18.-(1) Συστήνεται ανεξάρτητο Δημοσιονομικό Συμβούλιο, που στο εξής θα αναφέρεται ως «το Συμβούλιο», το οποίο είναι το αρμόδιο όργανο για την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται ή του επιβάλλονται από τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Το Συμβούλιο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με συνεχή διαδοχή και κοινή σφραγίδα και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει το δικαίωμα να αποκτά, κατέχει και διαθέτει περιουσία, να συνάπτει συμβάσεις, να ενάγει και να ενάγεται και να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(3) Τα μέλη και το προσωπικό του Συμβουλίου, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν λαμβάνουν οδηγίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή οργανισμό, περιλαμβανομένων αλλά όχι μόνο των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και φορέων Γενικής Κυβέρνησης και κανένα τέτοιο πρόσωπο δεν παρεμβαίνει, με σκοπό τον επηρεασμό της ανεξαρτησίας του Συμβουλίου.
(4) Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Συμβούλιο δύναται να συνάπτει συμφωνίες με θεσμικά και άλλα όργανα.
19. Για σκοπούς διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, το Συμβούλιο έχει την ευθύνη –
(α) να παρέχει εκ των προτέρων αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων της Κυβέρνησης που ετοιμάζονται στα πλαίσια κατάρτισης του Προϋπολογισμού και του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, με σκοπό την υιοθέτησή τους∙
(β) να παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 5 της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ και την ενσωμάτωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, στη διαδικασία κατάρτισης του Προϋπολογισμού, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 2α του Κανονισμού (ΕΚ) 1466/97∙
(γ) να παρέχει εκ των προτέρων και εκ των υστέρων δημόσια αξιολόγηση της δημοσιονομικής πολιτικής∙
(δ) να παρέχει εκτιμήσεις, οι οποίες δημοσιοποιούνται, σε σχέση με τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες, που αφορούν, μεταξύ άλλων -
(i) την εμφάνιση συνθηκών που οδηγούν στην ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού διόρθωσης, για περιπτώσεις που παρατηρείται σημαντική απόκλιση από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή την πορεία προσαρμογής προς αυτόν, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΚ) 1466/97,
(ii) το κατά πόσο η δημοσιονομική προσαρμογή συνάδει με τους εθνικούς κανόνες και σχεδιασμούς,
(iii) την εμφάνιση ή τον τερματισμό οιωνδήποτε Ειδικών Περιστάσεων,
(iv) την πρόοδο σε σχέση με την περίοδο προσαρμογής για τη διασφάλιση της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, σύμφωνα με τον αυτόματο μηχανισμό διόρθωσης·
(ε) να εκτελεί οποιαδήποτε άλλα συναφή καθήκοντα στον τομέα των δημόσιων οικονομικών, τα οποία του ανατίθενται στα πλαίσια του σχετικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για σκοπούς συμμόρφωσης με οποιοδήποτε άλλο σχετικό νόμο, νοουμένου ότι αυτό λαμβάνει επιπλέον, ανάλογη χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντα αυτά.
20.-(1) Το Συμβούλιο απαρτίζεται από τρία (3) μέλη, που διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν διαβούλευσης με την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων, ένα (1) εκ των οποίων εκτελεί χρέη Προέδρου, στη βάση πλήρους απασχόλησης και με αντιμισθία, όπως αυτή καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Η θητεία του μέλους που διορίζεται ως Πρόεδρος είναι για έξι (6) έτη, ενώ για τα υπόλοιπα δύο (2) μέλη, η θητεία τους είναι στη βάση μερικής απασχόλησης για πέντε (5) και τέσσερα (4) έτη, αντίστοιχα:
(3) Σε περίπτωση αντικατάστασης οποιουδήποτε από τα τρία (3) μέλη του Συμβουλίου, λόγω θανάτου ή παραίτησης ή απομάκρυνσης από τα καθήκοντά του, η θητεία του νέου μέλους είναι για το υπόλοιπο της θητείας του μέλους που αντικαθιστά.
