ΜΕΡΟΣ VI ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ
Ίδρυση και πόροι του Ταμείου

18.—(1) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου ιδρύεται Ταμείο Ασφάλισης Υγείας.

(2) Τα έσοδα του Ταμείου είναι-

(α) Οι εισφορές που προνοούνται στο άρθρο 19∙

β) η συμπληρωμή και η συνεισφορά Ι∙

(γ) οι δωρεές και τα κληροδοτήματα∙

(δ) οι πρόσοδοι από περιουσιακά στοιχεία του Οργανισμού∙

(ε) κάθε άλλο έσοδο που προκύπτει από τις δραστηριότητες του Οργανισμού.

(3) Το Συμβούλιο δύναται να επενδύσει σε επενδύσεις τις οποίες εγκρίνει ο Υπουργός Οικονομικών χρήματα που ανήκουν στο Ταμείο και τα οποία υπολογίζει ότι δεν απαιτούνται για την κάλυψη των υποχρεώσεών του.

Υποχρέωση καταβολής εισφορών

19.-(1) Υποχρέωση για καταβολή εισφορών δυνάμει του Νόμου αυτού έχει-

(α) Κάθε μισθωτός σε ποσοστό 2,65% επί των αποδοχών του∙

(β) κάθε εργοδότης σε ποσοστό 2,90% επί των αποδοχών κάθε μισθωτού του∙

(γ) κάθε αυτοτελώς εργαζόμενος σε ποσοστό 4,00% επί των αποδοχών του∙

(δ) κάθε συνταξιούχος σε ποσοστό 2,65% επί του ποσού της σύνταξής του∙

(ε) κάθε πρόσωπο που κατέχει ή ασκεί οποιοδήποτε αξίωμα σε ποσοστό 2,65% επί των αποδοχών του∙

(στ) η Δημοκρατία ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την καταβολή σε αξιωματούχο των προβλεπόμενων από το διορισμό ή την εκλογή του αποδοχών,  καταβάλλει εισφορά σε ποσοστό 2,90% επί των αποδοχών του∙(ζ)κάθε εισοδηματίας σε ποσοστό 2,65% επί του εισοδήματός του∙

(η) το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας σε ποσοστό 4,70% επί των αποδοχών και των συντάξεων των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (γ), (δ) και (ε).

(2) Για τους σκοπούς των παραγράφων (ε) και (στ) του εδαφίου (1), πρόσωπο που κατέχει ή ασκεί οποιοδήποτε αξίωμα σημαίνει πρόσωπο που κατέχει ή ασκεί πολιτειακό ή δημοτικό ή άλλο αξίωμα, καθώς και κάθε επίτροπος ή ρυθμιστής που διορίζεται με βάση πρόνοια νόμου και οι αποδοχές του από το αξίωμα αυτό δεν υπάγονται στις αποδοχές των παραγράφων (α) ή (γ) ή (δ) ή (ζ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.

(3) Το πρόσωπο που αναφέρεται στις παραγράφους (α), (γ), (δ), (ε) και (ζ) του εδαφίου (1) οφείλει να καταβάλει εισφορές ταυτόχρονα ή διαδοχικά επί των αποδοχών του, επί του ποσού της σύνταξής του και επί του εισοδήματός του.

(4)(α) Σε περίπτωση όπου το άθροισμα των αποδοχών, συντάξεων και εισοδημάτων του εισφορέα που αναφέρονται στις παραγράφους  (α), (γ), (δ), (ε) και (ζ) του εδαφίου (1), είναι πέραν των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ (€180.000), εισφορά καταβάλλεται μόνο επί του ποσού των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ (€180.000).

(β) Η σειρά του αθροίσματος για τον υπολογισμό των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ (€180.000) είναι πρώτα οι αποδοχές με σειρά αναφοράς (α), (β), (γ) όπως καθορίζονται στον ορισμό «αποδοχές»,  ακολούθως οι συντάξεις και τέλος τα εισοδήματα:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που καταβληθεί εισφορά επί ποσού πέραν των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ (€180.000), τότε ο εισφορέας δύναται να απαιτήσει την επιστροφή του ποσού της εισφοράς που καταβλήθηκε στον Οργανισμό για ποσό πέραν των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ (€180.000) υποβάλλοντας σχετικό αίτημα όπως καθορίζεται με Απόφαση του Οργανισμού.

(5)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, καμία εισφορά δεν καταβάλλεται μετά την πάροδο έξι (6) ετών από το τέλος της περιόδου εισφοράς για την οποία οφείλεται η εισφορά.

(β) Αν έχει απολεσθεί εισφορά ως αποτέλεσμα δόλου ή εσκεμμένης παράλειψης του υπόχρεου προσώπου, τότε μπορεί να εισπραχθεί εισφορά ως εάν η αναφορά σε έξι (6) έτη στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου ήταν αναφορά σε δώδεκα (12) έτη.

