ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ, ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ
Ετήσιος προϋπολογισμός του Συμβουλίου

64.-(1) Για το κάθε οικονομικό έτος, το οποίο αρχίζει την 1η Ιανουαρίου, κάθε Συμβούλιο ετοιμάζει ετήσιο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων του με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου.

(2) Ο ετήσιος προϋπολογισμός Συμβουλίου πρέπει να είναι ισοσκελισμένος:

Νοείται ότι παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν επιτρέπεται παρά μόνο ύστερα από σχετική έγκριση του Υπουργού Οικονομικών.

(3) Ο ετήσιος προϋπολογισμός του Συμβουλίου καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου και υποβάλλεται στον Έπαρχο για έγκριση και στον Υπουργό Οικονομικών για ενημέρωση ή/και έγκριση κατά περίπτωση, όπως προβλέπεται στον εν λόγω Νόμο, μέχρι την 30ή Νοεμβρίου του έτους που προηγείται του οικονομικού έτους στο οποίο αναφέρεται, και εφαρμοζομένων των ακόλουθων διατάξεων:

(α) Ο Έπαρχος ασκεί έλεγχο νομιμότητας του προϋπολογισμού εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία υποβολής του και πληροφορεί  γραπτώς σχετικά το Συμβούλιο:

Νοείται ότι, ο Έπαρχος δεν εγκρίνει τον προϋπολογισμό μόνο εάν αυτός αντιβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου,

(β) σε περίπτωση που απαιτείται έγκριση του προϋπολογισμού από τον Υπουργό Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, ο Υπουργός Οικονομικών πληροφορεί γραπτώς σχετικά το Συμβούλιο εντός εξήντα (60) ημερών

(γ) τηρουμένων των διατάξεων του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, το Συμβούλιο δύναται, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω έγκριση, να δαπανά ετησίως ποσό το οποίο δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατόν (20%) οποιουδήποτε κονδυλίου των δαπανών που έχουν προϋπολογιστεί και εγκριθεί, με τον όρο ότι το επιπρόσθετο αυτό ποσό εξοικονομείται από οποιοδήποτε άλλο κονδύλι ή από οποιαδήποτε άλλα από τα κονδύλια που προβλέφθηκαν και εγκρίθηκαν στον ίδιο προϋπολογισμό

(δ) μετά την έγκριση του προϋπολογισμού το Συμβούλιο υποβάλλει στον Υπουργό Οικονομικών και στον Υπουργό τις προβλεπόμενες προβλέψεις εσόδων και δαπανών με τριμηνιαία ανάλυση για όλο το οικονομικό έτος μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του οικονομικού έτους και μηνιαία έκθεση του προϋπολογισμού σε χρόνο που καθορίζει ο Υπουργός Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, η οποία περιλαμβάνει-

(i) επικαιροποιημένες προβλέψεις εσόδων και δαπανών για το υπόλοιπο οικονομικό έτος, με τριμηνιαία ανάλυση·

(ii) τα πραγματικά έσοδα και δαπάνες για έκαστο από τους προηγούμενους μήνες του οικονομικού έτους· και

(iii) οποιαδήποτε άλλα θέματα δύναται να ζητηθούν από τον Υπουργό Οικονομικών, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου

(ε) εάν ο ετήσιος προϋπολογισμός οποιασδήποτε κοινότητας δεν έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου μέχρι την έναρξη του οικονομικού έτους στο οποίο αναφέρεται, ο Υπουργός δύναται, με διάταγμα, να εξουσιοδοτήσει τη διενέργεια από το Ταμείο Κοινότητας οποιασδήποτε απαιτούμενης δαπάνης για περίοδο που δεν υπερβαίνει τον έναν (1) μήνα κάθε φορά και εν πάση περιπτώσει τους δύο (2) μήνες συνολικά, εφόσον το θεωρήσει αναγκαίο για τη συνέχιση των υπηρεσιών που προβλέπονται στον προϋπολογισμό, μέχρι την εκπνοή της περιόδου αυτής:

Νοείται ότι, η δαπάνη που διενεργείται για υπηρεσία με την εξουσιοδότηση που αναφέρεται πιο πάνω δεν δύναται να υπερβαίνει το αναλογούν για την περίοδο αυτή ποσό το οποίο εγκρίθηκε για την εν λόγω υπηρεσία με τον προϋπολογισμό του προηγούμενου οικονομικού έτους∙