(4) Όταν η θητεία οποιουδήποτε από τα μέλη του Συμβουλίου λήξει, η διαδικασία ανανέωσης της θητείας του μέλους ή ο διορισμός νέου μέλους ολοκληρώνεται πριν από τη λήξη της θητείας του υφιστάμενου μέλους.
(5) Τα μέλη του Συμβουλίου δύνανται να διορίζονται το μέγιστο για δύο (2) συνεχόμενες θητείες.
(6) Σε περίπτωση κένωσης θέσεως στο Συμβούλιο λόγω θανάτου ή απομάκρυνσης μέλους του, η κενή αυτή θέση πληρώνεται, το αργότερο, εντός ενός (1) μηνός.
21.-(1) Ουδείς διορίζεται ως μέλος του Συμβουλίου, εκτός εάν είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή πολίτης οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρόσωπο ακέραιο, με μακρά εμπειρία και υψηλό ακαδημαϊκό υπόβαθρο στα δημόσια οικονομικά και στην οικονομία:
Νοείται ότι, πρόσωπο δε δύναται να είναι επιλέξιμο για μέλος του Συμβουλίου, εάν-
(α) έχει καταδικαστεί για αδίκημα σοβαρής μορφής που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα,
(β) έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, εφόσον δεν έχει αποκατασταθεί ή τελεί υπό αναγκαστική διαχείριση ή βρίσκεται σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του,
(γ) έχει, λόγω πειθαρχικού παραπτώματος, ακυρωθεί ή ανασταλεί από την αρμόδια αρχή η άσκηση του επαγγέλματός του ή του έχει απαγορευθεί από το να είναι διοικητικός σύμβουλος σε οποιαδήποτε δημόσια ή εμπορική οντότητα,
(δ) είναι σύζυγος, γονέας, αδελφός, αδελφή ή άμεσος απόγονος, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων τους, ενός μέλους του Συμβουλίου.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), κανένα πρόσωπο δε διορίζεται ως μέλος του Συμβουλίου, ενώ είναι μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, υπουργός, δημόσιος υπάλληλος ή οποιοσδήποτε άλλος αξιωματούχος ή υπάλληλος οργανισμού που υπάγεται στη Γενική Κυβέρνηση.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση εργοδοτούμενου προσώπου της Κεντρικής Τράπεζας, των κρατικών πανεπιστημίων ή άλλου οργανισμού με θεσμική ανεξαρτησία, με εξαίρεση το διορισμό μέλους ως Προέδρου.
22. Το Συμβούλιο δε ζητά ούτε δέχεται οδηγίες από την Κεντρική Κυβέρνηση ή άλλους οργανισμούς κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου.
23.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να απομακρύνει μέλος του Συμβουλίου από τα καθήκοντά του, με αιτιολογημένη απόφασή του, μόνο όταν ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (2).
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να απομακρύνει μέλος του Συμβουλίου, από τα καθήκοντά του, μόνο όταν το μέλος -
(α) δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά αυτά, λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας που διαρκεί για περισσότερο από τρεις (3) μήνες, ή
(β) παραλείψει να ασκήσει τα καθήκοντά του για συνεχόμενη περίοδο άνω των τριών (3) μηνών, χωρίς την άδεια του Συμβουλίου ή δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει ειδική επιτροπή αποτελούμενη από τρία (3) μέλη που έχουν νομική κατάρτιση για τους σκοπούς του εδαφίου (2), τα οποία αφού δώσουν την ευκαιρία στο μέλος του Συμβουλίου να ακουστεί, κρίνουν κατά πόσο αυτό εμπίπτει στα πλαίσια των διατάξεων των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (2).
(4) Μέλος του Συμβουλίου που απομακρύνεται από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), δύναται να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης αυτής.
