19.-(1) Η Υπηρεσία της Επιτροπής έχει τη στελέχωση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες που καθορίζονται από ή δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και διορίζονται όπως προβλέπεται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, περιλαμβανομένου του Διευθυντή της Υπηρεσίας. Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας ορίζει μέλος του προσωπικού της Υπηρεσίας για να ασκεί καθήκοντα Γραμματέα της Επιτροπής.
Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, σε περίπτωση κατάργησης της Υπηρεσίας τα μέλη του προσωπικού της εντάσσονται στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ή σε οποιοδήποτε άλλο Υπουργείο ή ανεξάρτητη υπηρεσία, χωρίς οποιαδήποτε αλλαγή στους όρους υπηρεσίας τους, νοουμένου ότι τα καθήκοντα τα οποία θα εκτελούν δυνατό να διαφοροποιηθούν.
(3) Πρόσωπα τα οποία, κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, είναι μέλη της Υπηρεσίας η οποία προβλεπόταν στο άρθρο 15Α(1) των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 μέχρι (Αρ. 2) του 2000, από την εν λόγω ημερομηνία υπηρετούν στην Υπηρεσία η οποία προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, χωρίς επηρεασμό των όρων υπηρεσίας τους, της αρχαιότητας, του διορισμού ή της προαγωγής τους ή των ωφελημάτων αφυπηρέτησής τους.
(4) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας επιτρέπετα να παρίστανται στις συνεδριάσεις και/ ή διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής, περιλαμβανομένων των διαβουλεύσεων της Επιτροπής για τη λήψη απόφασης, και να ενημερώνουν ή/και να εκφράζουν άποψη προς την Επιτροπή αναφορικά με θέματα που τους έχουν ανατεθεί, η δε παρουσία τους αυτή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των αποφάσεων της Επιτροπής.
(5) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (6), ο Διευθυντής της Υπηρεσίας προΐσταται διοικητικά και είναι υπεύθυνος για την Υπηρεσία.
(6) Ο Πρόεδρος είναι η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, ο οποίος ενεργεί συνήθως μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας.
(7) Ο Γραμματέας της Επιτροπής παρίσταται στις συνεδριάσεις και/ ή στις διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής και τηρεί πρακτικά.
20.-(1) Η Υπηρεσία είναι αρμόδια για-
(α) την εκτέλεση έργων γραμματείας της Επιτροπής·
(β) την τήρηση των Μητρώων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 22·
(γ) τη συλλογή και τον έλεγχο πληροφοριών αναγκαίων για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της Επιτροπής·
(δ) την εισαγωγή καταγγελιών και την υποβολή εισηγήσεων προς την Επιτροπή·
(ε) τη διενέργεια των κατά τον παρόντα Νόμο αναγκαίων κοινοποιήσεων και δημοσιεύσεων·
(στ) την παροχή προς την Επιτροπή κάθε δυνατής διευκόλυνσης προς εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της.
21. Εάν κατά τη διάρκεια ή ως αποτέλεσμα διερεύνησης υπόθεσης από την Επιτροπή, που αφορά ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6, και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπάγγελτα και/ή έρευνα σε κλάδους της οικονομίας ή τύπους συμφωνιών δυνάμει του άρθρου 32Α, διαπιστωθεί ή δημιουργηθεί εύλογη υποψία για ενδεχόμενη παράβαση νομοθεσίας που αφορά την προστασία καταναλωτών, η Επιτροπή, όταν το κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει γραπτώς τον Υπουργό, μέσω της Υπηρεσίας.
22.-(1) Η Υπηρεσία έχει την ευθύνη της τήρησης Μητρώου Καταγγελιών και Αυτεπάγγελτων Ερευνών της Επιτροπής, στο οποίο καταχωρούνται όλες οι υποβληθείσες καταγγελίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 35 και οι αυτεπάγγελτες έρευνες της Επιτροπής.
(2) Η Υπηρεσία έχει την ευθύνη προς τήρηση Μητρώου Αποφάσεων επί συμπράξεων ή πράξεων, στο οποίο καταχωρούνται -
(α) οι αποφάσεις της Επιτροπής, επί θεμάτων αναγομένων στις διατάξεις των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ·
(β) οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί των αυτών θεμάτων.
(3) Τα κατά το άρθρο αυτό τηρούμενα Μητρώα είναι δημόσια, υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης διαφύλαξης των επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως των επιχειρήσεων και/ή των προσώπων που υπέβαλαν καταγγελία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 35.