17.—(1) Προσωπικός αντιπρόσωπος ασθενούς είναι ο κηδεμόνας του ή ο πλησιέστερος συγγενής του.
(2) Οτιδήποτε απαιτείται δυνάμει του παρόντος Νόμου να γίνει από τον ασθενή δύναται να γίνει από τον προσωπικό αντιπρόσωπο του ο οποίος τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις κατά αποκλειστικότητα έναντι άλλων προσώπων:
(α) Να μεριμνά για τη διαμονή και την ευημερία του ασθενούς γενικά·
(β) να απαιτεί από τον ασθενή να παρουσιάζεται σε ορισμένο τόπο και χρόνο για σκοπούς ιατρικής παρακολούθησης, απασχόλησης και εκπαίδευσης·
(γ) να ενημερώνει τη διεπαγγελματική ομάδα του κέντρου για την κατάσταση του ασθενούς γενικά·
(δ) να συμμορφώνεται με ανάκληση άδειας εξόδου·
(ε) να υποβάλλει εκ μέρους του ασθενούς οποιεσδήποτε αιτήσεις αφορούν κρατικές παροχές, ωφελήματα ή διευκολύνσεις.
(3) Οι διατάξεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) είναι οι πιο κάτω:
(α) Όπου ο ασθενής έχει κηδεμόνα δυνάμει του άρθρου 19 ο εν λόγω κηδεμόνας έχει αποκλειστικό δικαίωμα να ενεργεί εκ μέρους του ασθενούς·
(β) όπου ο ασθενής δεν έχει κηδεμόνα, κανένας δεν μπορεί να ενεργεί εκ μέρους του εκτός μόνο ο πλησιέστερος συγγενής του και μόνο σε περίπτωση όπου ο ασθενής λόγω της ψυχικής διαταραχής του δεν είναι σε θέση να ασκήσει ελεύθερα βούληση.
18.—(1) Στον παρόντα Νόμο και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού πλησιέστερος συγγενής σημαίνει το πρόσωπο που αναφέρεται πρώτο στην απαρίθμηση συγγενών που γίνεται στο εδάφιο (2) το οποίο ευρίσκεται εν ζωή, νοουμένου ότι αμφιθαλείς συγγενείς θα προτιμούνται από τους ετεροθαλείς συγγενείς της ίδιας περιγραφής, και ο γηραιότερος ή οι γηραιό τεροι από δύο ή περισσότερους συγγενείς σε οποιαδήποτε παράγραφο του εν λόγω εδαφίου θα προτιμούνται του άλλου ή των άλλων από τους συγγενείς αυτούς αδιακρίτως φύλου.
(2) Οι συγγενείς που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι-
(α) Ο σύζυγος ή η σύζυγος·
(β) υιός ή θυγατέρα·
(γ) πατέρας ή μητέρα·
(δ) αδελφός ή αδελφή·
(ε) παππούς ή γιαγιά·
(στ) εγγονός ή εγγονή·
(ζ) θείος ή θεία·
(η) ανεψιός ή ανεψιά.
(3) Κατά την εξακρίβωση της συγγένειας, ετεροθαλής συγγενής εκλαμβά νεται ως αμφιθαλής συγγενής και νόθο τέκνο εκλαμβάνεται ως το νόμιμο τέκνο της μητέρας.
(4) Στις περιπτώσεις όπου ο ασθενής διαμένει συνήθως με έναν ή περισσό τερους από τους συγγενείς του ή τυγχάνει συνήθους φροντίδας από έναν ή περισσότερους από τους συγγενείς (ή συνήθως διαμένει ή τυγχάνει φροντίδας από έναν ή περισσότερους από τους συγγενείς του πριν από την κράτησή του σε κέντρα), ο πλησιέστερος συγγενής του εξακριβώνεται-
(α) Με προτίμηση των πιο πάνω συγγενών έναντι των άλλων και
(β) μεταξύ δύο ή περισσότερων τέτοιων συγγενών, ακολουθούνται οι διατάξεις του εδαφίου (1).
(5) Στις περιπτώσεις όπου δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (1) και (4) πρόσωπο θα ήταν ο πλησιέστερος συγγενής αλλά το πρόσωπο αυτό-
(α) Δε διαμένει στην Κύπρο·
(β) είναι ο σύζυγος ή η σύζυγος του ασθενούς και ζουν χωριστά είτε κατόπιν διατάγματος δικαστηρίου ή αμοιβαίας συμφωνίας ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο·
(γ) είναι κάτω των 18 ετών (και δεν είναι σύζυγος, πατέρας ή μητέρα του ασθενούς)·
(δ) είναι πρόσωπο εναντίον του οποίου για οποιοδήποτε λόγο και δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ισχύει διάταγμα που απαγορεύει σ' αυτό να συζεί με τον ασθενή,
η εξακρίβωση του πλησιέστερου συγγενή γίνεται ως αν το πιο πάνω πρόσωπο δε βρίσκεται στη ζωή.
(6) Για σκοπούς του άρθρου αυτού σύζυγος περιλαμβάνει και πρόσωπο το οποίο συζεί με τον ασθενή ως να ήσαν συζευγμένοι (ή συζούσε με τον ασθενή πριν από την κράτηση του σε κέντρο για νοσηλεία) για περίοδο πέραν των έξι μηνών. Δεν εκλαμβάνεται όμως δυνάμει του παρόντος εδαφίου ως ο πλησιέ στερος συγγενής νυμφευμένου ασθενούς εκτός αν ο σύζυγος ή η σύζυγος του ασθενούς αγνοηθεί δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (5) πιο πάνω.