24. Μέλος του Συμβουλίου που προτίθεται να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του, οφείλει να δώσει γραπτή προειδοποίηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο, όχι μικρότερη από ένα (1) μήνα, πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία της παραίτησης:
Νοείται ότι, μέλος του Συμβουλίου που παραιτείται οφείλει και μετά την παύση των καθηκόντων του να μην αποκαλύπτει πληροφορίες, οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του και οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
25.-(1) Δύο (2) μέλη του Συμβουλίου αποτελούν απαρτία για συνεδρίαση του Συμβουλίου.
(2) Όταν ο Πρόεδρος είναι απών, τα άλλα μέλη αποφασίζουν μεταξύ τους στη συνεδρίαση για το ποιος θα είναι ο Προεδρεύων κατά τη συνεδρίαση.
(3) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου καλεί τα μέλη του Συμβουλίου σε συνεδρίαση μία φορά το μήνα και οποτεδήποτε παρίσταται ανάγκη κατά τον τρόπο που καθορίζεται στους εσωτερικούς κανονισμούς του Συμβουλίου.
(4) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται ομόφωνα μεταξύ των μελών που παρευρίσκονται στη συνεδρίαση.
(5) Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου τηρούνται από το προσωπικό του.
(6) Οι διαδικασίες για τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς του Συμβουλίου.
26.-(1) Το προσωπικό του Συμβουλίου αποτελείται από ολιγάριθμο προσωπικό, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τρία (3) ούτε μεγαλύτερο από έξι (6) άτομα.
(2) Το προσωπικό βοηθά τα μέλη του Συμβουλίου στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και εκτελεί καθήκοντα, όπως αυτά καθορίζονται από το Συμβούλιο με εσωτερικούς κανονισμούς.
(3) Το Συμβούλιο έχει την εξουσία να επιλέγει το προσωπικό του-
(α) μέσω ανοικτού διαγωνισμού, και
(β) με βάση την αξία, τις ικανότητες, την εμπειρία και την ακεραιότητα.
(4) Το Συμβούλιο δύναται να στελεχώνεται με τοποθέτηση ή απόσπαση προσωπικού από τη Δημόσια Υπηρεσία.
(5) Η οργανωτική δομή, οι εσωτερικές διαδικασίες και κανονισμοί λειτουργίας του Συμβουλίου, ο αριθμός, ο τίτλος, οι μισθολογικές κλίμακες του προσωπικού του Συμβουλίου, καθώς και οποιαδήποτε άλλα θέματα που αφορούν τους όρους υπηρεσίας και αξιολόγησης του προσωπικού καθορίζονται με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(6) Για οτιδήποτε άλλο αφορά το προσωπικό που δεν προβλέπεται στο εδάφιο (5) και μέχρι ειδικής ρύθμισης από το Συμβούλιο με εσωτερικούς κανονισμούς ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, εφαρμόζονται κατά το δυνατό, τηρουμένων των αναλογιών, οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις που ισχύουν στη Δημόσια Υπηρεσία δυνάμει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
27.-(1) Τα μέλη και το προσωπικό του Συμβουλίου δεν λαμβάνουν ούτε δέχονται από οποιαδήποτε πηγή, εκτός του Συμβουλίου, επίδομα, αμοιβή ή δώρα που υπερβαίνουν ένα σύνηθες ή αμελητέο ποσό, είτε οικονομικά ή μη οικονομικά, των οποίων οι αποζημιώσεις, αμοιβές, οι αποδοχές ή τα δώρα συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο του Συμβουλίου.
(2) Τα μέλη και το προσωπικό του Συμβουλίου δε χρησιμοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση, προκειμένου να διεξάγουν ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω τρίτων.
(3) Κάθε μέλος του Συμβουλίου ετήσια και μέχρι τέλος Ιανουαρίου αποκαλύπτει στο ακέραιο, σημαντικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα, τα οποία το ίδιο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο με το οποίο έχει οικογενειακές, επαγγελματικές ή άλλες οικονομικές συνδέσεις, μπορεί να έχει άμεσα ή έμμεσα, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανονισμούς του Συμβουλίου.
