1. O παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμος του 2014.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια –
«Αρχή Ανταγωνισμού» σημαίνει την αρχή ή τις αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την προστασία του ανταγωνισμού και οι οποίες έχουν καθοριστεί ως τέτοιες από τα κράτη μέλη βάσει του Άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«δεσπόζουσα θέση» αναφορικά με επιχείρηση, περιλαμβάνει τη θέση οικονομικής δύναμης που απολαμβάνει η επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και σε τελική ανάλυση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο·
«έλεγχος» αναφορικά με επιχείρηση, έχει την έννοια που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6·
«επηρεαζόμενες αγορές» σημαίνει τις αγορές που προσδιορίζονται στο Παράρτημα Ι·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, που ιδρύθηκε και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται ·
«επιχείρηση» περιλαμβάνει σύμπλεγμα επιχειρήσεων ή τμήμα επιχείρησης·
«εταιρεία χαρτοφυλακίου» σημαίνει εταιρεία που έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο την απόκτηση συμμετοχών σε άλλες επιχειρήσεις και τη διαχείριση και αξιοποίηση των συμμετοχών αυτών, χωρίς άμεση ή έμμεση ανάμιξη στη διαχείριση των επιχειρήσεων αυτών, αλλά υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που έχει ως μέτοχος ή εταίρος·
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος» σημαίνει τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, όπως καθορίζεται στο άρθρο 217 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«θυγατρική επιχείρηση» σημαίνει την επιχείρηση, της οποίας η εμπορική δραστηριότητα τελεί υπό τον έλεγχο άλλης επιχείρησης·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004» σημαίνει τον Κανονισμό (EK) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων»), όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«κράτος-μέλος» σημαίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαμβάνει τα κράτη που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·
«Ο περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος» σημαίνει τους περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμους του 2008 και 2014, όπως αυτoί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·
«πρόσωπο» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·
«συμμετέχουσες επιχειρήσεις» σημαίνει τις επιχειρήσεις που μετέχουν σε μια συγκέντρωση, δηλαδή σε μια συγχώνευση ή απόκτηση ελέγχου ή δημιουργία κοινής επιχείρησης κατά τα προβλεπόμενα του εδαφίου (1) του άρθρου 6· σε μια συγχώνευση, συμμετέχουσες επιχειρήσεις είναι όλες οι συγχωνευόμενες οντότητες· στην περίπτωση απόκτησης ελέγχου, συμμετέχουσες επιχειρήσεις είναι η αποκτώσα επιχείρηση και η επιχείρηση-στόχος· στην περίπτωση δημιουργίας κοινής επιχείρησης, ως συμμετέχουσες επιχειρήσεις θεωρούνται όλες οι εταιρείες, οι οποίες αποκτούν τον έλεγχο της κοινής επιχείρησης·
«σύμπλεγμα επιχειρήσεων» σημαίνει δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις, των οποίων οι εμπορικές δραστηριότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο·
«τμήμα» αναφορικά με επιχείρηση, σημαίνει οποιοδήποτε τμήμα επιχείρησης, του οποίου η εμπορική δραστηριότητα δύναται να διεξάγεται ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα τμήματά της·
«Υπηρεσία» σημαίνει την Υπηρεσία της Επιτροπής, της οποίας η στελέχωση, η λειτουργία και οι αρμοδιότητες καθορίζονται από ή δυνάμει του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
3.-(1) Ο παρών Νόμος ισχύει για όλες τις συγκεντρώσεις μείζονος σημασίας, όπως αυτές καθορίζονται στο εδάφιο (2).
(2) Για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, μία πράξη συγκέντρωσης επιχειρήσεων είναι μείζονος σημασίας, όταν –
(α)(i) ο συνολικός κύκλος εργασιών που πραγματοποιούν δύο τουλάχιστον από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις υπερβαίνει, αναφορικά με καθεμιά από αυτές, τα τρία εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (3.500.000) ευρώ, και
(ii) τουλάχιστον δύο από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πραγματοποιούν κύκλο εργασιών εντός της Δημοκρατίας, και
(iii) τουλάχιστον τρία εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες (3.500.000) ευρώ από το σύνολο του κύκλου εργασιών όλων των συμμετεχουσών επιχειρήσεων πραγματοποιείται εντός της Δημοκρατίας, ή
(β) κηρυχθεί ως τέτοια με Διάταγμα του Υπουργού δυνάμει του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο κύκλος εργασιών υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙ.
(4) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που μία συγκέντρωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
4.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής, να τροποποιεί από καιρού εις καιρό τα κατώτατα όρια κύκλου εργασιών που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3, με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Σε τέτοια περίπτωση το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου εκλαμβάνεται ότι περιέχει τα ποσά που καθορίζονται στο εκάστοτε ισχύον Διάταγμα.
5. Ο Υπουργός δύναται, έστω και αν σχετικά με συγκεκριμένη συγκέντρωση επιχειρήσεων δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εδαφίου (2) του άρθρου 3, να κηρύξει με Διάταγμα, με βάση τους λόγους για τους οποίους δύναται να εκδώσει Διάταγμα δυνάμει του άρθρου 35, ότι η συγκεκριμένη συγκέντρωση είναι μείζονος σημασίας και σε τέτοια περίπτωση οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται, σε σχέση με τη συγκέντρωση αυτή.
6.-(1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) έως (4), συγκέντρωση επιχειρήσεων πραγματοποιείται, όταν προκύπτει μόνιμη μεταβολή του ελέγχου-
(i) από τη συγχώνευση δύο ή περισσότερων προηγουμένως ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων, ή
(ii) την απόκτηση από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ελέγχουν ήδη μία τουλάχιστον επιχείρηση, ή από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, άμεσα ή έμμεσα, με αγορά τίτλων ή στοιχείων του ενεργητικού, με σύμβαση ή με άλλο τρόπο, του ελέγχου του συνόλου ή τμημάτων μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων.
(β) Η δημιουργία κοινής επιχείρησης, η οποία εκπληροί μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής οντότητας, αποτελεί συγκέντρωση κατά την έννοια της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α).
(2) Ο έλεγχος απορρέει από δικαιώματα, συμβάσεις ή άλλα μέσα, τα οποία, είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με άλλα, λαμβανομένων υπόψη και των σχετικών πραγματικών ή νομικών περιστάσεων, παρέχουν τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της δραστηριότητας μιας επιχείρησης, ιδίως από –
(α) δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, ή/και
(β) δικαιώματα ή συμβάσεις που παρέχουν δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της σύνθεσης, των συσκέψεων ή των αποφάσεων των οργάνων μιας επιχείρησης.
(3) Ο έλεγχος αποκτάται από τα πρόσωπα ή τις επιχειρήσεις που-
(α) είναι υποκείμενα αυτών των δικαιωμάτων ή δικαιούχοι εκ των συμβάσεων αυτών, ή
(β) χωρίς να είναι υποκείμενα των δικαιωμάτων αυτών ή δικαιούχοι εκ των συμβάσεων αυτών, δικαιούνται να ασκούν τα εξ αυτών απορρέοντα δικαιώματα.
(4) Δεν πραγματοποιείται συγκέντρωση επιχειρήσεων, στις περιπτώσεις όπου:
(α) Πιστωτικοί ή άλλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί ή ασφαλιστικές εταιρείες, των οποίων οι συνήθεις δραστηριότητες περιλαμβάνουν την εμπορία και τη διαπραγμάτευση τίτλων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, κατέχουν προσωρινά συμμετοχές, τις οποίες απέκτησαν σε μια επιχείρηση, με σκοπό την περαιτέρω διάθεσή τους, εφόσον δεν ασκούν τα δικαιώματα ψήφου που παρέχουν αυτές οι συμμετοχές με σκοπό να καθορίσουν τη συμπεριφορά της επιχείρησης αυτής σε θέματα ανταγωνισμού ή εφόσον ασκούν τα εν λόγω δικαιώματα ψήφου με μοναδικό σκοπό την προετοιμασία της διάθεσης του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης αυτής ή των περιουσιακών στοιχείων της ή τη διάθεση των συμμετοχών αυτών, η δε διάθεση αυτή πραγματοποιείται εντός ενός (1) έτους από την ημερομηνία απόκτησης των τίτλων· η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται από την Επιτροπή κατόπιν αίτησης, εφόσον οι εν λόγω οργανισμοί ή εταιρείες αποδεικνύουν ότι δεν ήταν εύλογα δυνατή η διάθεση εντός της ορισθείσας προθεσμίας,
(β) τον έλεγχο ασκεί πρόσωπο εντεταλμένο δυνάμει της νομοθεσίας σχετικά με εκκαθάριση, πτώχευση ή άλλη ανάλογη διαδικασία,
(γ) οι πράξεις που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) πραγματοποιούνται από εταιρείες χαρτοφυλακίου, υπό τον όρο ωστόσο ότι τα δικαιώματα ψήφου που απορρέουν από τις κατεχόμενες συμμετοχές ασκούνται, ιδίως όσον αφορά το διορισμό μελών των οργάνων διοίκησης και εποπτείας των επιχειρήσεων, στις οποίες έχουν συμμετοχές, μόνο για τη διασφάλιση της ακέραιης αξίας των επενδύσεων αυτών και όχι για τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων αυτών,
(δ) περιουσία μεταβιβάζεται αιτία θανάτου με διαθήκη ή εξ αδιαθέτου.
7. Για τους σκοπούς του άρθρου 6, δύο (2) ή περισσότερες νομικές πράξεις συνιστούν μία μόνο συγκέντρωση, εφόσον το αποτέλεσμα των εν λόγω πράξεων είναι η απόκτηση, άμεσου ή έμμεσου, ελέγχου επί των δραστηριοτήτων μιας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων.
8. Συγκέντρωση επιχειρήσεων που πραγματοποιήθηκε κατά στάδια, μέσα σε χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη, και είχε ως τελικό αποτέλεσμα την απόκτηση του ελέγχου μιας επιχείρησης από άλλη, θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και λογίζεται ότι επήλθε μόλις συνέβη το τελευταίο γεγονός, συνεπεία του οποίου αποκτήθηκε ο εν λόγω έλεγχος.
10.-(1) Οι κατά τον παρόντα Νόμο πράξεις συγκέντρωσης μείζονος σημασίας κοινοποιούνται γραπτώς στην Υπηρεσία πριν την πραγματοποίησή τους και μετά τη σύναψη της συμφωνίας ή τη δημοσίευση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή την απόκτηση ελέγχουσας συμμετοχής.
(2) Η κοινοποίηση μπορεί επίσης να γίνεται στις περιπτώσεις που οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις αποδεικνύουν στην Υπηρεσία την ύπαρξη καλόπιστης προθέσεως για σύναψη συμφωνίας ή σε περίπτωση δημόσιας πρότασης εξαγοράς, εφόσον έχουν ανακοινώσει πρόθεση ή οριστική απόφαση ανάλογης πρότασης υπό την προϋπόθεση ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία ή δημόσια πρόταση εξαγοράς θα καταλήξει σε συγκέντρωση μείζονος σημασίας.
(3) Οι κατά τα εδάφια (1) και (2) υποκείμενες σε κοινοποίηση πράξεις συγκέντρωσης, που συνίστανται σε συγχώνευση κατά την έννοια της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 ή σε απόκτηση από κοινού του ελέγχου κατά την έννοια της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, οφείλουν να κοινοποιούνται από κοινού ή κεχωρισμένα από τους συμμετέχοντες στις πράξεις αυτές. στις λοιπές περιπτώσεις, την υποχρέωση κοινοποίησης κατά τα οριζόμενα στα εδάφια (1) και (2) υπέχει ο αποκτών τον έλεγχο.
(4)(α) Όταν μια πράξη συγκέντρωσης κοινοποιηθεί στην Υπηρεσία, η Υπηρεσία δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το γεγονός της κοινοποίησης, αναφέροντας τα ονόματα των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, τη φύση της πράξης συγκέντρωσης και τους σχετικούς οικονομικούς τομείς.
(β) Η Υπηρεσία, προβαίνοντας στην αναφερόμενη στην παράγραφο (α) πράξη, λαμβάνει κατά το δυνατόν υπόψη το έννομο συμφέρον των επηρεαζόμενων επιχειρήσεων για προστασία του επιχειρηματικού τους απορρήτου.
11.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 31, απαγορεύεται να τεθεί σε εφαρμογή συγκέντρωση, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου προτού:
(α) Ο αποστολέας της κοινοποίησης λάβει σχετική ειδοποίηση έγκρισης από την Υπηρεσία, ή
(β) τεθούν σε εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 24 και του εδαφίου (2) του άρθρου 29.
(2) Το κύρος κάθε συναλλαγής που πραγματοποιείται κατά παράβαση του εδαφίου (1) εξαρτάται από την απόφαση που λαμβάνεται κατ΄ εφαρμογή της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 22 ή της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 28 ή από την εφαρμογή του τεκμηρίου του άρθρου 24 και του εδαφίου (2) του άρθρου 29.
(3) Ωστόσο, το παρόν άρθρο ουδόλως θίγει το κύρος των συναλλαγών σε τίτλους, περιλαμβανομένων και τίτλων μετατρέψιμων σε άλλους τίτλους που είναι εισηγμένοι σε αγορά, όπως η χρηματιστηριακή, εκτός εάν ο αγοραστής ή ο πωλητής γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η σχετική συναλλαγή πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση του εδαφίου (1).
