ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων

13. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, ο γάμος δε μεταβάλλει την περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων.

Αξίωση συμμετοχής σε περιουσία

14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.

(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:

(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία

(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.

Αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων και εξέταση από το Δικαστήριο

14Α.-(1) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής του άρθρου 14, το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την έκδοση του, ή μέσα σε οποιαδήποτε άλλη χρονική περίοδο το Δικαστήριο ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ’ άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα.

(2) Σε περίπτωση που το συμφέρον σε περιουσία ή μέρος της το οποίο ο καθ’ ου η αίτηση είχε κατά την ημερομηνία που το Δικαστήριο έχει ορίσει, έπαψε να ανήκει σε αυτόν κατά την ημερομηνία της εκδίκασης της αίτησης διαζυγίου ή κατ’ άλλη ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει, ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, να δώσει πλήρεις, συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις της αποξένωσης ή της διάθεσης της περιουσίας ή μέρους της με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ενώ αν κριθεί αναγκαίο, το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει τον καθ’ ου η αίτηση να δώσει οδηγίες προς τραπεζικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό οργανισμό, με κοινοποίηση στο Δικαστήριο, σχετικά με την αποξένωση, τη διακίνηση, τη μεταφορά ή την επαναφορά της περιουσίας ή μέρους της, όπως το Δικαστήριο ορίζει.

(3) Το Δικαστήριο δύναται ύστερα από αίτηση του αιτητή να ορίσει ημερομηνία για εξέταση του καθ’ ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων ή των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή άλλων στοιχείων αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η αίτηση κλητεύεται ως μάρτυρας.

Ποινικά αδικήματα

14Β.-(1) Πρόσωπο το οποίο παρέχει ψευδείς, ανακριβείς ή μη πλήρεις πληροφορίες για θέμα που αναφέρεται στο άρθρο 14Α, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο ποινές.

(2) Πρόσωπο το οποίο αρνείται, παραλείπει ή καθυστερεί να συμμορφωθεί προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 14Α είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 44 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1997 για καταφρόνηση του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό είναι αιτητής για έκδοση διαζυγίου, το Δικαστήριο δύναται επίσης να αναστείλει την περαιτέρω διαδικασία μέχρις ότου το πρόσωπο αυτό συμμορφωθεί προς το εν λόγω διάταγμα του.

Πρόσθετη εξουσία του Δικαστηρίου

14Γ.-(1) Το Δικαστήριο, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 14Α έχει την εξουσία να εκδίδει ύστερα από αίτηση διάταγμα με το οποίο να παρεμποδίζεται ο καθ’ ου η αίτηση να διαθέσει, να αποξενώσει ή να επιβαρύνει την περιουσία του ή μέρος της.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την ακύρωση κάθε μεταβίβασης, διάθεσης ή επιβάρυνσης της περιουσίας ή μέρους της, η οποία έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 14Α ή διατάγματος του Δικαστηρίου που εκδίδεται με βάση τις διατάξεις του Νόμου αυτού.

(3) Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, περιουσία που αποκαλύπτεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου στην οποία ο καθ’ ου η αίτηση συνεχίζει να έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον λογίζεται περιουσία για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 14 και ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να επαναφέρει την περιουσία εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που αυτή βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο ιδιοκτήτης ή ο δικαιούχος ιδιοκτήτης είναι ένοχος καταφρόνησης του Δικαστηρίου.

(4) Το Δικαστήριο δύναται σε επείγουσες περιπτώσεις να εκδίδει προσωρινό διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1) με την ίδια διαδικασία που ακολουθείται για την έκδοση προσωρινού συντηρητικού διατάγματος, δυνάμει του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

Εφαρμογή του περί Ακύρωσης Δολίων Μεταβιβάσεων Νόμου

14Δ. Σε περίπτωση δόλιας διάθεσης ή μεταβίβασης περιουσίας, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου.

Διατάγματα μεταβίβασης στον αιτητή

14Ε. Το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον αιτητή περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας που ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Απαλλαγή από τέλη και δικαιώματα

14ΣΤ. Σε περίπτωση μεταβίβασης ιδιοκτησίας μεταξύ προσώπων που ήταν σύζυγοι και που ο γάμος τους έχει λυθεί, εφόσον προβλέπεται σε διάταγμα ή σε απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία επιλύονται ή διευθετούνται οι οποιεσδήποτε μεταξύ τους περιουσιακές διαφορές, χωρεί απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής τελών και δικαιωμάτων, δυνάμει του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου.

Παραγραφή αξίωσης

15. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 14 αξίωση:

(α) Παραγράφεται τρία χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου:

Νοείται ότι για τους σκοπούς του Νόμου αυτού οποιαδήποτε αξίωση υπό μορφή ανταπαίτησης θα θεωρείται για σκοπούς καθορισμού του χρόνου παραγραφής ως ξεχωριστή Αγωγή εγερθείσα την ίδια ημερομηνία ως η Αγωγή στα πλαίσια της οποίας προβάλλεται η ανταπαίτηση.

(β) δε γεννιέται, σε περίπτωση θανάτου, στο πρόσωπο των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε

(γ) δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή αν έχει επιδοθεί αγωγή.

Δωρεές μεταξύ συζύγων

16. Το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αγωγής του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου δυνάμει του άρθρου 14, θα λαμβάνει υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύζυγος δικαιούται και την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εναγόμενος σύζυγος δώρησε κατά τη διάρκεια του γάμου στον ενάγοντα.

Απώλεια δικαιώματος έγερσης αγωγής και μείωση του ποσού της αξίωσης

17.-(i) Το Δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει στον ενάγοντα σύζυγο οποιοδήποτε ποσό με βάση το άρθρο 14 του παρόντος Νόμου ή να μειώσει το ποσό το οποίο αυτός θα εδικαιούτο με βάση το ίδιο άρθρο, αν αυτός-

(α) Έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία του άλλου συζύγου

(β) έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία τέκνου του άλλου συζύγου

(γ) έχει καταδικαστεί για εκ προθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στον άλλο σύζυγο ή σε τέκνο του

(δ) εγκατέλειψε χωρίς εύλογη αιτία το σύζυγο ή παρέλειψε να τον συντηρεί

(ε) συμπεριφέρθηκε προς τον άλλο σύζυγο ή τα τέκνα του κατά τρόπο ιδιαίτερα σκληρο ή ανήθικο:

(ii) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την έναντι του ενάγοντα συζύγου συμπεριφορά του άλλου συζύγου.

Εξουσίες του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης

18. Το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει, τηρουμένων των αναλογιών, τις αρμοδιότητες τις οποίες δίνει στα Οικογενειακά Δικαστήρια το άρθρο 17 των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων.

Γάμοι που λύθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

19. Σε περίπτωση που ο γάμος λύθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι πρώην σύζυγοι δεν έχουν αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του παρόντος Νόμου.

Κατάργηση

20. Το άρθρο 40 του περί Δικαστηρίων Νόμου καταργείται.

Υποθέσεις που εκκρεμούν

21.-(1) Όλες οι υποθέσεις που καταχωρήθηκαν μετά την 1η Ιανουρίου 1991 και που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου παραπέμπονται στο στάδιο που βρίσκονται ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου για συνέχιση και αποπεράτωση της διαδικασίας από το εν λόγω Δικαστήριο.

(2) Κάθε διάδικος δικαιούται, αφού υποβάλει αίτηση για το σκοπό αυτό στο Δικαστήριο, να επανακαλέσει για επανακρόαση οποιοδήποτε μάρτυρα που έχει ήδη ακουστεί.