ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
Εμπορία ενήλικων προσώπων

6. Όποιος στρατολογεί, προσλαμβάνει, μεταφέρει, διακινεί, μεταβιβάζει, υποθάλπτει ή παραλαμβάνει ενήλικο πρόσωπο, στεγάζει ή υποδέχεται, ανταλλάσσει ή μεταβιβάζει τον έλεγχο ή και την εξουσία επί του προσώπου αυτού, με σκοπό την εκμετάλλευση του, μέσω:

(α) απειλών, ή/ και

(β) χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, ή/ και

(γ) απαγωγής, ή/ και

(δ) δόλου ή απάτης, ή παραπλάνησης, ή/και

(ε) κατάχρησης εξουσίας ή μιας ευπαθούς θέσης, τέτοιας φύσεως ώστε το εν λόγω πρόσωπο να μην έχει άλλη αποδεκτή δυνατότητα παρά να υποταχθεί στην κατάχρηση, ή/ και

(στ) παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του προσώπου που ασκεί έλεγχο επί άλλου προσώπου, ή/και

(ζ) χορήγησης οποιουδήποτε φάρμακου ή άλλης ουσίας με σκοπό να το ναρκώσει ή να εξουδετερώσει τη δύναμη του ή την αντίσταση του, ή/και

(η) εικονικού χρέους,

είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε έτη.

Εμπορία και εκμετάλλευση ανθρώπινων οργάνων

7.-(1) Όποιος εμπορεύεται πρόσωπο με σκοπό την εκμετάλλευση ή την πώληση των ζωτικών του οργάνων, μέσω:

(α) απειλών, ή/ και

(β) χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, ή/ και

(γ) απαγωγής, ή/ και

(δ) δόλου ή απάτης ή παραπλάνησης, ή/και

(ε) κατάχρησης εξουσίας ή μιας ευπαθούς θέσης, τέτοιας φύσεως ώστε το εν λόγω πρόσωπο να μην έχει άλλη αποδεκτή δυνατότητα παρά να υποταχθεί στην κατάχρηση, ή/ και

(στ) παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του προσώπου που ασκεί έλεγχο επί άλλου προσώπου, ή/και

(ζ) χορήγησης οποιουδήποτε φάρμακου ή άλλης ουσίας με σκοπό να το ναρκώσει ή να εξουδετερώσει τη δύναμη του ή την αντίστασή του, ή/και

(η) εικονικού χρέους,

είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση διά βίου.

(2) Όποιος κατά τη διάπραξη του αδικήματος που προβλέπεται στο εδάφιο (1), είτε λόγω υπαίτιας αμέλειας ή είτε ανυπαίτιας σοβαρής αμέλειας, θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του θύματος ή επιφέρει το θάνατο του θύματος είναι ένοχος κακουργήματος, και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση διά βίου.

Εκμετάλλευση προσώπων στην εργασία

8. Όποιος εμπορεύεται πρόσωπο με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας ή τις υπηρεσίες του, το υποβάλλει σε καταναγκαστική εργασία ή υπηρεσίες, ή σε οποιασδήποτε μορφής δουλείας ή παρόμοιας πρακτικής ή υποτέλειας, για λογαριασμό του ή λογαριασμό άλλου προσώπου και στην εργασία που επιτελείται υπάρχει φανερή διαφορά με τις συνθήκες εργασίας προσώπου που εκτελεί την ίδια ή παρόμοια εργασία μέσω:

(α) απειλών, ή/και

(β) χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, ή/και

(γ) απαγωγής, ή/και

(δ) δόλου ή απάτης ή παραπλάνησης, ή/και

(ε) κατάχρησης εξουσίας ή ιδιότητας για εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης, ή/και

(στ) παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του προσώπου που ασκεί έλεγχο επί άλλου προσώπου, ή/και

(ζ) εικονικού χρέους,

είναι ένοχος κακουργήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δεκά πέντε έτη και σε περίπτωση που το εν λόγω πρόσωπο είναι παιδί, σε φυλάκιση δία βίου.

Σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων

9. Όποιος εμπορεύεται ενήλικο πρόσωπο με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση ή εκπόρνευσή του, μέσω:

(α) απειλών, ή/και

(β) χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, ή/και

(γ) απαγωγής, ή/και

(δ) δόλου ή απάτης ή παραπλάνησης ή/και

(ε) κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης, ή/και

(στ) παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του προσώπου που ασκεί έλεγχο επί άλλου προσώπου, ή/και

(ζ) εικονικού χρέους,

είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε έτη.

Εμπορία παιδιών

10. Όποιος στρατολογεί, μεταφέρει, μεταβιβάζει, υποθάλπτει ή παραλαμβάνει παιδί, ανταλλάσσει ή μεταβιβάζει τον έλεγχο επί του παιδιού αυτού, με σκοπό την εκμετάλλευσή του, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση διά βίου.

Σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών

11. Όποιος εμπορεύεται παιδί με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση ή εκπόρνευσή του είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση διά βίου.

Συγκατάθεση του θύματος δεν αποτελεί υπεράσπιση

12.(1) Η καθʼ οιονδήποτε τρόπο συναίνεση του παιδιού θύματος των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 8, 10 και 11, δεν αποτελεί υπεράσπιση ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν έχει χρησιμοποιηθεί απειλή ή βία ή άλλη μορφή εξαναγκασμού, απαγωγή, δόλος, εξαπάτηση, κατάχρηση εξουσίας ή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης του παιδιού θύματος ή η παροχή ή λήψη πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του παιδιού θύματος.

(2) Η καθʼ οιονδήποτε τρόπο συναίνεση του ενήλικου θύματος των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 9, είναι αδιάφορη, δεν αποτελεί υπεράσπιση στην περίπτωση που έχει χρησιμοποιηθεί απειλή ή χρήση βίας ή άλλη μορφή εξαναγκασμού, απαγωγή, δόλος, εξαπάτηση, κατάχρηση εξουσίας ή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης του θύματος ή η παροχή ή η λήψη πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του θύματος.

Επιβαρυντικές περιστάσεις

13. Κατά την εκδίκαση των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 11 και στην επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, ως επιβαρυντικές οι ακόλουθες περιστάσεις:

(α) Η διάπραξη του αδικήματος έθεσε εξ υπαίτιας ή ανυπαίτιας σοβαρής μορφής αμέλειας σε κίνδυνο τη ζωή του θύματος∙

(β) το αδίκημα διεπράχθη σε βάρος θύματος ιδιαιτέρως ευάλωτου, όπως για παράδειγμα με διανοητική ή σωματική αναπηρία, σε κατάσταση εξάρτησης ή σε κατάσταση σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας, περιλαμβανομένου παιδιού θύματος ιδιαίτερα ευάλωτης κατάστασης·

(γ) κατά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος χρησιμοποιήθηκε βία ή προκλήθηκε σοβαρή βλάβη στο θύμα∙

(δ) το ποινικό αδίκημα διεπράχθη στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 63Β του Ποινικού Κώδικα∙

(ε) το αδίκημα διεπράχθη από δημόσιο λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ενισχυτική μαρτυρία και άμεση καταγγελία αποδεκτή ως μαρτυρία

14.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία.

(2) Χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του περί Απόδειξης Νόμου, καταγγελία η οποία γίνεται από θύμα αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο προς οποιοδήποτε αστυνομικό, λειτουργό κοινωνικών υπηρεσιών, ψυχολόγο, γιατρό, περιλαμβανομένου ψυχιάτρου, που εξετάζει το θύμα, εκπαιδευτικό, μέλος μη κυβερνητικού οργανισμού που παρέχει συνδρομή και στήριξη σε θύματα ή μέλος του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του θύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξή του, αποτελεί μαρτυρία.

(3) Μαρτυρία θύματος που δίδεται σε εμπειρογνώμονα αποτελεί ικανή μαρτυρία.

Υποκίνηση, συνέργια και απόπειρα διάπραξης των αδικημάτων των άρθρων 6 μέχρι 11

15.-(1) Όποιος αποπειράται, συνδράμει, υποκινεί ή συνεργάζεται με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για τη διάπραξη των αδικημάτων του παρόντος Μέρους είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στην ίδια ποινή φυλάκισης που φέρουν τα εν λόγω αδικήματα για τον αυτουργό.