(4) Κάθε φορά που κάποιο θέμα τίθεται ενώπιον του Συμβουλίου και κάποιο μέλος έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3), το εν λόγω μέλος γνωστοποιεί το συμφέρον του, πριν την έναρξη της συζήτησης, εφόσον δεν πρέπει να συμμετέχει στη συζήτηση και λήψη απόφασης, υπό την προϋπόθεση ότι το μέλος λογίζεται για σκοπούς απαρτίας.
(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (4) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).
28.-(1) Τα μέλη και το προσωπικό του Συμβουλίου αποφεύγουν κάθε κατάσταση που ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, η οποία προκύπτει όταν τα μέλη ή το προσωπικό έχουν ιδιωτικά ή προσωπικά συμφέροντα, τα οποία επηρεάζουν ή φαίνεται να επηρεάζουν την αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων τους.
(2) Στα προσωπικά συμφέροντα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνεται και κάθε δυνητικό όφελος για το ίδιο το μέλος, τη σύζυγό του, γονέα, αδελφό, αδελφή, ή άμεσο απόγονο, καθώς και των συζύγων τους.
29.-(1)Μέλος ή προσωπικό του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που κατείχαν παλαιότερα τη θέση αυτή, απαγορεύεται να αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που κατέχει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, χωρίς τη σχετική συγκατάθεση του Συμβουλίου ή σχετική απαίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Πρόσωπο το οποίο παραβιάζει τις διατάξεις του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:
Νοείται ότι, είναι δυνατή η ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών με τη Στατιστική Υπηρεσία, την Κεντρική Τράπεζα, τα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα, την Ελεγκτική Υπηρεσία, το Γενικό Λογιστήριο, την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και το Υπουργείο Οικονομικών, στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων του Συμβουλίου.
30.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 29, για την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Συμβούλιο δύναται να ζητά όλες τις απαραίτητες πληροφορίες από οποιοδήποτε φορέα Γενικής Κυβέρνησης ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που λαμβάνει επιχορήγηση, δάνειο ή εγγύηση από το Κράτος.
(2) Οι βασικές πληροφορίες που παρέχονται στο Συμβούλιο είναι-
(i) το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής της Κυβέρνησης,
(ii) το προσχέδιο του Προϋπολογισμού και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου,
(iii) το Επεξηγηματικό Υπόμνημα του Προϋπολογισμού,
(iv) ιστορικά στοιχεία και προβλέψεις για τους Εθνικούς Λογαριασμούς,
(v) ιστορικά στοιχεία και προβλέψεις για τους λογαριασμούς της Γενικής Κυβέρνησης,
(vi) οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες ζητηθούν.
(3) Πρόσωπο το οποίο δε συμμορφώνεται με τις διατάξεις του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
31. Το Συμβούλιο δύναται να εμφανίζεται ενώπιον των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών της Βουλής των Αντιπροσώπων, σε σχέση με ζητήματα που αφορούν τις λειτουργίες του Συμβουλίου.
32.-(1) Οι δαπάνες του Συμβουλίου περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό της Δημοκρατίας.
(2) Κατά την έγκριση του Προϋπολογισμού που υποβάλλεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, το Υπουργικό Συμβούλιο διασφαλίζει ότι ο προϋπολογισμός του Συμβουλίου αντικατοπτρίζει επαρκώς το προσωπικό και τους πόρους που προτείνει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, όπως αυτό προβλέπεται στο ετήσιο πρόγραμμα για την εκτέλεση των καθηκόντων του Συμβουλίου.
(3) Το Συμβούλιο ετοιμάζει τις οικονομικές καταστάσεις και τις υποβάλλει για έλεγχο στο Γενικό Ελεγκτή.
