ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΠΑΡΟΧΑΙ ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΛΟΓΩ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΒΛΑΒΩΝ
Είδη παροχών

22.-(1) Αι δυνάμει του παρόντος Μέρους παροχαί είναι αι ακόλουθοι:-

(α) Περιοδικώς καταβαλλόμεναι παροχαί-

(i) επίδομα μητρότητος

(ii) επίδομα ασθενείας

(iii) επίδομα ανεργίας

(iv) σύνταξις γήρατος

(v) σύνταξις ανικανότητος

(vi) σύνταξις χηρείας

(vii) επίδομα ορφανίας

(viii) επίδομα αγνοουμένου˙

(β) Παροχαί καταβαλλόμεναι εφ’ άπαξ-

(i) βοήθημα γάμου

(ii) βοήθημα τοκετού

(iii) βοήθημα κηδείας.

(2) Άπασαι αι περιοδικώς καταβαλλόμεναι παροχαί περιλαμβάνουν βασικήν παροχήν και συμπληρωματικήν παροχήν.

Μετατροπή ασφαλιστικών μονάδων εις πληρωθείσας και πιστωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς

23. Διά σκοπούς παροχών αι καθ’ έκαστον έτος εισφορών ασφαλιστικαί μονάδες ησφαλισμένου μετατρέπονται εις πληρωθείσας και πιστωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς διά του πολλαπλασιασμού εκάστης ασφαλιστικής μονάδος επί το ετήσιον ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών, το ισχύον κατά την σχετικήν ημερομηνίαν:

Νοείται ότι οσάκις η σχετική ημερομηνία έπεται της 31ης Μαρτίου 1983, αι ασφαλιστικαί μονάδες του έτους εισφορών 1981 αι αντιστοιχούσαι προς πληρωθείσας ασφαλιστέας αποδοχάς, αναπροσαρμόζονται διά του πολλαπλασιασμού αυτών επί τον συντελεστήν 0.8.

Νοείται περαιτέρω ότι προκειμένου περί επιδόματος μητρότητος, ασθενείας, ανεργίας ή σωματικής βλάβης, η ως είρηται μετατροπή γίνεται εν αναφορά προς το ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών επί τη βάσει του οποίου υπελογίσθησαν αι ασφαλιστικαί μονάδες του έτους εισφορών το οποίον λαμβάνεται υπ’ όψιν διά τον καθορισμόν του ύψους του επιδόματος.

Προϋποθέσεις εισφοράς

24. Αι προϋποθέσεις εισφοράς αναφορικώς προς τας εν τω άρθρω 22 αναφερομένας παροχάς εκτίθενται εις τον Τρίτον Πίνακα.

Υπολογισμός πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών διά σκοπούς παροχών

25.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 20 και του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, προς τον σκοπόν καθορισμού του δικαιώματος προσώπου τινός εις παροχήν-

(α) εισφοραί καταβληθείσαι υπό τέως ησφαλισμένου ή πιστωθείσαι υπέρ αυτού προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πληρωθείσαι ή πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του παρόντος Νόμου ήτοι-

(i) εισφοραί καταβληθείσαι αναφορικώς προς την απασχόλησιν μισθωτού προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 4,

(ii) εισφοραί καταβληθείσαι δυνάμει του άρθρου 9Α του καταργηθέντος Νόμου λογίζονται ως εισφοραί καταβληθείσαι δυνάμει του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου,

(iii) εισφοραί καταβληθείσαι υπό αυτοτελώς εργαζομένου προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 12,

(iv) εισφοραί καταβληθείσαι προ της ορισθείσης ημερομηνίας δυνάμει πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 15,

(v) εισφοραί πιστωθείσαι δυνάμει οιασδήποτε διατάξεως εν ισχύϊ προ της ορισθείσης ημερομηνίας λογίζονται ως πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει της αντιστοίχου διατάξεως του άρθρου 18,

(vi) εισφοραί πιστωθείσαι υπέρ οιουδήποτε προσώπου δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου δι’ υπηρεσίαν εις την Εθνικήν Φρουράν δυνάμει των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 1979, υπολογίζονται ως πιστωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί,

(vii) εισφοραί πιστωθείσαι δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 10 του καταργηθέντος Νόμου υπολογίζονται μόνον καθ’ όσον αφορά εις σύνταξιν γήρατος, σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας ή επίδομα αγνοουμένου·

(β) εισφορές που καταβλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 λογίζονται-

(i) ως πιστωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές για όλες τις παροχές·

(ii) ως πληρωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει του άρθρου 4, για σκοπούς σύνταξης ανικανότητας, σύνταξης χηρείας και επιδόματος ορφανίας όταν η ανικανότητα ή ο θάνατος δεν προκλήθηκε ως εκ της υπηρεσίας στην Εθνική Φρουρά· και

(iii) ως πληρωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει του άρθρου 4 για σκοπούς επιδόματος ασθένειας όταν η ανικανότητα προς εργασία προκαλείται από ατύχημα που συμβαίνει κατά τους πρώτους έξι μήνες από τη συμπλήρωση της αναφερόμενης στο άρθρο 7 υπηρεσίας.

(γ) πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 12 δεν υπολογίζονται καθ’ όσον αφορά εις επίδομα ανεργίας.

(δ) πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί δυνάμει του άρθρου 15 δεν υπολογίζονται καθ’ όσον αφορά εις επίδομα μητρότητος, επίδομα ασθενείας, επίδομα ανεργίας ή σύνταξιν ανικανότητος:

Νοείται ότι η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται επί πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δυνάμει πιστοποιητικού προαιρετικής ασφαλίσεως εκδοθέντος συμφώνως προς την παράγραφον (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15·

Νοείται περαιτέρω ότι διά σκοπούς συντάξεως ανικανότητος ασφαλιστέαι αποδοχαί πληρωθείσαι δυνάμει των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 15 λαμβάνονται υπ’ όψιν διά σκοπούς υπολογισμού του ύψους της συντάξεως.

(ε) ασφαλιστέαι αποδοχαί πιστωθείσαι δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 18 δεν υπολογίζονται καθ’ όσον αφορά εις σύνταξιν γήρατος, σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας ή επίδομα αγνοουμένου·

(στ) ασφαλιστέες αποδοχές που πιστώθηκαν δυνάμει των εδαφίων (2) και (4) του άρθρου 18 λαμβάνονται υπόψη μόνο για σκοπούς σύνταξης γήρατος, σύνταξης ανικανότητας, σύνταξης χηρείας, επιδόματος αγνοουμένου ή επιδόματος ορφανίας· και

(ζ) ασφαλιστέαι αποδοχαί πιστωθείσαι δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 18 υπολογίζονται μόνον καθ’ όσον αφορά εις σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας, επίδομα αγνοουμένου ή επίδομα ορφανίας·

(η) δεν λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς σύνταξης γήρατος,  για περίοδο πέραν των έξι (6) ετών, πιστωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου 1 του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου και του δυνάμει αυτού  καταργηθέντα νόμου.