(2) Για την τιμωρία της απόπειρας, συνδρομής, υποκίνησης, συνέργειας για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφαρμόζονται κατ΄αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 20 μέχρι 23 του Ποινικού Κώδικα.

Παρακράτηση προσωπικών εγγράφων

16. Πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως καταστρέφει, αποκρύβει, αφαιρεί από το νόμιμο κάτοχό του, παρακρατεί, κατάσχει ή κατέχει, πλαστογραφεί, προμηθεύει ή παρέχει, καταστρέφει ή προκαλεί οποιαδήποτε ζημιά σε διαβατήριο ή οποιοδήποτε άλλο ταξιδιωτικό ή άλλο έγγραφο αποδεικτικό της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου, περιλαμβανομένης της άδειας διαμονής ή οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων του προσώπου αυτού, εκδιδόμενων δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ή δυνάμει του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται:

(α) στο πλαίσιο της διάπραξης των ποινικών αδικημάτων του παρόντος Νόμου∙ ή

(β) με πρόθεση να διαπράξει τα ποινικά αδικήματα του παρόντος Νόμου∙ ή

(γ) με σκοπό να εμποδίσει ή να περιορίσει ή να αποπειραθεί να εμποδίσει ή να περιορίσει, παράνομα, την προσωπική ελευθερία οποιουδήποτε θύματος δυνάμει του παρόντος Νόμου,

είναι ένοχο κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαεπτά χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.

Ποινικοποίηση της χρήσης των υπηρεσιών των θυμάτων

17. Όποιος εύλογα δύναται να υποθέσει ότι η εργασία που χρησιμοποιεί ή οι οποιεσδήποτε υπηρεσίες θύματος αποτελούν αντικείμενο των αδικημάτων που προβλέπονται στο παρόν Μέρος, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι σε περίπτωση που το θύμα είναι παιδί, πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται περαιτέρω ότι, για όλα τα αδικήματα του Μέρους ΙΙ που αφορούν σε υπηρεσίες θυμάτων οι οποίες αποτελούν αντικέιμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης, τυγχάνει αποκλειστικής εφαρμογής το άρθρο 17Α του παρόντος Νόμου.

Ποινικοποίηση της ζήτησης, είσπραξης ή χρήσης υπηρεσιών σεξουαλικής εκμετάλλευσης

17Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, όποιος ζητήσει ή εισπράξει ή χρησιμοποιήσει εργασία ή οποιεσδήποτε υπηρεσίες θύματος, οι οποίες αποτελόυν αντικείμενο σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ως ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το θύμα είναι παιδί, πρόσωπο που καταδικάζεται για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης διά βίου ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατόν χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Διαφθορά δημόσιων λειτουργών

18.-(1) Η υπόσχεση, προσφορά ή παραχώρηση σε δημόσιο λειτουργό, άμεσα ή έμμεσα, αθέμιτου οφέλους, για τον ίδιο το λειτουργό ή για άλλο πρόσωπο ή οντότητα, έτσι ώστε ο λειτουργός να ενεργεί ή να απέχει από ενέργειες κατά την άσκηση των νομίμων καθηκόντων του συνιστά αδίκημα, και σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαεπτά χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Η πρόταση ή αποδοχή από ένα δημόσιο λειτουργό, άμεσα ή έμμεσα, αθέμιτου οφέλους, για τον ίδιο λειτουργό ή άλλο πρόσωπο ή οντότητα, έτσι ώστε αυτός να ενεργεί ή να απέχει από ενέργειες κατά την άσκηση των νομίμων καθηκόντων του, συνιστά αδίκημα, και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «δημόσιος λειτουργός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα.

(4) Τα εδάφια (1) και (2) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατʼ αναλογία στα πρόσωπα που παρέχουν είτε εθελοντικά είτε επί πληρωμή υπηρεσίες σε μη κυβερνητικούς οργανισμούς και έχουν επαφή με το θύμα.