(7) Πρόσωπο που δεν είναι συγγενής και με το οποίο συνήθως ο ασθενής διαμένει (ή αν ο ασθενής κρατείται σε κέντρο με το οποίο συνήθως διέμενε αμέσως πριν από την εισδοχή του στο κέντρο) και με το οποίο διαμένει ή διέμενε για περισσότερο από πέντε έτη εκλαμβάνεται για σκοπούς του άρθρου αυτού ως να ήταν συγγενής πλην όμως-
(α) Εκλαμβάνεται για σκοπούς του εδαφίου (1) ως να αναφερόταν ο τελευταίος στην απαρίθμηση που γίνεται στο εδάφιο (2)· και
(β) δεν εκλαμβάνεται δυνάμει του εδαφίου αυτού ως ο πλησιέστερος συγγενής έγγαμου ασθενούς εκτός αν ο σύζυγος ή η σύζυγος του ασθενούς αγνοηθούν δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (5).
(8) Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού το δικαστήριο δύναται να εκδώσει σχετικές οδηγίες, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.
19.—(1) Το δικαστήριο δύναται να διορίσει δυνάμει του παρόντος άρθρου και έπειτα από γνωμάτευση του υπεύθυνου ψυχίατρου, κηδεμόνα ασθενούς που έχει συμπληρώσει το 18 έτος της ηλικίας του.
(2) Ο διορισμός γίνεται κατόπιν αίτησης προς το δικαστήριο από το πρόσωπο που ενδιαφέρεται να διοριστεί κηδεμόνας του ασθενούς.
(3) Πρόσωπα κατάλληλα για διορισμό είναι-
(α) Συγγενής του ασθενούς είτε αυτός περιλαμβάνεται στην απαρίθμηση του εδαφίου (2) του άρθρου 18 είτε όχι·
(β) πρόσωπο με το οποίο ο ασθενής διαμένει ή διέμενε αμέσως προτού εισαχθεί σε κέντρο·
(γ) λειτουργός ευημερίας τον οποίο ο διευθυντής Υπηρεσιών Κοινω νικής Ευημερίας συστήνει για το σκοπό αυτό·
(δ) το πρόσωπο που έχει διοριστεί δυνάμει άλλου νόμου διαχειριστής της περιουσίας του ασθενούς·
(ε) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που κρίνεται από την Επιτροπή κατάλ ληλο για διορισμό κηδεμόνα.
(4) Ο διορισμός κηδεμόνα γίνεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όπου ο ασθενής δεν έχει πλησιέστερο συγγενή εντός της έννοιας του παρόντος Νόμου ή δεν είναι εύλογα πρακτικό να διακριβωθεί κατά πόσο ο ασθενής έχει τέτοιο συγγενή ή ποιός είναι ο συγγενής αυτός·
(β) όπου ο πλησιέστερος συγγενής λόγω ψυχικής ή άλλης διαταραχής ή ασθένειας είναι ανίκανος να εκτελέσει τα καθήκοντα που ανατίθε νται σ' αυτό δυνάμει του Νόμου·
(γ) όπου ο πλησιέστερος συγγενής του ασθενούς χωρίς εύλογη αιτία αρνείται να υποβάλει αίτηση για την παροχή νοσηλείας στον ασθενή ή να δώσει τη συγκατάθεσή του εκεί όπου τέτοια συγκατάθεση απαι τείται·
(δ) όπου ο πλησιέστερος συγγενής του ασθενούς έχει ασκήσει τις εξου σίες του για απόλυση του ασθενούς από κέντρο, χωρίς να λάβει δεόντως υπόψη του την ευημερία του ασθενούς·
(ε) όπου υπάρχει διαφωνία μεταξύ των συγγενών σχετικά με τις πράξεις ή ενέργειες ή προτιθέμενες πράξεις ή ενέργειες του πλησιέστερου συγγενή·
(στ) όπου απαιτείται η παροχή συγκατάθεσης για σκοπούς του Μέρους VI παρά το γεγονός ότι υπάρχει πλησιέστερος συγγενής.
(5) Ο διορισμός κηδεμόνα δυνάμει του άρθρου αυτού είναι ορισμένης διάρκειας ή για ειδικό μόνο σκοπό και υπόκειται σε παράταση ή τερματισμό από το δικαστήριο για οποιαδήποτε εύλογη αιτία.
(6) Το δικαστήριο ακυρώνει διορισμό κηδεμόνα στις εξής περιπτώσεις:
(α) Όπου διορίζει άλλο πρόσωπο ως κηδεμόνα·
(β) όπου πλησιέστερος συγγενής, του οποίου η ύπαρξη ή ταυτότητα ήταν άγνωστη, εμφανίζεται και ζητά να αναλάβει τις ευθύνες του ως πλησιέστερος συγγενής·
(γ) όπου πλησιέστερος συγγενής που λόγω ανικανότητας όπως αναφέ ρεται στο εδάφιο (4)(β) έχει απαλλαγεί των ευθυνών, έχει καταστεί ικανός να ενεργεί ως πλησιέστερος συγγενής·
(δ) όπου ο ασθενής έχει επανεύρει την ικανότητα να ασκεί υπεύθυνα και ελεύθερα βούληση, ύστερα από σχετική γνωμάτευση από τον υπεύ θυνο ψυχίατρο·
(ε) όπου ο σκοπός για το διορισμό του έχει ακυρωθεί ή εξέλειπε.