12.-(1) Με την υποβολή της κοινοποίησης συγκέντρωσης καταβάλλεται τέλος, το οποίο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (α) της παραγράφου 11 του Παραρτήματος ΙΙΙ.
(2) Οι κοινοποιήσεις συγκεντρώσεων για τις οποίες η Επιτροπή δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδάφιου (1) του άρθρου 22, αποφάσισε την έναρξη διαδικασίας πλήρους διερεύνησης υπόκεινται σε τέλος το οποίο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου 11 του Παραρτήματος ΙΙΙ.
(3) Ο Υπουργός δύναται με Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να τροποποιεί τα αναφερόμενα στα εδάφια (1) και (2) τέλη κοινοποίησης, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής.
13. Όταν συγκέντρωση, η οποία επιβάλλεται να κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 10 δεν κοινοποιηθεί, αλλά περιέλθει με άλλο τρόπο σε γνώση της Υπηρεσίας, η Υπηρεσία οφείλει –
(α) να ειδοποιήσει αμέσως τους υπόχρεους προς κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 10 για την υποχρέωσή τους για κοινοποίηση, που επιβάλλει ο παρών Νόμος, και
(β) με την παραλαβή της κοινοποίησης να προχωρήσει ως εάν οι απαιτήσεις των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 10 να είχαν εξ΄ αρχής ικανοποιηθεί, νοουμένου ότι για σκοπούς υπολογισμού περαιτέρω προθεσμιών θα λαμβάνεται υπόψη η πραγματική ημερομηνία λήψης της κοινοποίησης.
14. Οι κοινοποιήσεις συγκεντρώσεων περιέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ. Το έγγραφο της κοινοποίησης υποβάλλεται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας.
15. Οι κοινοποιήσεις συγκεντρώσεων εξετάζονται από την Υπηρεσία, για να διαπιστωθεί αν συνάδουν πλήρως με τις απαιτήσεις του Παραρτήματος ΙΙΙ και, αν διαπιστωθεί ότι η κοινοποίηση δε συνάδει πλήρως με αυτές, η Υπηρεσία ζητά αμέσως τις πρόσθετες πληροφορίες που απαιτούνται προς συμμόρφωση με το Παράρτημα ΙΙΙ:
Νοείται ότι, η Υπηρεσία αρχίζει την εξέταση των κοινοποιήσεων συγκεντρώσεων, αφού πρώτα καταβληθεί το τέλος κοινοποίησης, το οποίο προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 12.
16. Η Υπηρεσία ενημερώνει τον Υπουργό σχετικά με κάθε κοινοποιηθείσα συγκέντρωση, μόλις παραληφθεί η σχετική κοινοποίηση.
17. Η Υπηρεσία εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει και όταν διαπιστωθεί ότι η κοινοποίηση συνάδει πλήρως με τις απαιτήσεις του Παραρτήματος III, η Υπηρεσία διεξάγει προκαταρκτική αξιολόγηση και ετοιμάζει γραπτή έκθεση προς την Επιτροπή, στην οποία καταγράφει την αιτιολογημένη γνώμη ως ακολούθως:
(α) Η κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή/και στην έννοια της συγκέντρωσης, ή
(β) η κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης αν και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και στην έννοια της συγκέντρωσης δεν προκαλεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά και δύναται να κηρυχθεί συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, ή
(γ) η κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και στην έννοια της συγκέντρωσης, προκαλώντας αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά και γίνεται εισήγηση να κινηθεί διαδικασία πλήρους διερεύνησης.
18.-(1) Οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μπορούν να αποσύρουν την κοινοποίηση συγκέντρωσης εφόσον υποβάλουν στην Επιτροπή αίτημα απόσυρσης.
(2) Η Επιτροπή, δημοσιεύει την απόφασή της για αποδοχή του αιτήματος απόσυρσης της κοινοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και ενημερώνει ταυτόχρονα τον Υπουργό.
19.-(1) Κατά την αξιολόγηση μιας συγκέντρωσης η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη-
(α) την ανάγκη διατήρησης και ανάπτυξης συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού στις σχετικές αγορές με γνώμονα, μεταξύ άλλων, τη διάρθρωση των επηρεαζόμενων αγορών, άλλων αγορών στις οποίες ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις η κοινοποιούμενη συγκέντρωση και το δυνητικό ανταγωνισμό εκ μέρους επιχειρήσεων εγκατεστημένων εντός ή εκτός της Δημοκρατίας,
(β) τη θέση στην αγορά των συμμετεχουσών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων που συνδέονται με αυτές με έναν από τους τρόπους που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ, τη χρηματοοικονομική δύναμη όλων των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εναλλακτικές πηγές προμήθειας των προϊόντων και των υπηρεσιών που είναι αντικείμενο εμπορίου στις επηρεαζόμενες αγορές ή/και σε άλλες αγορές στις οποίες ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις η κοινοποιούμενη συγκέντρωση και των υποκατάστατών τους, τις τάσεις της προσφοράς και της ζήτησης για όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, οποιουσδήποτε φραγμούς εισόδου στις επηρεαζόμενες αγορές ή/και στις άλλες αγορές στις οποίες ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις η κοινοποιούμενη συγκέντρωση, τα συμφέροντα των ενδιάμεσων και τελικών καταναλωτών των σχετικών προϊόντων και των σχετικών υπηρεσιών, και τη συμβολή στην τεχνική και οικονομική πρόοδο και το ενδεχόμενο η συμβολή αυτή να είναι προς το συμφέρον των καταναλωτών και δεν αποτελεί εμπόδιο για τον ανταγωνισμό.
(2) Στο μέτρο που η δημιουργία κοινής επιχείρησης που αποτελεί συγκέντρωση σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα το συντονισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς επιχειρήσεων που παραμένουν ανεξάρτητες, ο συντονισμός αυτός εξετάζεται σύμφωνα με τα κριτήρια των άρθρων 3 και 4 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο η πράξη είναι συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά.
(3) Κατά την αξιολόγηση του εδαφίου (2), η Υπηρεσία λαμβάνει υπόψη ιδίως:
(α) Εάν δύο ή περισσότερες μητρικές εταιρείες ασκούν σε σημαντικό βαθμό δραστηριότητες στην ίδια αγορά με την κοινή επιχείρηση ή σε αγορά προηγούμενων ή επόμενων σταδίων από αυτήν της κοινής επιχείρησης ή σε παραπλήσια αγορά στενά συνδεόμενη με την αγορά αυτή·
(β) εάν ο συντονισμός που απορρέει ευθέως από τη δημιουργία της κοινής επιχείρησης παρέχει στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό για μεγάλο μέρος των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών.
20. Συγκέντρωση η οποία ενδέχεται να παρακωλύσει σημαντικά τον ανταγωνισμό στη Δημοκρατία ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης, κηρύσσεται ασυμβίβαστη με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά.
21. Συγκέντρωση η οποία δεν ενδέχεται να παρακωλύσει σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στη Δημοκρατία ή σε σημαντικό τμήμα αυτής, ιδίως ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή της ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης, κηρύσσεται συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά.
22.-(1) Έχοντας υπόψη τη γραπτή έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 17, η Επιτροπή εξετάζει την κοινοποίηση μόλις τη λάβει, και-
(α) εάν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή/και στην έννοια της συγκέντρωσης εκδίδει σχετική απόφαση, ή
(β) εάν διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης, αν και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και στην έννοια της συγκέντρωσης, δεν προκαλεί αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, αποφασίζει να μην αντιταχθεί και την κηρύσσει συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, ή
(γ) εάν διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα πράξη συγκέντρωσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και στην έννοια της συγκέντρωσης προκαλώντας αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά της με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, αποφασίζει να κινήσει διαδικασία πλήρους διερεύνησης και καλεί τις υπόχρεες προς κοινοποίηση εταιρείες να καταβάλουν το προβλεπόμενο στο εδάφιο (2) του άρθρου 12, τέλος κοινοποίησης.
(2) Η Υπηρεσία ενημερώνει αμελλητί τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις και τον Υπουργό σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 48, η απόφαση της Επιτροπής δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
23.-(1) Η Υπηρεσία ενημερώνει γραπτώς, ανάλογα, τον αποστολέα της κοινοποίησης ή τους υπόχρεους προς κοινοποίηση -
(α) στις περιπτώσεις της παραγράφου (α) και της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 22, ότι η συγκέντρωση μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή, ή
(β) στις περιπτώσεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 22, ότι η συγκέντρωση θα τύχει πλήρους διερεύνησης,
(γ) στις περιπτώσεις που ο Υπουργός έχει εκδώσει Διάταγμα δυνάμει των άρθρων 5 ή 35.
(2)(α) Με επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), η Υπηρεσία διαβιβάζει στον αποστολέα της κοινοποίησης την ειδοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από την Υπηρεσία ή, ανάλογα με την περίπτωση, από την ημερομηνία κατά την οποία η Υπηρεσία παρέλαβε τις πρόσθετες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη συμμόρφωσης της κοινοποίησης με τις απαιτήσεις του Παραρτήματος III.
(β) Σε περίπτωση που δεν έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) του άρθρου 12 τέλος κοινοποίησης, η προθεσμία που καθορίζεται στην παράγραφο (α) αρχίζει να προσμετράται από την ημερομηνία καταβολής του τέλους κοινοποίησης.
(3) Όταν η Υπηρεσία, λόγω του εξαιρετικού όγκου ή των περίπλοκων πληροφοριών που διαβιβάζονται με τη σχετική κοινοποίηση, διαπιστώσει ότι η προθεσμία που προβλέπεται στο εδάφιο (2) δεν μπορεί να τηρηθεί, έχει υποχρέωση χωρίς καθυστέρηση και εν πάση περιπτώσει, το αργότερο εντός επτά (7) ημερών πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, κατόπιν συνεννόησης με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, να πληροφορήσει σχετικά τον αποστολέα της κοινοποίησης ότι η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δεκατέσσερις (14) ημέρες.
24. Όταν η προθεσμία που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 23 ή, ανάλογα με την περίπτωση, η παραταθείσα σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 23 προθεσμία λήξει, χωρίς η ειδοποίηση να διαβιβασθεί από την Υπηρεσία στον αποστολέα της κοινοποίησης, η συγκεκριμένη συγκέντρωση θεωρείται ότι κηρύχθηκε συμβατή με την αγορά.
25. Όταν η Επιτροπή εκδώσει απόφαση για έναρξη διαδικασίας πλήρους διερεύνησης, δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 22, δίδει οδηγίες στην Υπηρεσία να διεξαγάγει πλήρη διερεύνηση για τη συγκέντρωση και, σε τέτοια περίπτωση, η Υπηρεσία το συντομότερο -
(α) εξασφαλίζει από τον αποστολέα της κοινοποίησης ή από άλλους συμμετέχοντες στη συγκέντρωση ή από άλλα τρίτα πρόσωπα όσες πρόσθετες πληροφορίες κρίνει αναγκαίες για συμπλήρωση της έρευνας,
(β) ειδοποιεί τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ότι δύνανται να προβούν σε τροποποιήσεις στη συγκέντρωση ή να προτείνουν την ανάληψη δεσμεύσεων, ώστε να αρθούν οι αμφιβολίες ως προς το συμβατό της κοινοποίησης με τις απαιτήσεις της αγοράς· οι τροποποιήσεις και οι δεσμεύσεις που προτείνουν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις στη συγκέντρωση υποβάλλονται στην Υπηρεσία εντός της καθορισθείσας από αυτήν προθεσμίας, ως το Παράρτημα ΙV,
(γ) υπό το φως των πρόσθετων πληροφοριών που πιθανώς να έχει εξασφαλίσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) και των τυχόν προτεινόμενων τροποποιήσεων στη συγκέντρωση ή/και δεσμεύσεων σύμφωνα με την παράγραφο (β) εξετάζει:
(i) κατά πόσο οι αμφιβολίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 22 έχουν αρθεί, και
(ii) εάν οι αμφιβολίες αυτές δεν έχουν αρθεί, η Υπηρεσία έχει τη δυνατότητα, εάν και εφόσον διαπιστώσει τυχόν διαφοροποιήσεις ή τροποποιήσεις στις περιστάσεις που δημιουργούν τη συγκέντρωση και οι οποίες δύναται να έχουν ως αποτέλεσμα την άρση των αμφιβολιών αυτών, να αναλάβει διαπραγματεύσεις με τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις.
26. Σε περίπτωση συγκέντρωσης για την οποία διεξάγεται πλήρης διερεύνηση δυνάμει του άρθρου 25, η Υπηρεσία δύναται να παρέχει, έπειτα από αίτηση προσώπων που δύνανται να επηρεαστούν άμεσα από την απόφαση της Επιτροπής, αλλά δε συμμετέχουν στη συγκέντρωση, κατάλληλη ευκαιρία να υποβάλουν απόψεις σχετικά με τη συγκέντρωση κατά τρόπο και σε χρόνο ώστε να μην παραβιάζεται η προθεσμία του άρθρου 27.