(6) Τουλάχιστον ανά τρία (3) έτη ο Οργανισμός υποβάλλει έκθεση αξιολόγησης για το Σύστημα στον Υπουργό, με εισηγήσεις για τυχόν τροποποιήσεις στη νομοθεσία που αφορά στις εισφορές, συμπληρωμές και συνεισφορές, καθώς και τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους δικαιούχους του Συστήματος, καθώς και οποιοδήποτε στοιχείο κρίνεται σκόπιμο, η οποία υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση, μετά από έγκριση του Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών.

[Σ.Σ.: βλ. άρθρο 68(β)]

Τρόπος είσπραξης εισφορών

20.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, υπεύθυνος για την είσπραξη των εισφορών που καθορίζονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 είναι ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων:

Νοείται ότι, οποιαδήποτε είσπραξη εισφορών που γίνεται δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 γίνεται επί των ασφαλιστέων αποδοχών κατά την έννοια του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.

(2) (α)  Ευθύνη για την παρακράτηση και καταβολή των εισφορών που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 έχει ο κάθε εργοδότης για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ή για τμήμα της οποίας πρόσωπο απασχολήθηκε από αυτόν ως μισθωτός.

(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), οι εισφορές που καταβλήθηκαν από τον εργοδότη για λογαριασμό του μισθωτού λογίζονται ως εισφορές που καταβλήθηκαν από το μισθωτό.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), στις περιπτώσεις μισθωτού απασχολούμενου σε περισσότερο από ένα (1) εργοδότες σε ιδιωτικά νοικοκυριά, για εργασίες οικιακής φύσεως μέσα στην ίδια περίοδο εισφοράς, την ευθύνη για την καταβολή των αναφερόμενων εισφορών στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 έχει ο μισθωτός.

(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οι εισφορές που καταβάλλονται από μισθωτούς που απασχολούνται από τη Δημοκρατία και οι αντίστοιχες εισφορές της Δημοκρατίας ως εργοδότη καταβάλλονται στο Ταμείο από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας.

(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, υπεύθυνος για την είσπραξη των εισφορών που καθορίζονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 επί των αποδοχών πέραν των ασφαλιστέων αποδοχών κατά την έννοια του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου είναι ο Έφορος Φορολογίας.

(6)(α) (i) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ταμείο που παρέχει οποιαδήποτε σύνταξη υποχρεούται να παρακρατεί την εισφορά την αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 από το ποσό της σύνταξης κάθε συνταξιούχου.

(ii) Υπεύθυνος για την είσπραξη της αναφερόμενης στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου εισφοράς, είναι ο Έφορος Φορολογίας, εξαιρουμένων των εισφορών που παρακρατεί ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας.

(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση προσώπου που λαμβάνει σύνταξη από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων επί των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις των Κανονισμών  (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, η αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά εισπράττεται από τον Έφορο Φορολογίας.

(γ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων παρακρατεί την αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά, η οποία αφορά στο ποσό της κοινωνικής σύνταξης, όπως αυτή παραχωρείται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας παρακρατεί την αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά, η οποία αφορά στο ποσό της σύνταξης, όπως αυτή παραχωρείται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(7) (α) Η παρακράτηση ή/και καταβολή των εισφορών που αναφέρονται στις παραγράφους (ε) και (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19, γίνεται από τη Δημοκρατία ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την καταβολή στον αξιωματούχο των προβλεπόμενων από το διορισμό ή την εκλογή του αποδοχών.

(β) Υπεύθυνος για την είσπραξη των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου εισφορών, οι οποίες παρακρατούνται ή/και καταβάλλονται από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την καταβολή στον αξιωματούχο των προβλεπόμενων από το διορισμό ή την εκλογή του αποδοχών, είναι ο Έφορος Φορολογίας.

(γ) Υπεύθυνος για την καταβολή στο Ταμείο των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου εισφορών, οι οποίες παρακρατούνται ή/και καταβάλλονται από τη Δημοκρατία, είναι ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας.

(8) (α) Οι εισφορές που καταβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19, εισπράττονται από τον Έφορο Φορολογίας.

(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο καταβάλλει μερίσματα ή τόκους ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο πληρώνει ενοίκια, από πηγές εντός της Δημοκρατίας σε φυσικό πρόσωπο, οφείλει όπως παρακρατεί την προβλεπόμενη στην παράγραφο (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά από οποιαδήποτε καταβολή ή/και πληρωμή γίνεται, την οποία καταβάλλει στον Έφορο Φορολογίας.

(γ)  Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, «πρόσωπο» το οποίο καταβάλλει  μερίσματα ή τόκους έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου και συμπεριλαμβάνει και τη Δημοκρατία.

(δ)  Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, «πρόσωπο» το οποίο πληρώνει ενοίκια έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου.

(ε) Οποιαδήποτε εισφορά η οποία απαιτείται όπως παρακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου, θεωρείται ως εισφορά που επιβλήθηκε στο φυσικό πρόσωπο από το οποίο απαιτείται  και δύναται να ανακτηθεί από αυτό.

(9) Η εισφορά του Πάγιου Ταμείου που αναφέρεται στην παράγραφο (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 19, καταβάλλεται στο Ταμείο από το Υπουργείο Υγείας.