Αποκλεισμός ορισμένων υπερασπίσεων

19. Τα πιο κάτω δεν αποτελούν υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο σχετικά με τα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο:

(α) Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ή ότι το πρόσωπο από το οποίο ζήτησε ή είσπραξε ή χρησιμοποίησε υπηρεσίες σεξουαλικής φύσεως, ήταν το πρόσωπο το οποίο υπέστη τη διαδικασία της εμπορίας ή/και εκμετάλλευσης∙ ή

(β) το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε την ηλικία του θύματος εμπορίας ή/και εκμετάλλευσης, από το οποίο ζήτησε ή εισέπραξε ή χρησιμοποίησε υπηρεσίες σεξουαλικής φύσεως∙

(γ) Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε ή δεν πίστευε ότι το θύμα του αδικήματος ήταν παιδί ή σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση∙ ή

(δ) Το γεγονός ότι στο κράτος όπου έλαβε χώρα, εν όλω ή εν μέρει το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος δε συνιστά αδίκημα ή δεν απαγορεύεται.

Επιπρόσθετα μέτρα

20.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου και ανεξάρτητα από την επιβολή οποιασδήποτε άλλης ποινής για τη διάπραξη των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει ως επιπρόσθετα μέτρα:

(α) την προσωρινή ή μόνιμη απαγόρευση άσκησης, είτε απʼ ευθείας είτε μέσω τρίτου, των επαγγελματικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τα οποία διεπράχθη το αδίκημα∙

(β) το προσωρινό ή μόνιμο κλείσιμο των υποστατικών ή εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος·

(γ) την κατάσχεση ή δήμευση οποιουδήποτε αντικειμένου, οργάνου ή μέσου το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη του αδικήματος ή που προέρχεται από τη διάπραξη των αδικημάτων του παρόντος Νόμου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24.

(2) Παράλειψη συμμόρφωσης με το διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των παραγράφων (α) μέχρι (γ) του εδαφίου (1), καθώς και του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 22, συνιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εννέα χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(3) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου για τη διάπραξη αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, το Δικαστήριο, δύναται κατά την επιβολή ποινής να λαμβάνει υπόψη του τυχόν προηγούμενες καταδίκες του ίδιου προσώπου από Δικαστήρια των άλλων συμβαλλομένων κρατών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση ενάντια στην Εμπορία Ανθρώπων.

Συνέχιση της ποινικής διαδικασίας και συνεργασία με τα συμβαλλόμενα κράτη της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση ενάντια στην Εμπορία Προσώπων

21.-(1) Οι διωκτικές αρχές, δύνανται να συνεχίσουν την ποινική διαδικασία ακόμα και εάν το θύμα αποσύρει την κατάθεσή του ή εάν αυτό έχει εν τω μεταξύ για οποιοδήποτε λόγο επαναπατρισθεί.

(2) Σε περίπτωση που θύμα, υποβάλλει παράπονο στις αρχές της Δημοκρατίας για τη διάπραξη αδικημάτων, που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εναντίον του σε άλλο κράτος συμβαλλόμενο μέρος στην Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση ενάντια στην Εμπορία Προσώπων και η Δημοκρατία δεν έχει δικαιοδοσία να ενεργήσει, οι διωκτικές αρχές διαβιβάζουν αμέσως το παράπονο του θύματος στις αρμόδιες αρχές του κράτους όπου διαπράχθηκε το αδίκημα.

(3) Σε περίπτωση που διαβιβαστεί στη Δημοκρατία οποιοδήποτε παράπονο θύματος, που διαμένει σε άλλο κράτος συμβαλλόμενο μέρος στην Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση ενάντια στην Εμπορία Προσώπων, για τη διάπραξη εναντίον του, αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο στη Δημοκρατία, οι διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας προχωρούν στη διερεύνηση του παραπόνου με τον ίδιο τρόπο που θα έπρατταν εάν το θύμα διέμενε στη Δημοκρατία.

Επιπρόσθετες υποχρεώσεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και του Αρχηγού της Αστυνομίας σε σχέση με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων

22.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ο Αρχηγός της Αστυνομίας λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα, οι μονάδες ή οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στον παρόντα Νόμο τυγχάνουν της ανάλογης επιμόρφωσης αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου.

(2) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ο Αρχηγός της Αστυνομίας, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να τεθούν στη διάθεση των προσώπων, μονάδων ή υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στον παρόντα Νόμο, αποτελεσματικά εργαλεία έρευνας, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται κατά του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων σοβαρών εγκλημάτων καθώς και άλλων απαραίτητων μέσων και διευκολύνσεων.