27.-(1) Με την ολοκλήρωση των ενεργειών της σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 και 26, η Υπηρεσία ετοιμάζει έκθεση ευρημάτων προς την Επιτροπή, στην οποία αναφέρει τα ευρήματά της αναφορικά με το:
(α) αν οι αμφιβολίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 22 έχουν αρθεί ή δύνανται να αρθούν, ως αποτέλεσμα:
(i) των πρόσθετων πληροφοριών που πιθανόν να έχουν εξασφαλιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του άρθρου 25, ή/και των τυχών τροποποιήσεων στη συγκέντρωση ή/και δεσμεύσεων που προτάθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του άρθρου 25, ή/και
(ii) οποιωνδήποτε διαπραγματεύσεων που αναλαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (γ) του άρθρου 25, ή
(β) αν οι αμφιβολίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 22 συνεχίζουν να υφίστανται.
(2)(α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 23 και του άρθρου 30, η Υπηρεσία υποβάλλει στην Επιτροπή την έκθεση ευρημάτων που αναφέρεται στο εδάφιο (1) το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από την Υπηρεσία ή, ανάλογα με την περίπτωση, από την ημερομηνία κατά την οποία η Υπηρεσία παρέλαβε τις πρόσθετες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του Παραρτήματος III,
(β) Σε περίπτωση που δεν έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο στο εδάφιο (2) του άρθρου 12 τέλος, η προθεσμία που καθορίζεται στην παράγραφο (α) αρχίζει να προσμετρείται από την ημερομηνία καταβολής του τέλους αυτού.
28.-(1) Η Επιτροπή εξετάζει την κατά το άρθρο 27 έκθεση ευρημάτων της Υπηρεσίας και ακολούθως-
(α) είτε κηρύσσει τη συγκεκριμένη συγκέντρωση συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, υπό την επιφύλαξη τυχόν συγκεκριμένων όρων και σχετικών δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται από τους συμμετέχοντες στη συγκέντρωση για την τήρηση των όρων αυτών,
(β) είτε κηρύσσει τη συγκεκριμένη συγκέντρωση ασυμβίβαστη με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά.
(2)(α) Κατ’ εφαρμογή της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), η Επιτροπή προτού λάβει την απόφασή της θα πρέπει να καταρτίσει έκθεση με τις αμφιβολίες που διαπιστώνονται σε σχέση με τη μη συμβατότητα της συγκέντρωσης με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, προς ενημέρωση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων.
(β) Η αναφερόμενη στην παράγραφο (α) έκθεση κοινοποιείται προς τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή σε δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 45 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(3) Η Υπηρεσία ενημερώνει αμελλητί τον Υπουργό σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 48, η απόφαση της Επιτροπής δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
29.-(1)(α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 23 και του άρθρου 30, η απόφαση της Επιτροπής μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της πλήρους διερεύνησης διαβιβάζεται στον αποστολέα της κοινοποίησης εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από την Υπηρεσία ή, ανάλογα με την περίπτωση, από την ημερομηνία κατά την οποία η Υπηρεσία παρέλαβε τις πρόσθετες πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη συμμόρφωσης της κοινοποίησης με τις απαιτήσεις του Παραρτήματος III.
(β) Σε περίπτωση που δεν έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο στο εδάφιο (2) του άρθρου 12 τέλος, η προθεσμία που καθορίζεται στην παράγραφο (α) αρχίζει να προσμετράται από την ημερομηνία καταβολής του τέλους αυτού.
(2) Με τη επιφύλαξη του άρθρου 30, εάν οι προθεσμίες του εδαφίου (1) δεν τηρηθούν σε σχέση με συγκεκριμένη συγκέντρωση αυτή θεωρείται συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά.
30.-(1) Όταν η Υπηρεσία, λόγω του εξαιρετικού όγκου ή των περίπλοκων πληροφοριών που διαβιβάζονται με τη σχετική κοινοποίηση, διαπιστώσει ότι η προθεσμία που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27 δεν μπορεί να τηρηθεί, έχει υποχρέωση χωρίς καθυστέρηση και εν πάση περιπτώσει, το αργότερο εντός επτά (7) ημερών πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπει το εδάφιο (2) του άρθρου 27, κατόπιν συνεννόησης με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, να πληροφορήσει σχετικά τον αποστολέα της κοινοποίησης ότι η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά δεκατέσσερις (14) ημέρες.
(2) Εάν οποιαδήποτε καθυστέρηση στην εκπλήρωση από την Υπηρεσία ή την Επιτροπή οποιωνδήποτε υποχρεώσεων που αναφέρονται στα άρθρα 25, 26, 27, 28, 29 και 33 οφείλεται σε παράλειψη οποιουδήποτε από τους συμμετέχοντες στη συγκεκριμένη συγκέντρωση ή οποιουδήποτε εκπροσώπου τους, οι προθεσμίες που ορίζονται στα άρθρα 27 και 29 υπόκεινται σε τέτοια παράταση που, κατά την κρίση της Επιτροπής, εύλογα απαιτείται για την εκπλήρωση των πιο πάνω υποχρεώσεων.
31.-(1) Στην περίπτωση της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 23, η Επιτροπή μπορεί, μετά από αίτηση από μία ή περισσότερες συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, η οποία κοινοποιείται ταυτόχρονα σε όλες τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, να χορηγήσει απαλλαγή από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 11.
(2) Η αίτηση για προσωρινή έγκριση της συγκέντρωσης πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αποδεικνύεται μέσω αυτής ότι οι επιχειρήσεις που υποβάλλουν την αίτηση ενδέχεται να υποστούν σοβαρή ζημία σε περίπτωση περαιτέρω καθυστέρησης στην υλοποίηση της συγκέντρωσης.
(3) Για την απόφασή της αυτή, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις επιπτώσεις της αναστολής σε μία ή περισσότερες από τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη συγκέντρωση ή σε τρίτους, καθώς και την απειλή που συνιστά η εν λόγω συγκέντρωση για τον ανταγωνισμό.
(4) Η Επιτροπή κοινοποιεί στις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις την απόφασή της και σε περίπτωση που η Επιτροπή χορηγήσει την προσωρινή έγκριση, αυτή δύναται να συνοδεύεται από όρους και υποχρεώσεις που επιβάλλει η Επιτροπή με σκοπό την εξασφάλιση των συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού.
(5) Η Υπηρεσία ενημερώνει αμελλητί τον Υπουργό σχετικά με την απόφαση της Επιτροπής.
33.-(1) Πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει του άρθρου 28 και τηρουμένων πάντοτε των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 29, η Επιτροπή δύναται, εάν κρίνει σκόπιμο, να προβεί σε διαπραγματεύσεις, ακροάσεις ή συζητήσεις με οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση της Επιτροπής, θα βοηθήσει στην αξιολόγηση της συγκέντρωσης.
(2) Πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 28 δύνανται να παραστούν ενώπιον της Επιτροπής και κατόπιν γραπτού αιτήματος, για ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας-
(α) οι αντιπρόσωποι των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, αυτοπροσώπως ή διά πληρεξούσιου αντιπροσώπου ή αυτοπροσώπως μαζί με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, ή/και
(β) οποιαδήποτε ενδιαφερόμενα ή άλλα πρόσωπα που ενδέχεται να επηρεαστούν άμεσα από την απόφαση της Επιτροπής.
34.-(1)(α) Η Επιτροπή σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, καταρτίζει έκθεση αιτιάσεων και καλεί ενώπιόν της για ακρόαση τα πρόσωπα εναντίον των οποίων στρέφεται η έκθεση αιτιάσεων, καθώς επίσης και οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση της Επιτροπής, θα βοηθήσει στην εξέταση της παράβασης.
(β) Η έκθεση αιτιάσεων κοινοποιείται στα πρόσωπα εναντίον των οποίων αυτή στρέφεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(γ) Η Επιτροπή δύναται να κοινοποιήσει την έκθεση αιτιάσεων σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο καλεί ενώπιόν της για ακρόαση δυνάμει της παραγράφου (α).
(2)(α) Στα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα, στα οποία κοινοποιείται η έκθεση αιτιάσεων παρέχεται κάθε δυνατή ευκαιρία προς υποβολή γραπτών παρατηρήσεων επί της έκθεσης αιτιάσεων της Επιτροπής και τάσσεται εύλογη προθεσμία προς τούτο, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί. η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη γραπτές παρατηρήσεις, οι οποίες υποβλήθηκαν μετά την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας.
(β) Κατά την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) προσδιορίζουν σαφώς τυχόν εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες και/ή επιχειρηματικά απόρρητα, αναλύοντας τους λόγους που δεν πρέπει να δημοσιευτούν ή κοινολογηθούν, καθώς και τους λόγους που η αποκάλυψή τους θα οδηγήσει σε βλάβη των επιχειρήσεων, προσκομίζοντας ταυτόχρονα μη εμπιστευτική εκδοχή των γραπτών τους παρατηρήσεων.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία τα πρόσωπα προς τα οποία κοινοποιήθηκε η έκθεση αιτιάσεων, παραλείψουν και/ή αρνηθούν να υποβάλουν οποιεσδήποτε γραπτές παρατηρήσεις αναφορικά με την έκθεση αιτιάσεων της Επιτροπής εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή δύναται να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης.
(4) Οι ανωτέρω καλούμενοι έχουν το δικαίωμα, στο πλαίσιο των υποβαλλόμενων από αυτούς γραπτών παρατηρήσεων, να αιτηθούν την ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής. η Επιτροπή δύναται, με απόφασή της, να καθορίζει τη χρονική διάρκεια της ανάπτυξης των επιχειρημάτων των κληθέντων, στο πλαίσιο της ενώπιόν της προφορικής διαδικασίας.
(5) Στο πλαίσιο της διαδικασίας του παρόντος άρθρου:
(α) Η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται η έκθεση αιτιάσεων, ολόκληρο το σχηματισθέντα από την Επιτροπή φάκελο επί της κοινοποίησης. οφείλει όμως να κοινοποιήσει προς αυτό εκείνα τα έγγραφα του φακέλου, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή ως αποδεικτικά στοιχεία για την κατάρτιση της έκθεσης αιτιάσεων και ακολούθως για την έκδοση της απόφασής της, εξαιρουμένων εκείνων των εγγράφων που αποτελούν επαγγελματικά απόρρητα. ή, εάν τα έγγραφα αυτά είναι ήδη προσιτά στο εν λόγω πρόσωπο, να του τα υποδείξει γραπτώς, ώστε το πρόσωπο αυτό ή άλλο τρίτο ενδιαφερόμενο μέρος να είναι έγκαιρα ενήμερο για όλα τα έγγραφα που θα χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή,
(β) δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να στηρίξει απόφασή της πάνω σε έγγραφο που δεν κοινοποιήθηκε ή υποδείχθηκε σε πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται η έκθεση αιτιάσεων, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α),
(γ) κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, εάν η Επιτροπή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της σε έγγραφο το οποίο δεν κοινοποίησε ή υπόδειξε σε πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται η έκθεση αιτιάσεων, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α), η Επιτροπή έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει το εν λόγω έγγραφο προς το εν λόγω πρόσωπο και να του δώσει εύλογο χρόνο για εξέταση του εν λόγω εγγράφου.
35. Ο Υπουργός δύναται πριν από την απόφαση της Επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 22, να κηρύξει με αιτιολογημένο Διάταγμά του ότι κοινοποιηθείσα συγκέντρωση θεωρείται μείζονος δημόσιου συμφέροντος σχετικά με τα αποτελέσματα που δυνατό να έχει στη δημόσια ασφάλεια, στην πολυφωνία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και στους κανόνες χρηστής διαχείρισης.
36.-(1)(α) Στις περιπτώσεις όπου ο Υπουργός εκδίδει Διάταγμα δυνάμει των άρθρων 5 ή 35, η Επιτροπή υποβάλλει στον Υπουργό την απόφασή της αναφορικά με τη συμβατότητα της συγκέντρωσης με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά.
(β) Η απόφαση της Επιτροπής δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και κοινοποιείται στον αποστολέα της κοινοποίησης της συγκέντρωσης.
(2) Σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση είναι συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, η Υπηρεσία πληροφορεί σχετικά τον αποστολέα της κοινοποίησης της συγκέντρωσης και οι διατάξεις των άρθρων 24 και 29 δεν εφαρμόζονται στη συγκεκριμένη συγκέντρωση.
37. Στην περίπτωση που η Επιτροπή, στο πλαίσιο της δυνάμει του άρθρου 36 εκδοθείσας απόφασής της, κρίνει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση είναι συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, εντός δεκαπέντε ημερών (15) από την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στον Υπουργό, ο Υπουργός, σταθμίζοντας τόσο τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που προβλέπονται στο άρθρο 35 όσο και την ανάγκη προστασίας του ανταγωνισμού στην αγορά,-
(α) είτε δηλώνει γραπτώς ότι συμφωνεί με την απόφαση της Επιτροπής και η Επιτροπή κοινοποιεί την εν λόγω γραπτή δήλωση στον αποστολέα της κοινοποίησης το συντομότερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει το αργότερο εντός επτά (7) ημερών μετά την ημερομηνία κοινοποίησης της γραπτής δήλωσης του Υπουργού στην Επιτροπή.
(β) είτε, σε περίπτωση που διαφωνεί με την απόφαση της Επιτροπής, παραπέμπει την εν λόγω απόφαση στο Υπουργικό Συμβούλιο, το συντομότερο δυνατό, για εξέταση, υπό το φως των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 35.
