5.-(1) Κάθε πρόσωπο που οδηγεί ή αποπειράται να οδηγήσει οποιοδήποτε όχημα σε οποιοδήποτε δρόμο ή άλλο δημόσιο χώρο έχοντας καταναλώσει τόση ποσότητα αλκοόλης σε οποιαδήποτε μορφή, ώστε η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα του να υπερβαίνει το όριο που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, είναι ένοχο αδικήματος.
(2) Το όριο στην αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου καθορίζεται ως ακολούθως:
(α) Για όλες τις περιπτώσεις, πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου, 22 εκατομμυριοστά του γραμμαρίου (microgrammes) αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου (milliliters) εκπνοής ή 50 χιλιοστά του γραμμαρίου (milligrams) αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου (milliliters) αίματος.
(β) για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) μέχρι (vi) της παρούσας παραγράφου, 9 εκατομμυριοστά του γραμμαρίου (microgrammes) αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου (milliliters) εκπνοής ή 20 χιλιοστά του γραμμαρίου (milligrams) αλκοόλης σε 100 χιλιοστά του λίτρου (milliliters) αίματος. οι περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνουν:
(i) Πρόσωπο που οδηγεί οποιοδήποτε μηχανοκίνητο όχημα και για το οποίο έχει εκδοθεί άδεια οδήγησης για οποιαδήποτε κατηγορία, όπως οι όροι αυτοί ερμηνεύονται στους περί ’δειας Οδήγησης Νόμους του 2001 έως 2014, για πρώτη φορά εντός χρονικού διαστήματος μικρότερου από τρία έτη από την ημέρα διάπραξης του αδικήματος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
(ii) πρόσωπο που κατέχει άδεια οδήγησης μαθητευομένου, όπως αυτή ορίζεται στους περί ’δειας Οδήγησης Νόμους του 2001 έως 2014 και οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα που επιτρέπεται να οδηγεί με βάση την άδεια οδήγησης μαθητευομένου που κατέχει.
(iii) πρόσωπο που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα της κατηγορίας L1e μέχρι L7e, όπως αυτές καθορίζονται στην παράγραφο (1) του Κανονισμού 13 των περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων (Κατηγορίες L1e μέχρι L7e), των Κατασκευαστικών Στοιχείων, Συστημάτων και Χωριστών Τεχνικών Μονάδων τους Κανονισμών του 2005 έως (Αρ. 2) του 2014.
(iv) πρόσωπο που οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα της κατηγορίας Ν2, Ν3, Μ2 ή Μ3, όπως αυτές ορίζονται στο Μέρος Α του Παραρτήματος ΧΙΙΙ των περί Έγκρισης Τύπου Οχημάτων (Κατηγορίες Μ, Ν και Ο), των Κατασκευαστικών Στοιχείων, Συστημάτων και Χωριστών Τεχνικών Μονάδων τους Κανονισμών του 2010.
(v) πρόσωπο που οδηγεί ταξί εν ώρα υπηρεσίας, όπως αυτό ορίζεται στους περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμούς του 1984 έως 2014.
(vi) πρόσωπο που οδηγεί όχημα που μεταφέρει επικίνδυνο εμπόρευμα, όπως αυτό ορίζεται στους περί Οδικής Μεταφοράς Επικίνδυνων Εμπορευμάτων Νόμους του 2004 έως 2013. και
(vii) Πρόσωπο το οποίο στερείται του δικαιώματος να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος από Δικαστήριο:
5Α.-(1) Ο Υπουργός, με διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει τα πρότυπα τα οποία πρέπει να πληρούν οι συσκευές προκαταρκτικής και τελικής εξέτασης.
(2) Ο Υπουργός δύναται να εκδίδει διατάγματα με τα οποία προστίθενται, ακυρώνονται ή τροποποιούνται πρότυπα για τις συσκευές ανίχνευσης ή προσδιορισμού αλκοόλης στην εκπνοή.
(3) Η πιστοποίηση ότι οι συσκευές προκαταρκτικής και τελικής εξέτασης πληρούν τα πρότυπα τα οποία έχουν καθοριστεί από τον Υπουργό, γίνεται από την αρμόδια αρχή πιστοποίησης.