Ευθύνη νομικών προσώπων

23.-(1) Νομικό πρόσωπο είναι υπεύθυνο για τα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο όταν αυτά διαπράττονται προς όφελός του, από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει στο νομικό αυτό πρόσωπο ηγετική θέση που βασίζεται σε:

(α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου ή

(β) εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις εκ μέρους του νομικού προσώπου ή

(γ) εξουσία να ασκεί έλεγχο εντός του νομικού προσώπου.

(2) Άνευ επηρεασμού των πιο πάνω διατάξεων, νομικό πρόσωπο δύναται να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο σε περίπτωση κατά την οποία η ελλιπής εποπτεία ή ο ελλιπής έλεγχος από πρόσωπο που καθορίζεται στο εδάφιο (1) έχει καταστήσει δυνατή τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων προς όφελος του νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο ενεργεί υπό τη δικαιοδοσία του.

(3) Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των πιο πάνω εδαφίων, δεν αποκλείει την ποινική δίωξη των φυσικών προσώπων που ενεργούν ως αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί στα αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

(4) Πέραν τις ποινικής ευθύνης για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το νομικό πρόσωπο υπέχει επίσης και αστική ευθύνη.

Κυρώσεις κατά νομικών προσώπων

24.-(1) Νομικό πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στο παρόν Μέρος, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εξακόσιες χιλιάδες ευρώ, και το Δικαστήριο, δύναται, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη ποινή, να διατάξει:

(α) Τον προσωρινό ή μόνιμο αποκλεισμό από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις

(β) την προσωρινή ή μόνιμη απαγόρευση άσκησης εμπορικής δραστηριότητας

(γ) την επιβολή δικαστικής εποπτείας

(δ) τη διάλυση του νομικού προσώπου

(ε) το προσωρινό ή μόνιμο κλείσιμο των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος∙

(στ) την κατάσχεση και δήμευση οποιουδήποτε αντικειμένου ή μέσου το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.

(2) Παράλειψη συμμόρφωσης με διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, συνιστά αδίκημα και το νομικό πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό εβδομήντα χιλιάδες ευρώ.

Ευθύνη μεταφορέων

25. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση μεταφορέα ο οποίος μεταφέρει στη Δημοκρατία πρόσωπο το οποίο δεν κατέχει το διαβατήριό του ή οποιοδήποτε άλλο ταξιδιωτικό ή άλλο έγγραφο αποδεικτικό της ταυτότητάς του, εφαρμόζονται κατ΄αναλογία οι διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (Ευθύνη Μεταφορέων) Νόμου του 2007, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

Γενεσιουργά αδικήματα και δήμευση προϊόντων αδικημάτων

26.-(1) Τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου θεωρούνται γενεσιουργά αδικήματα δυνάμει του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Οποιαδήποτε έσοδα προκύπτουν από τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου δημεύονται δυνάμει των διατάξεων του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(3) Το προϊόν δήμευσης δυνάμει του εδαφίου (2) καθώς και οποιαδήποτε χρηματική ποινή που επιβάλλεται από το Δικαστήριο για τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 11 του παρόντος Νόμου, κατατίθενται στο Ταμείο Θυμάτων Εμπορίας και Εκμετάλλευσης που εγκαθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 62 του παρόντος Νόμου.

Ο παρών Νόμος ως νομική βάση για έκδοση φυγόδικων

27. Ο παρών Νόμος συνιστά νομική βάση για σκοπούς έκδοσης φυγόδικων, σχετικά με τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται σ’αυτόν, στις περιπτώσεις όπου η έκδοση προσώπου θα πρέπει να βασίζεται στην ύπαρξη διμερούς σύμβασης μεταξύ της Δημοκρατίας και της αιτούσας την έκδοση χώρα, αλλά τέτοια διμερής σύμβαση δεν υφίσταται.

Επέκταση της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων

28.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα και παρά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα, τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφόσον αυτά διαπράττονται για λογαριασμό νομικού προσώπου το οποίο είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα και παρά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα, τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο εφόσον αυτά διαπράττονται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος στο οποίο υπάρχει πρόσβαση από το έδαφος της Δημοκρατίας, ασχέτως εάν το ηλεκτρονικό σύστημα ευρίσκεται ή όχι στο έδαφος της Δημοκρατίας.