19. Κώδικες Δεοντολογίας συντασσόμενοι από τις ενδιαφερόμενες ενώσεις επαγγελματιών και καταναλωτών και εγκρίνονται και δημοσιεύονται από την Αρμόδια Αρχή στην Επίσημη Εφημερίδα. Στους παραπάνω κώδικες, θα πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη η προστασία των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και για να ληφθούν υπόψη οι ειδικές τους ανάγκες, θα πρέπει να ζητείται η γνώμη ενώσεων που εκπροσωπούν άτομα με προβλήματα οράσεως και άτομα με ειδικές ανάγκες γενικώς.
20.-(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει καθήκον να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα, παραβιάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που ρυθμίζονται εξειδικευμένα κατά τρόπο ανάλογο από ειδική νομοθεσία.
(2) Όταν ύστερα από εξέταση που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) , η Αρμόδια Αρχή θεωρήσει ότι υπήρξε παράβαση, δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να ζητήσει με αίτησή της προς το Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο κατά την κρίση της ενέχεται ή ευθύνεται για την παράβαση αυτή.
(3) Κατά την εξέταση αυτή η Αρμόδια Αρχή δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται σε αυτή από οποιοδήποτε πρόσωπου ή εκ μέρους οποιουδήποτε πρόσωπο που αναφορικά με τη γενομένη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(4) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή κατά την άσκηση των εξουσιών που παρέχονται σε αυτή τη δυνάμει του παρόντος Νόμου, οφείλει να έχει υπόψη της-
(α) ΄Oλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα το δημόσιο συμφέρον,
(β) ότι είναι επιθυμητή η ενθάρρυνση του εκούσιου ελέγχου των συμβάσεων που διέπονται από τον παρόντα Νόμο από αυτόνομους οργανισμούς, επαγγελματικούς συνδέσμους και ενώσεις και άλλους φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών της Κοινωνίας της Πληροφορίας.
21. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει του εδαφίου 2 του άρθρου 20 έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος με το οποίο να διατάσσει-
(α) Την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης· και/ή
(β) την εντός της ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών κατά την κρίση του Δικαστηρίου μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η περί ής η αίτηση παράβαση· και/ή
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την εξάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της περί ής η αίτηση παράβασης· και/ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο που ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
22. Η Αρμόδια Αρχή, προς εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20, τηρουμένου του άρθρου 4, με την επιφύλαξη της νομοθεσίας για την προστασία του απορρήτου και των προσωπικών δεδομένων, έχει δικαίωμα να ζητεί κάθε πληροφορία που θεωρεί απαραίτητη, από τους φορείς παροχής υπηρεσιών.