29.-(1) Τα θύματα δεν διώκονται ποινικά και δεν υπόκεινται σε κυρώσεις για τη συμμετοχή τους σε εγκληματικές δραστηριότητες, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή ήταν άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι αποτέλεσαν θύματα των αδικημάτων που προβλέπονται στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι αποτελούν θύματα κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, δεν διώκονται ποινικά σε περίπτωση διάπραξης αδικημάτων που σχετίζονται άμεσα με το καθεστώς τους ως θύματα και ειδικότερα σε περίπτωση της διάπραξης των αδικημάτων της παράνομης εισόδου, παράνομης διαμονής, παράνομης απασχόλησης ή απασχόλησης κατά παράβαση των όρων εργασίας τους, όπως αυτά καθορίζονται στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(3) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται υπόθεση εναντίον θύματος για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, εφόσον διαπιστώσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), σε περίπτωση που η ποινική δίωξη εναντίον του δεν διακοπεί, ακόμα και εάν κριθεί ένοχο το θύμα, δεν επιβάλλει οποιαδήποτε ποινή ή τιμωρία.
30.-(1) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες καθώς και οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί μεταχειρίζονται τα θύματα με τον οφειλόμενο σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους και αναγνωρίζουν τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντά τους, ιδίως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας καθώς και διασφαλίζουν ότι τα ιδιαιτέρως ευάλωτα θύματα μπορούν τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης, που ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στην κατάστασή τους.
(2) Οι διατάξεις του άρθρου 12 εφαρμόζονται κατ΄αναλογία αναφορικά και σε σχέση με την εφαρμογή του παρόντος Μέρους.
31.–(1) Κάθε θύμα έχει το δικαίωμα να συμμετέχει ως μάρτυρας στην ποινική διαδικασία και να προσκομίζει οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία διαθέτει.
(2) Η Αστυνομία καθώς και κάθε άλλη εμπλεκόμενη υπηρεσία, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε σε συντονισμό μεταξύ τους, να εξασφαλίζουν ότι τα θύματα εξετάζονται και ανακρίνονται μόνον καθόσον είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας.
32.-(1) Η Αστυνομία, κατά την πρώτη της επαφή με το θύμα παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, στη γλώσσα που κατανοεί, αναφορικά με την προστασία των συμφερόντων του, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) το είδος των υπηρεσιών ή οργανώσεων στις οποίες το θύμα μπορεί να προσφεύγει για να του δοθεί υποστήριξη σε σχέση με την παροχή νομικών ή άλλων συμβουλών·
(β) το είδος της υποστήριξης που μπορεί να λαμβάνει σε σχέση με την ποινική διαδικασία·
(γ) πού και με ποιο τρόπο μπορεί να υποβάλει καταγγελία εναντίον του δράστη·
(δ) τις διαδικασίες που έπονται της καταγγελίας και το ρόλο του ως θύμα στα πλαίσια των διαδικασιών αυτών·
(ε) πώς και υπό ποιους όρους μπορεί να απολαύει προστασίας·
(στ) σε ποιο βαθμό και υπό ποιους όρους έχει πρόσβαση σε:
(i) νομικές συμβουλές, ή
(ii) νομική συνδρομή, ή
(iii) συμβουλές κάθε άλλου είδους,
και, εάν, στις περιπτώσεις των υποπαραγράφων (i) και (ii) έχει το σχετικό δικαίωμα·
(ζ) ποιες προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν για να δικαιούται αποζημίωσης·
(η) εάν κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος ή επιθυμεί να μεταβεί στο κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα καταγωγής του, ποιοι ιδιαίτεροι μηχανισμοί είναι διαθέσιμοι για την υπεράσπιση των συμφερόντων του.
(2) Εφόσον το θύμα το επιθυμεί, η Αστυνομία, το ενημερώνει αναφορικά με:
(α) τη συνέχεια που δόθηκε στην καταγγελία του·
(β) τα στοιχεία που του επιτρέπουν, εάν ασκηθεί ποινική δίωξη, να πληροφορηθεί την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας σχετικά με τον κατηγορούμενο για τις εγκληματικές πράξεις που το αφορούν, εκτός εάν κατά την κρίση των διωκτικών αρχών και σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαταραχθεί η ομαλή διεξαγωγή της υπόθεσης·
(γ) την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο.
