ΜΕΡΟΣ ΧVI ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αίτημα αναθεώρησης κλπ

139. (1) Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να υποβάλει στο Διευθυντή εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία έκδοσης απόφασης δυνάμει της παραγράφου (α) ή της υποβολής αίτησης δυνάμει της παραγράφου (β), αίτημα αναθεώρησης που αφορά -

(α) τις αποφάσεις του Τμήματος Τελωνείων αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εφόσον τον αφορούν άμεσα και ατομικά·

(β) αίτημα σε περίπτωση που έχει υποβάλει σχετική αίτηση στο Τμήμα Τελωνείων και δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε απόφαση από αυτό, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εκτός στην περίπτωση που προβλέπεται ρητά άλλη προθεσμία από τη συναφή νομοθεσία:

Νοείται ότι η υποχρέωση για απάντηση εντός της πιο πάνω προθεσμίας υπάρχει, όταν η λήψη της απόφασης εντός της προθεσμίας αυτής είναι εφικτή, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών κάθε υπόθεσης:

Νοείται περαιτέρω ότι η εξέταση του αιτήματος αναθεώρησης είναι δυνατό να ανατεθεί από το Διευθυντή σε εξουσιοδοτημένο λειτουργό ή λειτουργούς, ρητά οριζόμενους από αυτόν.

(2) Η υποβολή αιτήματος σύμφωνα με το εδάφιο (1) δεν επιφέρει την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης:

Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται να αναβάλει ολικά ή μερικά την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, αν έχει βάσιμους λόγους να αμφιβάλλει για τη συμφωνία της απόφασης αυτής με τον παρόντα Νόμο ή όταν υπάρχει κίνδυνος ανεπανόρθωτης ζημιάς για το πρόσωπο που αφορά.

(3) Σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή φόρου κατανάλωσης, η αναστολή της εκτέλεσής της εξαρτάται από τη σύσταση εγγύησης για την εξασφάλιση της καταβολής του οφειλόμενου ποσού:

Νοείται ότι η εγγύηση αυτή είναι δυνατόν να μην απαιτηθεί όταν ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, λόγω της κατάστασης του οφειλέτη:

Νοείται περαιτέρω ότι σε περίπτωση συμβιβασμού πράξης ή αδικήματος δυνάμει του άρθρου 137 δεν υποβάλλεται αίτημα αναθεώρησης.

(4) Ο Διευθυντής δύναται με γνωστοποίηση του να καθορίσει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την καλύτερη εφαρμογή του άρθρου αυτού.

(5) Ανεξαρτήτως των διατάξεων των εδαφίων (1) έως (3), κάθε πρόσωπο  το οποίο αμφισβητεί τον επιβληθέντα, σε εγγεγραμμένο ή ταξινομημένο σε οποιοδήποτε κράτος μηχανοκίνητο όχημα, φόρο κατανάλωσης δύναται, εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την ημερομηνία επιβολής της φορολογίας, να αποταθεί στον Διευθυντή με γραπτή αιτιολογημένη ένσταση, προσκομίζοντας όλα τα αναγκαία στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν το βάσιμο της ένστασής του, για επανεξέταση της επιβληθείσας φορολογίας:

Νοείται ότι, ένσταση, η οποία υποβάλλεται, αν δεν συνοδεύεται με τα αναγκαία έγγραφα προς υποστήριξή της, θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Διευθυντής δύναται να απαιτήσει επιπρόσθετα  στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία στην έκδοση της απόφασής του:

Νοείται, έτι περαιτέρω, ότι, για να εξεταστεί ένσταση υποβληθείσα σύμφωνα με το παρόν εδάφιο θα πρέπει να καταβληθεί ο επιβληθείς φόρος.

