6.—(1) Ο Υπουργός Υγείας κηρύσσει με διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ψυχιατρικά κέντρα για παροχή νοσηλείας.
(2) Τα ψυχιατρικά κέντρα τα οποία κηρύσσονται βάσει του εδαφίου (1) κατατάσσονται σε-
(α) Συνήθη ψυχιατρικά κέντρα· ή
(β)ασφαλή ψυχιατρικά κέντρα.
(3) Ο Υπουργός κηρύσσει ασφαλή ψυχιατρικά κέντρα εκείνα μόνο τα κέντρα που κατά τη γνώμη του η κατασκευή, η διαρρύθμιση, ο εξοπλισμός και η στελέχωσής τους καθιστούν ασφαλή τη νοσηλεία των ασθενών που πάσχουν από σοβαρή ψυχική διαταραχή και πληρούν τις προϋποθέσεις των ιδιωτικών ψυχιατρικών κέντρων ασφαλούς νοσηλείας όπως αυτές προβλέπονται στον περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων (Έλεγχος Ίδρυσης και Λειτουργίας) Νόμο.
(4) Για τη λειτουργία ψυχιατρικών κέντρων εκδίδεται άδεια λειτουργίας, η οποία δύναται να ανακληθεί οποτεδήποτε κρίνεται, κατόπιν σύστασης της Επιτροπής ότι το κέντρο δε λειτουργεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του παρόντος ή άλλου νόμου ή δεν τηρούνται οι όροι άδειας λειτουργίας.
(5) Οποιοδήποτε μέλος της Επιτροπής δύναται να ζητήσει από την Επιτροπή να ερευνήσει κατά πόσο σε συγκεκριμένο ψυχιατρικό κέντρο συντρέχουν λόγοι για ακύρωση της άδειας που εκδίδεται από τον Υπουργό δυνάμει του άρθρου αυτού.
7.—(1) Η νοσηλεία ψυχικά ασθενών προσώπων παρέχεται μόνο σε κέντρα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Η νοσηλεία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι-
(α) Προαιρετική η οποία παρέχεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8· ή
(β) υποχρεωτική η οποία παρέχεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9.
8.—(1) Η προαιρετική νοσηλεία παρέχεται σε συνήθη ή ασφαλή ψυχιατρικά κέντρα-
(α) Αν ο ασθενής υπογράψει αίτηση για νοσηλεία· και
(β) ο ψυχίατρος του κέντρου εκδώσει κατόπιν εξέτασης του ασθενούς, ψυχιατρική γνωμάτευση για την αναγκαιότητα της παροχής νοσηλείας.
(2) (α) Στις περιπτώσεις που ο ασθενής δεν επιθυμεί να υπογράψει την αναφερόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) αίτηση, απαιτείται γνωμάτευση που να προέρχεται από δύο εγγεγραμμένους γιατρούς δυνάμει του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, εκ των οποίων ο ένας τουλάχιστον να είναι ψυχίατρος που να επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα παροχής νοσηλείας, και η Επιτροπή ενημερώνεται αμέσως μετά την εισαγωγή του ασθενούς στο σύνηθες ψυχιατρικό κέντρο.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (γ), η νοσηλεία που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δε δύναται να υπερβαίνει τις εβδομήντα δύο (72) ώρες.
(γ) Μετά την παρέλευση εβδομήντα δύο (72) ωρών από την εισαγωγή του ασθενούς σε σύνηθες ψυχιατρικό κέντρο, σύμφωνα με την παράγραφο (α), εάν ο ψυχίατρος του κέντρου κρίνει ότι ο ασθενής χρειάζεται περαιτέρω νοσηλεία και εξακολουθεί να μην επιθυμεί να υπογράψει την αίτηση δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), τότε ενεργοποιείται η διαδικασία υποχρεωτικής νοσηλείας όπως προβλέπεται στο άρθρο 10.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 14, η προαιρετική νοσηλεία είναι διάρκειας μέχρι δύο μηνών και αν στο τέλος της περιόδου αυτής ο ψυχίατρος του κέντρου έχει τη γνώμη ότι ο ασθενής χρήζει περαιτέρω νοσηλείας, τότε η νοσηλεία συνεχίζεται κατόπιν γραπτής αίτησης του ασθενούς και αφού ειδοποιηθεί η Επιτροπή το συντομότερο δυνατό.
