοδο μικρότερη της εβδομάδας πιστώνεται το ανάλογο ποσό:

Νοείται ότι το άθροισμα των αποδοχών που πιστώνονται για κάθε έτος εισφορών σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και το εδάφιο (4) του άρθρου 18 και των πληρωθεισών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου ή της ασφαλισμένης κατά το εν λόγω έτος εισφορών δε δύναται να υπερβαίνει το ετήσιο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(2) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούμενον δι’ εκάστην εβδομάδα δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος της σχετικής παροχής ήτις κατεβλήθη προς τον ησφαλισμένον, δι’ οιανδήποτε δε περίοδον μικροτέραν της εβδομάδος πιστούται το ανάλογον ποσόν:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει το δι’ εκάστην εβδομάδα πιστούμενον ποσόν δύναται να είναι μικρότερον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι το άθροισμα των δι’ εκάστην εβδομάδα πιστουμένων ασφαλιστέων αποδοχών και του ποσού των υπό του ησφαλισμένου πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δεν δύναται να υπερβαίνη τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος της σχετικής παροχής.

(2Α) Διά τους σκοπούς της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18, ο ησφαλισμένος πιστούται δι’ εκάστην εβδομάδα εισφορών διά την οποίαν δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος διά τόσων ασφαλιστικών μονάδων όσον είναι το άθροισμα των ασφαλιστικών μονάδων αι οποίαι αντιστοιχούσιν εις τον εβδομαδιαίον μέσον όρον ασφαλιστέων αποδοχών του, ως ούτος υπελογίσθη δυνάμει της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (2) του Τρίτου Πίνακος και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, εν ουδεμιά, όμως, περιπτώσει η πίστωσις δύναται να είναι μικροτέρα της μονάδος. Διά περίοδον μικροτέραν της εβδομάδος η πίστωσις μειούται αναλόγως:

Νοείται ότι όταν η καταβαλλομένη σύνταξις ανικανότητος είναι διά μερικήν ανικανότητα προς εργασίαν ο πιστούμενος αριθμός ασφαλιστικών μονάδων μειούται λαμβανομένης υπ’ όψιν της σχέσεως του ποσοστού συντάξεως ανικανότητος προς εκατόν:

Νοείται περαιτέρω ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η πίστωσις δύναται να είναι μικροτέρα της μιας ασφαλιστικής μονάδος:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι το άθροισμα των διά του παρόντος εδαφίου πιστουμένων ασφαλιστικών μονάδων και τυχόν ασφαλιστικών μονάδων λόγω πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δυνάμει ετέρας διατάξεως του παρόντος Νόμου, δεν δύναται να υπερβαίνη τον αριθμόν των ασφαλιστικών μονάδων διά του οποίου θα επιστούτο ο ησφαλισμένος εάν εδικαιούτο συντάξεως ανικανότητος δι’ ολικήν απώλειαν της ικανότητος προς το κερδίζειν.

(2Β) Αι διατάξεις του εδαφίου (2Α) εφαρμόζονται επί παροχών των οποίων η σχετική ημερομηνία έπεται της 31ης Μαρτίου, 1983.

(3) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούμενον δι’ εκάστην εβδομάδα δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ημερομηνίας μέχρι της τελευταίας εβδομάδος προ της εβδομάδος ήτις περιλαμβάνει την σχετικήν ημερομηνίαν:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει το καθ’ εκάστην εβδομάδα πιστούμενον ποσόν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούμενον δι’ εκάστην εβδομάδα δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ημερομηνίας ή από της ενάρξεως του έτους εισφορών εντός του οποίου ο ησφαλισμένος συνεπλήρωσε την ηλικίαν των δέκα εξ ετών, εάν αύτη είναι μεταγενεστέρα της ορισθείσης ημερομηνίας, μέχρι της τελευταίας εβδομάδος προ της σχετικής ημερομηνίας:

Νοείται ότι, εάν η τοιαύτη περίοδος είναι μεγαλυτέρα των πέντε ετών λαμβάνεται υπ’ όψιν η αμέσως προ της εβδομάδος της σχετικής ημερομηνίας περίοδος πέντε ετών εφ’ όσον τούτο είναι ευεργετικώτερον, διά τον ησφαλισμένον:

Νοείται περαιτέρω ότι εις περίπτωσιν ησφαλισμένου ο οποίος συμπληροί την ηλικίαν των είκοσι πέντε ετών μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, λαμβάνεται υπ’ όψιν, εφ’ όσον τούτο είναι ευεργετικώτερον διά τον ησφαλισμένον η περίοδος από της ημερομηνίας της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των είκοσι πέντε ετών μέχρι της τελευταίας εβδομάδος προ της σχετικής ημερομηνίας, εάν δε αύτη είναι μικροτέρα των πέντε ετών, η περίοδος των πέντε ετών προ της εν λόγω εβδομάδος.