38.-(1) Όταν η απόφαση της Επιτροπής παραπέμπεται από τον Υπουργό για εξέταση στο Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 37, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει χωρίς καθυστέρηση, σταθμίζοντας τόσο τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που προβλέπονται στο άρθρο 35 όσο και την ανάγκη προστασίας του ανταγωνισμού στην αγορά, αν θα εγκρίνει ή όχι τη συγκέντρωση και ακολούθως εκδίδει σχετικό αιτιολογημένο Διάταγμα.
(2) Το Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 48 του Νόμου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και διαβιβάζεται από την Επιτροπή στον αποστολέα της κοινοποίησης το συντομότερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει το αργότερο εντός επτά (7) ημερών μετά την ημερομηνία κοινοποίησης του Διατάγματος στην Επιτροπή από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(3) Τόσο η γραπτή δήλωση του Υπουργού δυνάμει της παραγράφου (α) του άρθρου 37 όσο και το Διάταγμα που εκδίδει το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του εδαφίου (1) προσβάλλονται με προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
(4) Στις περιπτώσεις όπου με την εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 36 απόφασή της η Επιτροπή κρίνει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση είναι συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά, η συγκέντρωση αυτή δεν εφαρμόζεται εκτός, εάν:
(α) είτε κοινοποιηθεί στον αποστολέα της κοινοποίησης της συγκέντρωσης η γραπτή δήλωση του Υπουργού ότι δεν ενίσταται στην απόφαση της Επιτροπής,
(β) είτε κοινοποιηθεί στον αποστολέα της κοινοποίησης της συγκέντρωσης το αιτιολογημένο Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου με το οποίο εγκρίνει τη συγκέντρωση.
39.- Όταν-
(α) Ο Υπουργός δηλώνει γραπτώς ότι συμφωνεί με την απόφαση της Επιτροπής, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του άρθρου 37 ή το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει αιτιολογημένο Διάταγμα, σύμφωνα με το άρθρο 38, και
(β) η Επιτροπή εφαρμόζει τις διατάξεις του άρθρου 46,
η Επιτροπή κοινοποιεί τη δυνάμει του άρθρου 46 απόφασή της στον Υπουργό ή στο Υπουργικού Συμβούλιο, ανάλογα με την περίπτωση.
40.-(1) Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει τις πιο κάτω διοικητικές κυρώσεις στους συμμετέχοντες στη συγκέντρωση ή σε επιχείρηση, ένωση επιχειρήσεων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ιδιωτικούς φορείς που παραβιάζουν ή παραλείπουν να συμμορφωθούν με τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου:
(α) Διοικητικό πρόστιμο μέχρι δέκα τοις εκατόν (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών του υπόχρεου προς κοινοποίηση, όπως ορίζεται στο Παράρτημα ΙΙ, κατά το αμέσως προηγούμενο της συγκέντρωσης οικονομικό έτος, σε περίπτωση που συγκέντρωση τίθεται μερικώς ή ολικώς σε εφαρμογή κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11 και επιπρόσθετα διοικητικό πρόστιμο μέχρι οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ για κάθε μέρα που συνεχίζεται η παράβαση,
(β) διοικητικό πρόστιμο μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ για παροχή αναληθών ή παραπλανητικών πληροφοριών στο πλαίσιο συμμόρφωσης με υποχρέωση, η οποία επιβάλλεται από οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου,
(γ) διοικητικό πρόστιμο μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ για παράλειψη παροχής πληροφοριών σύμφωνα με υποχρέωση, η οποία επιβάλλεται από οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου,
(δ) διοικητικό πρόστιμο μέχρι δέκα τοις εκατόν (10%) του συνολικού κύκλου του υπόχρεου προς κοινοποίηση, όπως ορίζεται στο Παράρτημα ΙΙ, κατά το αμέσως προηγούμενο της συγκέντρωσης οικονομικό έτος, σε περίπτωση που συγκέντρωση τίθεται σε εφαρμογή χωρίς την εκπλήρωση όρου που επιβάλλεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 28 και διοικητικό πρόστιμο μέχρι οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ για κάθε μέρα που συνεχίζεται η παράβαση,
(ε) διοικητικό πρόστιμο μέχρι δέκα τοις εκατόν (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών του υπόχρεου προς κοινοποίηση, όπως ορίζεται στο Παράρτημα ΙΙ, κατά το αμέσως προηγούμενο της συγκέντρωσης οικονομικό έτος για παράλειψη συμμόρφωσης, εντός της χρονικής περιόδου που ορίζεται δυνάμει του εδαφίου (5) του άρθρου 46, προς το μέτρο που διατάσσεται από την Επιτροπή δυνάμει του εδαφίου (1), (2) και (3) του άρθρου 46 και επιπρόσθετα διοικητικό πρόστιμο μέχρι οκτώ χιλιάδες (8.000) ευρώ για κάθε μέρα που συνεχίζεται η παράβαση.
(2) Σε περίπτωση-
(α) άρνησης συμμόρφωσης με την εντολή της Επιτροπής για έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 43, ή
(β)εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ελλιπών ή αλλοιωμένων αιτούμενων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 43,
η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ.
(3) Η Επιτροπή δύναται, επιπρόσθετα των κυρώσεων που προβλέπονται στα εδάφια (1) και (2), να επιβάλει στην επιχείρηση διοικητικό πρόστιμο μέχρι δέκα επτά χιλιάδες (17.000) ευρώ για κάθε ημέρα παράλειψης αυτής να συμμορφωθεί προς εντολή της Επιτροπής για διενέργεια ελέγχου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 43.
(4) Οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1) επιβάλλονται με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση και αφού ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης σε κάθε περίπτωση και δοθεί στο επηρεαζόμενο μέρος η ευκαιρία να ακουστεί.
41. Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την Επιτροπή διοικητικών κυρώσεων, η Επιτροπή-
(α) λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία, και/ή
(β) λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα, τα οποία δύναται να καθορίζει με οδηγία της.
42.-(1)(α)
Η Επιτροπή δύναται να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, απευθύνουσα σχετικό για το σκοπό αυτό γραπτό αίτημα προς επιχειρήσεις, άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.
(β) Για το σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο (α), το πρόσωπο ή η επιχείρηση ή ο φορέας, προς τους οποίους απευθύνεται το αίτημα της Επιτροπής, έχει υποχρέωση προς άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
(2) Στο αίτημα της Επιτροπής καθορίζονται οι αιτούμενες πληροφορίες, οι θεμελιούσες το αίτημα διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον ανταγωνισμό, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία και οι ενδεχόμενες διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής των πληροφοριών.
(3) Σε περίπτωση υποβολής αιτήματος από την Επιτροπή για παροχή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 15 και της παραγράφου (α) του άρθρου 25 έχουν υποχρέωση όπως παρέχουν αμέσως, πλήρως και ακριβώς όλες τις αιτούμενες πληροφορίες για λογαριασμό της επιχείρησης, εντός της ταχθείσας προθεσμίας:
(α) Όλα τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του νομικού προσώπου,
(β) ο γενικός διευθυντής ή ο διευθυντής ή ο διευθύνων σύμβουλος του νομικού προσώπου, και
(γ) τα πρόσωπα που, βάσει νόμου ή καταστατικού, είναι επιφορτισμένα με την εκπροσώπηση εταιρειών ή ενώσεων που στερούνται νομικής προσωπικότητας.
(4) Δεόντως εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι δύνανται να παρέχουν εξ΄ ονόματος των πελατών τους όλες τις αιτούμενες πληροφορίες:
Νοείται ότι, για την άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή των εν λόγω πληροφοριών εντός της ταχθείσας προθεσμίας παραμένουν πλήρως υπεύθυνα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που βαρύνονται με την υποχρέωση παροχής πληροφοριών δυνάμει των εδαφίων (1) έως (3).
(5) Δημόσιοι φορείς δύνανται να αρνηθούν την παροχή των αιτούμενων πληροφοριών σε περίπτωση που η παροχή τους θα προσέκρουε σε διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας, που αποσκοπεί στην εναρμόνιση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(6) Το πρόσωπο, η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, ο δημόσιος ή ο ιδιωτικός φορέας, προς τους οποίους απευθύνεται το αίτημα της Επιτροπής, με την υποβολή των αιτούμενων πληροφοριών, προσδιορίζει έγγραφα, δηλώσεις και οποιοδήποτε υλικό θεωρεί ότι περιέχει εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες και/ή επιχειρηματικά απόρρητα, αιτιολογώντας την άποψή του, και παρέχει χωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή εντός της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή για τη γνωστοποίηση των απόψεων του/της:
Νοείται ότι εάν το πρόσωπο, η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων ή ο ιδιωτικός φορέας δεν ασκήσει την δυνατότητα που του παρέχεται ανωτέρω, η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει ότι τα αντίστοιχα έγγραφα, οι δηλώσεις και το υπόλοιπο υλικό δεν περιέχουν απόρρητα στοιχεία ή εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες.
43.-(1) Η Επιτροπή δύναται, κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, να διενεργεί κάθε αναγκαίο έλεγχο σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων και για το σκοπό αυτό-
(α) να εισέρχεται σε κάθε γραφείο, χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, καθώς και σε κάθε άλλο επαγγελματικό χώρο εξαιρουμένων των κατοικιών·
(β) να ελέγχει κάθε είδους αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, καθώς και λοιπά έγγραφα επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους·
(γ) να λαμβάνει ή να αποκτά υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους και οπουδήποτε και αν αυτά φυλάσσονται˙
(δ) να σφραγίζει οποιοδήποτε γραφείο, χώρο, γήπεδο, μεταφορικό μέσο καθώς και κάθε άλλο επαγγελματικό χώρο, καθώς και όσα αναφέρονται στην παράγραφο (β) κατά το χρονικό διάστημα που διενεργείται ο έλεγχος και στο βαθμό που απαιτείται για τον έλεγχο αυτό·
(ε) να υποβάλλει ερωτήσεις και να ζητά διευκρινίσεις από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 42, καθώς και το προσωπικό των επιχειρήσεων ή των ενώσεων επιχειρήσεων, περί των γεγονότων ή στοιχείων που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις απαντήσεις.
(2)(α) Οι κατά το εδάφιο (1) σχετικές εξουσίες ασκούνται κατ’ εντολή της Επιτροπής από αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας.
(β) Εάν τούτο κριθεί αναγκαίο από την Επιτροπή, οι εν λόγω λειτουργοί συνοδεύονται από άλλους λειτουργούς, ήτοι δημόσιους υπαλλήλους ή/και λειτουργούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή/και από πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις που δυνατό να απασχολούνται από την Επιτροπή.
(3) Η εντολή της Επιτροπής είναι γραπτή και καθορίζει σαφώς το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου, ορίζει την ημερομηνία έναρξης του ελέγχου, τη διάταξη πάνω στην οποία στηρίζεται η εξουσία αυτή της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης να συμμορφωθεί προς την εντολή της Επιτροπής.
(4) Ο έλεγχος διενεργείται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων, εκτός εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η παροχή ειδοποίησης θα υποβοηθήσει στο ερευνητικό έργο.
(5) Η επιχείρηση στην οποία διενεργείται ο έλεγχος δύναται να συμβουλευθεί το νομικό της σύμβουλο κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η παρουσία όμως αυτού δε συνιστά προϋπόθεση για το έγκυρο του ελέγχου και/ ή υπεράσπιση για την πλημμελή ή μη συμμόρφωση στην εντολή της Επιτροπής.
(6) Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή ζητά τη συνδρομή της Αστυνομίας προκειμένου να καταστεί ικανή να ασκήσει τις εξουσίες της κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
(7) Οι πληροφορίες που λαμβάνει η Επιτροπή κατά την άσκηση της κατά το παρόν άρθρο εξουσίας δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο επιτρέπεται ο έλεγχος, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αυτό επιβάλλεται για την εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον ανταγωνισμό.
(8) Κάθε επιχείρηση, η οποία υπόκειται σε έλεγχο δυνάμει του παρόντος άρθρου, και κάθε πρόσωπο στο οποίο υποβάλλονται ερωτήσεις ή από το οποίο ζητούνται διευκρινίσεις δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) έχει έκαστος υποχρέωση να παρέχει στον αρμόδιο λειτουργό, εφόσον ο τελευταίος εύλογα το απαιτεί -
(α) οποιαδήποτε διευκόλυνση,
(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και/ή
(γ) οποιαδήποτε δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχει στον αρμόδιο λειτουργό.
(9) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο-
(α) στο οποίο το εδάφιο (8) επιβάλλει υποχρέωση και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοια υποχρέωση, ή/και
(β) το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που αποτελεί αντικείμενο ελέγχου δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή παρέχει στην Επιτροπή ή σε αρμόδιο λειτουργό της ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει στην Επιτροπή ή σε αρμόδιο λειτουργό της πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που ζητείται κατά την άσκηση εξουσιών τις οποίες χορηγεί ο παρών Νόμος,
και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(10) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (9)-
(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του εδαφίου (8), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·
(β) αναφορικά με την παροχή ψευδών, ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή άλλων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε τις εν λόγω πληροφορίες και στοιχεία με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει το ελάττωμα των εν λόγω πληροφοριών και στοιχείων.
44.-(1) Η Επιτροπή δύναται να διενεργεί έλεγχο σε κατοικία και σε οποιοδήποτε άλλο χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο άλλο από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 43, μόνο κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος.