9.—(1) Οι πρόνοιες του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις όπου ο ασθενής πάσχει από σοβαρή ψυχική διαταραχή, για την οποία μόνο σε ασφαλές ψυχιατρικό κέντρο θα μπορούσε να παρασχεθεί η κατάλληλη νοσηλεία.
(2) Η υποχρεωτική νοσηλεία παρέχεται μόνο σε ψυχιατρικά κέντρα ασφαλούς νοσηλείας.
10.—(1) Η διαδικασία για την παροχή υποχρεωτικής νοσηλείας είναι η ακόλουθη:
(α) Υποβάλλεται αίτηση στο Δικαστήριο από τον προσωπικό αντιπρόσωπο του ασθενούς για την έκδοση διατάγματος προσωρινής νοσηλείας ασθενούς. Σε περίπτωση που ο προσωπικός αντιπρόσωπος δεν υποβάλει αίτηση ή δε δύναται να εντοπιστεί, την αίτηση υποβάλλει η αστυνομία ή κοινωνικός λειτουργός·
(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) η αίτηση υποστηρίζεται από ψυχιατρική γνωμάτευση σχετικά με την αναγκαιότητα της παροχής νοσηλείας βάσει του παρόντος άρθρου·
(γ) το διάταγμα προσωρινής νοσηλείας έχει διάρκεια μέχρι είκοσι οκτώ μέρες·
(δ) το δικαστήριο κατά την έκδοση του διατάγματος ορίζει ημερομηνία κατά την οποία εξετάζει κατά πόσο επιβάλλεται ή όχι η έκδοση διαρ κούς νοσηλείας·
(ε) αν το δικαστήριο κρίνει, κατά την ημερομηνία που ορίζεται στο εδάφιο (δ) πιο πάνω, ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία δε συνιστάται η έκδοση διατάγματος διαρκούς νοσηλείας, τότε ο ασθενής αφήνεται ελεύθερος. Αν όμως το δικαστήριο κρίνει ότι ο ασθενής πρέπει να κρατηθεί σε κέντρο για σκοπούς νοσηλείας, τότε εκδίδει διάταγμα διαρκούς νοσηλείας:
(στ) το διάταγμα διαρκούς νοσηλείας είναι για αρχική περίοδο μέχρι 2 μηνών και δύναται να ανανεώνεται βάσει των προνοιών του άρθρου 11·
(ζ) κατά την έκδοση κάθε διατάγματος νοσηλείας το δικαστήριο ακούει και τον ασθενή, εκτός αν από την προσαχθείσα μαρτυρία πειστεί ότι ο ασθενής δεν είναι σε θέση να καταθέσει. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του προσωπικού αντιπροσώπου του ασθενούς και όταν αυτός δεν εντοπίζεται, τις απόψεις του κοινωνικού λειτουργού, ο οποίος μπορεί να συνοδεύεται από δικηγόρο και ψυχίατρο της δικής του επιλογής·
(η) το δικαστήριο δύναται, αν κρίνει τούτο σκόπιμο, έχοντας πάντοτε υπόψη την οικονομική κατάσταση του ασθενούς, να διατάξει τα έξοδα τόσο του δικηγόρου όσο και του ψυχίατρου του να καταβληθούν από δημόσιους πόρους.
