9.—(1) Μετά την πάροδο δώδεκα μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, κανένα πρόσωπο δεν μπορεί-
(α) να ασκεί εργασία κομμωτή ή κουρέα, περιλαμβανομένης και της εργασίας κομμωτή ή κουρέα σε κέντρα εφαρμογής και/ή προσθήκης μαλλιών ή να προβάλλει τον εαυτό του ως κομμωτή ή κουρέα·
(β) να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε όνομα, επωνυμία ή τίτλο, στον οποίο περιλαμβάνονται οι λέξεις «κουρέας», «κομμωτής» ή «κουρείο» ή «κομμωτήριο» και /ή παρόμοιες ή παρεμφερείς λέξεις ή να διατηρεί κομμωτήριο ή κουρείο ·
(γ) να εισπράττει ή να διεκδικεί οποιαδήποτε αμοιβή για υπηρεσίες που προσφέρθηκαν υπό την ιδιότητά του ως κομμωτή ή ως κουρέα ·
εκτός αν είναι εγγεγραμμένο ως κομμωτής και/ή κουρέας και δεν του επιβλήθηκε η ποινή της αναστολής της άδειας άσκησης του επαγγέλματος του κομμωτή ή κουρέα.
(2) Κάθε πρόσωπο που παραβαίνει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του εδαφίου (1) είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή και στις δυο ποινές μαζί.
10.—(1) Κανένας εγγεγραμμένος κομμωτής ή κουρέας δεν μπορεί να ασκεί το επάγγελμα του κομμωτή ή κουρέα, αντίστοιχα, εκτός αν έχει εξασφαλίσει από το Συμβούλιο ετήσια άδεια ασκήσεως επαγγέλματος στον καθορισμένο τύπο και με την καταβολή του καθορισμένου τέλους.
(2) Κανένας κομμωτής ή κουρέας δεν μπορεί να αποκτήσει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, εκτός αν έχει εγγραφεί ως κομμωτής ή κουρέας και εκδοθεί σε σχέση προς αυτό η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.
(3) Κανένας κομμωτής ή κουρέας δεν μπορεί να αποκτήσει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, εκτός αν είναι αποδεδειγμένα μόνιμος κάτοικος Κύπρου, εκτός αν τύχει εφαρμογής η επιφύλαξη της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 7.
(4) Η ετήσια άδεια ασκήσεως επαγγέλματος λήγει την 31η ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου κάθε έτους.
(5) Κάθε εγγεγραμμένος, κομμωτής ή κουρέας που ασκεί το επάγγελμα του κομμωτή ή του κουρέα, αντίστοιχα, χωρίς να είναι κάτοχος ετήσιας άδειας ασκήσεως επαγγέλματος, που να ισχύει κατά το χρόνο της άσκησης του επαγγέλματος, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες.
11. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο μπορεί να επιτρέψει την άσκηση του επαγγέλματος του κομμωτή και/ή του κουρέα σε πρόσωπο που επισκέπτεται τη Δημοκρατία για σκοπούς επίδειξης σε διοργανωμένους διαγωνισμούς κομμωτικής σεμινάρια ή σε οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση.
12. Απαγορεύεται σε κομμωτή ή κουρέα-
(α) να παρέχει υπηρεσίες σε πελάτη/πελάτιδα το οποίο, εν γνώσει του ακολουθεί οποιαδήποτε ιατρική θεραπευτική αγωγή για πάθηση ή δερματική νόσο που έχει σχέση με το κεφάλι και τα μαλλιά και που μπορεί να επηρεάσει την πάθηση αυτή, χωρίς παραπεμπτικό με πλήρη ιατρική διάγνωση από επαγγελματία ιατρό,
(β) να ασκεί το επάγγελμα του κομμωτή/κουρέα κατ' οίκον, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5,
(γ) να πωλεί και/ή εκθέτει προς πώληση τρόφιμα ή ποτά για ευρύτερη κατανάλωση εντός του κομμωτηρίου ή κουρείου,
(δ) να πωλεί και/ή εκθέτει προς πώληση και/ή άλλως πως διαθέτει προϊόντα άλλα από προϊόντα κομμωτικής,
(ε) να επιτρέπει τη μόνιμη ή/και προσωρινή παρουσία κατοικίδιων ζώων εντός του κομμωτηρίου ή κουρείου, εκτός αν πρόκειται για σκύλο που είναι συνοδός τυφλού.