(2) Η Επιτροπή δύναται να υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση εντάλματος, με το οποίο να επιτρέπεται η διενέργεια ελέγχου εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι εκεί φυλάσσονται στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 43 ή άλλα στοιχεία που συνδέονται με τη διερεύνηση της υπόθεσης.
(3) Το Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα που επιτρέπει στην Επιτροπή να ασκεί, τηρουμένων των αναλογιών, τις εξουσίες που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 43, κατά τη διενέργεια ελέγχου σε κατοικίες και σε οποιοδήποτε άλλο χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο. το ως άνω ένταλμα εκδίδεται εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι η αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) δικαιολογείται από τα γεγονότα.
(4) Η διαδικασία υποβολής και εκδίκασης της αίτησης διέπεται από διαδικαστικό κανονισμό τον οποίο εκδίδει το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά μέχρις ότου εκδοθεί τέτοιος κανονισμός, η αίτηση πρέπει να υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση εξουσιοδοτημένου λειτουργού.
(5) Κάθε ένταλμα ελέγχου φέρει την υπογραφή του Δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα έκδοσής του, καθώς και βεβαίωση του Δικαστή ότι έχει εύλογα ικανοποιηθεί για την ανάγκη έκδοσης του εν λόγω εντάλματος.
(6) Τα εδάφια (2), (4), (5), (6), (7) και (8) του άρθρου 43 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στις περιπτώσεις ελέγχου του παρόντος άρθρου.
(7) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με το δικαστικό ένταλμα που αναφέρεται στο εδάφιο (3), διαπράττεται ποινικό αδίκημα κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (9) και (10) του άρθρου 43.
45. Η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει οποτεδήποτε απόφασή της που λήφθηκε αναφορικά με τη συμβατότητα οποιασδήποτε συγκέντρωσης με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά ή δύναται να τροποποιήσει τους όρους της απόφασης, αν διαπιστώσει-
(α) ότι δόθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή ότι αναγκαίες πληροφορίες αναφορικά με τη συγκέντρωση αυτή απεκρύφθησαν από τον αποστολέα της κοινοποίησης ή οποιοδήποτε άλλο συμμετέχοντα της συγκέντρωσης ή από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ή
(β) ότι οποιοσδήποτε όρος που επιβλήθηκε στους συμμετέχοντες της συγκέντρωσης από την εν λόγω απόφαση δεν έχει τηρηθεί ή έπαυσε να τηρείται.
46.-(1) Η Επιτροπή δύναται έπειτα από διεξαγωγή δέουσας έρευνας και υποβολή σχετικής έκθεσης της Υπηρεσίας, να διατάξει τη διάλυση ή μερική διάλυση συγκέντρωσης, προκειμένου να εξασφαλίσει την αποκατάσταση της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά, όταν:
(α) Ασκήσει τις εξουσίες που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 45 και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 39, ή
(β) διαπιστώσει ότι μια συγκέντρωση έχει πραγματοποιηθεί κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 10 υποχρέωσής της προς κοινοποίηση ή κατά παράβαση του εδαφίου (1) του άρθρου 11.
(2) Η διάλυση ή η μερική διάλυση συγκέντρωσης επιτυγχάνεται -
(α) με την αποστέρηση οποιωνδήποτε συμμετοχών, μετοχών ή στοιχείων του ενεργητικού ή δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν από οποιοδήποτε μετείχε στη συγκέντρωση, ή
(β) με την ακύρωση οποιωνδήποτε συμβολαίων, τα οποία δημιούργησαν τις συνθήκες της συγκέντρωσης ή προέκυψαν από αυτή, ή
(γ) με συνδυασμό των τρόπων που περιγράφονται στις παραγράφους (α) και (β) ανωτέρω ή με άλλους τρόπους που κρίνονται αναγκαίοι από την Επιτροπή.
(3) Κανονισμοί εκδιδόμενοι δυνάμει του άρθρου 55 δύνανται να ρυθμίζουν ειδικότερα τους τρόπους και τις προϋποθέσεις διάλυσης ή μερικής διάλυσης συγκέντρωσης επιχειρήσεων.
(4) Οποιαδήποτε μέτρα επιβάλλονται από την Επιτροπή δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν πρέπει να είναι πέραν των ευλόγως αναγκαίων για την αποκατάσταση της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά.
(5) Όταν επιβάλλονται οποιαδήποτε μέτρα δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή ορίζει λογική χρονική περίοδο εντός της οποίας τα μέτρα αυτά πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή από τις συμμετέχ ουσες επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την έκταση των σχετικών μέτρων.
(6) Όταν η Επιτροπή διατάσσει τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Υπηρεσία πάραυτα ειδοποιεί γραπτώς τους συμμετέχοντες στη συγκέντρωση και οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο και λαμβάνει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για διασφάλιση συμμόρφωσης προς αυτά.
47. Σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης εντός της καθορισθείσας προθεσμίας με τους όρους ειδοποίησης που επιδίδεται σύμφωνα με τα εδάφια (1), (2) και (3) του άρθρου 46, η Υπηρεσία οφείλει το συντομότερο δυνατό, να πληροφορήσει την Επιτροπή, η οποία αμέσως, προχωρεί δυνάμει του άρθρου 34 και επιβάλλει τέτοιες κυρώσεις, όπως προνοείται στο άρθρο 40.
48.-(1) Ο Πρόεδρος, τα μέλη και τα αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής, οι λειτουργοί της Υπηρεσίας, άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, άλλα πρόσωπα που απασχολούνται από την Επιτροπή που λαμβάνουν γνώση, ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, επιχειρηματικών απορρήτων και πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως, έχουν υποχρέωση προς εχεμύθεια και οφείλουν να μην κοινοποιούν και/ή δημοσιοποιούν αυτές, εκτός κατά την έκταση όπου επιβάλλεται-
(α) για να αποδειχθεί οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου,
(β) προς εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Την αναφερόμενη στην παράγραφο (1) υποχρέωση προς εχεμύθεια έχει και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των πληροφοριών αυτών κατ’ εφαρμογή του παρόντος Νόμου κατά τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο διαδικασίες.
(3) Παράβαση της κατά το άρθρο αυτό υποχρέωσης προς εχεμύθεια συνιστά προκειμένου περί δημόσιων υπαλλήλων, πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τις οικείες πειθαρχικές διατάξεις.
(4) Καμία διάταξη του παρόντος Νόμου δεν εμποδίζει την κοινοποίηση και/ή δημοσιοποίηση πληροφοριών για σκοπούς εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον ανταγωνισμό.
(5) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει τη δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου υποχρέωση εχεμύθειας διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μηνών ή με χρηματική ποινή μέχρι χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
49. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, ο Πρόεδρος, τα μέλη και τα αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής, οι λειτουργοί της Υπηρεσίας και τα πρόσωπα που απασχολούνται από την Επιτροπή, δεν υπέχουν ευθύνη για οτιδήποτε έγινε ή παραλείφθηκε ή λέχθηκε, ή για οποιαδήποτε γνώμη την οποία εξέφρασαν ή έκθεση ή άλλο έγγραφο που ετοίμασαν, κατά την καλόπιστη εκπλήρωση των καθηκόντων, των αρμοδιοτήτων ή εξουσιών τους δυνάμει του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
50. Σε περιπτώσεις που συγκεκριμένη συγκέντρωση εξετάζεται παράλληλα από άλλη Αρχή Ανταγωνισμού κράτους μέλους τότε οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις δύνανται να υποβάλουν με την κοινοποίηση δήλωση εκούσιας αποποίησης δικαιώματος εμπιστευτικότητας για σκοπούς παροχής εμπιστευτικών πληροφοριών ή/και επιχειρηματικών απόρρητων ως το Παράρτημα V.
51.-(1) Η Υπηρεσία έχει την ευθύνη της τήρησης Μητρώου Συγκεντρώσεων, στο οποίο καταχωρούνται όλες οι κοινοποιηθείσες πράξεις.
(2) Η Υπηρεσία έχει την ευθύνη προς τήρηση Μητρώου Αποφάσεων, στο οποίο καταχωρούνται:
(α) Οι αποφάσεις της Επιτροπής επί θεμάτων αναγομένων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και
(β) οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου επί των αυτών θεμάτων.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 48, τα μητρώα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) είναι δημόσια.
52. Η Επιτροπή καταρτίζει και υποβάλλει στον Υπουργό και στη Βουλή των Αντιπροσώπων ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων.
53. Εάν στα πλαίσια της ακυρωτικής του δικαιοδοσίας δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώσει εν όλω ή εν μέρει απόφαση της Επιτροπής που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου ή γραπτή δήλωση του Υπουργού που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου ή Διάταγμα του Υπουργού ή του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου, οι προθεσμίες που ορίζονται στον παρόντα Νόμο ισχύουν εκ νέου από την ημέρα απαγγελίας της αποφάσεως, αλλά διακόπτονται αν ασκηθεί αναθεωρητική έφεση πριν από τη λήξη τους και σε περίπτωση απορρίψεως της εφέσεως ή της κατ΄ έφεσιν αποφάσεως που δε συνεπάγεται ολοσχερή άρση της ακυρώσεως, ισχύουν εκ νέου από την ημέρα απαγγελίας της αποφάσεως επί της αναθεωρητικής εφέσεως.
54. Η Επιτροπή συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με τις Αρχές Ανταγωνισμού κρατών μελών για ζητήματα που άπτονται του ελέγχου συγκεντρώσεων επιχειρήσεων.
55.(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να εκδίδει Κανονισμούς που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Οι Κανονισμοί εκδίδονται αφού προηγουμένως δοθεί η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής.
56. Ο Υπουργός δύναται με Διάταγμά του, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να τροποποιεί ή αντικαθιστά τα Παραρτήματα του παρόντος Νόμου, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής.
57. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, καταργούνται οι περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμοι του 1999 έως 2000.
58.-(1) Τα Διατάγματα και οι Κανονισμοί που εκδόθηκαν δυνάμει των περί του Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμων του 1999 έως 2000, εκτός εάν δεν συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, συνεχίζουν να ισχύουν ως εάν να είχαν εκδοθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου τροποποιηθούν ή καταργηθούν.
(2) Σε περίπτωση που νόμος άλλος από τον παρόντα ή κανονιστική διοικητική πράξη ή ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται στους περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμους του 1999 έως 2000, η εν λόγω αναφορά θεωρείται ως αναφορά στον παρόντα Νόμο, τηρουμένων των αναλογιών.
(3) Η διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων και εξέτασης κοινοποιήσεων οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής στη βάση των περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμων του 1999 έως 2000, θεωρείται εκκρεμούσα ενώπιον της Επιτροπής με βάση τις διατάξεις των περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμων του 1999 έως 2000.
(Άρθρο 2)
ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Οι σχετικές αγορές προϊόντων και οι σχετικές γεωγραφικές αγορές αποτελούν το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να γίνει η εκτίμηση της ισχύος που θα έχουν οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις. Οι υπόχρεοι προς κοινοποίηση παρέχουν τα απαραίτητα στοιχεία με βάση τους ακόλουθους ορισμούς:
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
1.(α) Η σχετική αγορά προϊόντων περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων και/ή υπηρεσιών που θεωρούνται από τον καταναλωτή εναλλάξιμα ή δυνάμενα να υποκατασταθούν μεταξύ τους, λόγω των χαρακτηριστικών τους, των τιμών τους και της χρήσης για την οποία προορίζονται.
(β) Η σχετική αγορά προϊόντων μπορεί, σε μερικές περιπτώσεις, να αποτελείται από ορισμένα μεμονωμένα προϊόντα και/ή υπηρεσίες που παρουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυπα φυσικά ή τεχνικά χαρακτηριστικά και είναι εναλλάξιμα μεταξύ τους.
(γ) Μεταξύ των παραγόντων που επιτρέπουν τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ανάλυση των λόγων για τους οποίους στις αγορές αυτές περιλαμβάνονται ορισμένα προϊόντα ή υπηρεσίες, ενώ αποκλείονται άλλα με βάση τον ανωτέρω ορισμό και λαμβάνοντας υπόψη, για παράδειγμα, τη δυνατότητα υποκατάστασης προϊόντων και υπηρεσιών, τις τιμές, τη σταυροειδή ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή ή άλλους σχετικούς παράγοντες (για παράδειγμα, δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της προσφοράς σε κατάλληλες περιπτώσεις).
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ
2.(α) Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή στην οποία προσφέρονται και ζητούνται τα σχετικά προϊόντα ή οι υπηρεσίες από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, όπου επικρατούν αρκετά ομοιογενείς συνθήκες ανταγωνισμού και η οποία μπορεί να διακριθεί από τις γειτονικές γεωγραφικές περιοχές, ιδίως λόγω των αισθητά διαφορετικών συνθηκών ανταγωνισμού που επικρατούν σε αυτές.
(β) Μεταξύ των παραγόντων που επιτρέπουν τον προσδιορισμό της σχετικής γεωγραφικής αγοράς είναι, ενδεικτικά, η φύση και τα χαρακτηριστικά των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών, η ύπαρξη φραγμών κατά την είσοδο στην αγορά, οι προτιμήσεις των καταναλωτών, οι αισθητές διαφορές στα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων μεταξύ γειτονικών γεωγραφικών περιοχών και οι αισθητές διαφορές ως προς τις τιμές.
ΕΠΗΡΕΑΖΟΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ
3. Επηρεαζόμενες αγορές είναι όλες οι σχετικές αγορές προϊόντων και οι γεωγραφικές αγορές και οι ευλογοφανείς εναλλακτικές σχετικές αγορές προϊόντων και οι γεωγραφικές αγορές, στο έδαφος της Δημοκρατία, όπου:
(α) Δύο ή περισσότερες από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες στην ίδια σχετική αγορά (οριζόντια σχέση), η δε συγκέντρωση οδηγεί σε συνδυασμένο μερίδιο αγοράς δεκαπέντε επί τοις εκατό (15%) και άνω∙ ή
(β) οποιαδήποτε από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις ασχολείται με επιχειρηματικές δραστηριότητες σε σχετική αγορά προηγούμενου ή επόμενου σταδίου σχετικής αγοράς, στην οποία ασκεί δραστηριότητες οποιαδήποτε από τις άλλες συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις (κάθετη σχέση) και εφόσον οποιοδήποτε από τα ατομικά ή συνδυασμένα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων αυτών, σε οποιοδήποτε επίπεδο, ανέρχεται σε είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) ή περισσότερο, ανεξάρτητα από το εάν υφίσταται σχέση προμηθευτή/πελάτη μεταξύ των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων.
ΑΛΛΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ
4. Με βάση τους ορισμούς στις παραγράφους 1 και 2 ανωτέρω, εκτός από τις επηρεαζόμενες αγορές, η κοινοποιούμενη συγκέντρωση μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις και σε άλλες αγορές, όπως όταν:
(α) Οποιοδήποτε από τα μέρη που συμμετέχουν στη συγκέντρωση έχει μερίδιο αγοράς άνω του είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) και οποιοδήποτε άλλο συμμετέχον μέρος είναι δυνητικός ανταγωνιστής στην εν λόγω αγορά. Ένα μέρος μπορεί να θεωρηθεί δυνητικός ανταγωνιστής, ιδίως, εφόσον σχεδιάζει να εισέλθει στην αγορά ή έχει αναπτύξει ή επιδιώξει τέτοια σχέδια κατά τα τρία τελευταία χρόνια·
(β) οποιοδήποτε από τα μέρη που συμμετέχουν στη συγκέντρωση έχει μερίδιο αγοράς άνω του είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25 %) και οποιοδήποτε άλλο συμμετέχον μέρος διαθέτει σημαντικά δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας για την εν λόγω αγορά·
(γ) οποιοδήποτε από τα μέρη που συμμετέχουν στη συγκέντρωση δραστηριοποιούνται σε γειτονική αγορά προϊόντων που συνδέεται στενά με αγορά προϊόντων, η οποία είναι γειτονική αγορά που συνδέεται στενά με αγορά προϊόντων στην οποία δραστηριοποιείται οποιοδήποτε άλλο μέρος της συγκέντρωσης, και τα ατομικά ή συνδυασμένα μερίδια αγοράς των μερών σε οποιαδήποτε από τις αγορές αυτές είναι τουλάχιστον είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%). Οι αγορές προϊόντων είναι στενά συνδεόμενες γειτονικές αγορές, εφόσον τα προϊόντα είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους ή όταν ανήκουν σε φάσμα προϊόντων που αγοράζονται κατά κανόνα από την ίδια ομάδα πελατών για την ίδια τελική χρήση.
[Άρθρα 3(3), 19(1)(β), 40(1)(α)(δ)(ε)]
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΥΚΛΟΥ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
1.(α) Ο συνολικός κύκλος εργασιών που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3 περιλαμβάνει τα ποσά που απορρέουν από την πώληση προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του τελευταίου οικονομικού έτους και αντιστοιχούν στις συνήθεις δραστηριότητές τους, αφού αφαιρεθούν οι εκπτώσεις επί των πωλήσεων, ο φόρος προστιθέμενης αξίας και άλλοι φόροι που συνδέονται άμεσα με τον κύκλο εργασιών.
(β) Στο συνολικό κύκλο εργασιών μιας συμμετέχουσας επιχείρησης δεν περιλαμβάνονται εσωτερικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ επιχειρήσεων, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος Παραρτήματος.
2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος Παραρτήματος, όταν η συγκέντρωση πραγματοποιείται με την απόκτηση τμημάτων μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων, ασχέτως αν αυτά τα τμήματα έχουν ή όχι νομική προσωπικότητα, υπολογίζεται για τον ή τους εκχωρούντες μόνο ο κύκλος εργασιών που αφορά τα εκχωρούμενα τμήματα.
3. Αντί του πραγματικού κύκλου εργασιών, ως κύκλος εργασιών:
(α) Αναφορικά με τράπεζα ή άλλο πιστωτικό οργανισμό, θεωρείται το ένα δέκατο του ισολογισμού του τελευταίου οικονομικού έτους,
(β) αναφορικά με ασφαλιστική εταιρεία, θεωρείται η αξία των κατά το τελευταίο οικονομικό έτος ακαθάριστων ασφαλίστρων, που περιλαμβάνουν όλα τα εισπραχθέντα και προς είσπραξη ποσά δυνάμει των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που έχουν συναφθεί από αυτή ή για λογαριασμό της, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλίστρων που έχουν εκχωρηθεί σε αντασφαλιστές και μετά την έκπτωση των φόρων και τελών που εισπράττονται βάσει του ποσού των ασφαλίστρων ή του συνολικού μεγέθους του ποσού αυτού.
4. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του παρόντος Παραρτήματος, ο κύκλος εργασιών μιας συμμετέχουσας επιχειρήσεως, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου, προκύπτει από το άθροισμα του κύκλου εργασιών των ακόλουθων επιχειρήσεων:
(α) Των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων,
(β) επιχειρήσεων, στις οποίες οι συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις διαθέτουν, άμεσα ή έμμεσα-
(i) περισσότερο από το ήμισυ του κεφαλαίου ή του κεφαλαίου εκμετάλλευσης, ή
(ii) περισσότερο από το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου, ή
(iii) την εξουσία να διορίζουν περισσότερο από το ήμισυ των μελών του εποπτικού ή διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων που εκπροσωπούν κατά νόμο τις επιχειρήσεις αυτές, ή
(iv) το δικαίωμα να διαχειρίζονται τις υποθέσεις των επιχειρήσεων αυτών,
(γ) των επιχειρήσεων που διαθέτουν σε μια συμμετέχουσα επιχείρηση τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (β) της παρούσας παραγράφου,
(δ) των επιχειρήσεων στις οποίες μια επιχείρηση αναφερόμενη στην υποπαράγραφο (γ) της παρούσας παραγράφου διαθέτει τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (β) της παρούσας παραγράφου,
(ε) των επιχειρήσεων στις οποίες δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (α) έως και (δ) της παρούσας παραγράφου διαθέτουν από κοινού τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρει η υποπαράγραφος (β) της παρούσας παραγράφου.
5. Όταν επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη συγκέντρωση διαθέτουν από κοινού δικαιώματα ή εξουσίες που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου 4, κατά τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων κατά την έννοια του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου πρέπει -
(α) να μη λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών μεταξύ της κοινής επιχείρησης και καθεμιάς από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή κάθε άλλης επιχείρησης συνδεδεμένης με μια από αυτές κατά την έννοια των υποπαραγράφων (β) έως και (ε) της παραγράφου 4 του παρόντος Παραρτήματος,
(β) να λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών μεταξύ της κοινής επιχείρησης και κάθε τρίτης επιχείρησης. Ο εν λόγω κύκλος εργασιών καταλογίζεται εξίσου στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις.
6. Τα χρηματοοικονομικά στοιχεία που ζητούνται στο έντυπο κοινοποίησης εκφράζονται σε ευρώ και με βάση τις μέσες συναλλαγματικές ισοτιμίες των ετών ή άλλων περιόδων αναφοράς.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ
[Άρθρα 12(1) και (2), 14, 15, 17, 23(2)(α), 27(2)(α), 29(1)(α)]
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
1. Υπόχρεος προς κοινοποίηση
(α) Ο υπόχρεος προς κοινοποίηση αναφέρει για κάθε συμμετέχουσα στη συγκέντρωση επιχείρηση -
(i) την επωνυμία και διεύθυνση της επιχείρησης,
(ii) τη φύση της εμπορικής δραστηριότητας με την οποία ασχολείται η επιχείρηση,
(iii) το όνομα, τη διεύθυνση, τον αριθμό τηλεφώνου και τον αριθμό τηλεομοιότυπου (τέλεφαξ) του προσώπου με το οποίο οποιοσδήποτε μπορεί να επικοινωνήσει με την επιχείρηση αυτή και τη θέση που κατέχει το εν λόγω πρόσωπο σε αυτήν.
(β) Όταν ένας ή περισσότεροι εκπρόσωποι (είτε είναι εκείνοι που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α)(iii) ανωτέρω είτε άλλα πρόσωπα) έχουν εξουσιοδοτηθεί να υπογράψουν την κοινοποίηση εκ μέρους μίας ή περισσότερων από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, η κοινοποίηση πρέπει να συνοδεύεται από σχετική περί τούτου απόδειξη και καθένας από τους εκπροσώπους θα προσδιορίζεται με το όνομα, τη διεύθυνση, τον αριθμό τηλεφώνου, τον αριθμό τηλεομοιότυπου (τέλεφαξ) και τον αριθμό διαβατηρίου ή δελτίου ταυτότητας ως ακολούθως:
ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ
«Ο υποφαινόμενος [Ονοματεπώνυμο], πολίτης του/της [Κράτος], με Αριθμό Διαβατηρίου [αριθμός] ή με Αριθμό Δελτίου Ταυτότητας [αριθμός], εκ μέρους του/της [όνομα υπόχρεου νομικού ή φυσικού προσώπου προς κοινοποίηση], εξουσιοδοτώ τον/την [ονοματεπώνυμο], πολίτη του/της [Κράτος], με Αριθμό Διαβατηρίου [αριθμός] ή με Αριθμό Δελτίου Ταυτότητας [αριθμός], διεύθυνση [διεύθυνση], αριθμό τηλεφώνου [αριθμός τηλεφώνου], και αριθμό τηλεομοιοτύπου [αριθμός τηλεομ.], όπως:
1 Προβεί και υπογράψει την Τελική Δήλωση της Κοινοποίησης Συγκέντρωσης [αναγραφή του Τίτλου της Κοινοποίησης Συγκέντρωσης], σύμφωνα με το Άρθρο 14 και το Παράρτημα ΙΙΙ του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου.
2 Το πρόσωπο επικοινωνίας με την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφορικά με την ως άνω Κοινοποίηση Συγκέντρωσης, είναι ο [όνομα υπόχρεου προσώπου προς κοινοποίηση].
[Τόπος υπογραφής], [Ημερομηνία]
(Υπογραφή) ………………...…….
[Όνομα και θέση του υπογράφοντος αναφορικά με το υπόχρεο πρόσωπο προς κοινοποίηση]»
2. Δικαιολογητικά Έγγραφα
(α) Η συμπληρωμένη κοινοποίηση πρέπει να συνοδεύεται από τα ακόλουθα:
(i) Αντίγραφα όλων των τελικών ή πιο πρόσφατων εγγράφων που προκάλεσαν τη συγκέντρωση, είτε κατόπιν συμφωνίας είτε κατόπιν δημόσιας ανακοίνωσης της πρόθεσης ή οριστική απόφαση πρότασης εξαγοράς,
(ii) στην περίπτωση οριστικής απόφασης προς διενέργεια δημόσιας πρότασης εξαγοράς, αντίγραφο της δημόσιας ανακοίνωσης και του εγγράφου προσφοράς, εάν αυτό υπάρχει, και στην περίπτωση πρόθεσης για δημόσια προσφορά εξαγοράς, αντίγραφο της δημόσιας ανακοίνωσης για την πρόθεση εξαγοράς. Αν τα έγγραφα δεν υπάρχουν κατά το χρόνο της κοινοποίησης, τότε αντίγραφα αυτών θα πρέπει να υποβληθούν το συντομότερο δυνατόν και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από το χρόνο ταχυδρόμησής τους προς εκείνους προς τους οποίους πρέπει να αποσταλούν,
(iii) αντίγραφα των πιο πρόσφατων ετήσιων εκθέσεων και εξελεγμένων οικονομικών καταστάσεων όλων των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση,
(iv) αντίγραφα εκθέσεων ή αναλύσεων που έχουν ετοιμαστεί για τους σκοπούς της συγκέντρωσης και από τις οποίες έχουν ληφθεί πληροφορίες για να εκπληρωθούν οι απαιτήσεις των παραγράφων 3 μέχρι 6 πιο κάτω,
(v) κατάλογο και σύντομη περιγραφή του περιεχομένου όλων των άλλων αναλύσεων, εκθέσεων, μελετών και επισκοπήσεων οι οποίες ετοιμάστηκαν από ή για οποιοδήποτε από τους υπόχρεους προς κοινοποίηση για το σκοπό εκτίμησης ή ανάλυσης της προτεινόμενης συγκέντρωσης αναφορικά με τις συνθήκες ανταγωνισμού, τους ανταγωνιστές (πραγματικούς και δυνητικούς) και τις συνθήκες αγοράς. Κάθε στοιχείο στον κατάλογο πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα και τη θέση που κατέχει ο συντάκτης του.