(4) Η χρήση κάθε συσκευής προκαταρκτικής και τελικής εξέτασης γίνεται μόνο αν έχει εκδοθεί γι' αυτήν πιστοποίηση από την αρμόδια αρχή πιστοποίησης.
6.-(1) Εις περίπτωσιν καθ ην αστυνομικός έχει εύλογον υποψίαν ότι-
(α) πρόσωπον το οποίον οδηγεί ή πειράται να οδηγήση οιονδήποτε όχημα επί τινος οδού ή ετέρου δημοσίου χώρου έχει εις το σώμα αυτού οιανδήποτε ποσότητα αλκοόλης ή έχει διαπράξει τροχαίον αδίκημα καθ ον χρόνον το όχημα ευρίσκεται εν κινήσει. ή
(β) πρόσωπον ωδήγει ή επειράτο να οδηγήση οιονδήποτε όχημα επί τινος οδού ή ετέρου δημοσίου χώρου καθ ον χρόνον είχεν εις το σώμα αυτού οιανδήποτε ποσότητα αλκοόλης και ότι το τοιούτο πρόσωπον εξακολουθεί να έχη εις το σώμα αυτού αλκοόλην. ή
(γ) πρόσωπον το οποίον ωδήγει ή επειράτο να οδηγήση οιονδήποτε όχημα επί τινος οδού ή ετέρου δημοσίου χώρου είχε διαπράξει τροχαίον αδίκημα καθ ον χρόνον το όχημα ευρίσκετο εν κινήσει.
δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 9, να ζητήση παρά του προσώπου αυτού όπως παράσχη δείγμα εκπνοής διά προκαταρκτικήν εξέτασιν.
(2) Ανεξαρτήτως της υπάρξεως της εις το εδάφιον (1) αναφερομένης ευλόγου υποψίας, αστυνομικός δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 9, να ζητήση παρ οιουδήποτε προσώπου το οποίον οδηγεί ή πειράται να οδηγήση οιονδήποτε όχημα επί τινος οδού ή ετέρου δημοσίου χώρου, όπως παράσχη δείγμα εκπνοής διά προκαταρκτικήν εξέτασιν.
(3) Εις ην περίπτωσιν επισυμβεί τροχαίον ατύχημα, λόγω της παρουσίας οιουδήποτε οχήματος επί τινος οδού ή ετέρου δημοσίου χώρου, αστυνομικός δύναται να ζητήση παρ οιουδήποτε προσώπου διά το οποίον έχει εύλογον αιτίαν να πιστεύη ότι ωδήγει ή επειράτο να οδηγήση το όχημα κατά τον χρόνον του ατυχήματος, όπως παράσχη δείγμα εκπνοής διά προκαταρκτικήν εξέτασιν τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 9.
(4) Δύναται να ζητηθή παρά προσώπου όπως παράσχη, δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) ή (3) δείγμα εκπνοής, είτε εις τον τόπον ένθα τούτο εζητήθη ή εάν τούτο δεν είναι δυνατόν, εις τον πλησιέστερον αστυνομικόν σταθμόν.
(5) Πας όστις, άνευ ευλόγου αιτίας, αρνείται ή αποφεύγει όπως μεταβή εις τον δυνάμει του εδαφίου (4) καθοριζόμενον αστυνομικόν σταθμόν ή αρνείται ή αποφεύγει καθ οιονδήποτε τρόπον να παράσχη δείγμα εκπνοής, όταν τούτο ζητηθή παρ αυτού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, είναι ένοχος αδικήματος.
(6) Αστυνομικός δύναται να συλλάβη οιονδήποτε πρόσωπον άνευ δικαστικού εντάλματος εάν το πρόσωπον τούτο αρνείται ή αποφεύγη δι οιουδήποτε τρόπου να παράσχη το ζητηθέν δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δείγμα εκπνοής και ο αστυνομικός έχει εύλογον υποψίαν ότι υπάρχει αλκοόλη εις το σώμα του προσώπου αυτού, αλλ ουδείς συλλαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου εάν ούτος ευρίσκεται εις νοσοκομείον τυγχάνων ιατρικής περιθάλψεως.