(3) Στις περιπτώσεις που οι διωκτικές αρχές κρίνουν ότι το θύμα κινδυνεύει από την μη προφυλάκιση υπόδικου ή την απόλυση του κατάδικου το ενημερώνουν και λαμβάνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις.
(4) Το θύμα έχει δικαίωμα να αποποιηθεί εγγράφως τη λήψη των πληροφοριών του παρόντος άρθρου, εκτός εάν η αποστολή των πληροφοριών είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τους όρους της σχετικής ποινικής διαδικασίας.
33.-(1) Οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μειώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις τυχόν δυσχέρειες επικοινωνίας που επηρεάζουν την κατανόηση ή τη συμμετοχή του θύματος το οποίο έχει την ιδιότητα του μάρτυρα, κατά τα στάδια της ποινικής διαδικασίας.
(2) Κάθε θύμα, ανεξάρτητα από την προθυμία του να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές, για την ποινική έρευνα, δίωξη ή δίκη, έχει δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε νομικές συμβουλές σύμφωνα με τον περί Δικηγόρων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και σε περίπτωση που δεν έχει επαρκείς πόρους έχει δικαίωμα σε δωρεάν νομική αρωγή σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(3) Επιπρόσθετα με τις νομικές συμβουλές, η Δημοκρατία αποζημιώνει τα θύματα τα οποία συνεργάζονται με τις διωκτικές αρχές ως μάρτυρες σε ποινική διαδικασία για οποιαδήποτε έξοδα στα οποία αυτά υπόκεινται λόγω της συμμετοχής τους στην ποινική διαδικασία.
(4) Οποιαδήποτε οργάνωση, ίδρυμα, σωματείο ή μη κυβερνητική οργάνωση η οποία έχει ως καταστατικό της σκοπό, μεταξύ άλλων, την καταπολέμηση της εμπορίας και εκμετάλλευσης προσώπων ή τη στήριξη και προστασία των θυμάτων κατά την έννοια του παρόντος Νόμου μπορεί, εφόσον το θύμα συναινεί σε αυτό, να βοηθά και στηρίζει το θύμα κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.
34.-(1) Θύμα το οποίο επιθυμεί να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας θεωρείται μάρτυρας που χρήζει βοήθειας κατά την έννοια του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου του 2001, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και εντάσσεται στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 17 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου του 2001, κατά την εκπόνηση του Σχεδίου Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κατά την κρίση του, διασφαλίζει, επίσης, ότι: -
(α) λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα που να εξασφαλίζουν επαρκές επίπεδο προστασίας για το θύμα και, όταν αυτό ενδείκνυται, για την οικογένειά του ή για πρόσωπα εξομοιούμενα με μέλη της οικογενείας του·
(β) η προστασία αυτή διαρκεί και μετά από τη λήξη της ποινικής διαδικασίας.
(3) Θύμα το οποίο επιθυμεί να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας προστατεύεται από άσκοπες επαναλήψεις συνεντεύξεων κατά το στάδιο της διερεύνησης, δίωξης και εκδίκασης.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου του 2001 και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, το Δικαστήριο αξιολογώντας ατομικά την προσωπική κατάσταση του θύματος, διασφαλίζει ότι το θύμα τυγχάνει ειδικής μεταχείρισης που αποβλέπει στην αποτροπή επακόλουθης θυματοποίησης του, π.χ. με άσκοπες ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή του θύματος.