(2) Ασφαλιστέαι αποδοχαί επί των οποίων κατεβλήθησαν εισφοραί μετά την ημέραν καθ’ ην επισυνέβη το γεγονός διά το οποίον απαιτείται χορήγησις παροχής τινος και αναφερόμεναι εις περίοδον εισφορών προηγουμένην της ως είρηται ημέρας λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί προ της ημέρας ταύτης-

(α) εάν μεν πρόκειται περί ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων είναι καταβλητέαι δυνάμει του άρθρου 4 εισφοραί ανεξαρτήτως του χρόνου καταβολής των εισφορών·

(β) εάν δε πρόκειται περί ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων είναι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του άρθρου 12 ή του άρθρου 15, εφ’ όσον αι εισφοραί κατεβλήθησαν εντός της δυνάμει των Κανονισμών οριζομένης προθεσμίας διά την καταβολήν των δυνάμει του άρθρου 12 καταβλητέων εισφορών.

(3) Προκειμένου περί παροχής χορηγουμένης ένεκα του θανάτου του ησφαλισμένου, αι διατάξεις του εδαφίου (2) εφαρμόζονται και επί ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων είναι καταβλητέαι εισφοραί δυνάμει του άρθρου 12 μετά την παρέλευσιν της εν τη παραγράφω (β) του ως είρηται εδαφίου αναφερομένης προθεσμίας, εάν αι εισφοραί επί των τοιούτων ασφαλιστέων αποδοχών κατεβλήθησαν ουχί αργότερον των εξ μηνών από του τοιούτου θανάτου και αναφέρωνται εις περίοδον εισφορών αρχομένην ουχί ενωρίτερον της πρώτης ημέρας του τελευταίου συμπεπληρωμένου έτους εισφορών προ του θανάτου του ησφαλισμένου:

Νοείται ότι η καταβολή οιασδήποτε παροχής δυνάμει ασφαλιστέων αποδοχών επί των οποίων εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος εδαφίου άρχεται από της ημερομηνίας καταβολής των εισφορών επί των τοιούτων ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Εκάστη εβδομαδιαία εισφορά καταβληθείσα δυνάμει του άρθρου 7 λογίζεται ως καταβληθείσα επί ασφαλιστέων αποδοχών ίσων προς το εβδομαδιαίον ποσόν των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(5) Διά τους σκοπούς χορηγήσεως συντάξεως ανικανότητος, συντάξεως χηρείας, συντάξεως γήρατος και επιδόματος αγνοουμένου, εισφορά καταβληθείσα ή πιστωθείσα προ της 5ης Οκτωβρίου, 1964 δεν υπολογίζεται, εκτός εάν ο αιτών καθίσταται διά του υπολογισμού ταύτης δικαιούχος εις την παροχήν ή εις ηυξημένην τοιαύτην.

Ασφαλιστέαι αποδοχαί επί των οποίων είναι καταβλητέαι εισφοραί λογιζόμεναι ως πληρωθείσαι

26.-(1) Προς τον σκοπόν καθορισμού του δικαιώματος προσώπου τινός προς παροχήν, ασφαλιστέαι αποδοχαί επί των οποίων ο εργοδότης παραλείπει να καταβάλη κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου εισφοράς λογίζονται ως πληρωθείσαι ασφαλιστέαι αποδοχαί, εφ’ όσον η υποχρέωσις του εργοδότου προς καταβολήν εισφορών επί των τοιούτων ασφαλιστέων αποδοχών διεπιστώθη από το Διευθυντή ο οποίος εκδίδει σχετική απόφαση.

(2) Αι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 25 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και επί ασφαλιστέων αποδοχών λογιζομένων ως πληρωθεισών δυνάμει του παρόντος άρθρου.

Ποσόν και ύψος παροχών

27.-(1) Το ποσόν των βοηθημάτων γάμου, τοκετού και κηδείας εμφαίνεται εις το Μέρος Ι του Τετάρτου Πίνακος.

(2) Το εβδομαδιαίον ύψος των επιδομάτων ασθενείας και ανεργίας εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος ΙΙ του Τετάρτου Πίνακος, του δε επιδόματος μητρότητος ως καθορίζεται εις το Μέρος ΙΙΑ του αυτού Πίνακος.

(3) Το εβδομαδιαίον ύψος των συντάξεων γήρατος, ανικανότητος και χηρείας εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος ΙΙΙ του Τετάρτου Πίνακος.

(4) Το εβδομαδιαίον ύψος του επιδόματος ορφανίας εξευρίσκεται ως καθορίζεται εις το Μέρος IV του Τετάρτου Πίνακος.

Βοήθημα γάμου

28. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κάθε πρόσωπο συνερχόμενο σε γάμο δικαιούται, από κοινού με το σύζυγο ή τη σύζυγο, σε βοήθημα γάμου εφόσον κατά τη σύναψη του γάμου ο σύζυγος ή η σύζυγος πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς:

Νοείται ότι καθένας από τους συζύγους δικαιούται το 1/2 του ποσού.

Βοήθημα τοκετού

29.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, γυνή τεκούσα τέκνον δικαιούται εις βοήθημα τοκετού-

(α) εάν κατά την ημερομηνίαν του τοκετού αύτη ή ο σύζυγος αυτής πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς~ ή

(β) εάν η απαίτησις προβάλλεται αναφορικώς προς το μετά θάνατον του συζύγου αυτής γεννηθέν τέκνον αυτού, εφ’ όσον ούτος κατά τον χρόνον του θανάτου του επλήρου τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς:

Νοείται ότι αύτη δεν δικαιούται εις βοήθημα τοκετού δυνάμει αμφοτέρων των ασφαλίσεων, ήτοι τόσον της ιδίας αυτής ασφαλίσεως όσον και της του συζύγου αυτής.

(2) Γυνή τεκούσα δίδυμα ή μείζονα αριθμόν τέκνων, δικαιούται εις βοήθημα τοκετού, δι’ έκαστον εξ αυτών εφ’ όσον πληροί τας προϋποθέσεις εισφοράς αναφορικώς προς τον τοκετόν.

Επίδομα μητρότητος

30.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, γυνή τις δικαιούται εις επίδομα μητρότητος εάν-

(α) πιστοποιηθή παρ’ οιουδήποτε ιατρού ότι δέον να αναμένηται ο τοκετός αυτής εν τινι εβδομάδι καθοριζομένη εν τω πιστοποιητικώ (εν τοις εφεξής αναφερομένης ως “η εβδομάς αναμενομένου τοκετού”), εφ’ όσον δεν υπερβαίνει τας οκτώ εβδομάδας από της εβδομάδος καθ’ ην εξεδόθη το πιστοποιητικόν ή είτε η ίδια είτε ο σύζυγος της έχει υιοθετήσει τέκνο μέσα στα δώδεκα πρώτα έτη από τη γέννηση του˙

(β) πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς:

Νοείται ότι-

(i) γυνή τις δεν δικαιούται εις επίδομα μητρότητος δι’ οιονδήποτε χρονικόν διάστημα καθ’ ο λαμβάνει πλήρεις αποδοχάς παρά του εργοδότου αυτής˙

(ii) οσάκις ο εργοδότης καταβάλλη μέρος μόνον των αποδοχών, το επίδομα μητρότητος μειούται κατά τοσούτον ποσόν ώστε προστιθέμενον εις το καταβαλλόμενον μέρος των αποδοχών να μην υπερβαίνη το πλήρες ποσόν των τοιούτων αποδοχών.

(2) Τηρουμένων των εν τοις εφεξής αναφερομένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, επίδομα μητρότητος καταβάλλεται διά χρονικόν διάστημα δεκαοκτώ εβδομάδων, αρχόμενον οιανδήποτε εβδομάδα από της έκτης μέχρι και της δευτέρας εβδομάδος προ της εβδομάδος του αναμενομένου τοκετού:

Νοείται ότι-

(α) εάν η δικαιουμένη εις επίδομα μητρότητος γυνή αποβιώση, ουδέν επίδομα καταβάλλεται διά το μετά τον θάνατον αυτής χρονικόν διάστημα˙

(β) εάν ο τοκετός επισυμβή μετά την εβδομάδα του αναμενομένου τοκετού, τηρουμένης της προηγουμένης επιφυλάξεως, το χρονικόν διάστημα διά το οποίον καταβάλλεται το επίδομα αυξάνεται κατά τον αριθμόν των εβδομάδων αι οποίαι μεσολαβούν μεταξύ της εβδομάδος του αναμενομένου τοκετού και της εβδομάδος εντός της οποίας επισυνέβη ο τοκετός˙

(γ) Σε περίπτωση που το επίδομα μητρότητας αποκτάται λόγω υιοθεσίας τέκνου το επίδομα καταβάλλεται για δεκαέξι εβδομάδες από την εβδομάδα της υιοθεσίας.

(3) Οσάκις προκύπτη ζήτημα περί την ορθότητα του πιστοποιητικού δυνάμει του οποίου γυνή τις προβάλλει απαίτησιν δι’ επίδομα μητρότητος ή δικαιούται τούτου, εκτός εάν επισυνέβη ήδη ο τοκετός, αύτη δύναται να κληθή όπως υποβληθή εις ιατρικήν εξέτασιν διά την έκδοσιν νέου πιστοποιητικού, εν η δε περιπτώσει ήθελε προκύψει διαφορά μεταξύ του αρχικού πιστοποιητικού και του νέου τοιούτου, το προς λήψιν επιδόματος μητρότητος δικαίωμα αυτής δύναται να καθορισθή ως εάν το αρχικόν πιστοποιητικόν συμφωνή μετά του νέου τοιούτου.

(4) Εάν γυνή τις-

(α) έτεκε τέκνον χωρίς προηγουμένως να προβάλη απαίτησιν δι’ επίδομα μητρότητος εν όψει του αναμενομένου τοκετού˙ και

(β) ακολούθως προβάλη απαίτησιν δι’ επίδομα μητρότητος λόγω του επισυμβάντος τοκετού, το εις επίδομα μητρότητος δικαίωμα αυτής καθορίζεται ως εάν η εβδομάς του αναμενομένου τοκετού ήτο η εβδομάς καθ’ ην επισυνέβη ο τοκετός.

Έκπτωσις εκ του προς λήψιν επιδόματος μητρότητος δικαιώματος

31. Γυνή τις εκπίπτει του προς λήψιν επιδόματος μητρότητος δικαιώματος-

(α) εάν καθ’ ον χρόνον είναι καταβλητέον το επίδομα μητρότητος εργάζηται ως μισθωτή ή αυτοτελώς εργαζομένη, διά τοσούτο διάστημα του εν λόγω χρόνου ως ο εξεταστής απαιτήσεων ήθελεν ορίσει, εν ουδεμιά όμως περιπτώσει διά διάστημα έλασσον των ημερών καθ’ ας αύτη ειργάσθη εντός του τοιούτου χρόνου˙

(β) εάν άνευ ευλόγου αιτίας παραλείψη να παρουσιασθή προς ή υποβληθή εις την απαιτουμένην συμφώνως τω εδαφίω (3) του άρθρου 30 ιατρικήν εξέτασιν, διά τοσούτο διάστημα του χρόνου καθ’ ον είναι καταβλητέον το επίδομα μητρότητος (του διαστήματος τούτου αρχομένου ουχί ενωρίτερον της ημέρας καθ’ ην έλαβε χώραν η παράλειψις), ως ο εξεταστής απαιτήσεων ήθελεν ορίσει, υπό την επιφύλαξιν ότι, εάν επισυμβή ο τοκετός μετά την τοιαύτην παράλειψιν, αύτη δεν εκπίπτει ως εκ της τοιαύτης παραλείψεως του δικαιώματος της αναφορικώς προς την ημέραν του τοκετού ή το μετά τον τοκετόν χρονικόν διάστημα.

Επίδομα ασθενείας και ανεργίας

32.-(1) Tηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ένα πρόσωπο δικαιούται επίδομα ασθένειας για κάθε ημέρα ανικανότητας προς εργασία η οποία αποτελεί μέρος περιόδου διακοπής απασχολήσεως και επίδομα ανεργίας για κάθε ημέρα ανεργίας η οποία αποτελεί μέρος τέτοιας περιόδου, αν την ημέρα αυτή ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς και είναι ηλικίας μεταξύ δεκαέξι και εξήντα τριών ετών ή μεταξύ εξήντα τριών ετών και της συντάξιμης ηλικίας και δε δικαιούται σύνταξη γήρατος˙

Νοείται ότι κανένα πρόσωπο, ανεξάρτητα από την ηλικία του, δεν δικαιούται σε επίδομα ανεργίας, νοουμένου ότι το εν λόγω πρόσωπο αφυπηρέτησε πρόωρα ή αφυπηρέτησε δυνάμει εθίμου, νόμου, επαγγελματικού σχεδίου, συλλογικής συμφωνίας, σύμβασης ή κανόνων εργασίας και, λόγω της αφυπηρέτησής του, λαμβάνει σύνταξη ή και άλλο συνταξιοδοτικό ωφέλημα, για το οποίο το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει καταβάλει οποιαδήποτε εισφορά:

Νοείται, περαιτέρω, ότι κάθε πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στις πρόνοιες της προηγούμενης επιφύλαξης, αποκτά δικαίωμα για επίδομα ανεργίας, νοουμένου ότι, μετά την αφυπηρέτηση του, απασχολήθηκε εκ νέου και πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς από τη νέα του απασχόληση.

(2) Ο ανώτατος αριθμός ημερών για τις οποίες καταβάλλεται επίδομα ασθενείας και ανεργίας σε κάθε περίοδο διακοπής της απασχόλησης είναι 156 ημέρες για το καθένα από τα επιδόματα αυτά:

Νοείται ότι κανείς δε δικαιούται επίδομα όπως αναφέρεται πιο πάνω για τις πρώτες τρεις ημέρες οποιασδήποτε διακοπής της απασχόλησης. Επίσης πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς, δυνάμει ασφαλιστέων αποδοχών που έχουν καταβληθεί δυνάμει του άρθρου 12 δε δικαιούται επίδομα ασθενείας για τις πρώτες εννέα (9) ημέρες της περιόδου διακοπής, εκτός εάν η ανικανότητα του για εργασία οφείλεται σε ατύχημα ή αν το πρόσωπο αυτό, κατά τη διάρκεια της ανικανότητάς του, παραμένει σε νοσηλευτικό ίδρυμα για ένα, τουλάχιστον, βράδυ, ενώ πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς, δυνάμει ασφαλιστέων αποδοχών που έχουν καταβληθεί δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15, δε δικαιούται επίδομα ανεργίας για τις πρώτες τριάντα ημέρες της περιόδου αυτής.

(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-

(α) ημέρα τις δεν θεωρείται-

(i) ως ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν εκτός εάν ο αιτών αποδείξη ότι την εν λόγω ημέραν ούτος είναι ανίκανος προς εργασίαν ή ότι τον συνεβούλευσεν ιατρός όπως την ημέραν ταύτην απόσχη οιασδήποτε εργασίας είτε διότι ευρίσκεται υπό παρακολούθησιν λόγω του ότι είναι φορεύς μεταδοτικής τινος νόσου, είτε διότι ήλθεν εις επαφήν μετά προσώπου πάσχοντος εκ τοιαύτης νόσου˙

(ii) ως ημέρα ανεργίας εκτός εάν ο αιτών αποδείξη ότι είναι άνεργος μεν, ικανός δε και διαθέσιμος προς εργασίαν κατά την ημέραν ταύτην ή ότι είναι άνεργος και κατά την ημέραν ταύτην τυγχάνει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού˙

(β) ημέρα ανικανότητος προς εργασίαν δεν θεωρείται ημέρα ανεργίας˙

(γ) η Κυριακή και αι καθοριζόμεναι υπό του Διευθυντού έτεραι ημέραι της εβδομάδος, δεν θεωρούνται ως ημέραι ανικανότητος προς εργασίαν ή ως ημέραι ανεργίας˙

(δ) ημέρα τις δεν θεωρείται ως ημέρα ανεργίας εάν κατά την ημέραν ταύτην ο ησφαλισμένος ασκή επί κέρδει επάγγελμα, εκτός εάν-

(i) θα ηδύνατο υπό ομαλάς συνθήκας να ασκήση το επάγγελμα τούτο, επιπροσθέτως της συνήθους αυτού εργασίας και εκτός των συνήθων ωρών εργασίας˙ και

(ii) αι εξ αυτού αποδοχαί διά την ημέραν ταύτην δεν υπερβαίνωσι καθωρισμένον ποσόν ή εφ’ όσον κερδαίνονται αποδοχαί αναφορικώς προς χρονικόν διάστημα μείζον της μιας ημέρας, ο ημερήσιος μέσος όρος των ούτω κερδαινομένων αποδοχών δεν υπερβαίνη το ως είρηται καθωρισμένον ποσόν˙

(ε) ημέρα καθ’ ην πρόσωπον τι ευρίσκεται εν διακοπαίς δεν θεωρείται ως ημέρα ανεργίας˙

(στ) ουδείς θεωρείται άνεργος καθ’ οιανδήποτε ημέραν, εάν παρά το γεγονός ότι έληξεν ή διεκόπη η απασχόλησις αυτού, ούτος λαμβάνη διά την ημέραν ταύτην αποδοχάς ή ετέραν πληρωμήν ουσιωδώς ίσην προς τας αποδοχάς ας θα ελάμβανε διά την ημέραν ταύτην, εάν δεν έληγε ή διεκόπτετο η απασχόλησις, ως αποζημίωσιν διά την απώλειαν των τοιούτων αποδοχών˙

(ζ) ουδείς θεωρείται άνεργος καθ’ οιανδήποτε ημέραν εάν δεν εργάζηται συνήθως καθ’ εκάστην ημέραν της εβδομάδος (εξαιρουμένης της Κυριακής ή της εις την περίπτωσιν αυτού δυνάμει της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου καθοριζομένης ημέρας) και κατά την εβδομάδα εν η περιλαμβάνεται η ως είρηται ημέρα, ούτος απησχολήθη καθ’ ην έκτασιν ήτο σύνηθες εις την περίπτωσιν αυτού˙

(η) ουδείς θεωρείται άνεργος καθ’ οιανδήποτε ημέραν εάν ούτος είναι λιμενεργάτης (εγγεγραμμένος ή μη) και κατά την εβδομάδα εν η περιλαμβάνεται η ως είρηται ημέρα αι αποδοχαί αυτού δεν υπολείπονται καθωρισμένου ποσού.

(θ) ως ημέρα ανικανότητας προς εργασία ή ημέρα ανεργίας εφόσον ο εργοδοτούμενος ευρίσκεται με γονική άδεια.

(4) Ημέρα εν σχέσει προς την οποίαν εφαρμόζονται αι διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά τον υπολογισμόν οιασδήποτε περιόδου συναπτών ημερών καθ’ όσον αφορά εις επίδομα ασθενείας ή ανεργίας.

(5) Εάν ο εργοδότης συνεχίζη να καταβάλλη εν όλω ή εν μέρει τας αποδοχάς ησφαλισμένου δι’ ον χρόνον ούτος δικαιούται εις επίδομα ασθενείας, το τοιούτον επίδομα, αναλόγως της περιπτώσεως, αποσβέννυται ή μειούται κατά το ποσόν κατά το οποίον το άθροισμα του επιδόματος και του ποσού του καταβαλλομένου μέρους αποδοχών υπερβαίνει τας πλήρεις αποδοχάς του μισθωτού.

(6) Το επίδομα ανεργίας εις το οποίον δικαιούται πρόσωπον τι διά πάσαν ημέραν ανεργίας κατά την οποίαν το πρόσωπον τούτο τυγχάνει επαγγελματικής εκπαιδεύσεως δυνάμει σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού δύναται να καταβάλληται εις την αρμοδίαν διά την εφαρμογήν του τοιούτου σχεδίου αρχήν.

(7) Όταν ησφαλισμένος, ο οποίος ελάμβανεν επίδομα ασθενείας εντός οιασδήποτε περιόδου διακοπής απασχολήσεως, δεν δικαιούται συντάξεως ανικανότητος δυνάμει του άρθρου 38 εντός της εν λόγω περιόδου διά μόνον τον λόγον ότι δεν προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν, θα δικαιούται από της πρώτης ημέρας κατά την οποίαν θα κατεβάλλετο εις αυτόν σύνταξις ανικανότητος, εις επίδομα ασθενείας διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τας εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας, εφ’ όσον εξακολουθεί να είναι ανίκανος προς εργασίαν.

(8) Το ύψος του κατά το προηγούμενον εδάφιον καταβαλλομένου επιδόματος υπολογίζεται εν αναφορά προς τον αριθμόν των ασφαλιστικών μονάδων επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος του επιδόματος ασθενείας το οποίον τελευταίως ελάμβανεν ο ησφαλισμένος.

Εξάντλησις και ανάκτησις δικαιώματος εις επίδομα ασθενείας ή ανεργίας

33.-(1) Πρόσωπο που εξαντλεί πλήρως το δικαίωμα του ως προς τις παροχές που καταβάλλονται με βάση το άρθρο 32, επανακτά το δικαίωμα αυτό με την καταβολή εισφορών πάνω σε ασφαλιστέες αποδοχές ίσες τουλάχιστο με εικοσιεξαπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών σε σχέση με περιόδους εισφορών οι οποίες αρχίζουν μετά την ημερομηνία εξάντλησης του δικαιώματος του, για καταβολή επιδόματος ανεργίας ή ασθενείας, σε καμιά όμως περίπτωση δεν επανακτά το δικαίωμα για επίδομα ασθενείας ή ανεργίας, εκτός αν παρέλθουν δεκατρείς ή είκοσι έξι εβδομάδες, αντίστοιχα, από την ημερομηνία εξάντλησης του σχετικού δικαιώματος:

Νοείται ότι πρόσωπο το οποίο έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα ετών και δε λαμβάνει σύνταξη επανακτά το δικαίωμα του για επίδομα ανεργίας σαν να επρόκειτο για επίδομα ασθενείας. Για τους σκοπούς της επιφύλαξης αυτής, “σύνταξη” σημαίνει οποιαδήποτε σύνταξη αφυπηρέτησης από επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων η οποία δεν υπολείπεται του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών ή εφάπαξ πληρωμή από ταμείο προνοίας ίση τουλάχιστο με το δεκαπλάσιο του ετήσιου ποσού των εν λόγω αποδοχών κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης.

(2) Εν η περιπτώσει η περίοδος διακοπής της απασχολήσεως καθ’ ην πρόσωπον τι εξήντλησε το προς λήψιν επιδόματος δικαίωμα του δυνάμει του άρθρου 32, εξακολουθεί και μετά την επανάκτησιν του τοιούτου δικαιώματος, το τμήμα της περιόδου προ και το τμήμα αυτής μετά την επανάκτησιν λογίζονται ως χωρισταί περίοδοι διακοπής της απασχολήσεως.

Έκπτωσις εκ του προς λήψιν επιδόματος ασθενείας δικαιώματος

34. Πρόσωπον τι εκπίπτει του προς λήψιν επιδόματος ασθενείας δικαιώματος διά περίοδον μέχρις εξ εβδομάδων εάν-

(α) κατέστη ανίκανον προς εργασίαν ιδία υπαιτιότητι˙ ή

(β) καίτοι κληθέν υπό του Διευθυντού όπως υποστή ιατρικήν ή ετέραν εξέτασιν ή ιατρικήν ή ετέραν νοσηλείαν, ηρνήθη ή παρέλειψε να πράξη ούτω άνευ ευλόγου αιτίας˙

(γ) ειργάσθη καθ’ ημέραν δι’ ην απήτησεν επίδομα ασθενείας˙ ή

(δ) συμπεριφέρθη κατά τρόπον πιθανόν να καθυστερήση την ανάρρωσιν αυτού.

Έκπτωσις εκ του προς λήψιν επιδόματος ανεργίας δικαιώματος

35.-(1) Πρόσωπον τι απολέσαν την εργασίαν του λόγω στάσεως εργασιών οφειλομένης εις εργατικήν διαφοράν αναφυείσαν εις τον τόπον της απασχολήσεως αυτού εκπίπτει του προς λήψιν επιδόματος ανεργίας δικαιώματος εφ’ όσον διαρκεί η τοιαύτη στάσις εργασιών, εκτός εάν διαρκούσης της στάσεως εργασιών το πρόσωπον τούτο ειργάσθη καλή τη πίστει αλλαχού και εις το συνήθως υπ’ αυτού ενασκούμενον επάγγελμα ή προσελήφθη τακτικώς εις έτερον τι επάγγελμα:

Νοείται ότι το παρόν εδάφιον δεν εφαρμόζεται επί προσώπου αποδεικνύοντος ότι-

(α) δεν συμμετέχει ή δεν κέκτηται άμεσον συμφέρον, ουδέ ενισχύει οικονομικώς την εργατικήν διαφοράν εξ ης προεκλήθη η τοιαύτη στάσις εργασιών˙ και

(β) δεν ανήκει εις τάξιν ή κατηγορίαν εργατών μέλη της οποίας, αμέσως προ της ενάρξεως της στάσεως εργασιών, ειργάζοντο εις τον τόπον απασχολήσεως αυτού και τινά τούτων συμμετέχουν, κέκτηνται άμεσον συμφέρον ή ενισχύουν οικονομικώς την τοιαύτην στάσιν εργασιών.

(2) Πρόσωπον τι εκπίπτει του προς λήψιν επιδόματος ανεργίας δικαιώματος διά χρονικόν διάστημα μέχρις εξ εβδομάδων εάν-

(α) απολέση την εργασίαν του ιδία υπαιτιότητι ή εκουσίως εγκαταλείψη ταύτην άνευ ευλόγου τινός αιτίας˙ ή

(β) καίτοι εκοινοποιήθη εις αυτό παρά τινος γραφείου ευρέσεως εργασίας ή ετέρου ανεγνωρισμένου γραφείου, ή παρά τινος εργοδότου ή εκ μέρους αυτού, η ύπαρξις θέσεως κενωθείσης ή κενωθησομένης εις κατάλληλον τινα εργασίαν, αρνήται ή παραλείπη άνευ ευλόγου αιτίας να υποβάλη αίτησιν διά την θέσιν ταύτην ή αρνήται να αποδεχθή ταύτην προσφερθείσαν εις αυτόν˙ ή

(γ) αμελή να επωφεληθή ευλόγου τινός ευκαιρίας προς κατάλληλον τινα απασχόλησιν˙ ή

(δ) αρνηθή ή παραλείψη άνευ ευλόγου αιτίας να τύχη επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ως ο Διευθυντής ήθελε διατάξει.

(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου η απασχόλησις δεν θεωρείται κατάλληλος διά πρόσωπον τι εάν αύτη είναι-

(α) απασχόλησις εις θέσιν κενωθείσαν συνεπεία στάσεως εργασιών οφειλομένης εις εργατικήν τινα διαφοράν˙

(β) απασχόλησις εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εν τη περιοχή ένθα το τελευταίον συνήθως ειργάζετο είτε έναντι αποδοχών κατωτέρων είτε υπό όρους ολιγώτερον ευνοϊκούς, εκείνων ων ηδύνατο ευλόγως να αναμένη ότι θα απελάμβανε λαμβανομένων υπ’ όψιν των όρων εργασίας ως συνήθως απελάμβανεν εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εν τη περιοχή ταύτη ή ων θα απελάμβανεν εάν εσυνέχιζε την απασχόλησιν αυτού˙

(γ) απασχόλησις εις το σύνηθες αυτού επάγγελμα εις οιανδήποτε ετέραν περιοχήν έναντι αποδοχών κατωτέρων ή υπό όρους ολιγώτερον ευνοϊκούς των τηρουμένων εν τη περιοχή ταύτη δυνάμει συμφωνίας μεταξύ των οργανισμών εργοδοτών και μισθωτών ή ελλείψει τοιαύτης συμφωνίας, των υπό καλών εργοδοτών γενικώς ανεγνωρισμένων.

(4) Μετά την πάροδον ευλόγου υπό τας περιστάσεις χρονικού διαστήματος από της ημέρας καθ’ ην πρόσωπον τι κατέστη άνεργον, απασχόλησις τις δεν θεωρείται ακατάλληλος λόγω μόνον του γεγονότος ότι είναι εκτός του συνήθους αυτού επαγγέλματος, εάν πρόκειται περί απασχολήσεως έναντι αποδοχών ουχί κατωτέρων, και υπό όρους ουχί ολιγώτερον ευνοϊκούς των γενικώς τηρουμένων δυνάμει συμφωνίας μεταξύ των οργανισμών εργοδοτών και μισθωτών, ή ελλείψει τοιαύτης συμφωνίας, των υπό καλών εργοδοτών γενικώς ανεγνωρισμένων.

Σύνταξις γήρατος

36.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, ένα πρόσωπο δικαιούται σύνταξη γήρατος αν-

(α) Συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία και κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας αυτής ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς˙ ή

(β) συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών ετών, ικανοποιεί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς και έχει εβδομαδιαίο μέσο όρο ασφαλιστέων αποδοχών, όπως αυτός υπολογίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (2) του Τρίτου Πίνακα, ίσο τουλάχιστο με 70% του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών˙ ή

(γ) δικαιούνταν σύνταξη ανικανότητας κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών ετών˙ ή

(δ) είναι ηλικίας μεταξύ εξήντα τριών και εξήντα πέντε ετών και θα δικαιούνταν σύνταξη ανικανότητας αν δεν είχε συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών ετών.