(στ) το Συμβούλιο δύναται κατά τη διάρκεια του έτους για το οποίο εγκρίθηκε ο προϋπολογισμός να υποβάλει για έγκριση από τον Έπαρχο και τον Υπουργό Οικονομικών αναθεωρημένο προϋπολογισμό, εάν οι περιστάσεις το απαιτούν, σύμφωνα με την εκάστοτε εγκύκλιο για τον προϋπολογισμό που εκδίδεται από τον Υπουργό Οικονομικών∙

(ζ) ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (γ), ο Έπαρχος και ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να εγκρίνουν οποιαδήποτε δαπάνη η οποία διενεργήθηκε από το Συμβούλιο καθ’ υπέρβαση εγκεκριμένου κονδυλίου για εγκεκριμένο σκοπό που προβλέπεται στον προϋπολογισμό κοινότητας, εάν αυτό είναι αναγκαίο για τη συνέχιση της παροχής εγκεκριμένων από την κοινότητα υπηρεσιών ή γενικότερα για την εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία της κοινότητας, νοουμένου ότι η δαπάνη που διενεργείται  κάθε φορά δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατόν (10%) σε κάθε περίπτωση του εγκεκριμένου κονδυλίου.

(4) Αντίγραφο του εγκεκριμένου προϋπολογισμού Συμβουλίου αποστέλλεται στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας.

Χορηγία προς τις κοινότητες

64Α. Ο προϋπολογισμός εσόδων κάθε κοινότητας επιδοτείται ετησίως με χορηγία της Δημοκρατίας, προτεινόμενης από το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρινόμενης από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Ταμείο Κοινότητας

65. Κάθε Συμβούλιο διατηρεί ταμείο, το οποίο ονομάζεται “Ταμείο Κοινότητας”, τα έσοδα του οποίου προέρχονται από-

(α) Οποιεσδήποτε χορηγίες της Δημοκρατίας.

(β) Φόρους, τέλη, μισθώματα, ή δικαιώματα που εισπράττονται δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού ή άλλου νόμου ή Κανονισμού που εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες των νόμων αυτών.

(γ) Πρόστιμα, χρηματικές ποινές και έσοδα που εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού ή άλλου νόμου ή Κανονισμού που εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες των νόμων αυτών.

(δ) Μισθώματα, κέρδη, τόκους και οφέλη που προέρχονται από τις ιδιοκτησίες του Συμβουλίου.

(ε) Όλα τα χρηματικά ποσά που εισπράττονται από το Συμβούλιο ή από υπάλληλο του Συμβουλίου Συμπλέγματος Υπηρεσιών που ενεργεί για λογαριασμό του.

(στ) Δωρεές, κληροδοτήματα ή άλλες χορηγίες.

Διάθεση χρημάτων από το Ταμείο Κοινότητας

66.Το ενεργητικό του Ταμείου Κοινότητας διατίθεται και επιβαρύνεται με τα ακόλουθα:

(α) Τη συνεισφορά προς το οικείο Συμβούλιο Συμπλέγματος Υπηρεσιών.

(β) Τις αναγκαίες δαπάνες που έγιναν νόμιμα από ή εκ μέρους του Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(γ) Οποιαδήποτε χρηματικά ποσά νόμιμα οφείλει το Συμβούλιο.

(δ) Τη χρηματοδότηση έργων αναπτύξεως:

Νοείται ότι καμιά πληρωμή που υπερβαίνει το συνολικό ποσό των £100 δε διενεργείται από το Κοινοτικό Ταμείο, αν δεν είναι εξουσιοδοτημένη από τους εγκεκριμένους προϋπολογισμούς ή με ειδική απόφαση του Συμβουλίου και ύστερα από σχετική έγκριση του Επάρχου.

Πληρωμές και εισπράξεις

67.-(1) Οποιαδήποτε πληρωμή προς ή από το Ταμείο Κοινότητας διενεργείται είτε από τον κοινοτάρχη είτε από μέλος του Συμβουλίου ή υπάλληλο του συμπλέγματος που έχει εξουσιοδοτηθεί για τον σκοπό αυτό από το Συμβούλιο.