(β) Η κοινοποίηση υποβάλλεται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Τα συνοδευτικά έγγραφα δύνανται να υποβληθούν και στην αγγλική γλώσσα. Εάν έχουν γραφεί σε πρωτότυπη γλώσσα άλλη από τις γλώσσες αυτές, το έγγραφο υποβάλλεται τόσο στην πρωτότυπη γλώσσα όσο και σε μετάφραση σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Τα συνοδευτικά έγγραφα μπορούν, να υποβάλλονται στο πρωτότυπο ή σε αντίγραφα του πρωτότυπου. Στη δεύτερη περίπτωση, το κοινοποιούν μέρος βεβαιώνει ότι τα εν λόγω αντίγραφα είναι γνήσια και πλήρη.
(γ) Ο υπόχρεος προς κοινοποίηση οφείλει να υποβάλλει στα γραφεία της Επιτροπής τόσο σε έντυπη (δύο (2) αντίγραφα) όσο και σε ηλεκτρονική μορφή όλα τα έγγραφα της κοινοποίησης.
(δ) Το αντίγραφο της συμφωνίας που απαιτείται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, θα πρέπει να είναι χαρτοσημασμένο, εκτός εάν η συμφωνία έγινε σε χώρα όπου η εθνική νομοθεσία δεν απαιτεί τη χαρτοσήμανση συμφωνιών.
3 Λεπτομέρειες της συγκέντρωσης:
(α) Η φύση και η έκταση της συγκέντρωσης πρέπει να περιγράφεται συνοπτικά, περιλαμβανομένων λεπτομερειών για τα ακόλουθα:
(i) Ποιες από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 6 του Νόμου δημιούργησαν τις συνθήκες για τη συγκέντρωση,
(ii) κατά πόσο ολόκληρες ή μόνο τμήματα των επιχειρήσεων υπάγονται στη συγκέντρωση,
(iii) στην περίπτωση δημόσιας προσφοράς, εάν η προσφορά για τις μετοχές ενός μέρους από άλλο έχει την υποστήριξη του διοικητικού συμβουλίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του πρώτου μέρους.
(β) Επεξήγηση του σκοπού της συγκέντρωσης.
(γ) Να σημειωθεί κατά πόσο η συγκέντρωση έχει κοινοποιηθεί σε άλλες Αρχές Ανταγωνισμού των κρατών μελών. Αν ναι, σε ποιες, πότε και κατά πόσο έχει λάβει έγκριση.
(δ) Οι οικονομικές και διαρθρωτικές λεπτομέρειες της συγκέντρωσης πρέπει να περιγράφονται, περιλαμβανομένων-
(i) οποιασδήποτε οικονομικής ή άλλης υποστήριξης που λαμβάνεται από οποιαδήποτε πηγή (περιλαμβανομένων δημόσιων αρχών) από οποιοδήποτε των συμμετεχόντων στη συγκέντρωση,
(ii) της προτεινόμενης δομής ιδιοκτησίας και ελέγχου μετά την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης,
(iii) τα της προτεινόμενης ή αναμενόμενης ημερομηνίας εμφάνισης των ιδιαιτέρων συνθηκών που δημιουργούν τις συνθήκες συγκέντρωσης.
(ε) Ο υπόχρεος προς κοινοποίηση:
(i) Παρέχει λεπτομέρειες για κάθε επιχείρηση αναφορικά με τον κύκλο εργασιών στη Δημοκρατία και παγκόσμια, σύμφωνα με τις διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙ∙
(ii) παρέχει λεπτομέρειες για κάθε συμμετέχοντα στη συγκέντρωση αναφορικά με τα κέρδη πριν από την αφαίρεση φόρων και τον αριθμό των ατόμων που απασχολούνται στη Δημοκρατία και εκτός αυτής.
4 Σχέσεις ιδιοκτησίας και ελέγχου
Για κάθε συμμετέχοντα στη συγκέντρωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 πιο πάνω, πρέπει να δίδονται λεπτομέρειες για όλες τις επιχειρήσεις που σχετίζονται με αυτόν με οποιοδήποτε από τους τρόπους που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β) έως και (ε) της παραγράφου 4 του Παραρτήματος ΙΙ, αναφέροντας σε κάθε περίπτωση τη φύση της ελέγχουσας σχέσης και τους τρόπους με τους οποίους έχει αποκτηθεί. Εν τοιαύτη περιπτώσει, οι σχετικές επιχειρήσεις θα πρέπει να περιγράφονται ομαδικά από τώρα και στο εξής ως «συμπλέγματα επιχειρήσεων».
5 Προσωπικοί και οικονομικοί δεσμοί
Για κάθε σύμπλεγμα επιχειρήσεων πρέπει να δίνονται λεπτομέρειες για οποιεσδήποτε άλλες επιχειρήσεις που λειτουργούν στις επηρεαζόμενες αγορές (όπως ορίζονται στο Παράρτημα Ι):
(α) Στις οποίες το σύμπλεγμα κατέχει, είτε από μόνο του είτε μαζί με άλλα τέτοια συμπλέγματα, τουλάχιστο δέκα επί τοις εκατό (10%) των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου,
(β) οι οποίες έχουν ως μέλη των διοικητικών συμβουλίων τους τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων του συμπλέγματος αυτού, αναφέροντας σε κάθε περίπτωση τα ονόματα των ενδιαφερόμενων μελών.
6 Περιγραφή και ανάλυση όλων των σχετικών αγορών προϊόντων και σχετικών γεωγραφικών αγορών, καθώς επίσης όλων των ευλογοφανών εναλλακτικών ορισμών των σχετικών προϊόντων και γεωγραφικών αγορών που αφορούν την συγκέντρωση, με βάση τους ορισμούς του Παραρτήματος Ι.
7 Περιγραφή και ανάλυση των επηρεαζόμενων αγορών και άλλων αγορών στις οποίες ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις η κοινοποιούμενη συγκέντρωση, όπως ορίζονται στο Παράρτημα I.
Με βάση τους ορισμούς που δόθηκαν, για κάθε επηρεαζόμενη αγορά και για κάθε άλλη αγορά, στην οποία ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις η κοινοποιούμενη συγκέντρωση, ο υπόχρεος προς κοινοποίηση πρέπει να προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:
(α) Να αναφέρει ή να υπολογίζει όπου πρέπει-
(i) την αξία του κύκλου εργασιών στην αγορά και, όταν κρίνεται σκόπιμο, τον όγκο σε μονάδες παραγωγής (εξαιρουμένων των εξαγωγών αλλά περιλαμβανομένων των εισαγωγών). Να αναφέρεται η βάση και οι πηγές των υπολογισμών και όπου είναι διαθέσιμα, έγγραφα προς επιβεβαίωση αυτών των υπολογισμών,
(ii) την αναμενόμενη εξέλιξη της ζήτησης,
(iii) τον κύκλο εργασιών κάθε συμπλέγματος επιχειρήσεων,
(iv) το μερίδιο αγοράς καθενός από τους ανταγωνιστές της και το όνομα, τη διεύθυνση, τους αριθμούς τηλεφώνου και τέλεφαξ του καθενός από αυτούς τους ανταγωνιστές (όπου είναι γνωστά),
(v) στη βάση της υποπαραγράφου (iv), κατά προσέγγιση, το δείκτη ΗΗΙ προ και κατόπιν της συγκέντρωσης καθώς και τη διαφορά μεταξύ των δύο (Δέλτα) και το ποσοστό των μεριδίων αγοράς που χρησιμοποιούνται ως βάση για τον υπολογισμό του ΗΗΙ,
(vi) την αξία των εισαγωγών στην αγορά αυτή και την προέλευσή τους, περιλαμβανομένης της αναλογίας των εισαγωγών αυτών η οποία πραγματοποιείται από τα συμπλέγματα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (iii),
(vii) τους δασμολογικούς και μη δασμολογικούς φραγμούς στις εισαγωγές,
(viii) τη σημασία των οικονομιών κλίμακας για την παραγωγή ή διανομή προϊόντων στις επηρεαζόμενες αγορές,
(ix) τον τρόπο με τον οποίο η σχεδιαζόμενη συγκέντρωση ενδέχεται να επηρεάσει τα συμφέροντα των ενδιάμεσων και τελικών καταναλωτών.
(β) (i) Να αναφέρει κατά πόσο υπήρξε οποιαδήποτε σημαντική είσοδος επιχείρησης στην αγορά τα τελευταία πέντε (5) χρόνια και κατά πόσο οποιαδήποτε τέτοια είσοδος είναι πιθανή τα επόμενα πέντε (5) χρόνια,
(ii) να περιγράφει τους παράγοντες που επηρεάζουν την είσοδο στην αγορά, λαμβάνοντας υπόψη-
το κόστος εισόδου πάνω σε βιώσιμη κλίμακα παραγωγής,
την ανάγκη κυβερνητικής εξουσιοδότησης ή συμμόρφωσης προς καθορισμένα νομικά ή θεσμικά πρότυπα ή ελέγχους,
τη πρόσβαση σε πρώτες ύλες,
την ύπαρξη και σπουδαιότητα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή συμφωνιών τεχνογνωσίας στην αγορά.
(γ) Να περιγράφει τη σπουδαιότητα της έρευνας και ανάπτυξης στο βαθμό που επηρεάζουν την ικανότητα της επιχείρησης που λειτουργεί στην αγορά να ανταγωνίζεται μακροπρόθεσμα και να εξηγεί τη φύση της έρευνας και ανάπτυξης της αγοράς που διεξάγονται από συμπλέγματα επιχειρήσεων, και-
(i) να υπολογίζει τη δαπάνη της έρευνας και ανάπτυξης ως ποσοστό του κύκλου εργασιών,
(ii) να περιγράφει τις κύριες καινοτομίες που προέκυψαν από την έρευνα και ανάπτυξη κατά τα τελευταία πέντε (5) χρόνια και να αναφέρει τις επιχειρήσεις που επέφεραν τις καινοτομίες αυτές στην αγορά, και
(iii) να περιγραφεί την έκταση κατά την οποία τα συμπλέγματα επιχειρήσεων ή οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται σε αυτά, είναι δικαιοπάροχοι ή κάτοχοι αδειών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή μετέχουν σε συμφωνίες τεχνογνωσίας που επηρεάζουν την αγορά.
(δ) Να εξηγεί τα συστήματα διανομής και τα δίκτυα υπηρεσιών που υπάρχουν στην αγορά, αναφέροντας ιδιαίτερα οποιεσδήποτε επιχειρήσεις που αποτελούν μέρος των συμπλεγμάτων επιχειρήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) πιο πάνω και οι οποίες προσφέρουν υπηρεσίες διανομής ή συντήρησης σε σημαντικό βαθμό,
(ε)(i) Να περιγράφει τη δομή της προσφοράς και της ζήτησης αναφέροντας ιδιαίτερα-
οποιεσδήποτε χαρακτηριστικά ευπροσδιόριστες κατηγορίες προμηθευτή ή πελάτη, και
το βαθμό στον οποίο δημόσιες αρχές, κυβερνητικές υπηρεσίες ή κρατικές επιχειρήσεις είναι προμηθευτές ή πελάτες,
(ii) να παρέχει λεπτομέρειες των πέντε (5) μεγαλύτερων προμηθευτών των μερών της συγκέντρωσης και των ατομικών μεριδίων τους, όσον αφορά τις προμήθειες που αγοράζονται από τα μέρη αυτά,
(iii) να παρέχει λεπτομέρειες των πέντε (5) μεγαλύτερων πελατών των μερών της συγκέντρωσης και των ατομικών μεριδίων τους όσον αφορά τις πωλήσεις των μερών της συγκέντρωσης προς τους πελάτες αυτούς.
(στ) Να καταγράφει τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τον αριθμό τηλεφώνου και τηλεομοιότυπου (τέλεφαξ) των κύριων εμπορικών συνδέσμων στην αγορά.
8 Κοινή επιχείρηση:
(α) Σε περίπτωση που η κοινοποιηθείσα πράξη εμπίπτει στο πλαίσιο της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου να απαντηθεί κατά ποσό δύο ή περισσότερες μητρικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να ασκούν σε σημαντικό βαθμό δραστηριότητες στην ίδια αγορά με την κοινή επιχείρηση ή σε αγορά των προηγούμενων ή επόμενων σταδίων σε σχέση μ’ αυτήν της κοινής επιχείρησης ή σε γειτονική αγορά που συνδέεται στενά με την αγορά αυτή.
Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, να αναφερθεί για καθεμία από τις εν λόγω αγορές:
(i) Ο κύκλος εργασιών κάθε μητρικής επιχείρησης κατά το προηγούμενο έτος,
(ii) η οικονομική σημασία των δραστηριοτήτων της κοινής επιχείρησης σε σχέση μ’ αυτόν τον κύκλο εργασιών,
(iii) το μερίδιο αγοράς κάθε μητρικής επιχείρησης.
Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης αυτή να αιτιολογηθεί.