(2) Η σύνταξις γήρατος καταβάλλεται από της ημερομηνίας καθ’ ην πρόσωπον τι πρώτον πληροί τας εν τω εδαφίω (1) προϋποθέσεις και εξακολουθεί να καταβάλληται εφ’ όρου ζωής.

(3) Ασφαλισμένος, ο οποίος, κατά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξηνταοκτώ (68) ετών, δεν πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη γήρατος, δικαιούται, εφόσον πληροί την σχετική προϋπόθεση εισφοράς που καθορίζεται στον Τρίτο Πίνακα, σε εφάπαξ ποσό γήρατος, το ύψος του οποίου καθορίζεται με Κανονισμούς δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(4) Δικαιούχος συντάξεως γήρατος ο οποίος έχει πληρωθείσες ασφαλιστέες αποδοχές για οποιαδήποτε περίοδο μεταξύ της σχετικής ημερομηνίας και της ημερομηνίας που συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία δικαιούται αύξηση του εβδομαδιαίου ποσού της σύνταξης του ίση με 1/52 του 1,5% των εν λόγω αποδοχών. Η αύξηση αυτή προστίθεται στο ποσό της βασικής σύνταξης του δικαιούχου στο μέτρο που το άθροισμα δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσό της βασικής σύνταξης και το τυχόν υπόλοιπο προστίθεται στο ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης του δικαιούχου.

Σύνταξις γήρατος εις μεταλλωρύχους

36Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 36, στην περίπτωση προσώπου το οποίο απασχολήθηκε ως μεταλλωρύχος για χρονικό διάστημα πέντε τουλάχιστον ετών, η συντάξιμη ηλικία μειώνεται κατά ένα μήνα για κάθε πέντε μήνες απασχόλησης ως μεταλλωρύχος σε καμιά όμως περίπτωση δε μειώνεται κάτω από την ηλικία των πενήντα οκτώ:

Νοείται ότι “απασχόληση ως μεταλλωρύχος” δεν περιλαμβάνει απασχόληση πριν από τις 7 Ιανουαρίου 1957.

(2) Μεταλλωρύχος δε δικαιούται σύνταξη γήρατος δυνάμει του άρθρου αυτού πριν από τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα τριών ετών εκτός αν έπαυσε να εργάζεται σε μεταλλείο.

(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

“μεταλλείον” κέκτηται την έννοιαν ην απέδωσεν εις τον όρον τούτον το άρθρον 3 του περί Ρυθμίσεως Μεταλλείων και Λατομείων Νόμου˙

“μεταλλωρύχος” σημαίνει μισθωτόν πρόσωπον απασχολούμενον υπογείως εις μεταλλείον, ή επιφανειακώς εις μεταλλείον νοουμένου ότι η απασχόλησις αυτού έχει άμεσον σχέσιν με την παραγωγήν ή τον εμπλουτισμόν του μεταλλεύματος.

Αναβολή έναρξης σύνταξης γήρατος

37.-(1) Πρόσωπο που δικαιούται σύνταξη γήρατος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 36 ή 36Α δικαιούται να ζητήσει την αναβολή της έναρξης της σύνταξης του μέχρι και τη συμπλήρωση του εξηκοστού όγδοου έτους της ηλικίας του.

(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποβάλλει δήλωση στο Διευθυντή πάνω στο εγκεκριμένο από αυτόν έντυπο το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που δικαιούται σύνταξη. Σε περίπτωση καθυστέρησης στην υποβολή της δήλωσης το χρονικό διάστημα της αναβολής θα θεωρείται ότι άρχισε τρεις μήνες πριν από την υποβολή της δήλωσης.

(3) Πρόσωπο που αναβάλλει την έναρξη της σύνταξης του σύμφωνα με το άρθρο αυτό θα δικαιούται να συνταξιοδοτηθεί από τη συμπλήρωση του εξηκοστού όγδοου έτους της ηλικίας του ή από την πρώτη του μηνός που ακολουθεί το μήνα μέσα στον οποίο υποβάλλει την αίτηση του για σύνταξη γήρατος αν αυτή υποβληθεί πριν τη συμπλήρωση της εν λόγω ηλικίας.

(4) Το ύψος της σύνταξης γήρατος αυξάνεται κατά 0,5% για κάθε μήνα που περιλαμβάνεται στο χρονικό διάστημα της αναβολής της έναρξης της σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

(5) Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις δικαιούχων συντάξεως γήρατος της οποίας η σχετική ημερομηνία είναι προγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 1993.

Σύνταξις ανικανότητος

38.-(1) Tηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ησφαλισμένος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος εάν-

(α) ήτο ανίκανος προς εργασίαν δι’ εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας εντός οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως˙

(β) εντός της τοιαύτης περιόδου διακοπής της απασχολήσεως αποδείξη ότι προβλέπεται να παραμείνη μονίμως ανίκανος προς εργασίαν˙

(γ) δε συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών ετών˙

(δ) πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς:

Νοείται ότι εις περίπτωσιν καθ’ ην η ανικανότης οφείλεται εις ατύχημα επισυμβάν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, ο ησφαλισμένος θεωρείται ότι πληροί τας προϋποθέσεις εισφοράς εάν ούτος πληροί τας τοιαύτας προϋποθέσεις διά καταβολήν επιδόματος ασθενείας.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 74, η σύνταξις ανικανότητος καταβάλλεται από της σχετικής ημερομηνίας εν όσω ο ησφαλισμένος παραμένει μονίμως ανίκανος προς εργασίαν και δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών ετών.

(3) Παν πρόσωπον εις το οποίον εχορηγήθη σύνταξις ανικανότητος ή το οποίον προέβαλεν απαίτησιν διά σύνταξιν ανικανότητος, δέον όπως συμμορφούται προς πάσαν οδηγίαν εκδιδομένην αυτώ καθ’ οιονδήποτε χρόνον υπό του Διευθυντού δι’ ης καλείται όπως-

(α) υποβάλη εαυτόν εις ιατρικήν εξέτασιν ή επανεξέτασιν˙

(β) υποβάλη εαυτόν εις τοιαύτην ιατρικήν περίθαλψιν ήτις θεωρείται εν τη περιπτώσει αυτού κατάλληλος υπό του υπευθύνου δι’ αυτόν θεράποντος ιατρού ή ετέρου ιατρού εις τον οποίον παρεπέμφθη υπό του Διευθυντού˙

(γ) συμμετάσχη εις οιανδήποτε μαθητείαν επαγγελματικής εκπαιδεύσεως ή αναπροσαρμογής ως ο Διευθυντής ήθελε διατάξει.

(4) Πρόσωπον τι εκπίπτει του προς λήψιν συντάξεως ανικανότητος δικαιώματος, διά χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τας εξ εβδομάδας εάν άνευ ευλόγου τινός αιτίας παρέλειψε να συμμορφωθή προς οιανδήποτε οδηγίαν εκδοθείσαν δυνάμει του εδαφίου (3):

Νοείται ότι εις περίπτωσιν προσώπου το οποίον εκπίπτει του προς λήψιν συντάξεως ανικανότητος δικαιώματος δυνάμει του παρόντος εδαφίου, το ήμισυ του ποσού της συντάξεως το οποίον, ελλείψει της τοιαύτης εκπτώσεως, θα κατεβάλλετο αυτώ, καταβάλλεται εις τους εξαρτωμένους αυτού.