(2) Η πληρωμή οποιασδήποτε δαπάνης πραγματοποιείται με την έκδοση επιταγής ή με μεταφορά πίστωσης και η επιταγή ή η μεταφορά πίστωσης, ανάλογα με την περίπτωση, απαιτείται-

(α) να υπογράφεται ή να εγκρίνεται από τον κοινοτάρχη ή από οποιοδήποτε πρόσωπο έχει εξουσιοδοτηθεί γραπτώς να ενεργεί για τον σκοπό αυτό εξ ovόματός του· και

(β) να προσυπογράφεται ή να εγκρίνεται από μέλος του Συμβουλίου ή από οποιοδήποτε πρόσωπο έχει εξουσιοδοτηθεί γραπτώς να ενεργεί για τον σκοπό αυτό ή εξ ovόματός του.

Κατάθεση χρηματικών ποσών

68. Όλα τα χρηματικά ποσά που ανήκουν ή εισπράττονται για λογαριασμό του Συμβουλίου κατατίθενται σε τράπεζα ή σε συνεργατικό ίδρυμα ή σε ταμιευτήριο όπως το Συμβούλιο καθορίζει:

Νοείται ότι, το Συμβούλιο δύναται να εξουσιοδοτεί τον κοινοτάρχη ή μέλος του Συμβουλίου ή υπάλληλο του συμπλέγματος να διατηρεί στην κατοχή του χρηματικό ποσό που να επαρκεί για τις ημερήσιες δαπάνες του Συμβουλίου.

Ανάληψη χρηματικού ποσού

69. Κανένα χρηματικό ποσό δεν αποσύρεται από τον λογαριασμό Συμβουλίου σε οποιοδήποτε αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, παρά μόνο με επιταγή ή με μεταφορά πίστωσης που υπογράφεται, προσυπογράφεται και εγκρίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις τoυ άρθρου 67, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ήθελε αποφασίσει το Συμβούλιο.

Τήρηση λογαριασμών

70.-(1) Το Συμβούλιο μεριμνά για την τήρηση ακριβούς λογαριασμού για όλα τα χρηματικά ποσά που εισπράττονται και πληρώνονται από το Ταμείο Κοινότητας.

(2) Το Συμβούλιο μεριμνά για την τήρηση των κατάλληλων λογαριασμών, βιβλίων και καταστάσεων λογαριασμών, που ετοιμάζονται σύμφωνα με τις ενδεδειγμένες λογιστικές αρχές και πρότυπα.

(3) Μετά τη λήξη του οικονομικού έτους και οπωσδήποτε όχι αργότερα από την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους ετοιμάζονται από το Συμβούλιο οι τελικοί λογαριασμοί.

Ετήσιες οικονομικές καταστάσεις

71.-(1) Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των κοινοτήτων καταρτίζονται και υποβάλλονται στο Γενικό Ελεγκτή για έλεγχο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου του 2014.

(2) (α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) και του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου του 2014, οι κατεχόμενες κοινότητες των οποίων τα έσοδα δεν υπερβαίνουν τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) δεν υποβάλλουν στον Υπουργό Οικονομικών και στον Υπουργό Εσωτερικών ετήσιες οικονομικές καταστάσεις με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω νόμου.

(β) Οι αναφερόμενες στην παράγραφο (α) κατεχόμενες κοινότητες υποβάλλουν στον οικείο Έπαρχο ετήσιες οικονομικές καταστάσεις για επιβεβαίωση των στοιχείων τα οποία αυτές περιλαμβάνουν και ο Έπαρχος στη συνέχεια τις κοινοποιεί στο Γενικό Ελεγκτή για τυχόν παρατηρήσεις:

Νοείται ότι, ο Γενικός Ελεγκτής δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνο να διεξαγάγει κατά την κρίση του επιπρόσθετο διαχειριστικό ή άλλο έλεγχο.

Υποχρέωση παρουσίασης στοιχείων ή παροχής πληροφοριών για σκοπούς ελέγχου

72.-(1) Εκτός από τον ετήσιο έλεγχο ο Γενικό Ελεγκτής της Δημοκρατίας, μπορεί να προβαίνει σε διαχειριστικούς, έκτακτους ή άλλους ελέγχους, όλων των Κοινοτικών Συμβουλίων, όποτε το κρίνει σκόπιμο.