Μετατροπή πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις ασφαλιστικάς μονάδας

20.-(1) Aι καθ’ έκαστον έτος εισφορών πληρωθείσαι υπό και πιστωθείσαι υπέρ ησφαλισμένου ασφαλιστέαι αποδοχαί μετατρέπονται εις ασφαλιστικάς μονάδας διά της διαιρέσεως του ολικού ποσού των τοιούτων πληρωθεισών και πιστωθεισών αποδοχών διά του ποσού των κατά το επόμενον έτος εισφορών ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, στρογγυλευομένου του πηλίκου της τοιαύτης διαιρέσεως εις το πλησιέστερον εκατοστόν:

Νοείται ότι διά τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, το δι’ εκάστην εβδομάδα εισφορών πιστωθέν ποσόν ασφαλιστέων αποδοχών δεν δύναται να είναι κατώτερον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών του επομένου έτους εισφορών:

Νοείται περαιτέρω ότι προς εξεύρεσιν των ασφαλιστικών μονάδων του έτους εισφορών 1982 και 1983, το ποσόν των υπέρ ησφαλισμένου πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών, των χορηγηθεισών αναφορικώς προς το έτος 1982 και την περίοδον από 1ης Ιανουαρίου 1983 μέχρι της 3ης Απριλίου 1983 δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 εάν μεν είναι χαμηλότερον του ποσού των £17.500 μιλς την εβδομάδα λογίζεται ως ίσον προς το ποσόν των £19.600 μιλς την εβδομάδα, εάν δε είναι ίσον ή μεγαλύτερον του ποσού των £17.500 μιλς την εβδομάδα, αναπροσαρμόζεται διά του πολλαπλασιασμού αυτού επί τον συντελεστήν 1.12.

Διά τους σκοπούς μετατροπής των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις ασφαλιστικάς μονάδας διά το έτος εισφορών 1982, το ποσόν των ετησίων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών διά το έτος εισφορών 1983 καθορίζεται εις £1,019.200 μιλς.

(2) Αι καθ’ έκαστον έτος καταβληθείσαι υπό ή πιστωθείσαι υπέρ ησφαλισμένου εισφοραί δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου μετατρέπονται εις ασφαλιστικάς μονάδας διά της διαιρέσεως διά του αριθμού 52 του γινομένου του αριθμού των ως είρηται εισφορών επί τον αριθμόν 1.04.

(3) Προκειμένου περί συντάξεως γήρατος, συντάξεως ανικανότητος και συντάξεως χηρείας, αι ασφαλιστικαί μονάδες διά την προ της ορισθείσης ημερομηνίας περίοδον, η οποία λαμβάνεται υπ’ όψιν διά τον υπολογισμόν του εβδομαδιαίου μέσου όρου ασφαλιστέων αποδοχών, εξευρίσκονται διά του πολλαπλασιασμού του ολικού αριθμού των εβδομάδων εισφορών αναφορικώς προς τας οποίας κατεβλήθησαν ή επιστώθησαν εισφοραί εντός της ως είρηται περιόδου, επί 0.02.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 18 ησφαλισμένος δεν δύναται να έχη πέραν της μιας ασφαλιστικής μονάδος δι’ οιονδήποτε έτος εισφορών προ της ορισθείσης ημερομηνίας.

(5) H πρώτη ασφαλιστική μονάς ή μέρος αυτής αποτελεί το κατώτερον τμήμα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου κατά το υπό αναφοράν έτος εισφορών, οιαδήποτε δε μονάς ή μέρος μονάδος πέραν της πρώτης αποτελεί το ανώτερον τμήμα των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών αυτού διά το έτος τούτο:

Νοείται ότι διά το πρώτον έτος εισφορών οιονδήποτε ποσόν πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών ησφαλισμένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ημερομηνίας μέχρι τέλους του ως είρηται έτους εισφορών υπερβαίνον το γινόμενον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών επί τον αριθμόν των εβδομάδων των εμπιπτουσών εις την ως είρηται περίοδον κατανέμεται εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι οσάκις λαμβάνεται υπ’ όψιν περίοδος μικροτέρα ενός έτους εισφορών, το ποσόν των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου κατά την μικροτέραν αυτήν περίοδον το μη υπερβαίνον το γινόμενον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών επί του αριθμού των εβδομάδων των εμπιπτουσών εντός της περιόδου ταύτης κατανέμεται εις το κατώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών, οιονδήποτε δε υπόλοιπον εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών.

Αναπροσαρμογή του ποσού των ασφαλιστέων αποδοχών

21. Μετά την πάροδον δύο ετών από της ορισθείσης ημερομηνίας και μετέπειτα κατ’ έτος, διεξάγεται έρευνα, κατόπιν διαβουλεύσεων μετά του διά του άρθρου 68 ιδρυομένου Συμβουλίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επί του ύψους των μισθών και ημερομισθίων και των άλλων εισοδημάτων, καθ’ ο μέτρον τούτο είναι δυνατόν, εάν δε αύτη καταδείξη αύξησιν του γενικού επιπέδου των μισθών και ημερομισθίων και των άλλων εισοδημάτων κατά ποσοστόν 5% τουλάχιστον αφ’ ης τελευταίως καθωρίσθησαν το ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών και το ανώτατον όριον ασφαλιστέων αποδοχών, τα ως είρηται ποσόν και όριον αναπροσαρμόζονται από καθωρισμένης ημερομηνίας συμφώνως προς την τοιαύτην αύξησιν και την ως αποτέλεσμα ταύτης υπολογιζομένην να προκύψη αύξησιν των ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται ότι τοιαύτη αναπροσαρμογή δύναται κατά την κρίσιν του Υπουργού να γίνη έστω και εάν η ως είρηται αύξησις είναι μικροτέρα του ποσοστού των 5%.