33. Το Συμβούλιο υποβάλλει, εκτός από την υποβολή των εκθέσεων σε άλλα τμήματα, το συντομότερο δυνατό, μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του, κατά τη διάρκεια του έτους, στη Βουλή των Αντιπροσώπων και ταυτόχρονα τη δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
34. Ο Υπουργός προβαίνει στη δημοσίευση των ακόλουθων στοιχείων μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) μέρα του μηνός Απρίλιου έκαστου έτους -
(α) το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο,
(β) τις μεθοδολογίες, υποθέσεις και παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, και
(γ) πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου για να αρθούν οι αντιφάσεις στις μακροοικονομικές προβλέψεις, κατά περίπτωση.
35.-(1) Το Συμβούλιο, μέχρι το τέλος του μηνός Απριλίου έκαστου έτους, προβαίνει σε δημοσίευση της Εαρινής Έκθεσης που περιλαμβάνει -
(α) αξιολόγηση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων του προηγούμενου έτους σε σύγκριση με τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες και τα ανώτατα όρια που προβλέπονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής του προηγούμενου έτους,
(β) αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου,
(γ) αξιολόγηση των ανώτατων ορίων και των μέτρων πολιτικής που περιλαμβάνονται στο τρέχον Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, και
(δ) αξιολόγηση, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την πρόοδο σε σχέση με την περίοδο προσαρμογής προς τη διασφάλιση της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων στα πλαίσια της λειτουργίας του αυτόματου μηχανισμού διόρθωσης.
(2) Ο Υπουργός κοινοποιεί στο Συμβούλιο δύο (2) εβδομάδες πριν από τη δημοσίευση των εγγράφων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, τα στοιχεία και τις υποθέσεις των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων που στηρίζουν το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και το Συμβούλιο παρέχει εκτίμηση των μακροοικονομικών προβλέψεων με επιστολή του προς τον Υπουργό εντός πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που το Συμβούλιο δε συμφωνεί με τις εν λόγω μακροοικονομικές προβλέψεις, ενημερώνει τον Υπουργό, ο οποίος συγκαλεί εντός πέντε (5) ημερών επιτροπή συνδιαλλαγής, αποτελούμενη από τα μέλη του Συμβουλίου και εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών και εάν, εντός τριών (3) ημερών από τη σύγκληση της επιτροπής συνδιαλλαγής, το Συμβούλιο δεν είναι ακόμη σε θέση να υποστηρίξει τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τότε ο Υπουργός ανακοινώνει δημόσια τη θέση του, αιτιολογώντας τη μη στήριξή τους.
36. Ο Υπουργός προβαίνει στη δημοσίευση των ακόλουθων εγγράφων μέχρι την τριακοστή (30ή) ημέρα του μηνός Σεπτεμβρίου έκαστου έτους-
(α) του νομοσχεδίου του Προϋπολογισμού και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου,
(β) του Επεξηγηματικού Υπομνήματος του Προϋπολογισμού,
(γ) ιστορικών στοιχείων και προβλέψεων για τους Εθνικούς Λογαριασμούς, και
(δ) ιστορικών στοιχείων και προβλέψεων για τους Λογαριασμούς της Γενικής Κυβέρνησης.
37.-(1) Το Συμβούλιο, μέχρι το τέλος του μηνός Οκτωβρίου έκαστου έτους, προβαίνει σε δημοσίευση της Φθινοπωρινής Έκθεσης, που περιλαμβάνει -
(α) αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
(β) αξιολόγηση, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την πρόοδο σε σχέση με την περίοδο προσαρμογής προς τη διασφάλιση της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, στα πλαίσια της λειτουργίας του αυτόματου μηχανισμού διόρθωσης,
(γ) αξιολόγηση της δημοσιονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης, περιλαμβανομένων και των δημοσιονομικών μέτρων.