(10)  Οι εισφορές οι οποίες εισπράττονται ή/και παρακρατούνται από το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τον Έφορο Φορολογίας και το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας καταβάλλονται  από αυτούς στο Ταμείο.

(11)(α) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής διοικητικών προστίμων ή/και άλλων διοικητικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων ποινών ή/και πρόσθετου τέλους, που καθορίζονται στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο για να ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται, καθώς και για την επίλυση οποιωνδήποτε ζητημάτων που μπορούν να προκύψουν, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων.

(β) Ο Έφορος Φορολογίας έχει, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής διοικητικών προστίμων ή/και άλλων διοικητικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων ποινών ή/και πρόσθετου τέλους, που καθορίζονται στον περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμο και στον περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμο για να ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται, καθώς και για την επίλυση οποιωνδήποτε ζητημάτων που μπορούν να προκύψουν, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων.

(12) Το ποσό το οποίο υπολογίζει ο Υπουργός Οικονομικών σε διαβούλευση με τον Οργανισμό ως αντιπροσωπεύον τις δαπάνες που συνεπάγεται η είσπραξη των εισφορών από το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τον Έφορο Φορολογίας καταβάλλεται από το Ταμείο στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.

(13) Η είσπραξη ή/και η παρακράτηση ή/και η καταβολή των εισφορών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο διενεργούνται σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται με Κανονισμούς.

Συμπληρωμή και συνεισφορά

20Α.-(1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β)(ii), ο Οργανισμός δύναται να απαιτεί την καταβολή συμπληρωμής από τους δικαιούχους για  τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που λαμβάνουν, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.

(β)(i) Ο Οργανισμός δύναται να απαιτεί την καταβολή συνεισφοράς Ι μετά από απευθείας πρόσβαση του δικαιούχου σε ειδικό ιατρό της επιλογής του, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου 2  του άρθρου 28, τόσο για την επίσκεψη, όσο και για οποιεσδήποτε άλλες υπηρεσίες φροντίδας υγείας που προκύπτουν από την επίσκεψη, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.

(ii) Στην περίπτωση που ο δικαιούχος καταβάλει συνεισφορά Ι για υπηρεσίες φροντίδας υγείας που έχει λάβει από παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας δεν υποχρεούται να καταβάλει συμπληρωμή για τις ίδιες υπηρεσίες φροντίδας υγείας.

(γ) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων των παραγράφων (α), (β) και (δ) του παρόντος εδαφίου, ο Οργανισμός δύναται να απαιτεί την καταβολή συνεισφοράς ΙΙ, επιπλέον της συμπληρωμής ή της συνεισφοράς Ι, για τη λήψη φαρμακευτικών προϊόντων, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.

(δ) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων των παραγράφων (α), (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, ο Οργανισμός δύναται να απαιτεί την καταβολή συνεισφοράς ΙΙ, επιπλέον της συμπληρωμής ή της συνεισφοράς Ι, για τη λήψη ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.

(2) Οι διαδικασίες καταβολής συμπληρωμής ή/και συνεισφοράς καθορίζονται με Κανονισμούς.

(3) Το ύψος της συνεισφοράς Ι και ΙΙ καθορίζεται με Κανονισμούς.

(4)(α) Η μέγιστη συμπληρωμή καθορίζεται με Κανονισμούς.

(β) Σε περίπτωση κατά την οποία κατά τη διάρκεια ενός έτους, δικαιούχος κατέβαλε συμπληρωμές το συνολικό ύψος των οποίων ισούται ή υπερβαίνει τη μέγιστη συμπληρωμή που ισχύει για την περίπτωσή του, τότε δεν υποχρεούται να καταβάλει οποιαδήποτε επιπρόσθετη συμπληρωμή για το υπόλοιπο του έτους:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που δικαιούχος καταβάλει συμπληρωμή πέραν της μέγιστης συμπληρωμής, τότε ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας υποχρεούται να επιστρέψει στο δικαιούχο το ποσό πέραν της μέγιστης συμπληρωμής  το  οποίο εισέπραξε.

(γ) Ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας υποχρεούται να ενημερώσει το δικαιούχο ότι έχει καταβάλει τη μέγιστη συμπληρωμή για το έτος και να μην εισπράξει οποιοδήποτε επιπρόσθετο ποσό συμπληρωμής.

Εθελοντική ασφάλιση

21.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εξαιρούμενα πρόσωπα δύνανται να ενταχθούν στο γενικό σύστημα υγείας επί εθελοντικής βάσης, υπό όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς.

(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται όταν ο Οργανισμός εξαγγείλει ειδικό σύστημα για εθελοντική ασφάλιση, στο οποίο η εισφορά, οι όροι και η παροχή των υπηρεσιών δυνατό να διαφέρουν από τους όρους της εισφοράς και της παροχής υπηρεσιών από το γενικό σύστημα υγείας.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), ο Οργανισμός δεν υποχρεούται να συνάψει οποιαδήποτε συμφωνία δυνάμει του παρόντος άρθρου, ακόμη και αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για υποβολή της σχετικής αίτησης.

(4) Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με εσωτερικούς κανονισμούς.