(6) Η υποβολή ένστασης δυνάμει του εδαφίου (5) αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

(7) (α)Η απόφαση του Διευθυντή αναφορικά με την υποβληθείσα ένσταση εκδίδεται εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής των στοιχείων που έχουν απαιτηθεί από το Διευθυντή για εξακρίβωση του επιβλητέου φόρου:

Νοείται ότι, η προθεσμία των έξι μηνών παρατείνεται για τη χρονική περίοδο που το ενιστάμενο πρόσωπο καθυστερεί να προσκομίσει τα στοιχεία που ζητήθηκαν από το Διευθυντή.

(β) Τηρουμένης της επιφύλαξης της παραγράφου (α), σε περίπτωση που η προθεσμία των έξι μηνών λήξει,  χωρίς ο Διευθυντής να εκδώσει την απόφασή του, ο Διευθυντής υποχρεούται να επιβάλει φόρο κατανάλωσης σύμφωνα με την προσκομισθείσα από το ενιστάμενο πρόσωπο μαρτυρία και να επιδώσει σε αυτό σχετική ειδοποίηση.

(8) Αν κατά την εξέταση της υποβληθείσας ένστασης αποδειχθεί από την υπάρχουσα μαρτυρία ότι δικαιολογείται επιβολή φόρου κατανάλωσης μεγαλύτερου από τον αρχικά επιβληθέντα, το ενιστάμενο πρόσωπο οφείλει να καταβάλει την προκύπτουσα διαφορά του φόρου κατανάλωσης σύμφωνα με την απόφαση που εκδίδεται επί της ενστάσεως.

(9) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (5) μέχρι (8), το ενιστάμενο πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, εφόσον διαφωνεί με την απόφαση του Διευθυντή αναφορικά με την υποβληθείσα ένσταση.

Παραβάσεις και γενικά αδικήματα

140. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει παράβαση κατά τη διάρκεια της ενδοκοινοτικής διακίνηση των εναρμονισμένων προϊόντων στο εσωτερικό της Δημοκρατίας η οποία καθιστά απαιτητό τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή το τριπλάσιο ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα ή σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο των πιο πάνω ποσών ή σε φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και στις δύο ποινές, της φυλάκισης και της χρηματικής, και τα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα υπόκεινται σε δήμευση.

(2) Πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του ή λόγω βαριάς αμέλειας ενέχεται με οποιοδήποτε τρόπο στην αποφυγή ή απόπειρα αποφυγής της καταβολής των οφειλόμενων στα προϊόντα φόρων κατανάλωσης ή στη μη τήρηση των διατυπώσεων, που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων κατανάλωσης, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή το τριπλάσιο ποσό του φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα ή σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο των πιο πάνω ποσών ή σε φυλάκιση η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή και στις δύο ποινές, της φυλάκισης και της χρηματικής και τα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράχθηκε το αδίκημα υπόκεινται σε δήμευση.

(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο κατέχει αφορολόγητα προϊόντα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο ποσό του φόρου κατανάλωσης που αναλογεί στα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράττεται το αδίκημα ή τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο των πιο πάνω ποσών ή σε φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και στις δύο ποινές αυτές και τα προϊόντα αναφορικά με τα οποία διαπράττεται το αδίκημα, υπόκεινται σε δήμευση.

(4) Εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου υπάρχει ειδική ρύθμιση στον παρόντα Νόμο για ποινικά αδικήματα, οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών ή των Διαταγμάτων ή των γνωστοποιήσεων που εκδίδονται δυνάμει αυτών, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και στις δύο ποινές.

(5) Οποιοδήποτε ποσό το οποίο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οφείλεται στη Δημοκρατία, μπορεί να διεκδικηθεί με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

Ποινική και αστική ευθύνη συμβούλων

141. (1) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα το οποίο προνοείται στον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο με τη συναίνεση ή συνέργεια ή από αμέλεια συμβούλου, διευθυντού, γραμματέα, ή άλλου παρομοίου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή υπό προσώπου φερομένου ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, αυτό μαζί με το νομικό πρόσωπο λογίζεται ένοχο του ποινικού αδικήματος αυτού και υπόκειται ωσαύτως σε ποινική δίωξη και ανάλογη ποινή.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ο όρος "σύμβουλος" σε σχέση με νομικό πρόσωπο ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, η διαχείριση του οποίου είναι εμπεπιστευμένη στα μέλη του, σημαίνει μέλος του νομικού αυτού προσώπου ή οργανισμού.