(2) Ο Υπουργός κοινοποιεί στο Συμβούλιο δύο (2) εβδομάδες πριν από τη δημοσίευση των εγγράφων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, τα στοιχεία και τις υποθέσεις των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων που στηρίζουν τον Προϋπολογισμό του κράτους και το Συμβούλιο παρέχει εκτίμηση των μακροοικονομικών προβλέψεων, με επιστολή του προς τον Υπουργό εντός πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που το Συμβούλιο δε συμφωνεί με τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τότε ενημερώνει τον Υπουργό, ο οποίος συγκαλεί εντός πέντε (5) ημερών επιτροπή συνδιαλλαγής, αποτελούμενη από τα μέλη του Συμβουλίου και εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών και εάν, εντός τριών (3) ημερών από τη σύγκληση της επιτροπής συνδιαλλαγής, το Συμβούλιο δεν είναι ακόμη σε θέση να υποστηρίξει τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τότε ο Υπουργός ανακοινώνει δημόσια τη θέση του, αιτιολογώντας τη μη στήριξή τους.
38.-(1) Η Στατιστική Υπηρεσία μεριμνά για την έγκαιρη και τακτική δημοσίευση δημοσιονομικών δεδομένων για όλους τους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης.
(2) Η Στατιστική Υπηρεσία δημοσιεύει -
(α) δημοσιονομικά δεδομένα σε ταμειακή βάση για την Κεντρική Κυβέρνηση, τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα Ταμεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων που δημοσιοποιούνται σε μηνιαία βάση, πριν από το τέλος του επόμενου μήνα, και
(β) λεπτομερή συμφιλιωτικό πίνακα, όπου παρουσιάζεται η μεθοδολογία μετάβασης από δεδομένα σε ταμειακή βάση ή τις αντίστοιχες τιμές από τα δημόσια λογιστικά συστήματα, εάν τα δεδομένα σε ταμειακή βάση δεν είναι διαθέσιμα και τα δεδομένα βασίζονται στο ΕΣΟΛ 1995.
(3) Ο Υπουργός δημοσιεύει πληροφορίες, σε σχέση με όλους τους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης για –
(α) ενδεχόμενες υποχρεώσεις με δυνητικά σημαντικό αντίκτυπο στον Προϋπολογισμό, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών εγγυήσεων, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη λειτουργία του δημοσίου τομέα, καθώς και το ύψος του αντίκτυπου, και
(β) τη συμμετοχή της Γενικής Κυβέρνησης στο κεφάλαιο των ιδιωτικών και δημόσιων οργανισμών, όσον αφορά τα ποσά τα οποία είναι σημαντικά.
(4) Οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου δύνανται να διευκρινιστούν με εγκύκλιο του Υπουργού.
39.-(1) Το Συμβούλιο υποβάλλει στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων τις εκθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 33, 35 και 37, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες εκθέσεις εκπονούνται στο πλαίσιο της εντολής του, για σκοπούς ενημέρωσης.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), το Συμβούλιο, πέραν από τις εκθέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δύναται να ετοιμάζει και να υποβάλλει στη Βουλή των Αντιπροσώπων έκθεση σχετικά με το νομοσχέδιο που τροποποιεί ή συμπληρώνει τον περί Προϋπολογισμού Νόμο.
(3) Οι εκθέσεις και οι συστάσεις καθώς και τα δεδομένα και η μεθοδολογία του Συμβουλίου δημοσιοποιούνται και είναι εύκολα προσβάσιμα από το κοινό.
40. Επιπρόσθετα και υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις νομοθεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δημοσιονομικοί κανόνες, οι οποίοι αποτελούνται –
(α) για κάθε οικονομικό έτος από –
(i) τον κανόνα για τη δημοσιονομική θέση, όπως καθορίζεται στο άρθρο 41, ή
(ii) τον κανόνα της διορθωτικής προσαρμογής, όπως καθορίζεται στο άρθρο 42, και
(β) τον κανόνα του δημόσιου χρέους, όπως καθορίζεται στο άρθρο 43,
πρέπει να τηρούνται.