(β) Αν η απάντηση στην υποπαράγραφο (α) είναι καταφατική να αιτιολογηθεί γιατί η δημιουργία της κοινής επιχείρησης δεν συνεπάγεται συντονισμό μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων που περιορίζει των ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 3 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(γ) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των υποπαραγράφων (α) και (β) και για να είναι η Επιτροπή σε θέση να προβεί σε ολοκληρωμένη αξιολόγηση της υπόθεσης, να επεξηγηθεί γιατί πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 4 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
9 Εμπιστευτικότητα
Όταν οποιαδήποτε από τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην κοινοποίηση θεωρείται εμπιστευτική ή επιχειρηματικό απόρρητο από τις συμμετέχουσες στη συγκέντρωση επιχειρήσεις, καθώς η αποκάλυψή της θα οδηγήσει σε βλάβη των συμμετεχουσών στη συγκέντρωση επιχειρήσεων, αυτή πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς ως εμπιστευτική ή ως επιχειρηματικό απόρρητο και να αναφέρονται οι λόγοι που δεν πρέπει να δημοσιευτεί ή να κοινολογηθεί. Τέτοια πληροφορία δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να υποβάλλεται σε ξεχωριστό φάκελο και να γίνεται η δέουσα αναφορά σε αυτήν μέσα στο κείμενο της κοινοποίησης.
10 Τελική δήλωση
Όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου 1 του παρόντος Παραρτήματος πρέπει να συνοδεύουν την κοινοποίηση με ενυπόγραφη δήλωσή τους, στην οποία να βεβαιώνουν ότι όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αυτή είναι σωστές εξ όσων κάλλιον γνωρίζουν και πιστεύουν, ότι όλες οι εκτιμήσεις είναι οι καλύτερες που μπορούν να δοθούν και να εξακριβωθούν, ότι όλες οι απόψεις που εκφράζονται είναι ειλικρινείς και ότι είναι ενήμερα για τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 40 του παρόντος Νόμου.
11. Τέλη Κοινοποίησης
(α) Η κοινοποίηση θα γίνεται αποδεχτή υπό την προϋπόθεση της καταβολής τέλους ύψους χιλίων (1,000) ευρώ.
(β) Η διαδικασία πλήρους διερεύνησης αρχίζει άμα την καταβολή στην Επιτροπή τέλους ύψους έξι χιλιάδων (6,000) ευρώ.
[Άρθρο 25(β)]
ΕΝΤΥΠΟ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΣΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 25(β)
1. Εισαγωγή
Το παρόν έντυπο καθορίζει τις πληροφορίες και τα έγγραφα που πρέπει ταυτόχρονα να υποβάλλονται από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις όταν αυτές προσφέρονται να αναλάβουν δεσμεύσεις βάσει της παραγράφου (β) του άρθρου 25 του Νόμου.
2. Περιγραφή της δέσμευσης
(α) Αναφέρατε λεπτομερή στοιχεία σχετικά με:
(i) Το αντικείμενο των αναλαμβανόμενων δεσμεύσεων, και
(ii) τους όρους εφαρμογής τους.
(β) Στις περιπτώσεις που οι αναλαμβανόμενες δεσμεύσεις συνίστανται στην πώληση επιχειρηματικής δραστηριότητας, στην παράγραφο 5 του παρόντος Παραρτήματος καθορίζονται οι απαιτούμενες ειδικές πληροφορίες.
3. Καταλληλότητα για την άρση των επιφυλάξεων ως προς τον ανταγωνισμό
Αναφέρατε στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν την καταλληλότητα των αναλαμβανόμενων δεσμεύσεων για την άρση των σημαντικών εμποδίων στην άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, τα οποία εντόπισε η Επιτροπή.
4. Περίληψη δεσμεύσεων
Συντάξτε μη εμπιστευτική περίληψη της φύσης και τους εύρους των αναλαμβανόμενων δεσμεύσεων, καθώς και τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψη σας, είναι κατάλληλες για την άρση τυχόν σημαντικών εμποδίων στην άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Η Επιτροπή δύναται να κάνει χρήση της περίληψης αυτής προκειμένου να ελέγξει από κοινού με τρίτους την καταλληλότητα των δεσμεύσεων για την αγορά.
5. Πληροφορίες σχετικά με επιχειρηματική δραστηριότητα που πρόκειται να πωληθεί
Στις περιπτώσεις που οι αναλαμβανόμενες δεσμεύσεις συνίστανται στην πώληση επιχειρηματικής δραστηριότητας, παρακαλείστε να παράσχετε τις ακόλουθες πληροφορίες και έγγραφα:
(1) Γενικές πληροφορίες σχετικά με την επιχειρηματική δραστηριότητα που πρόκειται να πωληθεί.
Απαιτούνται οι ακόλουθες πληροφορίες όσον αναφορά την τρέχουσα κατάσταση της επιχειρηματικές δραστηριότητας που πρόκειται να πωληθεί, καθώς και τις αλλαγές που ήδη προβλέπονται για το μέλλον:
(α) Περιγραφή, σε γενικές γραμμές, της επιχειρηματικής δραστηριότητας που πρόκειται να πωληθεί, περιλαμβάνοντας όλες τις οντότητες που ανήκουν σε αυτήν, τον επίσημο τόπο λειτουργίας τους και τον τόπο στον οποίο εδρεύουν οι διοικήσεις τους, άλλες τοποθεσίες παραγωγής ή παροχής υπηρεσιών, τη γενική οργανωτική δομή και κάθε άλλη σχετική πληροφορία, συναφή με τη διοικητική δομή της προς πώληση δραστηριότητας.
(β) Αναφορά και περιγραφή τυχόν νομικών εμποδίων όσον αφορά στη μεταβίβαση της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή των περιουσιακών στοιχείων που πρόκειται να πωληθούν, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων τρίτων και των απαιτούμενων διοικητικών αδειών.
(γ) Κατάλογος και περιγραφή των παραγόμενων προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, ιδίως και τεχνικών και λοιπών χαρακτηριστικών τους, των σχετικών εμπορικών σημάτων, του κύκλου εργασιών καθενός των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και των προγραμματιζόμενων καινοτομιών ή νέων προϊόντων ή υπηρεσιών.
(δ) Περιγραφή του επιπέδου στο οποίο οι βασικές λειτουργίες της επιχειρηματικής δραστηριότητας που πρόκειται να πωληθεί εφόσον δεν ασκούνται στο επίπεδο της ίδιας της επιχειρηματικής δραστηριότητας, περιλαμβανομένων τομέων όπως έρευνα και ανάπτυξη, παραγωγή, μάρκετινγκ και πωλήσεις, εφοδιαστική, πελάτες, προμηθευτές, πληροφοριακά συστήματα, κλπ. Η περιγραφή πρέπει να περιλαμβάνει το ρόλο που αναλαμβάνουν τα άλλα αυτά επίπεδα, τις σχέσεις με την υπό πώληση δραστηριότητα και τους πόρους (προσωπικό, περιουσιακά στοιχεία, χρηματοοικονομικοί πόροι κ.λπ.) που αναλώνονται στην άσκηση των λειτουργιών αυτών.
(ε) Λεπτομερής περιγραφή των σχέσεων που υφίστανται μεταξύ της δραστηριότητας που πρόκειται να πωληθεί και άλλων επιχειρήσεων που ελέγχουν τα κοινοποιούντα μέρη (ανεξαρτήτως της μορφής της εκάστοτε σχέσης), όπως:
(i) Συμβάσεις προμηθειών, παραγωγής, διανομής, παροχής υπηρεσιών ή άλλες,
(ii) κοινά ενσώματα ή άυλα περιουσιακά στοιχεία,
(iii) κοινό ή αποσπασμένο προσωπικό,
(iv) κοινά συστήματα πληροφορικής ή άλλα συστήματα, και
(v) κοινοί πελάτες.
(στ) Περιγραφή, σε γενικές γραμμές, όλων των σχετικών ενσώματων και άυλων περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται ή/και ανήκουν στην επιχειρηματική δραστηριότητα που πρόκειται να πωληθεί, περιλαμβανομένων, σε κάθε περίπτωση, των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των εμπορικών σημάτων.
(ζ) Οργανόγραμμα που αναφέρει τον αριθμό των ατόμων που επί του παρόντος εργάζονται σε καθέναν από τους τομείς λειτουργίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας που πρόκειται να πωληθεί, καθώς και κατάλογο των εργαζομένων που είναι απολύτως απαραίτητοι για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της εν λόγω δραστηριότητας με περιγραφή των καθηκόντων τους.
(η) Περιγραφή των πελατών της επιχειρηματικές δραστηριότητας που πρόκειται να πωληθεί, περιλαμβανομένου και καταλόγου των πελατών, περιγραφής των αντίστοιχων διαθέσιμων αρχείων και προσδιορισμό του συνολικού παραγόμενου κύκλου εργασιών από τις προς πώληση επιχειρηματικές δραστηριότητες με καθένα από τους εν λόγω πελάτες (σε ευρώ και ως εκατοστιαίο ποσοστό του συνολικού κύκλου εργασιών της προς πώληση δραστηριότητας).
(θ) Χρηματοοικονομικά στοιχεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας που πρόκειται να πωληθεί, περιλαμβανομένου του κύκλου εργασιών και των Earnings Before Interest, Tax, Depreciation and Amortization (EBITDA) των τελευταίων δύο ετών, καθώς και πρόβλεψη για την επόμενη διετία.
(ι) Αναφορά και περιγραφή κάθε μεταβολής, την τελευταία διετία, στην οργάνωση της προς πώληση επιχειρηματικής δραστηριότητας ή τις σχέσεις της με άλλες επιχειρήσεις που ελέγχονται από τα κοινοποιούντα μέρη.
(κ) Αναφορά και περιγραφή τυχόν αλλαγών που προγραμματίζονται για την επόμενη διετία σε σχέση με την οργάνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας που πρόκειται να πωληθεί ή τις σχέσεις της με άλλες επιχειρήσεις που ελέγχονται από τα κοινοποιούντα μέρη.
(2) Γενικές πληροφορίες για την επιχειρηματική δραστηριότητα που πρόκειται να πωληθεί όπως περιγράφονται στις δεσμεύσεις.
Περιγραφή των τομέων στους οποίους η επιχειρηματική δραστηριότητα που πρόκειται να πωληθεί σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στις δεσμεύσεις που προτάθηκαν διαφέρει από τη φύση και το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας όπως λειτουργεί σήμερα.
(3) Απόκτηση από κατάλληλο αγοραστή
Ανάλυση των λόγων για τους οποίους, η επιχειρηματική δραστηριότητα θα αποκτηθεί από κατάλληλο αγοραστή εντός του χρονικού ορίζοντα που προβλέπεται στις αναλαμβανόμενες δεσμεύσεις.
(Άρθρο 50)
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού [Ημερομηνία]
Θέμα: Εκούσια αποποίηση δικαιώματος εμπιστευτικότητας
Ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της [ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Α], διαβεβαιώνω ότι η [ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α], δίδει τη συγκατάθεσή της στην αποποίηση του δικαιώματος εμπιστευτικότητας που εμποδίζει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής «η Επιτροπή») να κοινοποιεί πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή») ή σε άλλη Αρχή Ανταγωνισμού κράτους μέλους (εφεξής «η Αρχή Ανταγωνισμού»), αναφορικά με την προτεινόμενη συγκέντρωση της [ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Α] με την [ΕΤΑΙΡΕΙΑ Β], υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο παρόν έντυπο. Συγκεκριμένα, η [ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α], δίδει τη συγκατάθεσή της στην Επιτροπή να διαβιβάσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή σε Αρχή Ανταγωνισμού κράτους μέλους [ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΘΟΥΝ ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΥΤΟ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ]: οποιαδήποτε έγγραφα, λογαριασμούς, στοιχεία και πληροφορίες της [ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Α], καθώς επίσης, και τη γραπτή έκθεση που ετοιμάστηκε από την Επιτροπή ή/και την Υπηρεσία της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού η οποία δύναται να περιέχει ή να αναφέρεται σε εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες της [ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Α], και οι οποίες δεν θα μπορούσαν να κοινοποιηθούν λόγω του καθήκοντος εχεμύθειας που δεσμεύει το προσωπικό της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 48 του Νόμου.
Η αποποίηση του δικαιώματος εμπιστευτικότητας δίδεται μόνο αναφορικά με την κοινοποίηση στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή σε Αρχή Ανταγωνισμού κράτους μέλους και υπό τον όρο ότι οι εν λόγω πληροφορίες θα αντιμετωπίζονται ως επιχειρηματικά απόρρητα για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή για την Αρχή Ανταγωνισμού κράτους μέλους. Η παρούσα συγκατάθεση δεν αφορά την αποποίηση του δικαιώματος εμπιστευτικότητας από την [ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α] αναφορικά με την άμεση ή έμμεση κοινοποίηση πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως σε τρίτους αλλά μόνο την κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή σε Αρχή Ανταγωνισμού.
Η [ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α], δίδει τη συγκατάθεσή της για αποποίηση του δικαιώματος εμπιστευτικότητας, υπό τον όρο ότι οποιαδήποτε πληροφορία διαβιβασθεί από την Επιτροπή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή σε Αρχή Ανταγωνισμού κράτους μέλους, θα εξακολουθήσει να παραμένει εμπιστευτικής φύσεως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή η Αρχή Ανταγωνισμού κράτους μέλους δεσμεύεται, σε συνάρτηση του καθήκοντος εμπιστευτικότητας, να μην αποκαλύψει τις εν λόγω πληροφορίες σε τρίτους.
Αντίγραφο της παρούσας επιστολής θα αποσταλεί στον/στην [ΕΚΠΡΟΣΩΠΟ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή Αρχής Ανταγωνισμού κράτους μέλους, στα πλαίσια συνεργασίας δυνάμει του άρθρου 54 του περί του Ελέγχου Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται].
Με εκτίμηση,
[ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Α]