7.-(1) Προς τον σκοπόν διερευνήσεως κατά πόσον οιονδήποτε πρόσωπον, εις δείγμα εκπνοής του οποίου εγένετο προκαταρκτική εξέτασις, έχει διαπράξει αδίκημα κατά παράβασιν των διατάξεων του άρθρου 5, οιοσδήποτε αστυνομικός δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου ως και των διατάξεων του άρθρου 9, να ζητήση παρά του προσώπου τούτου όπως παράσχη δύο δείγματα εκπνοής διά τελικήν εξέτασιν μετά παρέλευσιν δέκα τουλάχιστον λεπτών της ώρας από της χρονικής στιγμής κατά την οποίαν είχε παρασχεθή το δείγμα εκπνοής διά την προκαταρκτικήν εξέτασιν:
(2) Η παραχώρησις δείγματος εκπνοής, συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (1), δέον όπως γίνεται εις τον πλησιέστερον χώρον όπου υπάρχει ο αναγκαίος προς τούτο τεχνικός εξοπλισμός.
(3) Εάν κατά την τελικήν εξέτασιν των δύο δειγμάτων εκπνοής των παραχωρηθέντων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου προκύψωσι διάφοροι ενδείξεις περί της ποσότητος αλκοόλης εις την παραχωρηθείσαν εκπνοήν, λαμβάνεται υπ όψιν διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου η χαμηλοτέρα ένδειξις.
(4) Πας όστις, άνευ ευλόγου αιτίας, αρνείται ή αποφεύγει όπως μεταβή εις τον χώρον όπου υπάρχει ο αναγκαίος τεχνικός εξοπλισμός προς διενέργειαν τελικής εξετάσεως ή αρνείται ή αποφεύγει δι οιουδήποτε τρόπου να παράσχη δείγμα εκπνοής όταν τούτο ζητηθή παρ αυτού δυνάμει του παρόντος άρθρου, είναι ένοχος αδικήματος.
(5) Εις περίπτωσιν καθ ην αστυνομικός ζητεί παρ οιουδήποτε προσώπου όπως παράσχη δείγμα εκπνοής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ούτος υποχρεούται όπως επιστήση την προσοχήν του τοιούτου προσώπου ότι η άρνησις ή αποφυγή παραχωρήσεως του ζητηθέντος δείγματος δυνατόν να συνιστά ποινικόν αδίκημα.
8.-(1) Διά τους σκοπούς του εδαφίου (5) του άρθρου 6 και του εδαφίου (4) του άρθρου 7, εύλογος αιτία διά την οποίαν πρόσωπον δύναται να αρνηθή να παράσχη δείγμα εκπνοής θεωρείται η αιτία η οποία έχει σχέσιν με ιατρικούς λόγους, πιστοποιουμένη δι ενυπογράφου βεβαιώσεως ιατρικού λειτουργού. Η τοιαύτη βεβαίωσις επιδεικνύεται προς τον αστυνομικόν κατά τον χρόνον κατά τον οποίον ζητείται η υπό του προσώπου τούτου παροχή δείγματος εκπνοής ή, το βραδύτερον, εντός τριών ημερών από του χρόνου τούτου εις τον πλησιέστερον προς την κατοικίαν του αστυνομικόν σταθμόν.
(2) Εάν το πρόσωπον το οποίον ηρνήθη ή απέφυγε να παράσχη δείγμα εκπνοής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δεν δυνηθή να προσκομίση την δυνάμει του αυτού εδαφίου προνοουμένην ιατρικήν βεβαίωσιν εντός του ούτω καθοριζομένου χρονικού διαστήματος, θα τεκμαίρεται ότι τούτο ηρνήθη ή απέφυγε να παράσχη το ζητηθέν δείγμα εκπνοής άνευ ευλόγου αιτίας.