(2) Δεν επιτρέπεται η ίδρυση και λειτουργία κομμωτηρίων ή κουρείων-
(α) εντός πολυκαταστημάτων,
(β) εντός οποιασδήποτε δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας ή ξενοδοχείου, γυμναστηρίου, ινστιτούτου αισθητικής ή οποιουδήποτε άλλου χώρου, εκτός εάν αυτά έχουν εφοδιασθεί με άδεια λειτουργίας και πληρούν τους όρους της άδειας καθώς και τις διατάξεις του Νόμου,
(γ) πέραν του πρώτου και δεύτερου ορόφου πολυκατοικίας,
εκτός εάν-
(i) ο χώρος εντός του οποίου πρόκειται να εγκατασταθούν έχει χαρακτηρισθεί από την αρμόδια πολεοδομική αρχή ως χώρος κύριας χρήσης για κομμωτήριο ή κουρείο· και
(ii) στην περίπτωση πολυκατοικίας, το κομμωτήριο ή κουρείο έχει δική του ανεξάρτητη είσοδο, εκτός της κοινής εισόδου της πολυκατοικίας, και δεν επικοινωνεί με υπνοδωμάτια ή άλλους χώρους και παρέχεται γραπτή βεβαίωση του διαχειριστή της πολυκατοικίας ότι επιτρέπεται η λειτουργία του κουρείου ή κομμωτηρίου εντός αυτής.
12Α.-(1) Το Συμβούλιο δύναται να αναθέτει σε λειτουργό ή λειτουργούς του (στο εξής αναφερόμενοι ως «Επιθεωρητές») το καθήκον του ελέγχου της συμμόρφωσης ή αποτελεσματικής εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
(2) Τα καθήκοντα και οι ευθύνες του Επιθεωρητή περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
(α) Τη διερεύνηση, λήψη καταθέσεων και εξασφάλιση οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας αναγκαίας για τη στοιχειοθέτηση ποινικών ή πειθαρχικών παραβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών·
(β) την υποχρέωση να εμφανίζονται ως μάρτυρες ενώπιον των δικαστηρίων ή του Συμβουλίου κατά την εκδίκαση ποινικών ή, ανάλογα με την περίπτωση, πειθαρχικών παραβάσεων δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών·
(γ) τη διενέργεια κάθε άλλης προπαρασκευαστικής πράξης, που κρίνεται αναγκαία για την προώθηση ή επίτευξη της λήψης νομικών μέτρων εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
12Β.-(1) Επιθεωρητής, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων και ευθυνών του δυνάμει του άρθρου 12Α, έχει εξουσία, σε οποιαδήποτε εύλογη ώρα και επιδεικνύοντας το έγγραφο της εξουσιοδότησής του, να εισέρχεται σε οποιοδήποτε υποστατικό εκτός εκείνου που χρησιμοποιείται ως κατοικία, το οποίο πιστεύει εύλογα ότι χρησιμοποιείται για σκοπούς άσκησης του επαγγέλματος του κομμωτή ή κουρέα και να απαιτεί από τον ιδιοκτήτη ή το πρόσωπο το οποίο φαίνεται να έχει την εποπτεία ή τον έλεγχο του υποστατικού την παρουσίαση οποιωνδήποτε εγγράφων, καθώς και την παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες για τον έλεγχο και τη διαπίστωση της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
(2) Όταν από επιθεώρηση δυνάμει του εδαφίου (1), ο Επιθεωρητής σχηματίσει εύλογη πεποίθηση ότι έχει διαπραχθεί οποιοδήποτε αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, τότε αυτός μπορεί να κατάσχει οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλη μαρτυρία ή να πάρει αντίγραφα αυτών αν πιστεύει ότι μπορούν να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς σε μελλοντική ποινική διαδικασία και γενικά έχει εξουσία να ενεργήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση ως εάν να ήταν αστυνομικός ανακριτής κατά τη διερεύνηση ποινικού αδικήματος.
12Γ.-(1) Τηρουμένων κατά τα λοιπά των σχετικών με την έκδοση και εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων έρευνας διατάξεων της Ποινικής Δικονομίας, Επαρχιακός Δικαστής με βάση ένορκη καταγγελία-
(α) αφού ικανοποιηθεί ότι υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστεύει-
(i) ότι οποιαδήποτε αντικείμενα, βιβλία ή έγγραφα, τα οποία Επιθεωρητής έχει εξουσία δυνάμει του άρθρου 12Β να επιθεωρεί, βρίσκονται σε οποιαδήποτε υποστατικά και ότι η επιθεώρησή τους είναι πιθανόν να αποκαλύψει αποδεικτικά στοιχεία για τη διάπραξη αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου· ή
(ii) ότι έχει διαπραχθεί ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου σε οποιαδήποτε υποστατικά· και
(β) αφού ικανοποιηθεί επίσης ότι η είσοδος στα υποστατικά έχει εμποδισθεί ή πιθανόν να εμποδισθεί,
δύναται να εκδώσει δικαστικό ένταλμα που να επιτρέπει στον Επιθεωρητή να εισέλθει στα υποστατικά.
(2) Επιθεωρητής που εισέρχεται σε υποστατικά δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορεί να έχει μαζί του ή να συνοδεύεται από τέτοια άλλα πρόσωπα, περιλαμβανομένων αστυνομικών οργάνων ή τέτοιο εξοπλισμό που αυτός θέλει θεωρήσει απαραίτητο για τη συγκεκριμένη περίπτωση.
12Δ.-(1) Πρόσωπο το οποίο -
(α) παρακωλύει Επιθεωρητή από του να ενεργήσει σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, ή
(β) παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απαίτηση που του απευθύνει δικαιωματικά ο Επιθεωρητής, δυνάμει του άρθρου 12Β, ή
(γ) χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να παράσχει στον Επιθεωρητή οποιαδήποτε άλλη βοήθεια ή πληροφορία την οποία εύλογα ήθελε ζητήσει αυτός κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12Β,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο χιλιάδες ευρώ (€2000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο, κατά την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας που του ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12Β, προβαίνει εν γνώσει του σε ανακριβή δήλωση, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο χιλιάδες ευρώ (€2000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.
12Ε.-(1) Ο υγειονομικός έλεγχος στα κομμωτήρια, κουρεία ανατίθεται σε Υγειονομικούς Επιθεωρητές που ορίζονται από τις Υγειονομικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας ή των Δήμων εντός των οποίων λειτουργούν για το σκοπό αυτό.
(2) Τα καθήκοντα, οι ευθύνες και οι αρμοδιότητες των Υγειονομικών Επιθεωρητών είναι ίδιες με αυτές που ισχύουν για τους Επιθεωρητές και αναφέρονται στα άρθρα 12Α(2), 12Β και 12Γ.
(3) Πρόσωπο το οποίο -
(α) παρακωλύει Υγειονομικό Επιθεωρητή από του να ενεργήσει σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, ή
(β) παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε απαίτηση που του απευθύνει δικαιωματικά ο Υγειονομικός Επιθεωρητής δυνάμει του άρθρου 12Β, ή
(γ) χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να παράσχει στον Υγειονομικό Επιθεωρητή οποιαδήποτε άλλη βοήθεια ή πληροφορία την οποία εύλογα αυτός ήθελε ζητήσει κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12Β,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ίδιες ποινές που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 12Δ.
(4) Πρόσωπο το οποίο, κατά την παροχή οποιασδήποτε πληροφορίας που του ζητήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 12Β, προβαίνει εν γνώσει του σε ανακριβή δήλωση, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ίδιες ποινές που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 12Δ.