34.-(1) Οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού
έχουν υποχρέωση να ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή όλες τις ενδεχόμενες παραβάσεις του παρόντος Νόμου που περιέρχονται σε γνώση τους ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
(2) Η κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανακοίνωση συνιστά δέουσα εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος, κατά την έννοια του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, παράλειψη δε αυτής συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρούμενο κατά τα οριζόμενα στις οικείες πειθαρχικές διατάξεις.
35.-(1) Σε καταγγελία παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, δικαιούται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
(2) Έννομο συμφέρον έχει αυτός που δύναται να αποδείξει ότι υπέστη ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή ότι τίθεται ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, ως άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης.
(3) Η καταγγελία υποβάλλεται γραπτώς προς την Επιτροπή και υπογράφεται από τον καταγγέλλοντα, ή το νομικό σύμβουλο ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του καταγγέλλοντα. Η εν λόγω καταγγελία πρέπει να περιέχει όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, ούτως ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να προβεί σε διερεύνηση της υποβληθείσας καταγγελίας. Σε περίπτωση που η υποβληθείσα καταγγελία δεν περιέχει όλες τις πληροφορίες του Παραρτήματος, η Επιτροπή δύναται να προχωρήσει στην αποδοχή της εν λόγω καταγγελίας εάν θεωρήσει ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες είναι ικανοποιητικές για την εξέταση της υποβληθείσας καταγγελίας:
(4) Μετά την υποβολή της καταγγελίας, η Επιτροπή δίνει οδηγίες προς την Υπηρεσία για διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας της πιθανολογούμενης παράβασης που αναφέρεται στην καταγγελία.
(5) Εάν μετά από την προκαταρκτική έρευνα της Υπηρεσίας η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η υποβληθείσα καταγγελία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και/ ή ότι, βάσει των στοιχείων που έχει ενώπιόν της, δεν προκύπτει εύλογη υποψία για πιθανολογούμενη παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, τότε η Επιτροπή εκδίδει σχετική απόφαση.
(6) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία, διαπιστώσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία, εφαρμόζεται το άρθρο 17.