(2) Η Επιτροπή ενημερώνεται από το δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος προσωρινής νοσηλείας και για την ημερομηνία κατά την οποία το δικαστήριο θα εξετάσει την έκδοση ή όχι διατάγματος διαρκούς νοσηλείας.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο ασθενής αρνείται να εξεταστεί για σκοπούς προσκόμισης της ιατρικής γνωμάτευσης που απαιτείται από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), ισχύουν οι πιο κάτω διατά ξεις:
(α) Ύστερα από αίτηση από οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1), το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για άμεση εξέταση και εκτίμηση της κατάστασης του ασθενούς και έκδοσης της σχετικής γνωμάτευσης, το οποίο στη συνέχεια θα αναφέρεται ως διάταγμα εξέτασης·
(β) η έκδοση διατάγματος εξέτασης παρέχει στην αστυνομία την εξουσία και την υποχρέωση να συλλάβει πάραυτα τον ασθενή και να τον μεταφέρει στο κέντρο ή σε οποιοδήποτε άλλο χώρο κατονομάζεται στο διάταγμα·
(γ) η αστυνομία παραμένει στο χώρο εξέτασης, όπου μεταφέρθηκε ο ασθενής για εξέταση, μέχρις ότου συμπληρωθεί αυτή και ακολούθως:
(i) αποχωρεί από το χώρο εξέτασης, αν ο ψυχίατρος που εξέτασε τον ασθενή είναι της γνώμης ότι ο ασθενής δε χρήζει υποχρεωτικής νοσηλείας· ή
(ii) μεταφέρει τον ασθενή σε χώρο ασφαλούς κράτησης, αν η γνώμη του ψυχίατρου είναι ότι ο ασθενής χρήζει άμεσης υποχρεωτικής νοσηλείας, μέχρις ότου το δικαστήριο διατάξει να μεταφερθεί σε κέντρο ασφαλούς κράτησης. Σε τέτοια περίπτωση η αστυνομία, εκτός αν άλλο πρόσωπο πράξει αυτό, υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο για έκδοση διατάγματος προσωρινής νοσηλείας·
(δ) στην περίπτωση που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (γ) πιο πάνω, ο ψυχίατρος εκδίδει αιτιολογημένη έκθεση για τα ευρήματά του, τα οποία αποστέλλει στο δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα εξέτασης·
(ε) στην περίπτωση που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) πιο πάνω, ο ψυχίατρος εκδίδει τη γνωμάτευση που απαιτείται για έκδοση διατάγματος προσωρινής νοσηλείας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου αυτού.
11.—(1) Αν στο τέλος της αρχικής περιόδου του διατάγματος διαρκούς νοσηλείας δικαιολογείται η συνέχιση της νοσηλείας το δικαστήριο δύναται να ανανεώνει εκάστοτε το διάταγμα αυτό κατόπιν αίτησης του προσωπικού αντιπροσώπου του ασθενούς ή του νοσηλευτή ή κοινωνικού λειτουργού για περίοδο μέχρι δώδεκα μηνών.
(2) Η αίτηση συνοδεύεται από ιατρική γνωμάτευση του θεράποντος ψυχίατρου ύστερα από διαβούλευση με τη διεπαγγελματική ομάδα του κέντρου, όπου αυτό είναι εφικτό. Σε περίπτωση διαφωνίας, το γεγονός αυτό αναφέρεται στη γνωμάτευση του ψυχίατρου:
12.—(1) Όταν κατά τη διάρκεια παροχής προαιρετικής νοσηλείας ο ασθενής παρουσιάσει συμπεριφορά για την οποία θα εδικαιολογείτο η παροχή υποχρεωτικής νοσηλείας, ο νοσηλευτής ή ο προσωπικός αντιπρόσωπος του ασθενούς ή κοινωνικός λειτουργός υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος διαρκούς νοσηλείας και ενημερώνει ανάλογα την Επιτροπή.
(2) Η αίτηση υποστηρίζεται από ιατρική γνωμάτευση του θεράποντος ψυχίατρου, ύστερα από διαβούλευση με τη διεπαγγελματική ομάδα του κέντρου. Σε περίπτωση διαφωνίας ο ψυχίατρος αναφέρει το γεγονός αυτό στη γνωμάτευσή του.
(3) Κατά την εκδίκαση της αίτησης ακολουθείται η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 10 του Νόμου αυτού.
13.—(1) Κάθε αίτηση ή συγκατάθεση για προαιρετική εισδοχή σε κέντρο πρέπει να απευθύνεται προς τον υπεύθυνο του Κέντρου.
(2) Όταν η αίτηση ή συγκατάθεση υποβάλλεται από πρόσωπο άλλο από τον ασθενή, το πρόσωπο αυτό πρέπει να είδε τον ασθενή όχι πέραν των δεκατεσ σάρων ημερών πριν από την υποβολή της αίτησης ή την υπογραφή της συγκα τάθεσης.