9.-(1) Δεν επιτρέπεται να ζητηθή παρά προσώπου ευρισκομένου εις νοσοκομείον διά περίθαλψιν, η παροχή δείγματος εκπνοής ή αίματος διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός εάν ο ιατρός ο έχων υπό την άμεσον ιατρικήν παρακολούθησιν του το τοιούτο πρόσωπον επιτρέψη, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), την παραχώρησιν του ζητουμένου δείγματος και υπό τον όρον ότι η τοιαύτη παραχώρησις του δείγματος θα πραγματοποιηθή εντός του νοσοκομείου εις το οποίον ευρίσκεται διά περίθαλψιν το πρόσωπον.
(2) Ιατρός, έχων υπό την άμεσον αυτού ιατρικήν παρακολούθησιν οιονδήποτε πρόσωπον παρά του οποίου ζητείται η παροχή δείγματος εκπνοής ή αίματος διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, δύναται όπως αρνηθή να επιτρέψη την υπό του τοιούτου προσώπου παροχήν του ζητουμένου δείγματος εκπνοής ή αίματος, μόνον εάν κρίνη ότι, είτε αυτή ταύτη η παροχή του δείγματος, είτε η προειδοποίησις η οποία προνοείται εις το εδάφιον (5) του άρθρου 7 δυνατόν να επηρεάσωσιν αρνητικώς την θεραπευτικήν αγωγήν ή την κατάστασιν της υγείας του προσώπου.
(3) Δείγμα αίματος ζητούμενον δυνάμει των διατάξεων της δευτέρας επιφυλάξεως του εδαφίου (1) του άρθρου 7, παραχωρείται μόνον τη συγκαταθέσει του προσώπου παρά του οποίου τούτο ζητείται:
10.-(1) Διά σκοπούς αποδείξεως αναφορικώς προς την ποσότητα αλκοόλης ήτις περιείχετο εις την εκπνοήν ή το αίμα προσώπου το οποίον κατηγορείται διά παράβασιν των διατάξεων του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου, θα λαμβάνεται υπ όψιν η ποσότης αλκοόλης ήτις περιείχετο εις το δείγμα εκπνοής ή αίματος, το παρασχεθέν υπ αυτού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου θα θεωρήται δε, διά σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ότι η ποσότης αλκοόλης ήτις περιείχετο εις την εκπνοήν ή το αίμα του κατηγορουμένου κατά τον χρόνον καθ ον ωδήγει ή επειράτο να οδηγήση δεν ήτο μικροτέρα της ποσότητος αλκοόλης ήτις περιείχετο εις το υπ αυτού παρασχεθέν δείγμα εκπνοής ή αίματος.
(2) Αι διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται εάν ο κατηγορούμενος αποδείξη-
(α) ότι είχε καταναλώσει οινοπνευματώδες ποτόν εις χρόνον μεταγενέστερον του χρόνου κατά τον οποίον έπαυσε να οδηγή ή επειράτο να οδηγήση οιονδήποτε όχημα εν όσω τούτο ευρίσκετο επί τινος οδού ή ετέρου δημοσίου χώρου και προτού παρασχεθή το δείγμα εκπνοής ή αίματος, και
(β) ότι εάν δεν έπραττε ούτω, το ποσοστόν αλκοόλης εις την εκπνοήν ή το αίμα αυτού δεν θα υπερέβαινε το καθορισθέν όριον.
(3) Αποδεικτικόν της ποσότητος αλκοόλης ήτις περιέχεται εις δείγμα εκπνοής ή αίματος εις ποινικήν διαδικασίαν δι αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αποτελεί-
(α) το έντυπον αποτέλεσμα το παραγόμενον αυτομάτως υπό της συσκευής διά της οποίας διενεργείται η τελική εξέτασις δείγματος εκπνοής, συνοδευόμενον υπό πιστοποιήσεως, γενομένης είτε επ αυτού τούτου του εντύπου αποτελέσματος είτε άλλως και υπογραφομένης υπό αστυνομικού, διά της οποίας πιστοποιείται ότι το τοιούτον έντυπον αποτέλεσμα είναι σχετικόν προς το δείγμα εκπνοής το παρασχεθέν υπό του κατηγορουμένου κατά την ημερομηνίαν και ώραν την αναγραφομένην επ αυτού. ή
(β) πιστοποιητικόν υπογραφόμενον υπό οιουδήποτε χημικού υπηρετούντος εις το Γενικόν Χημείον του Κράτους αναφορικώς προς το ποσοστόν αλκοόλης ήτις ανευρέθη κατά την εργαστηριακήν ανάλυσιν εις το δείγμα αίματος το καθοριζόμενον εις το πιστοποιητικόν.