(3) Πρόσωπο που σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) υπέχει ποινική ευθύνη για τελούμενο από νομικό πρόσωπο αδίκημα, ευθύνεται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή κεχωρισμένως σε οποιαδήποτε αστική διαδικασία

Ευθύνη προσώπου το οποίο παρουσιάζεται ως ιδιοκτήτης

142. Οποιοδήποτε πρόσωπο παρουσιάζεται ως ιδιοκτήτης ή το οποίο είναι ο διευθυντής επιχείρησης κατόχου άδειας υποκείμενης στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σχετικά με την οποία δηλώθηκε οποιοδήποτε υποστατικό ή αντικείμενο, ή ο οποίος κατέχει, ή χρησιμοποιεί οποιοδήποτε υποστατικό ή αντικείμενο το οποίο δηλώθηκε, έχει την ίδια ευθύνη όπως και ο πραγματικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης.

Έκδοση Διατάγματος για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού

143. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το ποινικό δικαστήριο που κηρύσσει οποιοδήποτε πρόσωπο ένοχο για παράλειψη καταβολής οποιουδήποτε ποσού που οφείλει με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκου, έχει εξουσία εκτός από την επιβολή ποινής να εκδώσει Διάταγμα με το οποίο να διατάσσει τον καταδικασθέντα να καταβάλει στο Διευθυντή το εν λόγω ποσό.

(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, το Διάταγμα που εκδίδεται με βάση το εδάφιο (1), θεωρείται ότι αποτελεί απόφαση πολιτικού δικαστηρίου και είναι δυνατό να συντάσσεται, υπογράφεται και εκτελείται ως απόφαση σε αγωγή σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

Εκτέλεση και κατάσχεση

144. Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου οφείλει κάποιο ποσό αναφορικά με οποιοδήποτε φόρο κατανάλωσης ή για ποινή η οποία επιβλήθηκε σε αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Νόμου, προϊόντα που υπόκεινται σε φόρο κατανάλωσης, ανεξάρτητα εάν ο φόρος κατανάλωσης που αναλογεί σε αυτά καταβλήθηκε ή όχι και υλικά κατασκευής ή παραγωγής αυτών των προϊόντων καθώς και οι συσκευές, εξοπλισμός, μηχανήματα, εργαλεία, σκεύη και αγγεία, τα οποία χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ή παραγωγή ή στην παρασκευή αυτών των υλικών ή με τα οποία ενασκείται η επιχείρηση, αναφορικά με την οποία οφείλεται ο φόρος αυτός, τα οποία εξευρίσκονται στην κατοχή ή στη φύλαξη του προσώπου αυτού ή του αντιπροσώπου του ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του υπόκεινται σε κατάσχεση σε περίπτωση μη καταβολής του ποσού αυτού, στην έκταση που κατά την κρίση του Διευθυντή πωλούμενα αποκομίζουν το ισάξιο του οφειλόμενου ποσού.

Επίδοση κοινοποιήσεων κλπ

145. Οποιαδήποτε κοινοποίηση, απαίτηση, απόφαση ή οδηγία ή άλλη πράξη που πρέπει να επιδοθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, γνωστοποιείται με επιστολή που απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή στον αντιπρόσωπό του και η οποία αποστέλλεται με επιστολή ή με συστημένη επιστολή ταχυδρομικώς στην τελευταία δηλωθείσα ή συνηθισμένη διαμονή ή έδρα της επιχείρησης του προσώπου αυτού ή του αντιπροσώπου του ή παραδίδεται προσωπικά στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται ή τον αντιπρόσωπό του.

Τρόπος υποβολής διασάφησης ή δήλωσης κλπ

146. (1) Οποιαδήποτε διασάφηση, δήλωση ή έγγραφο το οποίο απαιτείται να κατατεθεί στο Διευθυντή για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου υποβάλλεται:

(α) γραπτώς· ή

(β) με χρήση μηχανογραφημένης μεθόδου εφόσον η χρήση της εγκρίνεται από το Διευθυντή,

και με την επιφύλαξη του εδαφίου (2) συνοδεύεται με έγγραφα των οποίων η προσκόμιση είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Όταν η διασάφηση, δήλωση ή έγγραφο υποβάλλεται με χρήση μηχανογραφημένης μεθόδου ο Διευθυντής δυνατόν να επιτρέπει να μην υποβάλλονται μαζί με την εν λόγω διασάφηση, δήλωση ή έγγραφο τα συνοδευτικά έγγραφα ή μέρος αυτών. Στην περίπτωση αυτή τα εν λόγω έγγραφα φυλάττονται από το υπόχρεο για την κατάθεσή τους πρόσωπο ή από δεόντως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο τους, το οποίο έχει υποχρέωση να παρέχει κάθε διευκόλυνση προς εξέταση των εγγράφων αυτών.

(3) Τα πρόσωπα που έχουν υποχρέωση υποβολής διασάφησης, δήλωσης ή εγγράφου σύμφωνα με το εδάφιο (1) υποχρεούνται να τα φυλάττουν καθώς και τα συνοδευτικά τους έγγραφα για επτά τουλάχιστον ημερολογιακά χρόνια.

(4) Στις περιπτώσεις που ο Διευθυντής εγκρίνει τη χρήση μηχανογραφημένης μεθόδου για την υποβολή των εγγράφων όπως αναφέρεται στο εδάφιο (2), τότε, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και οποιασδήποτε πολιτικής ή ποινικής διαδικασίας, ο κωδικός αριθμός ο οποίος χορηγείται από το Διευθυντή στο πρόσωπο που έχει δικαίωμα να υποβάλλει τα εν λόγω έγγραφα με τη χρήση της μηχανογραφημένης μεθόδου, θεωρείται ότι υπέχει θέση της χειρόγραφης υπογραφής που θα έφεραν τα έγγραφα αν υποβάλλονταν σε μη μηχανογραφημένη μορφή και το πρόσωπο που υποβάλλει τα έγγραφα με τη χρήση κωδικού αριθμού θεωρείται ότι έχει γνώση και του περιεχομένου των εγγράφων.

Τήρηση βιβλίων και αρχείων

147. (1) Ο Διευθυντής δύναται να ορίσει υποχρέωση τήρησης βιβλίων και αρχείων σε πρόσωπα που υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Τα βιβλία και αρχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (1) πιο πάνω, δύναται να καθορίζονται με γνωστοποίηση του Διευθυντή.

(3) Στη γνωστοποίηση που εκδίδεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) ή σε σχετική οδηγία προς το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι δυνατό να καθορίζεται το είδος, ο τύπος των βιβλίων και αρχείων, ο τρόπος και ο τόπος φύλαξής τους καθώς και ο τρόπος και χρόνος ενημέρωσής τους.

(4) Τα πρόσωπα που έχουν υποχρέωση τήρησης βιβλίων και αρχείων σύμφωνα με το εδάφιο (1) πιο πάνω υποχρεούνται να τα φυλάττουν για επτά τουλάχιστον ημερολογιακά χρόνια.

(5) Η δυνάμει του παρόντος άρθρου υποχρέωση τήρησης αρχείων είναι δυνατόν να εκπληρωθεί με τη τήρηση των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτά με μέσα που δύναται να εγκρίνει ο Διευθυντής· και όταν οι εν λόγω πληροφορίες τηρούνται με αυτό τον τρόπο, αντίτυπο οποιουδήποτε εγγράφου που αποτελεί μέρος των αρχείων, τηρουμένου του εδαφίου (6), είναι δεκτό ως απόδειξη σε οποιαδήποτε διαδικασία, είτε πολιτική είτε ποινική, κατά την ίδια έκταση όπως τα ίδια τα αρχεία.

(6) Ο Διευθυντής δύναται να επιβάλλει, ως όρο για να εγκρίνει σύμφωνα με το εδάφιο (5) οποιαδήποτε μέσα τήρησης πληροφοριών που περιέχονται σε οποιαδήποτε έγγραφα, εύλογες απαιτήσεις που κρίνει απαραίτητες για να εξασφαλίζεται ότι πληροφορίες θα καθίστανται αμέσως διαθέσιμες σε αυτόν ως να είχαν τηρηθεί τα ίδια τα αρχεία.

(7) Σε περίπτωση που το υπόχρεο για την τήρηση βιβλίων ή αρχείων και στοιχείων πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή όρους της γνωστοποίησης που εκδίδεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι τις δύο χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι ένα χρόνο ή και στις δύο αυτές ποινές.

Συνδρομή Αστυνομίας

148. Τηρουμένων των εκάστοτε οδηγιών του Διευθυντή τα μέλη της Κυπριακής Αστυνομίας, έχουν καθήκον όπως συνδράμουν στην εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας που εκάστοτε τελεί σε ισχύ και αφορά αρμοδιότητα που παραχωρήθηκε.

Κανονισμοί, Διατάγματα και γνωστοποιήσεις

149. (1) Επιπρόσθετα από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητά στον παρόντα Νόμο, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει και οποιουσδήποτε άλλους Κανονισμούς ή Διατάγματα για τον καθορισμό ή ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος το οποίο είναι δυνατό ή πρέπει να καθοριστεί ή ρυθμιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου καθώς και της κοινοτικής νομοθεσίας και γενικότερα για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής τους.

(2) Κανονισμοί και Διατάγματα που εκδίδονται με βάση τον παρόντα Νόμο είναι δυνατό να περιέχουν και διατάξεις για την επιβολή ποινών στις περιπτώσεις παράβασής τους, σε καμιά όμως περίπτωση δεν είναι δυνατό να προβλέπουν ποινή βαρύτερη από τη βαρύτερη ποινή η οποία προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.

(3) Οποιοιδήποτε Κανονισμοί και Διατάγματα που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο είναι δυνατό να περιέχουν διατάξεις για την επιβολή χρηματικής επιβάρυνσης στα πρόσωπα που παραβαίνουν τις διατάξεις των Κανονισμών και Διαταγμάτων αυτών.

(4) Ο Διευθυντής δύναται να εκδίδει γνωστοποιήσεις για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των εκδιδόμενων υπ’ αυτού κανονισμών και Διαταγμάτων.

(5) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου δύναται να προβλέπουν για την κατάργηση Κανονισμών που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Κατανάλωσης Νόμου

Εφαρμογή διατάξεων της τελωνειακής νομοθεσίας

150. (1) Οι διατάξεις της εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακής νομοθεσίας οι οποίες ρυθμίζουν οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με τις εξουσίες του Διευθυντή, ή οποιοδήποτε άλλο θέμα που σχετίζεται με την επιβολή, είσπραξη και καταβολή τελωνειακών δασμών, ισχύουν κατ’ αναλογία και εφαρμόζονται και για σκοπούς του παρόντος Νόμου εκτός εάν ο παρών Νόμος προβλέπει διαφορετικά.

(2) Τα άρθρα 74, 77, 83, 84, 85, 86, 88, 90, 91, 92, 93, 95, 96, 97, 98, 100, 102, 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 113, 117 και 120 του εκάστοτε σε ισχύ περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών σε σχέση με οποιοδήποτε θέμα που σχετίζεται με φόρους κατανάλωσης, οποιαδήποτε δε αναφορά σε δασμό ή φόρο που γίνεται στις πιο πάνω διατάξεις θα ερμηνεύεται ως αναφορά σε φόρους κατανάλωσης εκτός αν ο παρόν Νόμος προβλέπει διαφορετικά.