(5) Οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν, εφόσον υπό τις περιστάσεις κριθεί αναγκαίο, ότι, παρέχεται αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη των δραστών στα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) οποιοδήποτε πρόσωπο άλλο από το θύμα αναφέρει τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή συνεργάζεται διαφορετικά με οποιοδήποτε τρόπο με τις διωκτικές αρχές·
(β) οποιοδήποτε μάρτυρα άλλο από το θύμα ο οποίος δίνει κατάθεση αναφορικά με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο·
(γ) όπου είναι αναγκαίο, στα μέλη της οικογένειας του θύματος και των προσώπων που καθορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου·
(6) Οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία και απαραίτητα μέτρα για την παροχή κατάλληλης προστασίας από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη των δραστών των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για μέλη οργανώσεων, ιδρυμάτων, σωματείων ή μη κυβερνητικών οργανώσεων που ασκούν δραστηριότητες ή παρέχουν συνδρομή στα θύματα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(7) Σε περίπτωση που το θύμα είναι παιδί, οι διωκτικές αρχές:
(α) εξασφαλίζουν ότι η διερεύνηση ή η άσκηση ποινικής δίωξης, δεν εξαρτώνται από την υποβολή μήνυσης ή καταγγελίας από το θύμα ή εκπρόσωπό του και ότι η ποινική διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί ακόμα και εάν το πρόσωπο αυτό αποσύρει την κατάθεσή του,
(β) συνεχίζουν τη δίωξη και μετά την ενηλικίωση του θύματος.
35.-(1) Ανεξάρτητα και χωρίς επηρεασμό οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου ή θεραπείας που προβλέπεται δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, οποιοδήποτε πρόσωπο είναι θύμα κατά την έννοια του παρόντος Νόμου έχει θεσμικό αγώγιμο δικαίωμα αποζημιώσεων κατά παντός υπευθύνου, για τα διαπραχθέντα σε βάρος του ποινικά αδικήματα δυνάμει του παρόντος Νόμου και για παραβιάσεις των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων, ο οποίος υπέχει αντίστοιχη αστική ευθύνη για την καταβολή ειδικών και γενικών αποζημιώσεων προς τα θύματά του, περιλαμβανομένων και οποιωνδήποτε καθυστερημένων οφειλών από την εκμετάλλευση της εργασίας του θύματος.
(2) Οι πιο πάνω αναφερόμενες γενικές αποζημιώσεις πρέπει να είναι δίκαιες και εύλογες και κατά τον υπολογισμό τους το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:
(α) Την έκταση της εκμετάλλευσης και το όφελος που ο δράστης αποκόμισε ή μπορούσε να αποκομίσει από την εκμετάλλευση του θύματος∙
(β) τις μελλοντικές προοπτικές του θύματος και σε ποια έκταση επηρεάστηκαν από την εκμετάλλευσή του∙
(γ) το βαθμό της υπαιτιότητας του δράστη∙
(δ) τη συγγένεια ή τη σχέση εξουσίας ή επιρροής του δράστη προς το θύμα του.
(3) Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό βαναυσότητας της εκμετάλλευσης ή το βαθμό συγγένειας ή της σχέσης εξουσίας του δράστη προς το θύμα, δύναται να επιδικάζει τιμωρητικές αποζημιώσεις.
(4) Το Δικαστήριο κατά τον υπολογισμό των ειδικών αποζημιώσεων λαμβάνει υπόψη του κάθε δαπάνη, στην οποία υποβάλλεται το θύμα συνεπεία της εκμετάλλευσης, περιλαμβανομένων των εξόδων επαναπατρισμού του, όπου αυτό εφαρμόζεται.
(5) Σε περίπτωση θανάτου του θύματος, θεσμικό αγώγιμο δικαίωμα για αποζημίωση έχουν οι γονείς ή τα εξαρτώμενα πρόσωπα του θύματος.
(6) Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των διατάξεων του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το αγώγιμο δικαίωμα του παιδιού θύματος δεν παραγράφεται.
36. Κάθε θύμα, ανεξάρτητα από την προθυμία του να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές, για την ποινική έρευνα, δίωξη ή δίκη, έχει δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε νομικές συμβουλές και νομική εκπροσώπηση για την απαίτηση αποζημίωσης σύμφωνα με τον περί Δικηγόρων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και σε περίπτωση που το θύμα δεν έχει επαρκείς οικονομικούς πόρους έχει δικαίωμα σε δωρεάν νομική αρωγή σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
37.-(1) Στην περίπτωση που το θύμα είναι υπήκοος ή κάτοικος άλλου κράτους μέλους της Ε.Ε., οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να μειώσουν τις δυσκολίες που ανακύπτουν όταν το θύμα κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. ιδίως όσον αφορά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του περί της Σύμβασης Καταρτιζόμενης από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 34 της Συνθήκης για την Ε.Ε. για την Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή επί Ποινικών Υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. και του Πρωτοκόλλου της (Κυρωτικός) Νόμους του 2004.