(5) Διά τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), ανίκανος προς εργασίαν θεωρείται ο ησφαλισμένος όταν λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας μεταγενεστέρας της ασφαλίσεως του, ή προγενεστέρας η οποία επεδεινώθη ουσιωδώς μετά την ασφάλισιν του, δεν δύναται να κερδίζη δι’ εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή λαμβανομένων υπ’ όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεως του, πέραν του ενός τρίτου, ή αν πρόκειται για ασφαλισμένο ηλικίας μεταξύ εξήντα και εξήντα τριών ετών πέραν του ενός δευτέρου, του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η σχετική ημερομηνία δύναται να είναι προγενεστέρα της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εδαφίου.

(6) [Διαγράφηκε].

Σύνταξις χηρείας

39.-(1) Χήρα, η οποία, κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου της, συζούσε με αυτόν ή συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτόν, δικαιούται σε σύνταξη χηρείας, αν –

(α)  πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη χηρείας που καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα και ο σύζυγος της δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(β)  ο σύζυγος της είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, και ήταν δικαιούχος σύνταξης γήρατος ή θα εδικαιούτο σύνταξη γήρατος εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.

(2) Χήρος, ο οποίος, κατά το χρόνο του θανάτου της συζύγου του, ήταν μόνιμα ανίκανος για αυτοσυντήρηση και συντηρείτο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτήν, δικαιούται σε σύνταξη χηρείας, αν –

(α)  πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς για σύνταξη χηρείας που καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα και η σύζυγος του δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(β)  η σύζυγος του είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, και ήταν δικαιούχος σύνταξης γήρατος ή θα εδικαιούτο σύνταξη γήρατος, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.

(3) Οσάκις ο θάνατος του αποβιώσαντος συζύγου οφείλεται εις ατύχημα επισυμβάν κατά ή μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, ούτος θεωρείται ότι επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς τας αναφερομένας εις το εδάφιον (1) και (2) του παρόντος άρθρου εάν επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς διά καταβολήν βοηθήματος κηδείας.

(4) Το εβδομαδιαίο ύψος της σύνταξης χηρείας αυξάνεται-

(α) Κατά το ποσό της αύξησης της σύνταξης γήρατος του συζύγου σύμφωνα με το καταργηθέν άρθρο 37 του βασικού νόμου˙

(β) κατά το ποσό κατά το οποίο αυξήθηκε ή θα αυξανόταν η βασική σύνταξη γήρατος του συζύγου σύμφωνα με το εδάφιο (9) του άρθρου 36 και το εδάφιο (4) του άρθρου 37 και κατά 60% του ποσού κατά το οποίο αυξήθηκε ή θα αυξανόταν σύμφωνα με τα εν λόγω εδάφια η συμπληρωματική σύνταξη γήρατος του συζύγου.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6), η σύνταξις χηρείας καταβάλλεται εφ’ όρου ζωής.

(6) Χήρα συνερχομένη εις νέον γάμον παύει να δικαιούται εις σύνταξιν χηρείας, δικαιούται όμως εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους της τοιαύτης συντάξεως χηρείας επί τον αριθμόν 52, εξαιρουμένης, όμως, οιασδήποτε αυξήσεως δι’ εξαρτωμένους.

(7) Χήρα ή χήρος, που δεν δικαιούται σύνταξη χηρείας, επειδή δεν πληροί τις προϋποθέσεις εισφοράς για τέτοια σύνταξη, δικαιούται, σε εφάπαξ ποσό χηρείας, το ύψος του οποίου καθορίζεται με Κανονισμούς δυνάμει του παρόντος Νόμου, αν-

(α) πληροί τη σχετική προϋπόθεση εισφοράς που καθορίζεται στον Τρίτο Πίνακα, νοουμένου ότι ο αποβιώσας ή η αποβιώσασα σύζυγος, ανάλογα με την περίπτωση, κατά το χρόνο του θανάτου, δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(β) ο αποβιώσας ή η αποβιώσασα σύζυγος, ανάλογα με την περίπτωση, κατά το χρόνο του θανάτου, είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία και πληρούσε τη σχετική προϋπόθεση για εφάπαξ ποσό γήρατος, όπως τούτο καθορίζεται στον Τρίτο Πίνακα.

Εξαίρεση λόγω παροχής κοινωνικής σύνταξης

39Α.-(1) Το εφάπαξ καθορισμένο ποσό το οποίο δικαιούται οποιοδήποτε πρόσωπο με βάση το εδάφιο (5) του άρθρου 36 ή το εδάφιο (7) του άρθρου 39 δεν καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό, αν δικαιούται σε κοινωνική σύνταξη με βάση τον περί Χορήγησης Κοινωνικής Σύνταξης Νόμο του 1995 ή εδικαιούτο τέτοια σύνταξη, αν υπέβαλλε αίτηση.

(2) Το εφάπαξ καθορισμένο ποσό το οποίο θα καταβαλλόταν στο δικαιούχο, αν δεν ίσχυαν οι διατάξεις του εδαφίου (1), καταβάλλεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

Επίδομα ορφανίας

40.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, χορηγείται επίδομα ορφανίας δι’ ανήλικον του οποίου αμφότεροι οι γονείς απεβίωσαν και ο εις τουλάχιστον τούτων ήτο ησφαλισμένος.

(2) Επίδομα ορφανίας χορηγείται και δι’ ανήλικον του οποίου ο εις μόνον γονεύς απεβίωσεν εφ’ όσον ο αποβιώσας ήτο ησφαλισμένος και ο ανήλικος συνετηρείτο εξ ολοκλήρου ή κατά κύριον λόγον υπ’ αυτού κατά τον χρόνον του θανάτου, ο δε επιζών γονεύς δεν συνέζη μετά του αποβιώσαντος γονέως.

(3) Όταν ο θάνατος ησφαλισμένου προσώπου, το οποίον κατά την ημερομηνίαν του θανάτου αυτού επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς διά σύνταξιν χηρείας, δεν παρέχει δικαίωμα εις σύνταξιν χηρείας δυνάμει του άρθρου 39 ή εις επίδομα ορφανίας δυνάμει του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, χορηγείται επίδομα ορφανίας δι’ έκαστον ανήλικον τέκνον του αποβιώσαντος προσώπου αναφορικώς προς το οποίον θα ήτο καταβλητέα αύξησις συντάξεως χηρείας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 59.

(4) Το εν τω εδαφίω (3) αναφερόμενον επίδομα ορφανίας χορηγείται και εις περίπτωσιν καθ’ ην η σύνταξις χηρείας η καταβλητέα αναφορικώς προς τον θάνατον του γονέως ετερματίσθη ή τερματίζεται δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 39.

(5) Παν πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται επίδομα ορφανίας δυνάμει του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2), παύον να είναι ανήλικον άλλως ή λόγω θανάτου, προ της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, δικαιούται εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους του επιδόματος ορφανίας επί τον αριθμόν 52 ή τον αριθμόν των εβδομάδων διά τον οποίον θα κατεβάλλετο επίδομα ορφανίας μέχρι της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, εάν ο τελευταίος αριθμός είναι μικρότερος του αριθμού 52.

(6) Το κατά το παρόν άρθρον επίδομα ορφανίας αναφορικώς προς ανήλικον μη συμπληρώσαντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του ή ανήλικον ο οποίος είναι δι’ οιονδήποτε λόγον ανίκανος να ενεργήση, καταβάλλεται εις το πρόσωπον το έχον την επιμέλειαν του ανηλίκου, εις οιανδήποτε δε ετέραν περίπτωσιν καταβάλλεται εις τον ανήλικον.

(7) Εις περίπτωσιν κτήσεως ή ανακτήσεως δικαιώματος εις επίδομα ορφανίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, παν ποσόν καταβληθέν εν σχέσει προς τον ανήλικον δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 39 ή καταβληθέν λόγω του ότι ούτος έπαυσε να είναι ανήλικος, λογίζεται ως καταβληθέν δυνάμει των εδαφίων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, αναλόγως της περιπτώσεως, καθ’ ην έκτασιν η αντίστοιχος περίοδος συμπίπτει μετά της περιόδου καταβολής επιδόματος μετά την εν λόγω κτήσιν ή ανάκτησιν.

Βοήθημα κηδείας

41.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου καταβάλλεται βοήθημα κηδείας επί τω θανάτω προσώπου τινός εάν-

(α) κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού επλήρου τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς˙ ή

(β) κατά τον χρόνον του θανάτου αυτού εδικαιούτο εις σύνταξιν γήρατος, σύνταξιν ανικανότητος, σύνταξιν χηρείας, επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 42, ή παροχήν λόγω θανάτου δυνάμει του εδαφίου (2) ή (4) ή (8) του άρθρου 49˙ ή

(γ) κατεβάλλετο αναφορικώς προς τούτο επίδομα ορφανίας ή επίδομα αγνοουμένου δυνάμει των εδαφίων (2) έως (4) του άρθρου 42˙ ή

(δ) πρόκειται περί μισθωτού του οποίου ο θάνατος επήλθε συνεπεία σωματικής βλάβης προκληθείσης εξ επαγγελματικού ατυχήματος ως τούτο καθορίζεται εν τω Μέρει ΙV ή συνεπεία καθωρισμένης τινός νόσου, οφειλομένης εις την απασχόλησιν αυτού˙ ή

(ε) τούτο ήτο είτε εξαρτώμενον ησφαλισμένου όστις πληροί τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς κατά τον χρόνον του θανάτου του εξαρτωμένου ή εξαρτώμενον προσώπου όπερ κατά τον χρόνον του θανάτου του εξαρτωμένου δικαιούται εις μίαν των εις την παράγραφον (β) ανωτέρω αναφερομένων παροχών.

(2) Το ποσόν του βοηθήματος κηδείας το καταβαλλόμενον δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) είναι το ήμισυ του εις το Μέρος Ι του Τετάρτου Πίνακος εμφαινομένου ποσού διά βοήθημα κηδείας.

(3) Το δυνάμει του παρόντος άρθρου βοήθημα κηδείας καταβάλλεται-

(α) εις τον χήρον ή την χήραν του θανόντος εφ’ όσον ο θανών ήτο έγγαμος˙

(β) εις πάσαν δε ετέραν περίπτωσιν εις το προς είσπραξιν του βοηθήματος οριζόμενον υπό του Διευθυντού πρόσωπον.

Επίδομα αγνοουμένου

42.-(1) Η σύζυγος αγνοουμένου ησφαλισμένου, ο οποίος κατά τον χρόνον της εξαφανίσεως αυτού επλήρου τας προϋποθέσεις εισφοράς διά σύνταξιν γήρατος, δικαιούται εις επίδομα αγνοουμένου, εφ’ όσον αύτη κατά τον χρόνον της εξαφανίσεως του συζύγου της συνέζη μετ’ αυτού ή συνετηρείτο αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον υπ’ αυτού.

(2) Δι’ ανήλικον του οποίου αμφότεροι οι γονείς είναι αγνοούμενοι ή ο εις των γονέων αυτού είναι αγνοούμενος και ο έτερος απεβίωσε, χορηγείται επίδομα αγνοουμένου, εφ’ όσον ο εις των γονέων ήτο ησφαλισμένος.

(3) Όταν δι’ αγνοούμενον, ο οποίος κατά την ημερομηνίαν της εξαφανίσεως αυτού επλήρου τας σχετικάς προϋποθέσεις εισφοράς, δεν καταβάλλεται επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) ή του εδαφίου (2), χορηγείται επίδομα δι’ έκαστον ανήλικον τέκνον του αγνοουμένου αναφορικώς προς το οποίον θα ήτο καταβλητέα αύξησις εξαρτωμένου των διατάξεων του άρθρου 59, εάν κατεβάλλετο επίδομα δυνάμει του εδαφίου (1).

(4) Το εν τω εδαφίω (3) αναφερόμενον επίδομα καταβάλλεται επίσης εις περίπτωσιν καθ’ ην το επίδομα αγνοουμένου το καταβλητέον δυνάμει του εδαφίου (1) ετερματίσθη ή τερματίζεται λόγω του ότι η δικαιούχος επιδόματος συνήψε νέον γάμον.

(5) Παν πρόσωπον αναφορικώς προς το οποίον καταβάλλεται επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (2), παύον να είναι ανήλικον, άλλως ή λόγω θανάτου, προ της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, δικαιούται εις εφ’ άπαξ ποσόν ίσον προς το γινόμενον του εβδομαδιαίου ύψους του επιδόματος αγνοουμένου επί τον αριθμόν 52 ή τον αριθμόν των εβδομάδων διά τον οποίον θα κατεβάλλετο επίδομα αγνοουμένου μέχρι της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των δεκαεπτά ετών, εάν ο τελευταίος αριθμός είναι μικρότερος του αριθμού 52.

(6) Το κατά το παρόν άρθρον επίδομα αναφορικώς προς ανήλικον μη συμπληρώσαντα το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του ή ανήλικον ο οποίος είναι δι’ οιονδήποτε λόγον ανίκανος να ενεργήση, καταβάλλεται εις το πρόσωπον το έχον την επιμέλειαν του ανηλίκου, εις οιανδήποτε δε ετέραν περίπτωσιν καταβάλλεται εις τον ανήλικον.

(7) Εις περίπτωσιν κτήσεως ή ανακτήσεως δικαιώματος εις επίδομα αγνοουμένου δυνάμει του παρόντος άρθρου, παν ποσόν καταβληθέν εν σχέσει προς τον ανήλικον λόγω του ότι ούτος έπαυσε να είναι ανήλικος ή λόγω του ότι η δικαιούχος επιδόματος δυνάμει του εδαφίου (1) της οποίας ούτος ήτο εξαρτώμενος συνήψε νέον γάμον, λογίζεται ως καταβληθέν δυνάμει των εδαφίων (2) έως (4), αναλόγως της περιπτώσεως, καθ’ ην έκτασιν η αντίστοιχος περίοδος συμπίπτει μετά της περιόδου καταβολής επιδόματος μετά την εν λόγω κτήσιν ή ανάκτησιν.

(8) Αι διατάξεις του εδαφίου (6) του άρθρου 39 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και εις την περίπτωσιν δικαιούχου επιδόματος αγνοουμένου δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.

(9) Το ύψος του κατά το εδάφιον (1) καταβλητέου επιδόματος είναι το αυτό ως και το ύψος της συντάξεως χηρείας, το δε ύψος του κατά τα εδάφια (2) έως (4) επιδόματος είναι το αυτό ως και το ύψος του δι’ ανάλογον περίπτωσιν επιδόματος ορφανίας.