(2) Για σκοπούς διενέργειας οποιουδήποτε ελέγχου, ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας μπορεί να καλεί οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου ή υπαλλήλους του, για να του δώσει πληροφορίες ή επεξηγήσεις ή για να παρουσιάσει οποιοδήποτε πρακτικό, βιβλίο, συμβόλαιο, σύμβαση, λογαριασμό, τιμολόγιο ή άλλο έγγραφο αναγκαίο για το ζητούμενο έλεγχο.

(3) Πρόσωπο το οποίο-

(α) Αμελεί, παραλείπει ή αρνείται να παρουσιάσει στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας οποιοδήποτε από τα έγγραφα που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου,

(β) αμελεί, παραλείπει ή αρνείται να δώσει στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας πληροφορίες ή επεξηγήσεις οι οποίες ζητούνται από αυτόν,

(γ) παρέχει στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας πληροφορίες ή επεξηγήσεις οι οποίες εν γνώσει του είναι ψευδείς ή λανθασμένες
είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.

Εκτέλεση καθηκόντων ταμία από τον κοινοτάρχη

73. [Διαγράφηκε]
Τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας

74. Το Συμβούλιο έχει την εξουσία να επιβάλλει, αναφορικά με κάθε ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται μέσα στα όρια της κοινότητας, ετήσιο φόρο, καλούμενο “τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας”. Τα ποσά που προκύπτουν από αυτό κατατίθενται στο Ταμείο Κοινότητας.

Συντελεστής τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας

75.-(1) Το τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας επιβάλλεται βάσει συντελεστή, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα επί τοις χιλίοις (10%0) επί της αξίας της ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία προέκυψε από τη γενική εκτίμηση που έγινε με βάση το άρθρο 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου:

Νοείται ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το ολικό ποσό του τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας που πρέπει να επιβάλλεται κάθε χρόνο δεν υπερβαίνει τη μία λίρα καταβάλλεται τέλος μιας λίρας:

Νοείται περαιτέρω ότι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υφίστανται εξ αδιαιρέτου ιδανικές μερίδες ιδιοκτησίας επί της ακίνητης ιδιοκτησίας, για τους σκοπούς του άρθρου 74 και του παρόντος άρθρου τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 21Α του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Το Συμβούλιο καθορίζει πριν από την 31η Δεκεμβρίου κάθε χρόνου το συντελεστή του τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας, αναφορικά με το έτος το οποίο αρχίζει την πρώτη μέρα του αμέσως επόμενου Ιανουαρίου, και κοινοποιεί την απόφαση του στο Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος, ο οποίος την κοινοποιεί στη συνέχεια στους Υπουργούς Οικονομικών και Εσωτερικών, καθώς και στον Έπαρχο.

Επιβολή τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας

76. Το τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας υπολογίζεται ετήσια από το Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος βάσει συντελεστή, ο οποίος καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 75 του παρόντος Νόμου.

Φορολογικοί κατάλογοι

77. Ο Διευθυντής του Κτηματολογικού και Χωρομοτερικού Τμήματος ετοιμάζει κάθε χρόνο για κάθε κοινότητα φορολογικούς καταλόγους στους οποίους περιλαμβάνονται τα ονόματα και οι διευθύνσεις, εφόσον αυτές είναι γνωστές, των ιδιοκτητών της φορολογητέας ιδιοκτησίας, καθώς και τα ποσά που οφείλει κάθε ιδιοκτήτης, τους οποίους και αποστέλλει στο Συμβούλιο για είσπραξη του τέλους που έχει επιβληθεί.

Είσπραξη τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας

78. Το τέλος για ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται μέσα στα όρια της κοινότητας καθίσταται για τον ιδιοκτήτη πληρωτέο την 30η Ιουνίου του έτους αναφορικά με το οποίο έχει επιβληθεί, ενώ καταβάλλεται και εισπράττεται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 99 του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι, αν για οποιοδήποτε λόγο το τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας δεν μπορεί να εισπραχθεί από τον ιδιοκτήτη, αυτό μπορεί να εισπραχθεί με τον ίδιο τρόπο από κάθε νόμιμο κάτοχο της. Με την είσπραξη αυτή ο κάτοχος αποζημιώνεται από τον ιδιοκτήτη, αναφορικά με το ποσό που έχει καταβάλει, και δικαιούται να αφαιρέσει από κάθε δόση του μισθώματος της ιδιοκτησίας αυτής που καθίσταται πληρωτέα αμέσως μετά την είσπραξη ποσό ίσο με το ποσό που κατέβαλε όπως αναφέρεται πιο πάνω.

Απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής τέλους ακίνητης ιδιοκτησίας

79. Δεν επιβάλλεται, καταβάλλεται ή εισπράττεται τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας, αναφορικά με τα ακόλουθα:

(α) Δημόσιους τόπους ταφής (νεκροταφεία).

(β) Εκκλησίες, παρεκκλήσια, τεμένη, οικήματα συνέλευσης ή κτίρια ή οποιοδήποτε μέρος τους, τα οποία είναι αφιερωμένα αποκλειστικά στην άσκηση δημόσιας θρησκευτικής λατρείας.

(γ) Οικήματα που χρησιμοποιούνται ως δημόσια νοσοκομεία.

(δ) Ακίνητη ιδιοκτησία η οποία-

(i) Κατέχεται και είναι εγγεγραμμένη στο βιβλίο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου στο όνομα σχολείου το οποίο λειτουργεί βάσει του Κοινοτικού ή άλλου νόμου που εκάστοτε ισχύει και αφορά τη στοιχειώδη, μέση ή ανώτερη εκπαίδευση.

(ii) Ανήκει στη Δημοκρατία.

(iii) Ανήκει στο Συμβούλιο.

(iv) Έχει κηρυχθεί διατηρητέα σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου ή κηρύχθηκε αρχαίο μνημείο σύμφωνα με τον περί Αρχαιοτήτων Νόμο.

(v) Ανήκει σε αθλητικό σωματείο και αποτελείται από γήπεδα, αθλητικές εγκαταστάσεις ή οικήματα που χρησιμοποιούνται από αυτό.

(vi) Kατέχεται ή χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους σκοπούς φιλανθρωπικού ιδρύματος δημόσιου χαρακτήρα, το οποίο συντηρείται κυρίως με δωρεές ή εθελοντικές εισφορές, στο βαθμό που η ακίνητη ιδιοκτησία κατέχεται για τους σκοπούς αυτούς.

(vii) Είναι εγγεγραμμένη ή καταχωρισμένη στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου ως τόπος κοινής νομής.

(viii) Είναι καταχωρισμένη ή εκχωρήθηκε προ αμνημονεύτων χρόνων από τους κατοίκους κάποιας κοινότητας για κοινή χρήση.

Τέλος επί ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται μέσα στις κυρίαρχες περιοχές των βάσεων και επί άλλων περιουσιακών στοιχείων

80.-(1) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη περιλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο, η υπαγωγή σε τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται στο έδαφος των κυρίαρχων περιοχών των βάσεων, καθώς και η υπαγωγή σε τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται μέσα στα όρια κοινότητας η οποία ανήκει κατά κυριότητα στις Ένοπλες Δυνάμεις του Ηνωμένου Βασιλείου ή στις Ένοπλες Δυνάμεις της Ελληνικής Δημοκρατίας ή στη Δημοκρατία της Τουρκίας, διέπεται από τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως ή της Συμφωνίας για την Εφαρμογή της Συνθήκης Συμμαχίας, η οποία υπογράφτηκε σε καθεμιά περίπτωση στη Λευκωσία στις 16 Αυγούστου 1960, και το τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας επί της περιουσίας αυτής βεβαιώνεται, επιβάλλεται και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές.

(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-

(α) “Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως” σημαίνει τη συνθήκη που υπογράφτηκε στη Λευκωσία στις 16 Αυγούστου 1960  και αφορά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Κύπρου και περιλαμβάνει την ανταλλαγή διακοινώσεων που υπογράφτηκαν στη Λευκωσία κατά την ίδια ημερομηνία.

(β) Οι όροι και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στο εδάφιο (1) του άρθρου αυτού έχουν την έννοια την οποία απέδωσε σε αυτές η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως ή η Συμφωνία για την Εφαρμογή της Συνθήκης Συμμαχίας, που υπογράφτηκε σε καθεμιά περίπτωση στη Λευκωσία στις 16 Αυγούστου 1960.