(4) Παν έγγραφον το οποίον αποτελεί το έντυπον αποτέλεσμα ή το πιστοποιητικόν ή αμφότερα το έντυπον αποτέλεσμα και το πιστοποιητικόν, τα αναφερόμενα εις την παράγραφον (α) του εδαφίου (3), είναι αποδεκτόν υπό του Δικαστηρίου ως αποδεικτικόν στοιχείον εκ μέρους της κατηγορούσης αρχής, της προσωπικής παρουσίας του εξετάσαντος το δείγμα εκπνοής και υπογράψαντος τα εν τω παρόντι εδαφίω έγγραφα αστυνομικού ενώπιον του Δικαστηρίου μη ούσης αναγκαίας, εκτός εάν το Δικαστήριον ήθελεν άλλως διατάξει:
(5) Στις περιπτώσεις εντύπων αποτελεσμάτων που παράγονται αυτόματα μετά την 1η Ιανουαρίου του 2000 από συσκευές που έχουν εισαχθεί και λειτουργούν από την 1η Ιανουαρίου 1999, το έτος της ημερομηνίας που αναγράφεται στα έντυπα αυτά διαβάζεται ωσάν οι δύο πρώτοι αριθμοί του έτους ήσαν 20 (δηλαδή 2000) αντί 19 (δηλαδή 1900) που δυνατόν οι συσκευές αυτές να αναγράφουν.
10A.-(1) Σε περίπτωση που-
(i) μηχανοκίνητο όχημα οδηγείται από πρόσωπο κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5∙
(ii) οδηγός αρνείται ή αποφεύγει καθ οιονδήποτε τρόπον να παράσχει δείγμα εκπνοής, κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 6∙
(iii) οδηγός αρνείται ή αποφεύγει να μεταβεί στο χώρο όπου υπάρχει ο αναγκαίος τεχνικός εξοπλισμός για διενέργεια τελικής εξέτασης ή αρνείται ή αποφεύγει με οποιοδήποτε τρόπο να παράσχει δείγμα εκπνοής, κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 7,
μέλος της Αστυνομίας ή Επόπτης απαγορεύει τη συνέχιση της οδήγησης του εν λόγω μηχανοκίνητου οχήματος από το πρόσωπο που προβαίνει στην παράβαση και δύναται να κατακρατήσει το όχημα για περίοδο μέχρι είκοσι τέσσερις (24) ώρες, εκτός εάν το μηχανοκίνητο όχημα μπορεί να οδηγηθεί νόμιμα από άλλο πρόσωπο.
(2) Όχημα που κατακρατείται με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1), δύναται να μεταφερθεί από μέλος της Αστυνομίας ή Επόπτη ή από άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτούς πρόσωπο, σε κατάλληλο κατά την κρίση του Αρχηγού της Αστυνομίας χώρο.
(3) Όχημα που μεταφέρθηκε και βρίσκεται σε χώρο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) δύναται να παραληφθεί από τον κάτοχό του ή τον ιδιοκτήτη του ή από αντιπρόσωπο του ιδιοκτήτη, ο οποίος δύναται νόμιμα να το οδηγήσει, εφόσον καταβληθούν τα πραγματικά έξοδα, εάν προκύψουν από τη μετακίνηση και φύλαξη του οχήματος στο χώρο αυτόν και τα οποία υπολογίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
(4) Σε περίπτωση που δεν καταβάλλονται τα πραγματικά έξοδα, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (3), ή το όχημα δεν παραληφθεί εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία που ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχός του ενημερωθεί σχετικά από τον Αρχηγό της Αστυνομίας για να το παραλάβει, αυτό δύναται να διατεθεί ως αζήτητη περιουσία σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Αστυνομίας Νόμου.
(5) Πρόσωπο που εμποδίζει μέλος της Αστυνομίας ή Επόπτη να ασκήσει τις χορηγούμενες στο εδάφιο (1) εξουσίες είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο χιλιάδες ευρώ (2.000).
11.-(1) Οδηγός για τον οποίο εφαρμόζεται το άρθρο 5(2)(α), ο οποίος διαπράττει αδίκη΅α δυνά΅ει των διατάξεων του άρθρου 5, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται-
(α) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει το καθορισμένο στον παρόντα Νό΅ο όριο αλλά είναι ΅ικρότερη των 36 ΅g/100ml ή των 82 mg/100ml, αντίστοιχα, σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον έναν μήνα ή/και σε χρη΅ατική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια ευρώ (1,500),
(β) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην αναπνοή ή στο αί΅α υπερβαίνει τα 35 ΅g/100ml ή τα 81 mg/100ml αντίστοιχα, αλλά είναι ΅ικρότερη των 56΅ g/100ml ή των 127 mg/100ml, αντίστοιχα, σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστη΅α που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) ΅ήνες ή/και σε χρη΅ατική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000),
(γ) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αί΅α υπερβαίνει τα 55 ΅g/100ml ή τα 126 mg/100ml, αντίστοιχα, αλλά είναι ΅ικρότερη των 71 ΅g/100ml ή των 161 mg/100ml, αντίστοιχα, σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστηκα που δεν υπερβαίνει τους οκτώ (8) ΅ήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000) ή σε στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να λα΅βάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστη΅α που δεν υπερβαίνει τους τέσσερις (4) ΅ήνες ή σε όλες ή οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω αναφερό΅ενες ποινές,
(δ) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αί΅α υπερβαίνει τα 70 ΅g/100ml ή τα 160 mg/100ml, αντίστοιχα, σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000) ή σε στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε όλες ή οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω αναφερόμενες ποινές.
(2) Οδηγός για τον οποίο εφαρμόζεται το άρθρο 5(2)(β), ο οποίος διαπράττει αδίκη΅α δυνά΅ει των διατάξεων του άρθρου 5, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται-
(α) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει το καθορισμένο στον παρόντα Νόμο όριο αλλά είναι μικρότερη των 23 ΅g/100ml ή των 52 mg/100ml, αντίστοιχα, σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500),
(β) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην αναπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει τα 22 ΅g/100ml ή τα 51mg/100ml, αντίστοιχα, αλλά είναι μικρότερη των 36 ΅g/100ml ή των 82mg/100ml, αντίστοιχα, σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή/και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000),
(γ) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει τα 35 ΅g/100ml ή τα 81 mg/100ml, αντίστοιχα, αλλά είναι μικρότερη των 56 ΅g/100ml ή των 127 mg/100ml, αντίστοιχα, σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000) ή σε στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τέσσερις (4) ΅ήνες ή σε όλες ή οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω αναφερόμενες ποινές,
(δ) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει τα 55 ΅g/100ml ή τα 126 mg/100ml, αντίστοιχα, σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000) ή σε στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε όλες ή οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω αναφερόμενες ποινές.
(3) Πρόσωπο που διαπράττει αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 6 ή του εδαφίου (4) του άρθρου 7, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000) ή σε στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε όλες ή οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω αναφερόμενες ποινές.
(4) Το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση που καταδικάσει πρόσωπο με βάση τις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) και τις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (2), να επιβάλει σε αυτό, επιπρόσθετα με τις προβλεπόμενες στις εν λόγω παραγράφους ποινές, στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.
(5) Σε περίπτωση που πρόσωπο που καταδικάστηκε με βάση τα εδάφια (1) ή (2) διαπράξει, εντός τριών (3) ετών από την καταδίκη του, οποιοδήποτε αδίκημα που τιμωρείται με βάση τα εν λόγω εδάφια, το Δικαστήριο δύναται να του επιβάλει ποινές διπλάσιες από τις προβλεπόμενες στα εδάφια αυτά.