(2) Καταγγελία θύματος αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το οποίο έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., προς τις αρχές του κράτους μέλους της κατοικίας του, εφόσον διαβιβαστεί στις διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας, διερευνάται με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα διερευνάτο σε περίπτωση που το θύμα βρισκόταν στη Δημοκρατία.
38.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 30 μέχρι 37 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση παιδιού θύματος των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, και σε περίπτωση που οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας σύμφωνα με τους Νόμους της Δημοκρατίας αποκλείονται από την εκπροσώπηση του παιδιού λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του παιδιού θύματος, ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας διορίζεται ως εκπρόσωπος για το παιδί, για να το εκπροσωπεί στο πλαίσιο της διαδικασίας, σε συνεργασία με την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού.
(2) Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης των κατηγορουμένων, οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν ότι στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 8, 10 και 11 του παρόντος Νόμου, ότι:
(α) οι συνεντεύξεις με το παιδί θύμα πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από τότε που τα γεγονότα έχουν αναφερθεί στις διωκτικές αρχές·
(β) οι συνεντεύξεις με το παιδί θύμα πραγματοποιούνται, εφόσον είναι αναγκαίο, σε χώρους σχεδιασμένους ή προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτό·
(γ) οι συνεντεύξεις με το παιδί θύμα διεξάγονται, εφόσον είναι αναγκαίο, από επαγγελματίες εκπαιδευμένους προς το σκοπό αυτό ή με τη βοήθειά τους και από άτομα του ιδίου φύλου·
(δ) όπου αυτό είναι δυνατό, όλες οι συνεντεύξεις με το παιδί θύμα διεξάγονται από το ίδιο πρόσωπο·
(ε) ο αριθμός των συνεντεύξεων με το παιδί θύμα είναι όσο το δυνατό περιορισμένος και οι συνεντεύξεις διεξάγονται μόνον όπου αυτό είναι αυστηρά αναγκαίο για τους σκοπούς των ποινικών ερευνών και διαδικασιών·
(στ) το παιδί θύμα μπορεί να συνοδεύεται από τον εκπρόσωπό του ή, κατά περίπτωση, ενήλικα της επιλογής του, εκτός αν έχει εκδοθεί αιτιολογημένη απόφαση για το αντίθετο σχετικά με αυτό το πρόσωπο.
39.-(1) Στις περιπτώσεις όπου παιδί είναι μάρτυρας σε αδικήματα που προβλέπονται στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου ή το θύμα είναι παιδί, οι διωκτικές αρχές εξασφαλίζουν ότι στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας των αδικημάτων αυτών, όλες οι συνεντεύξεις με το παιδί οπτικογραφούνται και ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης οι συνεντεύξεις αυτές θεωρούνται ικανή μαρτυρία δυνάμει του περί Αποδείξεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(2) Για την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ισχύουν οι προϋποθέσεις και οι κανόνες που προβλέπονται στον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο του 2001, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ειδικότερα:
(α) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως το παιδί θύμα ή το παιδί μάρτυρας τύχει αντεξέτασης χωρίς να είναι παρόν, με τη χρήση κατάλληλης τεχνολογίας επικοινωνιών.
(β) Εφόσον είναι προς το όφελος του παιδιού θύματος ή παιδιού μάρτυρα το Δικαστήριο καθώς και οι διωκτικές αρχές προκειμένου να προστατεύσουν την ιδιωτική ζωή, την ταυτότητα και την εικόνα των παιδιών αποτρέπουν την κοινοποίηση πληροφοριών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή τους.
40. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου του 2001, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης που αφορά αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο όπου το θύμα είναι παιδί ή το παιδί είναι μάρτυρας, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η ακροαματική διαδικασία ή μέρος αυτής διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.
41. Σε περίπτωση που θύμα διάπραξης των αδικημάτων του παρόντος Νόμου είναι ασυνόδευτο παιδί, διορίζεται σε κάθε περίπτωση ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ως εκπρόσωπός του, για να το εκπροσωπεί κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας και διαδικασίας, σε συνεργασία με την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού.